Η συμπερίληψη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου προδίδει μια προσπάθεια εργαλειοποίησης της ακροδεξιάς με στρατηγικό χαρακτήρα, προκειμένου η αριστερά -ο de facto δεύτερος πόλος, ως μείζων κοινωνική αντιπολίτευση- να μην μπορέσει να καρπωθεί την πολιτική κρίση και να στερηθεί ζωτικό ιδεολογικο-πολιτικό χώρο: η συζήτηση περί συνταγματοποίησης της εθνικής σωτηρίας στο ιδεολογικό έδαφος μιας νέας ευρω-εθνικοφροσύνης είναι απολύτως ενδεικτική, τόσο του εύρους αυτής της στρατηγικής, όσο και των προϋποθέσεων ανάσχεσής της
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
1. Το ενδιαφέρον για την άνοδο της ακροδεξιάς δεν προέκυψε –και βεβαίως δεν εξαντλείται– στη συγκυρία που διανύουμε. Αφορά μια περίοδο που ξεκινάει, συμβολικά, στις αρχές του ’90 και συμπίπτει με την άνοδο της διοίκησης των ειδημόνων, της προσφιλούς μας πλέον τεχνοκρατίας. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα μπορούσε να «διαβάσει» κανείς όσα συμβαίνουν σήμερα με τον Παπαδήμο, τον Μόντι και την αναπάντεχη αναβάθμιση της καθ’ ημάς ακροδεξιάς: ως επιστέγασμα των πολιτικών «ηθών» του ’90.
2. Ας το δούμε πιο αναλυτικά. Η δεκαετία του ‘90 είναι μια εποχή που το κοινωνικό ζήτημα θεωρείται λήξαν και που η «ύλη» της κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης περιορίζεται στη λεγόμενη «μεταϋλιστική-δικαιωματική ατζέντα» και τις κατηγορίες περί ηθικής. Εντελώς σχηματικά, την έναρξη αυτής της δεκαετίας σηματοδοτεί η επαναπολιτικοποίηση της Εκκλησίας στο Μακεδονικό, το δε τέλος της συμπίπτει με τις λαοσυνάξεις του Αρχιεπισκόπου για τις ταυτότητες. Είναι η περίοδος που η ακροδεξιά έχει την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί, να διαμορφώσει μια ατζέντα πέραν του πολιτειακού και να την υποστηρίξει με όρους κοινωνικού κινήματος. Αν αναζητούσαμε ένα στιγμιότυπο που να αποδίδει ανάγλυφα το κλίμα εκείνης της περιόδου, το ιδανικό θα ήταν ένα τηλεπαράθυρο όπου ο Θόδωρος Μαργαρίτης τσακώνεται με τον Βορίδη για το δικαίωμα των αλλοδαπών μαθητών να κρατούν στις παρελάσεις την ελληνική σημαία. Όσο κι αν τέτοιου είδους συγκρούσεις δεν ήταν άνευ σημασίας –αντίθετα, διέθεταν ένα αξιακό περιεχόμενο που καλώς υπερασπιζόταν η αριστερά–, εντούτοις ορίζονταν (από) και όριζαν έναν χώρο πολύ στενό για να μπορούν να συζητηθούν τα κυρίως πολιτικά διακυβεύματα· στον περιορισμένο αυτό χώρο, ό, τι θα λέγαμε «κοινωνικό ζήτημα», με την πολυπλοκότητά του και στις ευρωπαϊκές του διαστάσεις, έμενε εκτός συζήτησης. Με αυτό θα ασχολούνταν αποκλειστικά οι «ειδικοί»: ο καθηγητής Σπράος, ο καθηγητής Γιαννίτσης, οι καθηγητές Παπαντωνίου, Χριστοδουλάκης και Σημίτης.
3. Το ίδιο συνέβαινε και με τα άλλα θέματα της «νόμιμης» πολιτικής ατζέντας, όπως ας πούμε η περίφημη «διαπλοκή». Σε όλη τη δεκαετία του ’90, η διαφθορά και η διαπλοκή κατείχαν κεντρικές θέσεις στο καθημερινό πολιτικό λεξιλόγιο και στη δημόσια αντιπαράθεση. Έγιναν –κι ακόμα είναι– το αγαπημένο θέμα των ακροδεξιών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη [1], αφού χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα ως «χαρτί» της κεντροδεξιάς εναντίον της κεντροαριστεράς και αντιστρόφως. Όλα αυτά, όμως, υπό τον όρο της αποπολιτικοποίησης και ηθικοποίησής τους – της αποσύνδεσής τους, δηλαδή, από την κοινωνική συνθήκη που τα καθιστούσε εφικτά: τη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου χάριν του ιδιωτικού κέρδους. Πρόκειται για διεργασία που σήμερα αποθεώνει το περίφημο fast-track, σχετικοποιώντας αφόρητα το χάσμα νομιμότητας και ηθικής.
4. Κατά τη δεκαετία του ’90 λοιπόν, και στο φόντο που προσπάθησα να περιγράψω, σημειώνεται η άνοδος της εκλογικής επιρροής της ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά. Ο «μηχανισμός» της ανόδου, με άλλα λόγια, δεν πρέπει να αναζητηθεί στην οικονομική κρίση των τελών του ’70 ή την αύξηση των ροών μετανάστευσης από την ασιατική Ανατολή προς την Ευρώπη, αλλά στην επικράτηση των ιδεών της νεοσυντηρητικής δεξιάς σ’ ένα ευρύ τμήμα του πολιτικού φάσματος (Κίτσελτ). Η ακροδεξιά κατηγορεί την κατεστημένη δεξιά ότι δεν είναι πραγματική δεξιά, ότι υποκύπτει στην ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς· αμφισβητεί, με τους όρους ενός στελέχους του ΛΑΟΣ, «την ηθική δειλία της αστικής τάξης απέναντι στην αριστερά», δίνοντας μάχες για την ιδεολογική ηγεμονία. Είναι υπ‘ αυτό το πρίσμα που πρέπει να κατανοηθεί η συμπερίληψη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Διόλου αναγκαία καθαυτή, η κίνηση προδίδει μια προσπάθεια εργαλειοποίησης της ακροδεξιάς με στρατηγικό χαρακτήρα, προκειμένου η αριστερά -ο de facto δεύτερος πόλος, ως μείζων κοινωνική αντιπολίτευση- να μην μπορέσει να καρπωθεί την πολιτική κρίση και να στερηθεί ζωτικό ιδεολογικο-πολιτικό χώρο: η συζήτηση περί συνταγματοποίησης της εθνικής σωτηρίας στο ιδεολογικό έδαφος μιας νέας ευρω-εθνικοφροσύνης είναι, νομίζω, ενδεικτική. Κάπως έτσι, το πλάνο που αποτυπώνει το πνεύμα αυτής εδώ της περιόδου (όσο και την απόλυτη μείωση της απόστασης μεταξύ των πάλαι ποτέ ανταγωνιστών…), είναι πλέον άλλο: ο Λοβέρδος καταγγέλλει τον «σοβιετικό» γιατρό της μιας εγχείρησης την εβδομάδα, και την ίδια στιγμή ο Καρατζαφέρης θέτει το δίλημμα της περιόδου με τον πρωτογονισμό του συγκαιρινού μας μεσαίου χώρου: «ευρωπαϊσμός ή κομμουνισμός».
5. Είναι νομίζω φανερό από τα παραπάνω: όπως παλιά δεν θα καταλαβαίναμε τι συμβαίνει με την ακροδεξιά αν μέναμε στην ταύτισή της με την οικονομική κρίση, έτσι και σήμερα δεν θα καταλάβουμε τίποτα αν θεωρούμε την εκλογική της επιρροή ως τον απόλυτο δείκτη για τη σοβαρότητα του κινδύνου που εκπροσωπεί.
* Μέχρι τις αρχές του ’80, τα ακροδεξιά κόμματα που συμμετέχουν στα εθνικά κοινοβούλια ή το Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι παρά μόνο έξι, η δε εκλογική τους δύναμη βρίσκεται, κατά μέσο όρο, κάτω του 5%. Στα μέσα του ’90 μιλάμε πια για 15 κόμματα, ενώ προς το τέλος του ’90 η μέση εκλογική δύναμη της ακροδεξιάς φτάνει το 9.73%. Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για μια άνοδο σε εποχές «ευμάρειας» και όχι κρίσης.
* Το σημερινό πολιτικό ενδιαφέρον για την ακροδεξιά δεν σχετίζεται με τις εκλογικές της επιτυχίες, καθώς αυτές παραμένουν κάτω του αναμενόμενου [2].
Το κρίσιμο, λοιπόν, σήμερα είναι το αποτύπωμα που αφήνει η ακροδεξιά στην ηγεμονία - στις απόψεις που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση και στο εύρος των απόψεων που θεωρούνται συζητήσιμες [3] . Με άλλα λόγια: η ατζέντα του «αυτονόητου» που συνδιαμορφώνει εν μέσω πολιτικής κρίσης, αξιοποιώντας και εμβαθύνοντας τάσεις που έχει καταστήσει αυτονόητες η μέχρι πρότινος κρατική διαχείριση, καθώς κινείται προς το δεξιό άκρο: ζητήματα νόμου-τάξης, αντιμετανάστευσης και εθνικής ταυτότητας.
Η ενίσχυση λοιπόν της ακροδεξιάς πρέπει, νομίζω, να κατανοηθεί ως αποτέλεσμα αυτής της διπλής κίνησης: του δικού της εκσυγχρονισμού και ταυτόχρονα του εξτρεμισμού του πολιτικού κέντρου, μιας τάσης που εντείνεται εν μέσω οικονομικής κρίσης. Σε άρθρο του που φιλοξενεί το τρέχον τεύχος του περιοδικού transform, ο Ζαν-Ιβ Καμί επισημαίνει τις μετατοπίσεις αυτές, εστιάζοντας ακριβώς στη συνάντηση δεξιών λαϊκιστών και ριζοσπαστών ξενοφοβικών [4] .
7. Αναφερθήκαμε στην ύλη, τους πολιτικούς «συμπαίκτες» και τις ευκαιρίες που επιτρέπουν την άνοδο της ακροδεξιάς, θεωρώντας ότι ο βολονταρισμός της τελευταίας ή το «χάρισμα» του αρχηγού και των στελεχών της μάλλον περιγράφουν και λιγότερο εξηγούν. Ενδιαφέρουσα, κοντά στα προαναφερθέντα, είναι και η μεθοδολογία της. Η ακροδεξιά πολιτεύεται οικειοποιούμενη φιλελεύθερες-πλουραλιστικές αξίες για να τις διαστρέψει (π.χ. αντιισλαμισμός στο όνομα των δικαιωμάτων), επικαλούμενη τη λαϊκή κοινή λογική ώστε τελικά να εμποδίσει την είσοδο των πολλών στο προσκήνιο (το παράδοξο των ακροδεξιών ιδεολογιών…), «ρυμουλκώντας» την κατεστημένη δεξιά και, κυρίως, βραχυκυκλώνοντας την αριστερά. Εξίσου σημαντικό: διαμορφώνοντας κλίμα και αφήνοντας χώρο για μια άμεσα βίαιη («αποτελεσματική»[5] ) ακροδεξιά σκηνή, ώστε να διεκδικήσει εκείνη την υλοποίηση των αιτημάτων που η «θεσμική» ακροδεξιά αδυνατεί να καλύψει, για όσο τουλάχιστον επιδιώκει τη συμπερίληψή της στο «μεσαίο χώρο», το χώρο της κρατικής διαχείρισης. Με άλλη διατύπωση: η άλλη όψη της μάχης για την ηγεμονία που δίνει η εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά είναι η βία των πιο αρχαϊκών (αλλά αποδεδειγμένα συμβατών με τον ΛΑΟΣ) εκδοχών της. Κοινός παρονομαστής των δύο, ο αντικομφορμισμός της «Νέας Ειλικρίνειας»: η προώθηση της ατζέντας «χωρίς κόμπλεξ», όπως συνηθίζουν να λένε οι εκπρόσωποί της, συχνά μαξιμαλιστικά, και σε αντίστιξη με μια στάση πολιτισμικής ελίτ που συχνά υιοθετεί η Αριστερά.
8. Όποια κι αν είναι η ύλη, η μεθοδολογία και οι ευκαιρίες, κάθε επιτυχία της ακροδεξιάς προϋποθέτει τη συνέργεια οργανωμένων δυνάμεων: η πολιτική δεν εξαντλείται στο λόγο ή τη μακιαβελική fortuna. Η ώσμωση έτσι με την παραδοσιακή δεξιά, από την οποία προέρχεται ο ΛΑΟΣ, είναι ένα από τα βασικά «κλειδιά» για την ερμηνεία της μέχρι τώρα επιτυχίας του. Η ώσμωση αυτή αποτυπώνεται στην «επικοινωνία» της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων. Ενώ, λοιπόν, μέχρι το 2007 υπάρχει μια δυναμική που δείχνει συμβατή την άνοδο του ΛΑΟΣ με την παραμονή της ΝΔ στην κυβέρνηση, την τελευταία διετία βλέπουμε ότι η σταθεροποίηση του ΛΑΟΣ σημαίνει μείωση των ψηφοφόρων της ΝΔ – ψηφοφόρων τόσο αστικής όσο και λαϊκής προέλευσης. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που η κοινωνική βάση του ΛΑΟΣ συνδυάζει και τις δύο εκπροσωπήσεις.
Η ΝΔ έχει επίγνωση αυτής της συνθήκης και επιχειρεί να την αντιμετωπίσει α) «ριζοσπαστικοποιώντας» την ταυτοτική ατζέντα της (π.χ. στα «εθνικά») και οξύνοντας τον αντιμεταναστευτικό της λόγο και την ατζέντα νόμου και τάξης (βλ. όρους για συγκυβέρνηση και ν/σ για το άσυλο), αλλά και β) προσπαθώντας, όσο επιτρέπεται σε ένα κόμμα της κρατικής διαχείρισης, να περισώσει κοινωνικές αναφορές.
Τα προαναφερθέντα εικονογραφούν, νομίζω, τη σοβαρότητα του κινδύνου που εκπροσωπεί η εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά [6]: Ανεξαρτήτως της εκλογικής της επιρροής, κι ενώ η ίδια αποτελεί προϊόν μιας πολιτικής κρίσης, συνιστά ταυτόχρονα και όρο όξυνσης της κρίσης αυτής. Κι αυτό γιατί α) επιδεινώνει την κρίση εκπροσώπησης στην επιδίωξή της να μπει στο κάδρο της κρατικής διαχείρισης, β) αφήνοντας χώρο στην «κινηματική» ακροδεξιά να καταγγέλλει και -κυρίως- να δρα και γ) «μεταγγίζοντας» τα ταυτοτικά στοιχεία της ατζέντας της στα κυρίαρχα κόμματα, καθώς τα τελευταία επιχειρούν να περιφρουρήσουν την εκλογική τους βάση. Αυτή η συνθήκη αποβαίνει σε τελική ανάλυση σε βάρος της αριστεράς, τα όρια της οποίας αναγκαστικά περιστέλλονται. Δημιουργείται, με άλλα λόγια, ένα πεδίο όπου η αριστερά μοιάζει αδύνατο να δώσει ιδεολογικές μάχες: το έχουν κάνει νωρίτερα η ακροδεξιά και, διά της τεθλασμένης, τα κόμματα του κράτους. Σε ό, τι αφορά τον ΛΑΟΣ, του επιτρέπει προοπτικά να διεκδικήσει καλύτερο ρόλο σε ένα σχέδιο ενοποίησης της «δεξιάς πολυκατοικίας»: αυτό προκύπτει εξάλλου, τόσο από την πρόσφατη διαρροή των Wikileaks, όσο και από τη φανερή επίδραση που ασκεί σε στελέχη του ΛΑΟΣ η πολιτική του γαλλικού ακροδεξιού θινκ τανκ Club de l’ Ηοrloge (επιδίωξη της ένωσης δεξιάς-ακροδεξιάς στο έδαφος του οικονομικού φιλελευθερισμού και του πολιτισμικού συντηρητισμού).
9. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, η κρισιμότητα μιας προσέγγισης της ακροδεξιάς σε αναφορά με το κράτος και τις κοινωνικές τάξεις, αντί της εύκολης –και ερμηνευτικά άγονης– προσφυγής στην ετικέτα του «λαϊκισμού», που δεν αφήνει περιθώριο ανάλυσης της ηγεμονίας. Στην πραγματικότητα δεν λέμε τίποτα σημαντικό όταν λέμε ότι κάποιος είναι λαϊκιστής: η επίκληση μιας ομάδας μη προνομιούχων που θα «αλλάξει τα πράγματα» αφορά κάθε πολιτικό δρώντα (Λακλάου). Καταφεύγοντας στο λαϊκισμό, συσκοτίζουμε το γεγονός ότι ο ΛΑΟΣ διευρύνει την επιρροή του όχι προς την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων, αλλά προς τους ήδη εξασφαλισμένους [8].
Αξίζει να σταθούμε εδώ λίγο πιο αναλυτικά. Η επιτυχία του ΛΑΟΣ έγκειται στην μέχρι πρότινος δυνατότητά του να συστεγάζει τις τρεις επιμέρους οικογένειες της ακροδεξιάς, να είναι δηλαδή «κόμβος» της ελληνικής ακροδεξιάς· ένας κόμβος που αξιοποιεί τα ΜΜΕ (Συγκροτήματα Αλαφούζου και Λαμπράκη, λάιφστάιλ έντυπα και εκπομπές), προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό (ενδεικτική η περίπτωση Κοραντή), αλλά και την τακτική των κυρίαρχων κομμάτων για να ξεπεράσουν την κρίση τους. Ενώ όμως η πολιτική κρίση έφτασε μέχρι και τη συμπερίληψή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, η δυνατότητα του ΛΑΟΣ να παραμείνει «κόμβος» της ακροδεξιάς αμφισβητείται σήμερα, λόγω της γενικής στάσης του απέναντι στην κρίση.
Αν κάτι πρέπει να επισημανθεί λοιπόν στη συγκυρία αυτή, είναι η αλλαγή παραδείγματος της βασικής εκδοχής της ελληνικής ακροδεξιάς: η μετάβαση από τον εθνικο-λαϊκισμό στον εθνικοφιλελευθερισμό, από την «κοινωνία» (έστω και με όρους προνοιακού σωβινισμού) ακόμα βαθύτερα στο κράτος. Εθνική πρόσληψη της κρίσης, μονεταριστικός φιλελευθερισμός, φιλελευθερισμός χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο – αυτά είναι τα εργαλεία «αντιμετώπισης» της κρίσης και ανάδειξής της σε ευκαιρία πολιτικού αποστιγματισμού του ΛΑΟΣ, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με πολλές επιτυχημένες εκδοχές της ακροδεξιάς στην Ευρώπη [9] .
Για όλους αυτούς τους λόγους, σήμερα περισσότερο από ποτέ δεν έχουμε λόγο να μιλάμε για «λαϊκισμό» αναφερόμενοι στην ακροδεξιά. Η υποχώρηση του ΛΑΟΣ από αυτό που οι «αντιλαϊκιστές» εννοούν ως λαϊκισμό, έχει κοστίσει στο κόμμα εκλογικά (πτώση στο 4.6% στις δημοτικές), ενισχύοντας την ακροδεξιά σκηνή (Χρυσή Αυγή), οδηγώντας ήδη στη δημιουργία άλλης οργάνωσης (Εθνικό Μέτωπο) και εντείνοντας την κρίση αντιπροσώπευσης. Χρειάζεται να το επισημάνουμε: τόσο στην Ελλάδα, όσο και πανευρωπαϊκά [10], ακροδεξιά κόμματα σαν τον ΛΑΟΣ δεν έλκουν τα «θύματα του εκσυγχρονισμού», αλλά κι αυτούς που πάσχουν από την «πικρία της επιτυχίας», και δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα και με κανέναν.
10. Η κοινωνική έδραση της ακροδεξιάς που προσπάθησα να περιγράψω, έδειξε και τα όρια της δυνατότητάς της να συγκροτείται ως κοινωνικό κίνημα: το μαρτυρούν τα τεκταινόμενα στην πλατεία Συντάγματος και το παραδέχονται δημόσια οι ιστοσελίδες του χώρου. Το συμπέρασμα σαφές: όσο ευχάριστοι κι αν ηχούν στα αυτιά πολλών οι ξενόφοβοι φιλιππικοί της, η ελληνική ακροδεξιά οφείλει περισσότερα πια στους δεσμούς της με το κράτος, εξαρτάται περισσότερο από τις πολιτικές ευκαιρίες που τις προσφέρουν τα κυρίαρχα κόμματα και τα ΜΜΕ, παρά επωφελείται από δομημένους κοινωνικούς δεσμούς με λαϊκά στρώματα στη βάση του συνολικού της προγράμματος (άσχετα αν οι διαρκείς προσαρμογές, ο παρασιτισμός και ο μεταμορφισμός της μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι διαθέτει όντως ένα τέτοιο πρόγραμμα).
11. Μήπως τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ΛΑΟΣ είναι πια μια δύναμη του πολιτικού συστήματος όπως οι άλλες; Κάθε άλλο παρά αυτό: Μια τέτοια στάση θα κανονικοποιούσε ένα φαινόμενο ανωμαλίας, όπως είναι η γέννηση του ΛΑΟΣ και η συμμετοχή του στην παρούσα κυβέρνηση. Αυτό που υπαινίσσονται όσα προανέφερα είναι η ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε σε τι ακριβώς έγκειται η ανωμαλία με την ακροδεξιά, άρα με ποιους και σε τι έδαφος θα αντιμετωπιστεί. Το 2011 δεν είναι το ’90, στο βαθμό που το κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω απ’ το χαλί ή να μεταμορφωθεί σε πολιτισμικό – τουλάχιστον όχι με την ευκολία εκείνης της εποχής. Για το λόγο αυτό, η μάχη απέναντι στην ακροδεξιά δεν μπορεί να δίνεται με τους όρους εκείνης της εποχής – δεν μπορεί δηλαδή η αριστερά να περιορίζεται στο ρόλο του καλύτερου φιλελεύθερου. Αν μεταμορφωθεί σε συνεπή φιλελεύθερη δύναμη αδιαφορώντας για την πολιτικοποίηση των παθών (τομέα όπου διαπρέπει η ακροδεξιά), αν μείνει στο εργαλείο (ΛΑΟΣ) χάνοντας από το πεδίο της την εργαλειοποίηση, τους φορείς και τους στόχους της, αν αδιαφορήσει για την κοινωνική διαθεσιμότητα υπέρ της πραγματικής δημοκρατίας και κατά του Μνημονίου, κι αν τελικά περιστείλει τον πολιτικό της ορίζοντα, υποκύπτοντας στην περισταλτική στρατηγική που καλείται να αντιμετωπίσει, τότε δεν θα μπορεί ούτε καν να πιέσει τους φιλελεύθερους που σήμερα εκστασιάζονται με τη σοβαρότητα του κ. Παπαδήμου. Δεν παραείναι, όμως, μίζερο ως προοπτική το δίλημμα «Βορίδης ή Διαμαντοπούλου»;
Το κείμενο στηρίζεται στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του ευρωπαϊκής επιθεώρησης transform, που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο Πουλαντζάς και τα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής στις 25.11.2011
rednotebook
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
1. Το ενδιαφέρον για την άνοδο της ακροδεξιάς δεν προέκυψε –και βεβαίως δεν εξαντλείται– στη συγκυρία που διανύουμε. Αφορά μια περίοδο που ξεκινάει, συμβολικά, στις αρχές του ’90 και συμπίπτει με την άνοδο της διοίκησης των ειδημόνων, της προσφιλούς μας πλέον τεχνοκρατίας. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα μπορούσε να «διαβάσει» κανείς όσα συμβαίνουν σήμερα με τον Παπαδήμο, τον Μόντι και την αναπάντεχη αναβάθμιση της καθ’ ημάς ακροδεξιάς: ως επιστέγασμα των πολιτικών «ηθών» του ’90.
2. Ας το δούμε πιο αναλυτικά. Η δεκαετία του ‘90 είναι μια εποχή που το κοινωνικό ζήτημα θεωρείται λήξαν και που η «ύλη» της κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης περιορίζεται στη λεγόμενη «μεταϋλιστική-δικαιωματική ατζέντα» και τις κατηγορίες περί ηθικής. Εντελώς σχηματικά, την έναρξη αυτής της δεκαετίας σηματοδοτεί η επαναπολιτικοποίηση της Εκκλησίας στο Μακεδονικό, το δε τέλος της συμπίπτει με τις λαοσυνάξεις του Αρχιεπισκόπου για τις ταυτότητες. Είναι η περίοδος που η ακροδεξιά έχει την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί, να διαμορφώσει μια ατζέντα πέραν του πολιτειακού και να την υποστηρίξει με όρους κοινωνικού κινήματος. Αν αναζητούσαμε ένα στιγμιότυπο που να αποδίδει ανάγλυφα το κλίμα εκείνης της περιόδου, το ιδανικό θα ήταν ένα τηλεπαράθυρο όπου ο Θόδωρος Μαργαρίτης τσακώνεται με τον Βορίδη για το δικαίωμα των αλλοδαπών μαθητών να κρατούν στις παρελάσεις την ελληνική σημαία. Όσο κι αν τέτοιου είδους συγκρούσεις δεν ήταν άνευ σημασίας –αντίθετα, διέθεταν ένα αξιακό περιεχόμενο που καλώς υπερασπιζόταν η αριστερά–, εντούτοις ορίζονταν (από) και όριζαν έναν χώρο πολύ στενό για να μπορούν να συζητηθούν τα κυρίως πολιτικά διακυβεύματα· στον περιορισμένο αυτό χώρο, ό, τι θα λέγαμε «κοινωνικό ζήτημα», με την πολυπλοκότητά του και στις ευρωπαϊκές του διαστάσεις, έμενε εκτός συζήτησης. Με αυτό θα ασχολούνταν αποκλειστικά οι «ειδικοί»: ο καθηγητής Σπράος, ο καθηγητής Γιαννίτσης, οι καθηγητές Παπαντωνίου, Χριστοδουλάκης και Σημίτης.
3. Το ίδιο συνέβαινε και με τα άλλα θέματα της «νόμιμης» πολιτικής ατζέντας, όπως ας πούμε η περίφημη «διαπλοκή». Σε όλη τη δεκαετία του ’90, η διαφθορά και η διαπλοκή κατείχαν κεντρικές θέσεις στο καθημερινό πολιτικό λεξιλόγιο και στη δημόσια αντιπαράθεση. Έγιναν –κι ακόμα είναι– το αγαπημένο θέμα των ακροδεξιών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη [1], αφού χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα ως «χαρτί» της κεντροδεξιάς εναντίον της κεντροαριστεράς και αντιστρόφως. Όλα αυτά, όμως, υπό τον όρο της αποπολιτικοποίησης και ηθικοποίησής τους – της αποσύνδεσής τους, δηλαδή, από την κοινωνική συνθήκη που τα καθιστούσε εφικτά: τη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου χάριν του ιδιωτικού κέρδους. Πρόκειται για διεργασία που σήμερα αποθεώνει το περίφημο fast-track, σχετικοποιώντας αφόρητα το χάσμα νομιμότητας και ηθικής.
4. Κατά τη δεκαετία του ’90 λοιπόν, και στο φόντο που προσπάθησα να περιγράψω, σημειώνεται η άνοδος της εκλογικής επιρροής της ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά. Ο «μηχανισμός» της ανόδου, με άλλα λόγια, δεν πρέπει να αναζητηθεί στην οικονομική κρίση των τελών του ’70 ή την αύξηση των ροών μετανάστευσης από την ασιατική Ανατολή προς την Ευρώπη, αλλά στην επικράτηση των ιδεών της νεοσυντηρητικής δεξιάς σ’ ένα ευρύ τμήμα του πολιτικού φάσματος (Κίτσελτ). Η ακροδεξιά κατηγορεί την κατεστημένη δεξιά ότι δεν είναι πραγματική δεξιά, ότι υποκύπτει στην ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς· αμφισβητεί, με τους όρους ενός στελέχους του ΛΑΟΣ, «την ηθική δειλία της αστικής τάξης απέναντι στην αριστερά», δίνοντας μάχες για την ιδεολογική ηγεμονία. Είναι υπ‘ αυτό το πρίσμα που πρέπει να κατανοηθεί η συμπερίληψη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Διόλου αναγκαία καθαυτή, η κίνηση προδίδει μια προσπάθεια εργαλειοποίησης της ακροδεξιάς με στρατηγικό χαρακτήρα, προκειμένου η αριστερά -ο de facto δεύτερος πόλος, ως μείζων κοινωνική αντιπολίτευση- να μην μπορέσει να καρπωθεί την πολιτική κρίση και να στερηθεί ζωτικό ιδεολογικο-πολιτικό χώρο: η συζήτηση περί συνταγματοποίησης της εθνικής σωτηρίας στο ιδεολογικό έδαφος μιας νέας ευρω-εθνικοφροσύνης είναι, νομίζω, ενδεικτική. Κάπως έτσι, το πλάνο που αποτυπώνει το πνεύμα αυτής εδώ της περιόδου (όσο και την απόλυτη μείωση της απόστασης μεταξύ των πάλαι ποτέ ανταγωνιστών…), είναι πλέον άλλο: ο Λοβέρδος καταγγέλλει τον «σοβιετικό» γιατρό της μιας εγχείρησης την εβδομάδα, και την ίδια στιγμή ο Καρατζαφέρης θέτει το δίλημμα της περιόδου με τον πρωτογονισμό του συγκαιρινού μας μεσαίου χώρου: «ευρωπαϊσμός ή κομμουνισμός».
5. Είναι νομίζω φανερό από τα παραπάνω: όπως παλιά δεν θα καταλαβαίναμε τι συμβαίνει με την ακροδεξιά αν μέναμε στην ταύτισή της με την οικονομική κρίση, έτσι και σήμερα δεν θα καταλάβουμε τίποτα αν θεωρούμε την εκλογική της επιρροή ως τον απόλυτο δείκτη για τη σοβαρότητα του κινδύνου που εκπροσωπεί.
* Μέχρι τις αρχές του ’80, τα ακροδεξιά κόμματα που συμμετέχουν στα εθνικά κοινοβούλια ή το Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι παρά μόνο έξι, η δε εκλογική τους δύναμη βρίσκεται, κατά μέσο όρο, κάτω του 5%. Στα μέσα του ’90 μιλάμε πια για 15 κόμματα, ενώ προς το τέλος του ’90 η μέση εκλογική δύναμη της ακροδεξιάς φτάνει το 9.73%. Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για μια άνοδο σε εποχές «ευμάρειας» και όχι κρίσης.
* Το σημερινό πολιτικό ενδιαφέρον για την ακροδεξιά δεν σχετίζεται με τις εκλογικές της επιτυχίες, καθώς αυτές παραμένουν κάτω του αναμενόμενου [2].
Το κρίσιμο, λοιπόν, σήμερα είναι το αποτύπωμα που αφήνει η ακροδεξιά στην ηγεμονία - στις απόψεις που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση και στο εύρος των απόψεων που θεωρούνται συζητήσιμες [3] . Με άλλα λόγια: η ατζέντα του «αυτονόητου» που συνδιαμορφώνει εν μέσω πολιτικής κρίσης, αξιοποιώντας και εμβαθύνοντας τάσεις που έχει καταστήσει αυτονόητες η μέχρι πρότινος κρατική διαχείριση, καθώς κινείται προς το δεξιό άκρο: ζητήματα νόμου-τάξης, αντιμετανάστευσης και εθνικής ταυτότητας.
Η ενίσχυση λοιπόν της ακροδεξιάς πρέπει, νομίζω, να κατανοηθεί ως αποτέλεσμα αυτής της διπλής κίνησης: του δικού της εκσυγχρονισμού και ταυτόχρονα του εξτρεμισμού του πολιτικού κέντρου, μιας τάσης που εντείνεται εν μέσω οικονομικής κρίσης. Σε άρθρο του που φιλοξενεί το τρέχον τεύχος του περιοδικού transform, ο Ζαν-Ιβ Καμί επισημαίνει τις μετατοπίσεις αυτές, εστιάζοντας ακριβώς στη συνάντηση δεξιών λαϊκιστών και ριζοσπαστών ξενοφοβικών [4] .
7. Αναφερθήκαμε στην ύλη, τους πολιτικούς «συμπαίκτες» και τις ευκαιρίες που επιτρέπουν την άνοδο της ακροδεξιάς, θεωρώντας ότι ο βολονταρισμός της τελευταίας ή το «χάρισμα» του αρχηγού και των στελεχών της μάλλον περιγράφουν και λιγότερο εξηγούν. Ενδιαφέρουσα, κοντά στα προαναφερθέντα, είναι και η μεθοδολογία της. Η ακροδεξιά πολιτεύεται οικειοποιούμενη φιλελεύθερες-πλουραλιστικές αξίες για να τις διαστρέψει (π.χ. αντιισλαμισμός στο όνομα των δικαιωμάτων), επικαλούμενη τη λαϊκή κοινή λογική ώστε τελικά να εμποδίσει την είσοδο των πολλών στο προσκήνιο (το παράδοξο των ακροδεξιών ιδεολογιών…), «ρυμουλκώντας» την κατεστημένη δεξιά και, κυρίως, βραχυκυκλώνοντας την αριστερά. Εξίσου σημαντικό: διαμορφώνοντας κλίμα και αφήνοντας χώρο για μια άμεσα βίαιη («αποτελεσματική»[5] ) ακροδεξιά σκηνή, ώστε να διεκδικήσει εκείνη την υλοποίηση των αιτημάτων που η «θεσμική» ακροδεξιά αδυνατεί να καλύψει, για όσο τουλάχιστον επιδιώκει τη συμπερίληψή της στο «μεσαίο χώρο», το χώρο της κρατικής διαχείρισης. Με άλλη διατύπωση: η άλλη όψη της μάχης για την ηγεμονία που δίνει η εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά είναι η βία των πιο αρχαϊκών (αλλά αποδεδειγμένα συμβατών με τον ΛΑΟΣ) εκδοχών της. Κοινός παρονομαστής των δύο, ο αντικομφορμισμός της «Νέας Ειλικρίνειας»: η προώθηση της ατζέντας «χωρίς κόμπλεξ», όπως συνηθίζουν να λένε οι εκπρόσωποί της, συχνά μαξιμαλιστικά, και σε αντίστιξη με μια στάση πολιτισμικής ελίτ που συχνά υιοθετεί η Αριστερά.
8. Όποια κι αν είναι η ύλη, η μεθοδολογία και οι ευκαιρίες, κάθε επιτυχία της ακροδεξιάς προϋποθέτει τη συνέργεια οργανωμένων δυνάμεων: η πολιτική δεν εξαντλείται στο λόγο ή τη μακιαβελική fortuna. Η ώσμωση έτσι με την παραδοσιακή δεξιά, από την οποία προέρχεται ο ΛΑΟΣ, είναι ένα από τα βασικά «κλειδιά» για την ερμηνεία της μέχρι τώρα επιτυχίας του. Η ώσμωση αυτή αποτυπώνεται στην «επικοινωνία» της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων. Ενώ, λοιπόν, μέχρι το 2007 υπάρχει μια δυναμική που δείχνει συμβατή την άνοδο του ΛΑΟΣ με την παραμονή της ΝΔ στην κυβέρνηση, την τελευταία διετία βλέπουμε ότι η σταθεροποίηση του ΛΑΟΣ σημαίνει μείωση των ψηφοφόρων της ΝΔ – ψηφοφόρων τόσο αστικής όσο και λαϊκής προέλευσης. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που η κοινωνική βάση του ΛΑΟΣ συνδυάζει και τις δύο εκπροσωπήσεις.
Η ΝΔ έχει επίγνωση αυτής της συνθήκης και επιχειρεί να την αντιμετωπίσει α) «ριζοσπαστικοποιώντας» την ταυτοτική ατζέντα της (π.χ. στα «εθνικά») και οξύνοντας τον αντιμεταναστευτικό της λόγο και την ατζέντα νόμου και τάξης (βλ. όρους για συγκυβέρνηση και ν/σ για το άσυλο), αλλά και β) προσπαθώντας, όσο επιτρέπεται σε ένα κόμμα της κρατικής διαχείρισης, να περισώσει κοινωνικές αναφορές.
Τα προαναφερθέντα εικονογραφούν, νομίζω, τη σοβαρότητα του κινδύνου που εκπροσωπεί η εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά [6]: Ανεξαρτήτως της εκλογικής της επιρροής, κι ενώ η ίδια αποτελεί προϊόν μιας πολιτικής κρίσης, συνιστά ταυτόχρονα και όρο όξυνσης της κρίσης αυτής. Κι αυτό γιατί α) επιδεινώνει την κρίση εκπροσώπησης στην επιδίωξή της να μπει στο κάδρο της κρατικής διαχείρισης, β) αφήνοντας χώρο στην «κινηματική» ακροδεξιά να καταγγέλλει και -κυρίως- να δρα και γ) «μεταγγίζοντας» τα ταυτοτικά στοιχεία της ατζέντας της στα κυρίαρχα κόμματα, καθώς τα τελευταία επιχειρούν να περιφρουρήσουν την εκλογική τους βάση. Αυτή η συνθήκη αποβαίνει σε τελική ανάλυση σε βάρος της αριστεράς, τα όρια της οποίας αναγκαστικά περιστέλλονται. Δημιουργείται, με άλλα λόγια, ένα πεδίο όπου η αριστερά μοιάζει αδύνατο να δώσει ιδεολογικές μάχες: το έχουν κάνει νωρίτερα η ακροδεξιά και, διά της τεθλασμένης, τα κόμματα του κράτους. Σε ό, τι αφορά τον ΛΑΟΣ, του επιτρέπει προοπτικά να διεκδικήσει καλύτερο ρόλο σε ένα σχέδιο ενοποίησης της «δεξιάς πολυκατοικίας»: αυτό προκύπτει εξάλλου, τόσο από την πρόσφατη διαρροή των Wikileaks, όσο και από τη φανερή επίδραση που ασκεί σε στελέχη του ΛΑΟΣ η πολιτική του γαλλικού ακροδεξιού θινκ τανκ Club de l’ Ηοrloge (επιδίωξη της ένωσης δεξιάς-ακροδεξιάς στο έδαφος του οικονομικού φιλελευθερισμού και του πολιτισμικού συντηρητισμού).
9. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, η κρισιμότητα μιας προσέγγισης της ακροδεξιάς σε αναφορά με το κράτος και τις κοινωνικές τάξεις, αντί της εύκολης –και ερμηνευτικά άγονης– προσφυγής στην ετικέτα του «λαϊκισμού», που δεν αφήνει περιθώριο ανάλυσης της ηγεμονίας. Στην πραγματικότητα δεν λέμε τίποτα σημαντικό όταν λέμε ότι κάποιος είναι λαϊκιστής: η επίκληση μιας ομάδας μη προνομιούχων που θα «αλλάξει τα πράγματα» αφορά κάθε πολιτικό δρώντα (Λακλάου). Καταφεύγοντας στο λαϊκισμό, συσκοτίζουμε το γεγονός ότι ο ΛΑΟΣ διευρύνει την επιρροή του όχι προς την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων, αλλά προς τους ήδη εξασφαλισμένους [8].
Αξίζει να σταθούμε εδώ λίγο πιο αναλυτικά. Η επιτυχία του ΛΑΟΣ έγκειται στην μέχρι πρότινος δυνατότητά του να συστεγάζει τις τρεις επιμέρους οικογένειες της ακροδεξιάς, να είναι δηλαδή «κόμβος» της ελληνικής ακροδεξιάς· ένας κόμβος που αξιοποιεί τα ΜΜΕ (Συγκροτήματα Αλαφούζου και Λαμπράκη, λάιφστάιλ έντυπα και εκπομπές), προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό (ενδεικτική η περίπτωση Κοραντή), αλλά και την τακτική των κυρίαρχων κομμάτων για να ξεπεράσουν την κρίση τους. Ενώ όμως η πολιτική κρίση έφτασε μέχρι και τη συμπερίληψή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, η δυνατότητα του ΛΑΟΣ να παραμείνει «κόμβος» της ακροδεξιάς αμφισβητείται σήμερα, λόγω της γενικής στάσης του απέναντι στην κρίση.
Αν κάτι πρέπει να επισημανθεί λοιπόν στη συγκυρία αυτή, είναι η αλλαγή παραδείγματος της βασικής εκδοχής της ελληνικής ακροδεξιάς: η μετάβαση από τον εθνικο-λαϊκισμό στον εθνικοφιλελευθερισμό, από την «κοινωνία» (έστω και με όρους προνοιακού σωβινισμού) ακόμα βαθύτερα στο κράτος. Εθνική πρόσληψη της κρίσης, μονεταριστικός φιλελευθερισμός, φιλελευθερισμός χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο – αυτά είναι τα εργαλεία «αντιμετώπισης» της κρίσης και ανάδειξής της σε ευκαιρία πολιτικού αποστιγματισμού του ΛΑΟΣ, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με πολλές επιτυχημένες εκδοχές της ακροδεξιάς στην Ευρώπη [9] .
Για όλους αυτούς τους λόγους, σήμερα περισσότερο από ποτέ δεν έχουμε λόγο να μιλάμε για «λαϊκισμό» αναφερόμενοι στην ακροδεξιά. Η υποχώρηση του ΛΑΟΣ από αυτό που οι «αντιλαϊκιστές» εννοούν ως λαϊκισμό, έχει κοστίσει στο κόμμα εκλογικά (πτώση στο 4.6% στις δημοτικές), ενισχύοντας την ακροδεξιά σκηνή (Χρυσή Αυγή), οδηγώντας ήδη στη δημιουργία άλλης οργάνωσης (Εθνικό Μέτωπο) και εντείνοντας την κρίση αντιπροσώπευσης. Χρειάζεται να το επισημάνουμε: τόσο στην Ελλάδα, όσο και πανευρωπαϊκά [10], ακροδεξιά κόμματα σαν τον ΛΑΟΣ δεν έλκουν τα «θύματα του εκσυγχρονισμού», αλλά κι αυτούς που πάσχουν από την «πικρία της επιτυχίας», και δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα και με κανέναν.
10. Η κοινωνική έδραση της ακροδεξιάς που προσπάθησα να περιγράψω, έδειξε και τα όρια της δυνατότητάς της να συγκροτείται ως κοινωνικό κίνημα: το μαρτυρούν τα τεκταινόμενα στην πλατεία Συντάγματος και το παραδέχονται δημόσια οι ιστοσελίδες του χώρου. Το συμπέρασμα σαφές: όσο ευχάριστοι κι αν ηχούν στα αυτιά πολλών οι ξενόφοβοι φιλιππικοί της, η ελληνική ακροδεξιά οφείλει περισσότερα πια στους δεσμούς της με το κράτος, εξαρτάται περισσότερο από τις πολιτικές ευκαιρίες που τις προσφέρουν τα κυρίαρχα κόμματα και τα ΜΜΕ, παρά επωφελείται από δομημένους κοινωνικούς δεσμούς με λαϊκά στρώματα στη βάση του συνολικού της προγράμματος (άσχετα αν οι διαρκείς προσαρμογές, ο παρασιτισμός και ο μεταμορφισμός της μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι διαθέτει όντως ένα τέτοιο πρόγραμμα).
11. Μήπως τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ΛΑΟΣ είναι πια μια δύναμη του πολιτικού συστήματος όπως οι άλλες; Κάθε άλλο παρά αυτό: Μια τέτοια στάση θα κανονικοποιούσε ένα φαινόμενο ανωμαλίας, όπως είναι η γέννηση του ΛΑΟΣ και η συμμετοχή του στην παρούσα κυβέρνηση. Αυτό που υπαινίσσονται όσα προανέφερα είναι η ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε σε τι ακριβώς έγκειται η ανωμαλία με την ακροδεξιά, άρα με ποιους και σε τι έδαφος θα αντιμετωπιστεί. Το 2011 δεν είναι το ’90, στο βαθμό που το κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω απ’ το χαλί ή να μεταμορφωθεί σε πολιτισμικό – τουλάχιστον όχι με την ευκολία εκείνης της εποχής. Για το λόγο αυτό, η μάχη απέναντι στην ακροδεξιά δεν μπορεί να δίνεται με τους όρους εκείνης της εποχής – δεν μπορεί δηλαδή η αριστερά να περιορίζεται στο ρόλο του καλύτερου φιλελεύθερου. Αν μεταμορφωθεί σε συνεπή φιλελεύθερη δύναμη αδιαφορώντας για την πολιτικοποίηση των παθών (τομέα όπου διαπρέπει η ακροδεξιά), αν μείνει στο εργαλείο (ΛΑΟΣ) χάνοντας από το πεδίο της την εργαλειοποίηση, τους φορείς και τους στόχους της, αν αδιαφορήσει για την κοινωνική διαθεσιμότητα υπέρ της πραγματικής δημοκρατίας και κατά του Μνημονίου, κι αν τελικά περιστείλει τον πολιτικό της ορίζοντα, υποκύπτοντας στην περισταλτική στρατηγική που καλείται να αντιμετωπίσει, τότε δεν θα μπορεί ούτε καν να πιέσει τους φιλελεύθερους που σήμερα εκστασιάζονται με τη σοβαρότητα του κ. Παπαδήμου. Δεν παραείναι, όμως, μίζερο ως προοπτική το δίλημμα «Βορίδης ή Διαμαντοπούλου»;
Το κείμενο στηρίζεται στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του ευρωπαϊκής επιθεώρησης transform, που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο Πουλαντζάς και τα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής στις 25.11.2011
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου