Μία μάχη με πολύ ευρύτερες προεκτάσεις που αφορούν όλες τις χώρες της ΕΕ και ιδιαίτερα την Ελλάδα εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες στην Ουγγαρία. Αποκορύφωμα της καθόλου ασυνήθιστης αυτής αντιπαράθεσης αποτέλεσε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την Τρίτη 18 Ιανουαρίου να οδηγήσει την Ουγγαρία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αφορμή στάθηκε συνταγματική τροποποίηση της ουγγρικής κυβέρνησης στην...
κατεύθυνση άσκησης πολιτικού ελέγχου στις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Μόνο που η κυβέρνηση του κεντροδεξιού Βίκτορ Όρμπαν λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο …την Ευρωπαϊκή Επιτροπή! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή επιχειρώντας να ξετυλίξουμε το κουβάρι που οδήγησε σε αυτή την άνευ προηγουμένου παρέμβαση των Βρυξελλών στα εσωτερικά μιας – κατά τ’ άλλα – ανεξάρτητης χώρας.
Η ένταση στις σχέσεις των Βρυξελλών με την Βουδαπέστη άρχισε να εμφανίζεται στο τέλος του προηγούμενου χρόνου. Ήταν για την ακρίβεια τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη όταν η ουγγρική κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων, ψήφισε μια σειρά συνταγματικών τροποποιήσεων.
Να αναφερθεί πως η ασυνήθιστα μεγάλη κοινοβουλευτική της ισχύ είναι άμεσο αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κόμματος του Φέρεντς Γκιουρτσάνι στις εκλογές του 2010, που με αυτό τον τρόπο πλήρωσε την απόφαση του να οδηγήσει τη χώρα στην αγκαλιά του ΔΝΤ. Το εκλογικό σώμα γύρισε μαζικά την πλάτη του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στράφηκε προς το κεντροδεξιό Φίντεζ, που αποδοκίμαζε έντονα την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.
Μεταξύ πολλών άλλων, στις τροποποιήσεις του συντάγματος περιλαμβανόταν και η άσκηση πολιτικού ελέγχου στην κεντρική τράπεζα, που έθετε σε αμφισβήτηση την περίφημη «ανεξαρτησία» της. Οι προθέσεις της κυβέρνησης σε συνδυασμό και με παράλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις στόχευαν στην αύξηση του αριθμού των μελών της διοίκησης από 7 σε 9, την αύξηση του αριθμού των αντιπροέδρων από 2 σε 3 και τη συγχώνευση του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος με την αρχή εποπτείας της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η κυβέρνηση δεν έκρυψε πως στόχος της ήταν να επανακτήσει τον έλεγχο επί της νομισματικής πολιτικής, ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής πολιτικής μαζί με την δημοσιονομική και την εισοδηματική. Ειδικότερα, στόχος της ήταν να κρατηθούν χαμηλά τα επιτόκια του εθνικού τους νομίσματος, του φιορινού, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η αύξηση των πιστώσεων κι έτσι να στηριχθεί η παραγωγή και η απασχόληση. Η κεντρική τράπεζα όμως έπραξε ακριβώς το αντίθετο: αύξησε το επιτόκιο από 6,5% στο 7%, επιτείνοντας τις συνθήκες ασφυξίας που αντιμετώπιζε η ήδη παγωμένη αγορά. Ως δικαιολογία η διοίκηση του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο πληθωρισμός «έτρεχε» με 4,25%, πάνω δηλαδή από τον επίσημο στόχο του 3%.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση είναι πράγματι εντυπωσιακή. Διορισμένοι τεχνοκράτες που δεν έχουν καμία νομιμοποίηση από την κοινωνία, όπως τα στελέχη της κεντρικής τράπεζας, έγραψαν στα παλιότερα των υποδημάτων τους, τις απόλυτα θεμιτές αποφάσεις της εκλεγμένης κυβέρνησης, προτάσσοντας την «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας. Πρόκειται για κορυφαία πράξη υποτίμησης της λαϊκής εντολής και της βούλησης της κοινωνίας στον βαθμό που καθοριστικοί τομείς αποφάσεων, όπως το ύψος των επιτοκίων που μπορεί να σημάνει την δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με καθοριστικές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο ενός λαού, αναγορεύονται σε απαγορευμένη ζώνη για την κυβέρνηση από την οποία αφαιρείται το δικαίωμα να έχει άποψη. Ορίστε πως η πολιτική αποστεώνεται και καταλήγει να γίνεται διαχείριση ανούσιων υποθέσεων ήσσονος σημασίας ή της καθημερινής και εντεινόμενης μιζέριας που επιβάλουν αυθαίρετα οικονομικά κέντρα εκτός δημοκρατικού ελέγχου.
Εξισορροπιστικός ρόλος;
Ιστορικά, η μόδα της «ανεξαρτησίας» των κεντρικών τραπεζών εμφανίζεται μετά την κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς το 1971. Η διάλυση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (της μεταπολεμικής περιόδου) που συνδέονταν με το δολάριο, το οποίο με τη σειρά του συνδεόταν με τον χρυσό, ανέδειξε την ανάγκη να βρεθεί ένα νέο σημείο σταθερότητας που θα επανέφερε την ισορροπία στο σύστημα κι αυτό ήταν ο πληθωρισμός που έπρεπε να τιθασευτεί. Έργο που αναδείχθηκε σε ύψιστη αποστολή κάθε κυβέρνησης όπως κατ’ αναλογία συμβαίνει σήμερα με την μείωση του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ανατέθηκε στις κεντρικές τράπεζες. Μάλιστα, στο πλαίσιο της ανόδου μιας βαθιά συντηρητικής οικονομικής ιδεολογίας που κέρδιζε συνεχώς έδαφος, οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση στην λειτουργία της κεντρικής τράπεζας θεωρήθηκε εξ ορισμού επιζήμια κι απευκταία.
Εύκολα ωστόσο διακρίνει κανείς τα «αδύναμα σημεία» αυτής της ιδεολογίας: Από τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν με κρατική εντολή, ακόμη κι όταν μετατρέπονται σε Ανώνυμες Εταιρείες όπως έχει συμβεί σήμερα στην ευρωζώνη, πως είναι δυνατό να αποφευχθεί η πολιτική παρέμβαση; Διορισμένοι από το κράτος και της κυβερνήσεις είναι όλοι οι κεντρικοί τραπεζίτες! Σε τελική ανάλυση αν οι πολέμιοι της κρατικής παρέμβασης δεν ήθελαν καμιά μορφή ανάμιξης του κράτους ας πρόκριναν την δημιουργία ιδιωτικού χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες, τις διοικήσεις των οποίων να εξέλεγαν οι γενικές συνελεύσεις των μετόχων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν… Από τη στιγμή που ακόμη και οι πιο διαπρύσιοι υπέρμαχοι της ελεύθερη αγοράς επιλέγουν το χρήμα να είναι κρατικό εκχωρώντας το σχετικό μονοπώλιο στην κεντρική τράπεζα, ή, μιλώντας για την ευρωζώνη να εκδίδεται από υπερεθνικά όργανα όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οποιαδήποτε συζήτηση περί ανεξαρτησίας είναι υποκρισία ή κρύβει σκοπιμότητες. Όπως ακριβώς συμβαίνει με κορυφαίο τρόπο σήμερα στην Ουγγαρία όπου η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας επί της ουσίας σημαίνει την «καταστατική» δέσμευσή της σε μια περιοριστική πολιτική η οποία κρατάει κλειστές τις στρόφιγγες του χρήματος, αφήνοντας έτσι να ρέουν εν αφθονία μόνο η φτώχεια και η ανεργία. Αυτό είναι το διακύβευμα στην περίπτωση της Ουγγαρίας.
Το συμφέρον των πολιτών ασύμφορο για την ΕΕ
Ωστόσο, η επίθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα ήταν τόσο σφοδρή αν ο Βίκτορ Όρμπαν δεν είχε κι άλλες φορές με τις αποφάσεις του αμφισβητήσει τα ιερά και τα όσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αγορών, όπως η ανεμπόδιστη εφαρμογή πολιτικών λιτότητας. Πολύ σύντομα σταχυολογούμε τα εξής μέτρα που αποδεδειγμένα έχουν προκαλέσει την οργή των Βρυξελλών και του ΔΝΤ την τελευταία διετία: Εν …αρχή ήταν η απόφασή του να επιβάλει έναν επιπλέον φόρο στις τράπεζες της τάξης κάποιων δεκαδικών ψηφίων. Οι τράπεζες που δρουν στην Ουγγαρία, και ως επί το πλείστον είναι αυστριακές, πλήρωσαν ξανά τη …νύφη πριν λίγους μήνες όταν ο Όρμπαν προστάτευσε του Ούγγρους δανειολήπτες που είχαν δανειστεί σε ξένο και δη ελβετικό νόμισμα την εποχή της ευωχίας. Η απόφασή του περιόρισε την άνοδο του κόστους που πλήρωναν οι Ούγγροι, προκάλεσε όμως ζημιά στους τραπεζίτες. Εξέλιξη που στη συνέχεια πυροδότησε σειρά αμφισβητήσεων και επιθέσεων κατά του Ούγγρου πρωθυπουργού οι οποίες κορυφώθηκαν με την είσοδο του νέου έτους. Αφορμή γι’ αυτές ήταν νέες νομοθετικές παρεμβάσεις του που αφορούσαν: Πρώτο, την μετάθεση για μετά το 2016 της εφαρμογής συνταγματικού νόμου, τον οποίο είχε ψηφίσει μάλιστα η δική του κυβέρνηση πέρυσι, και πρόβλεπε σταθερές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες μέχρι το χρέος να φτάσει το 50% του ΑΕΠ. Να σημειωθεί πως το δημόσιο χρέος της Ουγγαρίας βρίσκεται κάτω από το 80% του ΑΕΠ, είναι δηλαδή χαμηλότερο από το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, που ζητά απ’ όλες τις χώρες της ΕΕ να ενσωματώσουν στο σύνταγμά τους το λεγόμενο «φρένο χρέους». Δηλαδή, άρθρο που να απαγορεύει την δημιουργία ελλειμμάτων και το ενδεχόμενο το δημόσιο χρέος να υπερβεί ένα αυστηρό όριο. Μπορούμε να φανταστούμε επομένως την οργή του Βερολίνου όταν μια από τις πρώτες χώρες που επέβαλαν αυτό το μέτρο, το ανακάλεσε στην πορεία, αντιλαμβανόμενη προφανώς τον αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό του χαρακτήρα. Ποια είναι όμως η κυβέρνηση της Ουγγαρίας που αποφασίζει μόνη της, πιθανά να σκέφτηκε η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ… Το δεύτερο μέτρο που ανακοίνωσε η Βουδαπέστη πριν λίγες εβδομάδες, προκαλώντας δυσφορία στην ΕΕ αφορούσε την εθνικοποίηση του ενεργητικού ύψους 13 δισ. ευρώ των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων. Επρόκειτο για μια απόφαση που επιβλήθηκε από την ανάγκη εύρεσης δημόσιων πόρων ώστε η Ουγγαρία να μην αναγκαστεί να προσφύγει στη βοήθεια του ΔΝΤ και της ΕΕ, αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις που θα αποδειχθούν εξευτελιστικές για την εθνική της κυριαρχία και εξοντωτικές για την κοινωνική της συνοχή η οποία ήδη δοκιμάζεται λόγω του κύματος κατασχέσεων σπιτιών από τις τράπεζες. Ακόμη κι έτσι όμως σε μια εποχή που οι ιδιωτικοποιήσεις σαρώνουν όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ, τέτοιες παραφωνίες και μάλιστα σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση δεν γίνονται ανεκτές. Το τρίτο πρόσφατο μέτρο το οποίο σήμανε μια σημαντική διαφοροποίηση της Ουγγαρίας από τον γενικό κανόνα που θέλει τους φόρους που πληρώνουν οι επιχειρήσεις (και όχι οι ιδιώτες) να μειώνονται, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα και την δημοσιονομική ισορροπία, αφορούσε την επιβολή ενός νέου φόρου στην βιομηχανία!
Το μεγάλο τίμημα
Οι πρώτοι που ανέλαβαν να τιμωρήσουν την Ουγγαρία ήταν οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ορατή αιχμή του δόρατος των αγορών. Η Moody’s συγκεκριμένα το Νοέμβριο υποβάθμισε την Ουγγαρία επικαλούμενη το υψηλό της χρέος και την ανυπαρξία προοπτικών οικονομικής μεγέθυνσης. Ένα μήνα μετά (κι αφού μεσολάβησε η δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη, μειώνοντας τα επιτόκια δανεισμού) άλλος οίκος αξιολόγησης, η Standard & Poor’s προχωράει σε νέα υποβάθμιση με την επίκληση του εξής αιτιολογικού: ότι «το πλαίσιο άσκησης πολιτικής γίνεται λιγότερο προβλέψιμο πλήττοντας τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές μεγέθυνσης»! Όταν, με άλλα λόγια, η οικονομία καταρρέει τότε τιμωρείται επειδή καταρρέει. Κι όταν η κυβέρνηση παίρνει συγκεκριμένα μέτρα για να αποφύγει την κατάρρευση, αξιοποιώντας μέσα που ανέκαθεν υπήρχαν στην εργαλειοθήκη των κυρίαρχων κρατών, τότε τιμωρείται ξανά επειδή παραβιάζει τους κανόνες του παιχνιδιού κι οι οποίοι μπορεί να έχουν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, μετά βεβαιότητας όμως, μεσοπρόθεσμα, θα έχουν αρνητικές συνέπειες. Ισχυρισμός ο οποίος φυσικά δεν συνοδεύεται από καμιά απόδειξη, υπογραμμίζοντας ότι οι αξιολογήσεις των τριών αυτών οίκων είναι ένα πολιτικό όπλο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, τιμωρώντας τις απείθαρχες κυβερνήσεις. Ειρήσθω εν παρόδω, η συμπληρωματική σχέση που υπάρχει μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και οίκων αξιολόγησης φάνηκε πεντακάθαρα στις 15 Νοεμβρίου όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ειδική συνεδρίασή της καταψήφισε μέτρα που θα έθεταν ένα όριο στην δράση των τριών αυτών επιχειρήσεων, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ο διασυρμός της Ουγγαρίας συνεχίσθηκε με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου (με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των New York Times για παράδειγμα στις 17 Ιανουαρίου) που εμφανίζεται σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Την ίδια ώρα ούτε λέξη για την μαζική αποτυχία των συνταγών λιτότητας που συνόδευσαν τα πακέτα βοήθειας στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Με την πλάτη στον τοίχο
Ακριβώς μια μέρα μετά, την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου (τυχαία;) ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας πέρασε μια από τις δυσκολότερες μέρες του πολιτικού του βίου αναγκαζόμενος να υποστηρίξει τις πολιτικές του αποφάσεις ενώπιον του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Κι εκεί συνέβη πραγματικά το αδιανόητο: Ευρωβουλευτές και υπεύθυνοι πολιτικών ομάδων που δεν άρθρωσαν ούτε μια φωνή διαμαρτυρίας για την απόφαση των «Μερκοζύ» να πάψουν εκλεγμένους πρωθυπουργούς, όπως τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έστησαν τον Ούγγρο πρωθυπουργό στα έξι μέτρα! Ο ηγέτης των Πράσινων, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, για παράδειγμα τον παρομοίασε με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ούγκο Τσάβες, κατηγορώντας τον για ολοκληρωτισμό. Ενώ, ο Γκι Φέρχοβσταντ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και επικεφαλής της ομάδας των Φιλελεύθερων ζήτησε να ψηφιστεί από το Ευρωκοινοβούλιο η αναστολή του δικαιώματος ψήφου της Ουγγαρίας στο συμβούλιο των υπουργών. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός αναγκάστηκε εν μέσω σφοδρών και διασταυρούμενων πυρών να υποσχεθεί πως η κυβέρνησή του θα επανεξετάσει τους τελευταίους νόμους, δηλώνοντας ωστόσο ανυποχώρητος στην προεκλογική του εξαγγελία ότι τα μέλη της διοίκησης της κεντρικής τράπεζας πριν απ’ οπουδήποτε αλλού θα ορκίζονται πίστη στα συμφέροντα της χώρας τους! Η υποχώρηση που αναγκάστηκε να κάνει πολύ πιθανά εξηγείται λόγω του ωμού εκβιασμού τον οποίο άσκησαν ΕΕ και ΔΝΤ δηλώνοντας στη Βουδαπέστη πως για να λάβει δάνειο ύψους 15-20 δις. ευρώ που έχει ζητήσει προϋπόθεση είναι η ακύρωση των επίμαχων νόμων.
Αξίζει τέλος, να παραθέσουμε μια αποστροφή της ομιλίας του που αναφέρεται στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας τον οίκτο και την αποστροφή που προκαλεί στο εξωτερικό το καθεστώς οικονομικής κατοχής που έχει επιβάλλει το Βερολίνο στη χώρα μας. Αφού λοιπόν μίλησε για τις χριστιανικές αξίες που συμμερίζεται, απαντώντας με αυτό τον τρόπο στις επιθέσεις που δέχθηκε, κι αφού είπε πως θα συζητήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την επαναδιατύπωση ορισμένων συνταγματικών άρθρων έβαλε ένα όριο στις υποχωρήσεις του, λέγοντας: «Δεν θέλω όμως να δώσω την εικόνα ότι θα καταλήξω σαν την Ελλάδα, στην οποία οι Γερμανοί λένε πως δεν θα δώσουμε δάνεια εκτός κι αν οι Έλληνες κάνουν ότι ζητήσουμε». Τα σχόλια είναι περιττά για το σημείο στο οποίο έχουμε οδηγηθεί με ευθύνη φυσικά του Λ. Παπαδήμου, των πιστωτών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποδεικνύεται σε πολιορκητικό κριό απέναντι στα κυριαρχικά δικαιώματα ανεξάρτητων κρατών και την βούληση δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Υπ’ αυτή την έννοια οι απειλές που δέχεται η Ελλάδα δεν διαφέρουν και τόσο πολύ απ’ αυτές που δέχεται η Ουγγαρία. Διαφέρει η αντίδραση σε αυτές τις απειλές…
κατεύθυνση άσκησης πολιτικού ελέγχου στις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Μόνο που η κυβέρνηση του κεντροδεξιού Βίκτορ Όρμπαν λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο …την Ευρωπαϊκή Επιτροπή! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή επιχειρώντας να ξετυλίξουμε το κουβάρι που οδήγησε σε αυτή την άνευ προηγουμένου παρέμβαση των Βρυξελλών στα εσωτερικά μιας – κατά τ’ άλλα – ανεξάρτητης χώρας.
Η ένταση στις σχέσεις των Βρυξελλών με την Βουδαπέστη άρχισε να εμφανίζεται στο τέλος του προηγούμενου χρόνου. Ήταν για την ακρίβεια τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη όταν η ουγγρική κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων, ψήφισε μια σειρά συνταγματικών τροποποιήσεων.
Να αναφερθεί πως η ασυνήθιστα μεγάλη κοινοβουλευτική της ισχύ είναι άμεσο αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κόμματος του Φέρεντς Γκιουρτσάνι στις εκλογές του 2010, που με αυτό τον τρόπο πλήρωσε την απόφαση του να οδηγήσει τη χώρα στην αγκαλιά του ΔΝΤ. Το εκλογικό σώμα γύρισε μαζικά την πλάτη του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στράφηκε προς το κεντροδεξιό Φίντεζ, που αποδοκίμαζε έντονα την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.
Μεταξύ πολλών άλλων, στις τροποποιήσεις του συντάγματος περιλαμβανόταν και η άσκηση πολιτικού ελέγχου στην κεντρική τράπεζα, που έθετε σε αμφισβήτηση την περίφημη «ανεξαρτησία» της. Οι προθέσεις της κυβέρνησης σε συνδυασμό και με παράλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις στόχευαν στην αύξηση του αριθμού των μελών της διοίκησης από 7 σε 9, την αύξηση του αριθμού των αντιπροέδρων από 2 σε 3 και τη συγχώνευση του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος με την αρχή εποπτείας της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η κυβέρνηση δεν έκρυψε πως στόχος της ήταν να επανακτήσει τον έλεγχο επί της νομισματικής πολιτικής, ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής πολιτικής μαζί με την δημοσιονομική και την εισοδηματική. Ειδικότερα, στόχος της ήταν να κρατηθούν χαμηλά τα επιτόκια του εθνικού τους νομίσματος, του φιορινού, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η αύξηση των πιστώσεων κι έτσι να στηριχθεί η παραγωγή και η απασχόληση. Η κεντρική τράπεζα όμως έπραξε ακριβώς το αντίθετο: αύξησε το επιτόκιο από 6,5% στο 7%, επιτείνοντας τις συνθήκες ασφυξίας που αντιμετώπιζε η ήδη παγωμένη αγορά. Ως δικαιολογία η διοίκηση του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο πληθωρισμός «έτρεχε» με 4,25%, πάνω δηλαδή από τον επίσημο στόχο του 3%.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση είναι πράγματι εντυπωσιακή. Διορισμένοι τεχνοκράτες που δεν έχουν καμία νομιμοποίηση από την κοινωνία, όπως τα στελέχη της κεντρικής τράπεζας, έγραψαν στα παλιότερα των υποδημάτων τους, τις απόλυτα θεμιτές αποφάσεις της εκλεγμένης κυβέρνησης, προτάσσοντας την «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας. Πρόκειται για κορυφαία πράξη υποτίμησης της λαϊκής εντολής και της βούλησης της κοινωνίας στον βαθμό που καθοριστικοί τομείς αποφάσεων, όπως το ύψος των επιτοκίων που μπορεί να σημάνει την δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με καθοριστικές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο ενός λαού, αναγορεύονται σε απαγορευμένη ζώνη για την κυβέρνηση από την οποία αφαιρείται το δικαίωμα να έχει άποψη. Ορίστε πως η πολιτική αποστεώνεται και καταλήγει να γίνεται διαχείριση ανούσιων υποθέσεων ήσσονος σημασίας ή της καθημερινής και εντεινόμενης μιζέριας που επιβάλουν αυθαίρετα οικονομικά κέντρα εκτός δημοκρατικού ελέγχου.
Εξισορροπιστικός ρόλος;
Ιστορικά, η μόδα της «ανεξαρτησίας» των κεντρικών τραπεζών εμφανίζεται μετά την κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς το 1971. Η διάλυση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (της μεταπολεμικής περιόδου) που συνδέονταν με το δολάριο, το οποίο με τη σειρά του συνδεόταν με τον χρυσό, ανέδειξε την ανάγκη να βρεθεί ένα νέο σημείο σταθερότητας που θα επανέφερε την ισορροπία στο σύστημα κι αυτό ήταν ο πληθωρισμός που έπρεπε να τιθασευτεί. Έργο που αναδείχθηκε σε ύψιστη αποστολή κάθε κυβέρνησης όπως κατ’ αναλογία συμβαίνει σήμερα με την μείωση του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ανατέθηκε στις κεντρικές τράπεζες. Μάλιστα, στο πλαίσιο της ανόδου μιας βαθιά συντηρητικής οικονομικής ιδεολογίας που κέρδιζε συνεχώς έδαφος, οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση στην λειτουργία της κεντρικής τράπεζας θεωρήθηκε εξ ορισμού επιζήμια κι απευκταία.
Εύκολα ωστόσο διακρίνει κανείς τα «αδύναμα σημεία» αυτής της ιδεολογίας: Από τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν με κρατική εντολή, ακόμη κι όταν μετατρέπονται σε Ανώνυμες Εταιρείες όπως έχει συμβεί σήμερα στην ευρωζώνη, πως είναι δυνατό να αποφευχθεί η πολιτική παρέμβαση; Διορισμένοι από το κράτος και της κυβερνήσεις είναι όλοι οι κεντρικοί τραπεζίτες! Σε τελική ανάλυση αν οι πολέμιοι της κρατικής παρέμβασης δεν ήθελαν καμιά μορφή ανάμιξης του κράτους ας πρόκριναν την δημιουργία ιδιωτικού χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες, τις διοικήσεις των οποίων να εξέλεγαν οι γενικές συνελεύσεις των μετόχων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν… Από τη στιγμή που ακόμη και οι πιο διαπρύσιοι υπέρμαχοι της ελεύθερη αγοράς επιλέγουν το χρήμα να είναι κρατικό εκχωρώντας το σχετικό μονοπώλιο στην κεντρική τράπεζα, ή, μιλώντας για την ευρωζώνη να εκδίδεται από υπερεθνικά όργανα όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οποιαδήποτε συζήτηση περί ανεξαρτησίας είναι υποκρισία ή κρύβει σκοπιμότητες. Όπως ακριβώς συμβαίνει με κορυφαίο τρόπο σήμερα στην Ουγγαρία όπου η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας επί της ουσίας σημαίνει την «καταστατική» δέσμευσή της σε μια περιοριστική πολιτική η οποία κρατάει κλειστές τις στρόφιγγες του χρήματος, αφήνοντας έτσι να ρέουν εν αφθονία μόνο η φτώχεια και η ανεργία. Αυτό είναι το διακύβευμα στην περίπτωση της Ουγγαρίας.
Το συμφέρον των πολιτών ασύμφορο για την ΕΕ
Ωστόσο, η επίθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα ήταν τόσο σφοδρή αν ο Βίκτορ Όρμπαν δεν είχε κι άλλες φορές με τις αποφάσεις του αμφισβητήσει τα ιερά και τα όσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αγορών, όπως η ανεμπόδιστη εφαρμογή πολιτικών λιτότητας. Πολύ σύντομα σταχυολογούμε τα εξής μέτρα που αποδεδειγμένα έχουν προκαλέσει την οργή των Βρυξελλών και του ΔΝΤ την τελευταία διετία: Εν …αρχή ήταν η απόφασή του να επιβάλει έναν επιπλέον φόρο στις τράπεζες της τάξης κάποιων δεκαδικών ψηφίων. Οι τράπεζες που δρουν στην Ουγγαρία, και ως επί το πλείστον είναι αυστριακές, πλήρωσαν ξανά τη …νύφη πριν λίγους μήνες όταν ο Όρμπαν προστάτευσε του Ούγγρους δανειολήπτες που είχαν δανειστεί σε ξένο και δη ελβετικό νόμισμα την εποχή της ευωχίας. Η απόφασή του περιόρισε την άνοδο του κόστους που πλήρωναν οι Ούγγροι, προκάλεσε όμως ζημιά στους τραπεζίτες. Εξέλιξη που στη συνέχεια πυροδότησε σειρά αμφισβητήσεων και επιθέσεων κατά του Ούγγρου πρωθυπουργού οι οποίες κορυφώθηκαν με την είσοδο του νέου έτους. Αφορμή γι’ αυτές ήταν νέες νομοθετικές παρεμβάσεις του που αφορούσαν: Πρώτο, την μετάθεση για μετά το 2016 της εφαρμογής συνταγματικού νόμου, τον οποίο είχε ψηφίσει μάλιστα η δική του κυβέρνηση πέρυσι, και πρόβλεπε σταθερές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες μέχρι το χρέος να φτάσει το 50% του ΑΕΠ. Να σημειωθεί πως το δημόσιο χρέος της Ουγγαρίας βρίσκεται κάτω από το 80% του ΑΕΠ, είναι δηλαδή χαμηλότερο από το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, που ζητά απ’ όλες τις χώρες της ΕΕ να ενσωματώσουν στο σύνταγμά τους το λεγόμενο «φρένο χρέους». Δηλαδή, άρθρο που να απαγορεύει την δημιουργία ελλειμμάτων και το ενδεχόμενο το δημόσιο χρέος να υπερβεί ένα αυστηρό όριο. Μπορούμε να φανταστούμε επομένως την οργή του Βερολίνου όταν μια από τις πρώτες χώρες που επέβαλαν αυτό το μέτρο, το ανακάλεσε στην πορεία, αντιλαμβανόμενη προφανώς τον αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό του χαρακτήρα. Ποια είναι όμως η κυβέρνηση της Ουγγαρίας που αποφασίζει μόνη της, πιθανά να σκέφτηκε η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ… Το δεύτερο μέτρο που ανακοίνωσε η Βουδαπέστη πριν λίγες εβδομάδες, προκαλώντας δυσφορία στην ΕΕ αφορούσε την εθνικοποίηση του ενεργητικού ύψους 13 δισ. ευρώ των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων. Επρόκειτο για μια απόφαση που επιβλήθηκε από την ανάγκη εύρεσης δημόσιων πόρων ώστε η Ουγγαρία να μην αναγκαστεί να προσφύγει στη βοήθεια του ΔΝΤ και της ΕΕ, αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις που θα αποδειχθούν εξευτελιστικές για την εθνική της κυριαρχία και εξοντωτικές για την κοινωνική της συνοχή η οποία ήδη δοκιμάζεται λόγω του κύματος κατασχέσεων σπιτιών από τις τράπεζες. Ακόμη κι έτσι όμως σε μια εποχή που οι ιδιωτικοποιήσεις σαρώνουν όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ, τέτοιες παραφωνίες και μάλιστα σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση δεν γίνονται ανεκτές. Το τρίτο πρόσφατο μέτρο το οποίο σήμανε μια σημαντική διαφοροποίηση της Ουγγαρίας από τον γενικό κανόνα που θέλει τους φόρους που πληρώνουν οι επιχειρήσεις (και όχι οι ιδιώτες) να μειώνονται, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα και την δημοσιονομική ισορροπία, αφορούσε την επιβολή ενός νέου φόρου στην βιομηχανία!
Το μεγάλο τίμημα
Οι πρώτοι που ανέλαβαν να τιμωρήσουν την Ουγγαρία ήταν οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ορατή αιχμή του δόρατος των αγορών. Η Moody’s συγκεκριμένα το Νοέμβριο υποβάθμισε την Ουγγαρία επικαλούμενη το υψηλό της χρέος και την ανυπαρξία προοπτικών οικονομικής μεγέθυνσης. Ένα μήνα μετά (κι αφού μεσολάβησε η δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη, μειώνοντας τα επιτόκια δανεισμού) άλλος οίκος αξιολόγησης, η Standard & Poor’s προχωράει σε νέα υποβάθμιση με την επίκληση του εξής αιτιολογικού: ότι «το πλαίσιο άσκησης πολιτικής γίνεται λιγότερο προβλέψιμο πλήττοντας τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές μεγέθυνσης»! Όταν, με άλλα λόγια, η οικονομία καταρρέει τότε τιμωρείται επειδή καταρρέει. Κι όταν η κυβέρνηση παίρνει συγκεκριμένα μέτρα για να αποφύγει την κατάρρευση, αξιοποιώντας μέσα που ανέκαθεν υπήρχαν στην εργαλειοθήκη των κυρίαρχων κρατών, τότε τιμωρείται ξανά επειδή παραβιάζει τους κανόνες του παιχνιδιού κι οι οποίοι μπορεί να έχουν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, μετά βεβαιότητας όμως, μεσοπρόθεσμα, θα έχουν αρνητικές συνέπειες. Ισχυρισμός ο οποίος φυσικά δεν συνοδεύεται από καμιά απόδειξη, υπογραμμίζοντας ότι οι αξιολογήσεις των τριών αυτών οίκων είναι ένα πολιτικό όπλο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, τιμωρώντας τις απείθαρχες κυβερνήσεις. Ειρήσθω εν παρόδω, η συμπληρωματική σχέση που υπάρχει μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και οίκων αξιολόγησης φάνηκε πεντακάθαρα στις 15 Νοεμβρίου όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ειδική συνεδρίασή της καταψήφισε μέτρα που θα έθεταν ένα όριο στην δράση των τριών αυτών επιχειρήσεων, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ο διασυρμός της Ουγγαρίας συνεχίσθηκε με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου (με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των New York Times για παράδειγμα στις 17 Ιανουαρίου) που εμφανίζεται σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Την ίδια ώρα ούτε λέξη για την μαζική αποτυχία των συνταγών λιτότητας που συνόδευσαν τα πακέτα βοήθειας στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Με την πλάτη στον τοίχο
Ακριβώς μια μέρα μετά, την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου (τυχαία;) ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας πέρασε μια από τις δυσκολότερες μέρες του πολιτικού του βίου αναγκαζόμενος να υποστηρίξει τις πολιτικές του αποφάσεις ενώπιον του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Κι εκεί συνέβη πραγματικά το αδιανόητο: Ευρωβουλευτές και υπεύθυνοι πολιτικών ομάδων που δεν άρθρωσαν ούτε μια φωνή διαμαρτυρίας για την απόφαση των «Μερκοζύ» να πάψουν εκλεγμένους πρωθυπουργούς, όπως τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έστησαν τον Ούγγρο πρωθυπουργό στα έξι μέτρα! Ο ηγέτης των Πράσινων, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, για παράδειγμα τον παρομοίασε με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ούγκο Τσάβες, κατηγορώντας τον για ολοκληρωτισμό. Ενώ, ο Γκι Φέρχοβσταντ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και επικεφαλής της ομάδας των Φιλελεύθερων ζήτησε να ψηφιστεί από το Ευρωκοινοβούλιο η αναστολή του δικαιώματος ψήφου της Ουγγαρίας στο συμβούλιο των υπουργών. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός αναγκάστηκε εν μέσω σφοδρών και διασταυρούμενων πυρών να υποσχεθεί πως η κυβέρνησή του θα επανεξετάσει τους τελευταίους νόμους, δηλώνοντας ωστόσο ανυποχώρητος στην προεκλογική του εξαγγελία ότι τα μέλη της διοίκησης της κεντρικής τράπεζας πριν απ’ οπουδήποτε αλλού θα ορκίζονται πίστη στα συμφέροντα της χώρας τους! Η υποχώρηση που αναγκάστηκε να κάνει πολύ πιθανά εξηγείται λόγω του ωμού εκβιασμού τον οποίο άσκησαν ΕΕ και ΔΝΤ δηλώνοντας στη Βουδαπέστη πως για να λάβει δάνειο ύψους 15-20 δις. ευρώ που έχει ζητήσει προϋπόθεση είναι η ακύρωση των επίμαχων νόμων.
Αξίζει τέλος, να παραθέσουμε μια αποστροφή της ομιλίας του που αναφέρεται στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας τον οίκτο και την αποστροφή που προκαλεί στο εξωτερικό το καθεστώς οικονομικής κατοχής που έχει επιβάλλει το Βερολίνο στη χώρα μας. Αφού λοιπόν μίλησε για τις χριστιανικές αξίες που συμμερίζεται, απαντώντας με αυτό τον τρόπο στις επιθέσεις που δέχθηκε, κι αφού είπε πως θα συζητήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την επαναδιατύπωση ορισμένων συνταγματικών άρθρων έβαλε ένα όριο στις υποχωρήσεις του, λέγοντας: «Δεν θέλω όμως να δώσω την εικόνα ότι θα καταλήξω σαν την Ελλάδα, στην οποία οι Γερμανοί λένε πως δεν θα δώσουμε δάνεια εκτός κι αν οι Έλληνες κάνουν ότι ζητήσουμε». Τα σχόλια είναι περιττά για το σημείο στο οποίο έχουμε οδηγηθεί με ευθύνη φυσικά του Λ. Παπαδήμου, των πιστωτών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποδεικνύεται σε πολιορκητικό κριό απέναντι στα κυριαρχικά δικαιώματα ανεξάρτητων κρατών και την βούληση δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Υπ’ αυτή την έννοια οι απειλές που δέχεται η Ελλάδα δεν διαφέρουν και τόσο πολύ απ’ αυτές που δέχεται η Ουγγαρία. Διαφέρει η αντίδραση σε αυτές τις απειλές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου