Βασικός στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι το ίδιο το κράτος. Ουσιαστικά προτείνει όχι μόνο ιδιωτικοποιήσεις/αποκρατικοποιήσεις, αλλά πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Και την ίδια στιγμή σε οικονομικό επίπεδο, προτείνει χαμηλότερη φορολογία ως κίνητρο για επενδύσεις και απελευθέρωση των επιτοκίων, άρση νομικών περιορισμών στη δράση των ιδιωτών (δηλαδή το κράτος να μην έχει ούτε ελεγκτικό ρόλο).
Του Δήμου Χλωπτσιούδη
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού είναι η παντελής έλλειψη προστατευτισμού στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο με αυτό το τρόπο επιτυγχάνεται ένα είδος αυτοκάθαρσης ώστε να παραμείνουν οι ισχυροί. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες, οι δανειστές γενικά, που εμπορεύονται το χρήμα θα πρέπει να γράφουν ζημιά όταν κάνουν λανθασμένες επιλογές. Άντ’ αυτού βλέπουμε να απαιτούν κρατική συνδρομή και βοήθεια για να μη καταστραφούν. Και το κράτος δυστυχώς επιτίθεται στη μεσαία τάξη και στις κοινωνικές παροχές για να προσφέρει προστασία και ζωή στους δανειστές.
Πιο συγκεκριμένα, προτείνει την αποσύνδεση από το κράτος της παιδείας, της υγείας, των μεταφορών και των δημόσιων έργων, των υποδομών και της ενέργειας κλπ. Σύμφωνα με το Friedman, μόνο οι δυνάμεις καταστολής πρέπει να παραμείνουν στην άμεση σφαίρα επιρροής του κράτους (sic). Και φυσικά ό,τι φεύγει από το κράτος πάει σε ιδιώτες. Για τον Friedman, και φυσικά το Hayek, το κράτος είναι καλό όταν επιβαρύνεται με το κόστος της ασφάλειας αλλά και άλλων μη αποδοτικών -σε κέρδος γι' αυτούς- δραστηριοτήτων, με την προϋπόθεση ότι πάντα θα παίρνουν οι ιδιώτες το όφελος. Παράδειγμα αποτελεί η εκπαίδευση που παραμένει μία δημόσια επένδυση σε σημαντικό βαθμό για να καταρτίσει επιστήμονες οι οποίοι μετά παράγουν για ιδιώτες.
Όλες οι θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού για υγιή ανταγωνισμό αποδεικνύονται υποκριτικές και το πραγματικό πρόσωπο που βιώνουμε είναι η χρήση του κράτους για την επιβίωση των ανίκανων κερδοσκοπικών τραπεζών. Μα τα περισσότερα από αυτά τα γενικά τα γνωρίζουμε στην Ελλάδα και όλο τον ευρωπαϊκό νότο. Διάλυση του κράτους, απολύσεις, μείωση της δύναμης των μεσοαστών μέσω της υπέρμετρης φορολόγησης και αργότερα μείωσή της προς όφελος όποιων επιζήσουν…
Τα ίδια τα αστικά κόμματα, εξάλλου, προτείνουν αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος (βλ μειώσεις συντάξεων και αύξηση ετών εργασίας), κατάργηση της όποιας προστασίας των εργαζομένων (βλ. δουλοπαροικιακή εργασία σε ιδιώτες), παραχώρηση δημοσίων έργων σε ιδιώτες (βλ. διόδια και διάφορα ΣΔΥΤ) και εκποίηση κρατικής περιουσίας. Μα είναι βέβαιο τελικά πως αν πάψει να υφίσταται το κράτος, θα περιοριστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα (!)
Αυτό το κράτος λοιπόν το έχουν κάνει κύριο σύμμαχο για την επιβίωση των τραπεζών, και το σύστημα που βιώνουμε τραπεζοκρατία. Σήμερα στον ΚΑ΄ αιώνα ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη λαϊκή οργή με αντιδημοκρατικά μέσα. Επιστρατεύει τη λογική των τεχνοκρατών αντί αιρετών κυβερνήσεων, σε επίπεδο υπερεθνικό ενισχύει μη αιρετά ή ολιγομελή όργανα αντί των κυβερνήσεων και των νόμιμων εκπροσώπων των λαών (βλ. διμερείς συμφωνίες των ισχυρών αντί των Επιτροπών ή του Ευρωκοινοβουλίου ή την τρόικα αντί κάποιας Επιτροπής που λογοδοτεί σε λαούς κλπ).
Και η νεοφιλελεύθερη επίθεση δεν είναι απλά μερικοί νόμοι ενάντια στις κατακτήσεις του κινήματος και την ίδρυση του κράτους πρόνοιας. Συνίσταται και σε όλο εκείνο το πλέγμα οικονομικών σχέσεων της λιανικής αγοράς. Γιατί στην τελική η ακρίβεια είναι μία άλλη εικόνα της νεοσυντηρητικής βίας που επιταχύνει την πληβειοποίηση των πολιτών, οδηγεί στο κλείσιμο χιλιάδων μεσοαστικών επιχειρήσεων και καταπατά στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Την στιγμή της ανατροπής των ελλειμμάτων, οι τιμές ανεβαίνουν σε όλα τα αγαθά και μοιάζει να καταρρίπτεται ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης. Οι μισθοί κατατρακυλάνε σε όλο τον κόσμο, οι απολύσεις είναι καθημερινό φαινόμενο, αλλά οι τιμές ανεβαίνουν. Οι εξεγέρσεις των λαών (από ΗΠΑ μέχρι Ινδία και αραβικό κόσμο) αποτελούν μόνιμη θεματολογία, ακόμα κι αν τα αίτια δεν είναι τα ίδια. Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε ότι ο καπιταλισμός είναι γνωστό ότι κάνει τακτικά κύκλους. Πάντα ζούμε με το φόβο της επόμενης κρίσης. Όσο όμως οι κυβερνήσεις επιλέγουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές τόσο, η κατάσταση δυσχεραίνει.
Πράγματι εκ πρώτης όψεως φαντάζει περίεργο κι ανεξήγητο πώς γίνεται ενώ πέφτουν οι μισθοί, οι τιμές των προϊόντων να μένουν σταθερές ή να αυξάνονται[1]. Και φυσικά από τούτο υποτίθεται ότι οι έμποροι χάνουν χρήματα. Υπάρχει όμως και μία άλλη προσέγγιση.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μόνο απελευθέρωση των αγορών. Στην Ευρώπη η άφιξή του συνδέεται άμεσα με την αύξηση των φόρων σε βάρος της μεσαίας τάξης και φυσικά τη μείωση φόρων των μεγάλων επιχειρήσεων. Η μετανεωτερική ελεύθερη αγορά αδιαφορεί ή στοχεύει (μνημόνια δανεισμού) στη μεσοαστική οικονομία. Ενώ οι μισθοί, λοιπόν, μειώνονται, οι τιμές των αγαθών μένουν σταθερές ή αυξάνονται ως πολιτική επιλογή.
Η πολιτική τούτη επιλογή προέκυψε επειδή οι μεγαλοεπιχειρηματίες δεν ήταν διατεθειμένοι να περικόψουν τα κέρδη τους. Αν το δούμε λίγο βαθύτερα το όλο ζήτημα θα αντιληφθούμε ότι ουσιαστικά εκείνοι που χάνουν άμεσα είναι οι μικροί έμποροι λιανικής που πλέον συμπιέζονται οικονομικά ανάμεσα στην ανεργία και την ασφυξία των ακάλυπτων επιταγών. Οι μεγαλέμποροι, άλλωστε, έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν της κρίσης έστω και λαβωμένοι.
Η πολιτική τούτη επιλογή μπορεί να φανεί ακόμα κι από την απουσία ελέγχων ή ακόμα και την διατήρηση ορισμένων εντελώς αναχρονιστικών μηχανισμών διανομής των αγαθών στο όνομα της ποιότητας του αγαθού ή της μείωσης της φοροδιαφυγής. Έτσι, η ύπαρξη και η νόμιμη δράση των μεσαζόντων διατηρείται, ενώ ήταν τόσο εύκολο να χτυπηθεί και να γίνει κι εδώ μία μεταρρύθμιση (η μόνη ίσως προς όφελος του λαού και των καταναλωτών). Ουσιαστικά η ακρίβεια διατηρείται ως καθαρή πολιτική επιλογή προκειμένου να πιεστούν ακόμη περισσότερα τα νοικοκυριά, ώστε στο νέο εργασιακό περιβάλλον να δεχτούν κάθε λογής μισθοδοσία προκειμένου να πετύχουν τουλάχιστον την επιβίωσή τους.
[1] Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι σύμφωνα δε με έρευνα της καταναλωτικής οργάνωσης ΕΛΚΕΚΑ που αφορά όλους τους τύπους των οικογενειακών νοικοκυριών, το 2011 προέκυψε αύξηση των οικογενειακών προϋπολογισμών κατά 3% σε σχέση με το 2010. Κατέγραψε αυξήσεις έως 39,58% σε προϊόντα και υπηρεσίες που συνθέτουν το “καλάθι της νοικοκυράς” (260 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και υπηρεσίες), όπως το πετρέλαιο θέρμανσης (39,58%), το φυσικό αέριο (33,91%), τα οινοπνευματώδη ποτά (33,21%), τα ταξί (24,2%), ο καπνός (19,5%), τα νωπά λαχανικά (16,02%) κ.ά.
Εξάλλου, η Ελλάδα διατήρησε την “πρωτιά” μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. σε αυξημένα κόστη το 2010 σε σχέση με το 2009, στα καύσιμα με αύξηση 41,5% (μέσος όρος ΕΕ στα 11,6%), στις σιδηροδρομικές μεταφορές με αύξηση 36,6% (μέσος όρος ΕΕ στα 3,5%), στις οδικές μεταφορές με αύξηση 9,3% (μέσος όρος ΕΕ στα 1%), στις καφετέριες και ξενοδοχεία με αύξηση 3,6% (μέσος όρος ΕΕ στα 1,2%), στον καπνό με αύξηση 19,9% (μέσος όρος ΕΕ στα 5,4%) και στη ζάχαρη, μέλι, ζαχαρώδη με αύξηση 2,4% όταν (μέσος όρος ΕΕ στα -0,3%).
Διαβάστε εδώ το α' μέρος του άρθρου
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι φιλόλογος-ιστορικός και διατηρεί το μπλογκ Ο δείμος του πολίτη (http://chldimos.blogspot.com)
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού είναι η παντελής έλλειψη προστατευτισμού στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο με αυτό το τρόπο επιτυγχάνεται ένα είδος αυτοκάθαρσης ώστε να παραμείνουν οι ισχυροί. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες, οι δανειστές γενικά, που εμπορεύονται το χρήμα θα πρέπει να γράφουν ζημιά όταν κάνουν λανθασμένες επιλογές. Άντ’ αυτού βλέπουμε να απαιτούν κρατική συνδρομή και βοήθεια για να μη καταστραφούν. Και το κράτος δυστυχώς επιτίθεται στη μεσαία τάξη και στις κοινωνικές παροχές για να προσφέρει προστασία και ζωή στους δανειστές.
Πιο συγκεκριμένα, προτείνει την αποσύνδεση από το κράτος της παιδείας, της υγείας, των μεταφορών και των δημόσιων έργων, των υποδομών και της ενέργειας κλπ. Σύμφωνα με το Friedman, μόνο οι δυνάμεις καταστολής πρέπει να παραμείνουν στην άμεση σφαίρα επιρροής του κράτους (sic). Και φυσικά ό,τι φεύγει από το κράτος πάει σε ιδιώτες. Για τον Friedman, και φυσικά το Hayek, το κράτος είναι καλό όταν επιβαρύνεται με το κόστος της ασφάλειας αλλά και άλλων μη αποδοτικών -σε κέρδος γι' αυτούς- δραστηριοτήτων, με την προϋπόθεση ότι πάντα θα παίρνουν οι ιδιώτες το όφελος. Παράδειγμα αποτελεί η εκπαίδευση που παραμένει μία δημόσια επένδυση σε σημαντικό βαθμό για να καταρτίσει επιστήμονες οι οποίοι μετά παράγουν για ιδιώτες.
Όλες οι θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού για υγιή ανταγωνισμό αποδεικνύονται υποκριτικές και το πραγματικό πρόσωπο που βιώνουμε είναι η χρήση του κράτους για την επιβίωση των ανίκανων κερδοσκοπικών τραπεζών. Μα τα περισσότερα από αυτά τα γενικά τα γνωρίζουμε στην Ελλάδα και όλο τον ευρωπαϊκό νότο. Διάλυση του κράτους, απολύσεις, μείωση της δύναμης των μεσοαστών μέσω της υπέρμετρης φορολόγησης και αργότερα μείωσή της προς όφελος όποιων επιζήσουν…
Τα ίδια τα αστικά κόμματα, εξάλλου, προτείνουν αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος (βλ μειώσεις συντάξεων και αύξηση ετών εργασίας), κατάργηση της όποιας προστασίας των εργαζομένων (βλ. δουλοπαροικιακή εργασία σε ιδιώτες), παραχώρηση δημοσίων έργων σε ιδιώτες (βλ. διόδια και διάφορα ΣΔΥΤ) και εκποίηση κρατικής περιουσίας. Μα είναι βέβαιο τελικά πως αν πάψει να υφίσταται το κράτος, θα περιοριστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα (!)
Αυτό το κράτος λοιπόν το έχουν κάνει κύριο σύμμαχο για την επιβίωση των τραπεζών, και το σύστημα που βιώνουμε τραπεζοκρατία. Σήμερα στον ΚΑ΄ αιώνα ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη λαϊκή οργή με αντιδημοκρατικά μέσα. Επιστρατεύει τη λογική των τεχνοκρατών αντί αιρετών κυβερνήσεων, σε επίπεδο υπερεθνικό ενισχύει μη αιρετά ή ολιγομελή όργανα αντί των κυβερνήσεων και των νόμιμων εκπροσώπων των λαών (βλ. διμερείς συμφωνίες των ισχυρών αντί των Επιτροπών ή του Ευρωκοινοβουλίου ή την τρόικα αντί κάποιας Επιτροπής που λογοδοτεί σε λαούς κλπ).
Και η νεοφιλελεύθερη επίθεση δεν είναι απλά μερικοί νόμοι ενάντια στις κατακτήσεις του κινήματος και την ίδρυση του κράτους πρόνοιας. Συνίσταται και σε όλο εκείνο το πλέγμα οικονομικών σχέσεων της λιανικής αγοράς. Γιατί στην τελική η ακρίβεια είναι μία άλλη εικόνα της νεοσυντηρητικής βίας που επιταχύνει την πληβειοποίηση των πολιτών, οδηγεί στο κλείσιμο χιλιάδων μεσοαστικών επιχειρήσεων και καταπατά στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Την στιγμή της ανατροπής των ελλειμμάτων, οι τιμές ανεβαίνουν σε όλα τα αγαθά και μοιάζει να καταρρίπτεται ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης. Οι μισθοί κατατρακυλάνε σε όλο τον κόσμο, οι απολύσεις είναι καθημερινό φαινόμενο, αλλά οι τιμές ανεβαίνουν. Οι εξεγέρσεις των λαών (από ΗΠΑ μέχρι Ινδία και αραβικό κόσμο) αποτελούν μόνιμη θεματολογία, ακόμα κι αν τα αίτια δεν είναι τα ίδια. Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε ότι ο καπιταλισμός είναι γνωστό ότι κάνει τακτικά κύκλους. Πάντα ζούμε με το φόβο της επόμενης κρίσης. Όσο όμως οι κυβερνήσεις επιλέγουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές τόσο, η κατάσταση δυσχεραίνει.
Πράγματι εκ πρώτης όψεως φαντάζει περίεργο κι ανεξήγητο πώς γίνεται ενώ πέφτουν οι μισθοί, οι τιμές των προϊόντων να μένουν σταθερές ή να αυξάνονται[1]. Και φυσικά από τούτο υποτίθεται ότι οι έμποροι χάνουν χρήματα. Υπάρχει όμως και μία άλλη προσέγγιση.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μόνο απελευθέρωση των αγορών. Στην Ευρώπη η άφιξή του συνδέεται άμεσα με την αύξηση των φόρων σε βάρος της μεσαίας τάξης και φυσικά τη μείωση φόρων των μεγάλων επιχειρήσεων. Η μετανεωτερική ελεύθερη αγορά αδιαφορεί ή στοχεύει (μνημόνια δανεισμού) στη μεσοαστική οικονομία. Ενώ οι μισθοί, λοιπόν, μειώνονται, οι τιμές των αγαθών μένουν σταθερές ή αυξάνονται ως πολιτική επιλογή.
Η πολιτική τούτη επιλογή προέκυψε επειδή οι μεγαλοεπιχειρηματίες δεν ήταν διατεθειμένοι να περικόψουν τα κέρδη τους. Αν το δούμε λίγο βαθύτερα το όλο ζήτημα θα αντιληφθούμε ότι ουσιαστικά εκείνοι που χάνουν άμεσα είναι οι μικροί έμποροι λιανικής που πλέον συμπιέζονται οικονομικά ανάμεσα στην ανεργία και την ασφυξία των ακάλυπτων επιταγών. Οι μεγαλέμποροι, άλλωστε, έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν της κρίσης έστω και λαβωμένοι.
Η πολιτική τούτη επιλογή μπορεί να φανεί ακόμα κι από την απουσία ελέγχων ή ακόμα και την διατήρηση ορισμένων εντελώς αναχρονιστικών μηχανισμών διανομής των αγαθών στο όνομα της ποιότητας του αγαθού ή της μείωσης της φοροδιαφυγής. Έτσι, η ύπαρξη και η νόμιμη δράση των μεσαζόντων διατηρείται, ενώ ήταν τόσο εύκολο να χτυπηθεί και να γίνει κι εδώ μία μεταρρύθμιση (η μόνη ίσως προς όφελος του λαού και των καταναλωτών). Ουσιαστικά η ακρίβεια διατηρείται ως καθαρή πολιτική επιλογή προκειμένου να πιεστούν ακόμη περισσότερα τα νοικοκυριά, ώστε στο νέο εργασιακό περιβάλλον να δεχτούν κάθε λογής μισθοδοσία προκειμένου να πετύχουν τουλάχιστον την επιβίωσή τους.
[1] Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι σύμφωνα δε με έρευνα της καταναλωτικής οργάνωσης ΕΛΚΕΚΑ που αφορά όλους τους τύπους των οικογενειακών νοικοκυριών, το 2011 προέκυψε αύξηση των οικογενειακών προϋπολογισμών κατά 3% σε σχέση με το 2010. Κατέγραψε αυξήσεις έως 39,58% σε προϊόντα και υπηρεσίες που συνθέτουν το “καλάθι της νοικοκυράς” (260 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και υπηρεσίες), όπως το πετρέλαιο θέρμανσης (39,58%), το φυσικό αέριο (33,91%), τα οινοπνευματώδη ποτά (33,21%), τα ταξί (24,2%), ο καπνός (19,5%), τα νωπά λαχανικά (16,02%) κ.ά.
Εξάλλου, η Ελλάδα διατήρησε την “πρωτιά” μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. σε αυξημένα κόστη το 2010 σε σχέση με το 2009, στα καύσιμα με αύξηση 41,5% (μέσος όρος ΕΕ στα 11,6%), στις σιδηροδρομικές μεταφορές με αύξηση 36,6% (μέσος όρος ΕΕ στα 3,5%), στις οδικές μεταφορές με αύξηση 9,3% (μέσος όρος ΕΕ στα 1%), στις καφετέριες και ξενοδοχεία με αύξηση 3,6% (μέσος όρος ΕΕ στα 1,2%), στον καπνό με αύξηση 19,9% (μέσος όρος ΕΕ στα 5,4%) και στη ζάχαρη, μέλι, ζαχαρώδη με αύξηση 2,4% όταν (μέσος όρος ΕΕ στα -0,3%).
Διαβάστε εδώ το α' μέρος του άρθρου
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι φιλόλογος-ιστορικός και διατηρεί το μπλογκ Ο δείμος του πολίτη (http://chldimos.blogspot.com)
via tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου