Του Μιχάλη Λυμπεράτου
Η μόνη περίπτωση στην ιστορία της που η Ελλάδα, τρόπον τινά, δάνεισε μια χώρα, και μάλιστα ιμπεριαλιστική, ήταν, όπως έχει επισημάνει και ο Μανώλης Γλέζος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής με το αναγκαστικό δάνειο του Μαρτίου του 1942. Το δάνειο αυτό ήταν αποκύημα της αδυναμίας των κατακτητών να συντηρήσουν διαφορετικά τον στρατό Κατοχής, οι απαιτήσεις και το μέγεθος του οποίου αυξήθηκε υπερβολικά εξαιτίας της ήττας τους στη Μέση Ανατολή, τον χειμώνα του 1942, αλλά και των αναγκών αστυνόμευσης και καταστολής έναντι μιας Αντίστασης που συνεχώς διευρυνόταν. Γιατί ο κίνδυνος μιας πιθανής συμμαχικής απόβασης στην Κρήτη ή την Πελοπόννησο ήταν σταδιακά όλο και πιο πιθανός, ενώ οι αντάρτες βαθμηδόν μετέτρεπαν την κατεχόμενη χώρα σε ένα απέραντο πεδίο δολιοφθορών, ιδίως κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, αλλά και στα ίδια τα εργοστάσια εξόρυξης νικελίου, χρωμίου και βωξίτη, τα οποία είχε άμεση ανάγκη η γερμανική στρατιωτική μηχανή.
Ως συνέπεια αυτών, οι κατακτητές είχαν επείγουσα ανάγκη από τριπλάσιες δυνάμεις σε σχέση με αυτές που είχαν αρχικά υπολογίσει, με άμεση συνεπαγωγή την απότομη άνοδο των εξόδων συντήρησής τους.
Και δεν ήταν μόνο οι 180.000 Γερμανοί στρατιώτες, οι 160.000 περίπου Ιταλοί καθώς και οι 60.000 Βούλγαροι που αποτέλεσαν τις καθεαυτό δυνάμεις Κατοχής, αλλά και τα γερμανικά στρατεύματα που μεταστάθμευσαν στην Ελλάδα, προκειμένου να μεταφερθούν στη Βόρειο Αφρική, τα οποία έπρεπε και αυτά να συντηρηθούν από τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, το 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές που συμφωνήθηκε να καταβάλλει μηνιαία η Ελλάδα ως κατεχόμενη χώρα, για τα έξοδα αυτά, αποδείχθηκε πολύ λίγο. Γιατί, πέρα από το γεγονός ότι η χώρα βίωσε μια απίστευτη οικονομική καταστροφή που επιστεγάστηκε από τον λιμό του χειμώνα του 1941-1942, οι απαιτήσεις, ιδίως των Γερμανών, αύξαναν συνέχεια, ακολουθώντας και την τεράστια πληθωριστική έκρηξη. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το 1941 πληρώθηκαν 1.022 εκατομμύρια μάρκα για τον σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένων 170 εκατομμυρίων προκειμένου να ανταλλαχθεί το πλαστό κατοχικό νόμισμα που προσωρινά κυκλοφόρησε. Το 1942 το ποσό υπερδιπλασιάστηκε, ενώ το 1943 τα έξοδα των κατοχικών δυνάμεων έφτασαν τα 850 δισεκατομμύρια δραχμές, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν βάρος των κατοίκων της χώρας σε σχέση με τις δαπάνες αυτές να είναι πέντε φορές μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με τη Γαλλία. Οι γερμανικές απαιτήσεις
Το πρόβλημα με τη συντήρηση τόσο μεγάλων δυνάμεων επιδεινώθηκε από τη ληστρική συμπεριφορά των κατακτητών –αρχικά με λεηλασίες, αργότερα με τη μεταφορά όλου του εναπομείναντος χρυσού και πολύτιμων μετάλλων– μαζί με τα πλαστά νομίσματα (τα κατοχικά μάρκα και λιρέτες), που εκτυπώθηκαν ανεξέλεγκτα σε κινητά λιθογραφεία τα οποία διέθεταν οι μονάδες των στρατευμάτων Κατοχής. Κυρίως, όμως, εξαιτίας της τεράστιας απόσπασης πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων από τη χώρα, που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, χωρίς να αποδοθούν στο ελληνικό κράτος ούτε καν τα έξοδα για τη μεταφορά τους.
Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν ήταν, ούτε στο ελάχιστο, σε θέση να ανταποκριθεί στις συνεχείς απαιτήσεις των κατακτητών, που περιελάμβαναν και τα έξοδα για τη δημιουργία οχυρωματικών έργων. Με έξοδα τα οποία, όπως αναγνώριζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, τον Νοέμβριο του 1941, είχαν υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας τα 4 δισεκατομμύρια δραχμές, η Ελλάδα (που προπολεμικά είχε κυκλοφορία 6-8 δισεκατομμύρια δρχ.) ήταν αδύνατο να πληρώνει μηνιαίως ποσά που ανέρχονταν στο μισό της νομισματικής κυκλοφορίας της περιόδου της ειρήνης. Ούτε βέβαια ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν συνθήκες όπου οι δυνάμεις Κατοχής εισέπρατταν 2,5 φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους και πλησίαζαν τα 2/3 του εθνικού εισοδήματος. Δεδομένου ότι η κατάσταση ήταν εκρηκτική, οι οικονομικοί ιθύνοντες των κατακτητών στην Ελλάδα επιχείρησαν να περιστείλουν κάπως τα έξοδα της Βέρμαχτ, όμως οι ανάλγητες απαιτήσεις του Βερολίνου (λ.χ. να ανταποκριθεί η γεωργική παραγωγή της Ελλάδας, το 1942, στην απαίτηση για αυξημένη παραγωγή βρώσιμου λάδιού χαμηλής οξύτητας[!], που θα κατανάλωνε ο γερμανικός λαός) υπονόμευσαν οποιεσδήποτε απόπειρες να αποτραπεί μια εκτεταμένη οικονομική καταστροφή της χώρας. Σε συνθήκες δε όπου οι κατακτητές, αναζητώντας δωσίλογους και συνεργάτες, επέτρεπαν να παρακρατούν έμποροι σημαντικό μέρος της παραγωγής εν είδει προμήθειας και οι μεγαλοβιομήχανοι να λειτουργούν χωρίς φορολογικές επιβαρύνσεις και δημοσιονομικό έλεγχο, η μόνη απάντηση που δόθηκε στην ουσία, για την κάλυψη του κόστους των στρατευμάτων Κατοχής, ήταν η έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος.
Οι δανειακές συμβάσεις
Όμως, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων πληθωριστικών πιέσεων που προκάλεσε το ακάλυπτο χαρτονόμισμα, προτάθηκε ως λύση ένα ιδιότυπο δάνειο. Δηλαδή, οι πέραν από των συμφωνημένων δαπανών Κατοχής αναλήψεις να χρεώνονται από την Ελλάδα ως δάνειο προς τη Γερμανία και την Ιταλία, τμήμα του οποίου θα αποπληρωνόταν. Έτσι, στην Ιταλογερμανική Δημοσιονομική Συνδιάσκεψη Εμπειρογνωμόνων, που διεξήχθη μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 1942 στη Ρώμη, συμφωνήθηκε ότι τα επιπλέον έξοδα των στρατευμάτων Κατοχής θα τα εισέπρατταν οι κατακτητές με τη μορφή γραμματίων σε ποσά που θα έπαιρναν από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η δανειακή αυτή συμφωνία, που θα υπογραφεί στις 14 Μαρτίου 1942, απουσία της ελληνικής πλευράς, όριζε ότι τα επιπλέον ποσά, τα οποία θεωρήθηκαν προκαταβολές, θα ήταν εκείνα που υπερέβαιναν τα 1,5 δισεκατομμύρια δραχμές σε μηνιαία βάση, και θα επιστρέφονταν είτε σε είδος είτε τοις μετρητοίς. Θα ήταν, δηλαδή, ένα άτοκο δάνειο που θα συνδυαζόταν με την υποχρέωση των κατακτητών να χορηγήσουν στην Ελλάδα σιτάρι, πετρέλαιο, φάρμακα σε μηνιαίες ποσοστώσεις. Βεβαίως δεν προσδιοριζόταν το ύψος και η διάρκεια των δανειακών αναλήψεων, ούτε πότε θα άρχιζε η εξόφληση του δανείου.
Ας σημειωθεί ότι με τη ρηματική του διακοίνωση, στις 28 Ιουλίου 1942, ο Γκ. Άλτενμπουργκ, πληρεξούσιος της Γερμανίας στην Ελλάδα, αναγνώριζε ρητά ότι η τακτοποίηση των οφειλών θα βασιζόταν στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή της αξίας της δραχμής κατά το χρόνο εξόφλησής της. Επιπροσθέτως, προσδιόρισε το ποσό και σε γερμανικά μάρκα (25 εκατομμύρια), γεγονός που έδινε σταθερή βάση και στις αποπληρωμές.
Όμως, ούτε τα προϊόντα που όριζε η συμφωνία αποδόθηκαν ως εισαγωγές ούτε τα έξοδα της Βέρμαχτ καθηλώθηκαν. Το νέο πλαφόν των 10,6 δισεκατομμυρίων δραχμών για τα κατοχικά έξοδα του μήνα, που τέθηκε ώστε να ελεγχθούν οι ακατάσχετες απαιτήσεις, σύντομα παραβιάστηκε. Επιπλέον, η νέα απόπειρα να εξασφαλιστούν χρήματα μέσω δασμών και της ίδρυσης, στις 17 Σεπτεμβρίου 1942, της Γερμανοελληνικής Εταιρίας Συμψηφισμού Εμπορευμάτων (Dedriges) απέφερε μια μικρή πρόσκαιρη βελτίωση στις εισαγωγές σιτηρών, οσπρίων και ζάχαρης. Το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί ζητούσαν συνεχώς μεγαλύτερα ποσά για τις ανάγκες της Βέρμαχτ (31 δισεκατομμύρια τον Οκτώβριο του 1942) πολύ σύντομα επανέφερε τα κραυγαλέα αδιέξοδα. Ο πρέσβης Χ. Νοϊμπάχερ, που επιστρατεύτηκε ως ειδικός για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, βελτίωσε μόνο πρόσκαιρα τις συνθήκες στην αγορά, παρά τους περιορισμούς που έθεσε και την ευνοϊκή συγκυρία που προκάλεσε η συνεχιζόμενη προμήθεια της ελληνικής αγοράς με στάρι από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Η συνολική κυκλοφορία νομίσματος μόνο τον Οκτώβριο του 1942 έφτασε στα 180 δισεκατομμύρια δραχμές, από 41 δισεκατομμύρια που ήταν ένα χρόνο πριν. Τον Δεκέμβριο του 1942 αυξήθηκε κατά 1570% έναντι της προπολεμικής περιόδου, ενώ οι τιμές των τροφίμων, η άμεση συνέπεια του πληθωριστικού νομίσματος, κατά 23.478% σε σύγκριση με το 1940. Οι κατακτητές, έναντι του αδιεξόδου, προσέφυγαν σε νέες διαδοχικές τροποποιήσεις της δανειακής σύμβασης. Με βάση τη νέα «συμφωνία», τα δανειακά ποσά που ήδη είχαν πάρει, όπως και αυτά που θα έπαιρναν μέχρι στις 31 Μαρτίου 1943, θα άρχιζαν να εξοφλούνται από τον Απρίλιο του 1943 με δόσεις, οι δύο πρώτες από τις οποίες, πράγματι, καταβλήθηκαν. Όμως, πολύ σύντομα, στις 13 Απριλίου 1943, χρειάστηκε νέα τροποποίηση της σύμβασης, σύμφωνα με την οποία καταργούνταν ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, αφού ο πληθωρισμός εξαφάνισε την ανταλλακτική αξία του νομίσματος. Ως συνέπεια, τον Μάιο του 1943, η κυβέρνηση Ράλλη έδωσε προκαταβολές 34,7 δισεκατομμυρίων, 4 φορές πάνω από το αρχικό όριο.
Το επόμενο άμεσο διάστημα οι κατακτητές θα πάρουν από την Τράπεζα της Ελλάδας 386,4 δισεκατομμύρια δραχμές και μετά τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία, οι Γερμανοί θα αυξήσουν και άλλο τις αναλήψεις των δανειακών προκαταβολών, ιδιοποιούμενοι το μερίδιο των Ιταλών. Τον Οκτώβριο του 1943 πραγματοποιήθηκε και η τρίτη αναπροσαρμογή της σύμβασης, ενώ από τον Ιανουάριο του 1944 και μετά οι Γερμανοί θα παίρνουν πλέον τα χρήματα, χωρίς προσχήματα, απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι δρ Ιστορίας και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία του σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, όπου μίλησαν επίσης ο Μανώλης Γλέζος και ο Αντώνης Μπρεδήμας, με συντονίστρια τη Σίσσυ Βελισαρίου (8.3.2012)
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ
tvxs
Η μόνη περίπτωση στην ιστορία της που η Ελλάδα, τρόπον τινά, δάνεισε μια χώρα, και μάλιστα ιμπεριαλιστική, ήταν, όπως έχει επισημάνει και ο Μανώλης Γλέζος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής με το αναγκαστικό δάνειο του Μαρτίου του 1942. Το δάνειο αυτό ήταν αποκύημα της αδυναμίας των κατακτητών να συντηρήσουν διαφορετικά τον στρατό Κατοχής, οι απαιτήσεις και το μέγεθος του οποίου αυξήθηκε υπερβολικά εξαιτίας της ήττας τους στη Μέση Ανατολή, τον χειμώνα του 1942, αλλά και των αναγκών αστυνόμευσης και καταστολής έναντι μιας Αντίστασης που συνεχώς διευρυνόταν. Γιατί ο κίνδυνος μιας πιθανής συμμαχικής απόβασης στην Κρήτη ή την Πελοπόννησο ήταν σταδιακά όλο και πιο πιθανός, ενώ οι αντάρτες βαθμηδόν μετέτρεπαν την κατεχόμενη χώρα σε ένα απέραντο πεδίο δολιοφθορών, ιδίως κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, αλλά και στα ίδια τα εργοστάσια εξόρυξης νικελίου, χρωμίου και βωξίτη, τα οποία είχε άμεση ανάγκη η γερμανική στρατιωτική μηχανή.
Ως συνέπεια αυτών, οι κατακτητές είχαν επείγουσα ανάγκη από τριπλάσιες δυνάμεις σε σχέση με αυτές που είχαν αρχικά υπολογίσει, με άμεση συνεπαγωγή την απότομη άνοδο των εξόδων συντήρησής τους.
Και δεν ήταν μόνο οι 180.000 Γερμανοί στρατιώτες, οι 160.000 περίπου Ιταλοί καθώς και οι 60.000 Βούλγαροι που αποτέλεσαν τις καθεαυτό δυνάμεις Κατοχής, αλλά και τα γερμανικά στρατεύματα που μεταστάθμευσαν στην Ελλάδα, προκειμένου να μεταφερθούν στη Βόρειο Αφρική, τα οποία έπρεπε και αυτά να συντηρηθούν από τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, το 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές που συμφωνήθηκε να καταβάλλει μηνιαία η Ελλάδα ως κατεχόμενη χώρα, για τα έξοδα αυτά, αποδείχθηκε πολύ λίγο. Γιατί, πέρα από το γεγονός ότι η χώρα βίωσε μια απίστευτη οικονομική καταστροφή που επιστεγάστηκε από τον λιμό του χειμώνα του 1941-1942, οι απαιτήσεις, ιδίως των Γερμανών, αύξαναν συνέχεια, ακολουθώντας και την τεράστια πληθωριστική έκρηξη. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το 1941 πληρώθηκαν 1.022 εκατομμύρια μάρκα για τον σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένων 170 εκατομμυρίων προκειμένου να ανταλλαχθεί το πλαστό κατοχικό νόμισμα που προσωρινά κυκλοφόρησε. Το 1942 το ποσό υπερδιπλασιάστηκε, ενώ το 1943 τα έξοδα των κατοχικών δυνάμεων έφτασαν τα 850 δισεκατομμύρια δραχμές, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν βάρος των κατοίκων της χώρας σε σχέση με τις δαπάνες αυτές να είναι πέντε φορές μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με τη Γαλλία. Οι γερμανικές απαιτήσεις
Το πρόβλημα με τη συντήρηση τόσο μεγάλων δυνάμεων επιδεινώθηκε από τη ληστρική συμπεριφορά των κατακτητών –αρχικά με λεηλασίες, αργότερα με τη μεταφορά όλου του εναπομείναντος χρυσού και πολύτιμων μετάλλων– μαζί με τα πλαστά νομίσματα (τα κατοχικά μάρκα και λιρέτες), που εκτυπώθηκαν ανεξέλεγκτα σε κινητά λιθογραφεία τα οποία διέθεταν οι μονάδες των στρατευμάτων Κατοχής. Κυρίως, όμως, εξαιτίας της τεράστιας απόσπασης πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων από τη χώρα, που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, χωρίς να αποδοθούν στο ελληνικό κράτος ούτε καν τα έξοδα για τη μεταφορά τους.
Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν ήταν, ούτε στο ελάχιστο, σε θέση να ανταποκριθεί στις συνεχείς απαιτήσεις των κατακτητών, που περιελάμβαναν και τα έξοδα για τη δημιουργία οχυρωματικών έργων. Με έξοδα τα οποία, όπως αναγνώριζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, τον Νοέμβριο του 1941, είχαν υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας τα 4 δισεκατομμύρια δραχμές, η Ελλάδα (που προπολεμικά είχε κυκλοφορία 6-8 δισεκατομμύρια δρχ.) ήταν αδύνατο να πληρώνει μηνιαίως ποσά που ανέρχονταν στο μισό της νομισματικής κυκλοφορίας της περιόδου της ειρήνης. Ούτε βέβαια ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν συνθήκες όπου οι δυνάμεις Κατοχής εισέπρατταν 2,5 φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους και πλησίαζαν τα 2/3 του εθνικού εισοδήματος. Δεδομένου ότι η κατάσταση ήταν εκρηκτική, οι οικονομικοί ιθύνοντες των κατακτητών στην Ελλάδα επιχείρησαν να περιστείλουν κάπως τα έξοδα της Βέρμαχτ, όμως οι ανάλγητες απαιτήσεις του Βερολίνου (λ.χ. να ανταποκριθεί η γεωργική παραγωγή της Ελλάδας, το 1942, στην απαίτηση για αυξημένη παραγωγή βρώσιμου λάδιού χαμηλής οξύτητας[!], που θα κατανάλωνε ο γερμανικός λαός) υπονόμευσαν οποιεσδήποτε απόπειρες να αποτραπεί μια εκτεταμένη οικονομική καταστροφή της χώρας. Σε συνθήκες δε όπου οι κατακτητές, αναζητώντας δωσίλογους και συνεργάτες, επέτρεπαν να παρακρατούν έμποροι σημαντικό μέρος της παραγωγής εν είδει προμήθειας και οι μεγαλοβιομήχανοι να λειτουργούν χωρίς φορολογικές επιβαρύνσεις και δημοσιονομικό έλεγχο, η μόνη απάντηση που δόθηκε στην ουσία, για την κάλυψη του κόστους των στρατευμάτων Κατοχής, ήταν η έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος.
Οι δανειακές συμβάσεις
Όμως, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων πληθωριστικών πιέσεων που προκάλεσε το ακάλυπτο χαρτονόμισμα, προτάθηκε ως λύση ένα ιδιότυπο δάνειο. Δηλαδή, οι πέραν από των συμφωνημένων δαπανών Κατοχής αναλήψεις να χρεώνονται από την Ελλάδα ως δάνειο προς τη Γερμανία και την Ιταλία, τμήμα του οποίου θα αποπληρωνόταν. Έτσι, στην Ιταλογερμανική Δημοσιονομική Συνδιάσκεψη Εμπειρογνωμόνων, που διεξήχθη μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 1942 στη Ρώμη, συμφωνήθηκε ότι τα επιπλέον έξοδα των στρατευμάτων Κατοχής θα τα εισέπρατταν οι κατακτητές με τη μορφή γραμματίων σε ποσά που θα έπαιρναν από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η δανειακή αυτή συμφωνία, που θα υπογραφεί στις 14 Μαρτίου 1942, απουσία της ελληνικής πλευράς, όριζε ότι τα επιπλέον ποσά, τα οποία θεωρήθηκαν προκαταβολές, θα ήταν εκείνα που υπερέβαιναν τα 1,5 δισεκατομμύρια δραχμές σε μηνιαία βάση, και θα επιστρέφονταν είτε σε είδος είτε τοις μετρητοίς. Θα ήταν, δηλαδή, ένα άτοκο δάνειο που θα συνδυαζόταν με την υποχρέωση των κατακτητών να χορηγήσουν στην Ελλάδα σιτάρι, πετρέλαιο, φάρμακα σε μηνιαίες ποσοστώσεις. Βεβαίως δεν προσδιοριζόταν το ύψος και η διάρκεια των δανειακών αναλήψεων, ούτε πότε θα άρχιζε η εξόφληση του δανείου.
Ας σημειωθεί ότι με τη ρηματική του διακοίνωση, στις 28 Ιουλίου 1942, ο Γκ. Άλτενμπουργκ, πληρεξούσιος της Γερμανίας στην Ελλάδα, αναγνώριζε ρητά ότι η τακτοποίηση των οφειλών θα βασιζόταν στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή της αξίας της δραχμής κατά το χρόνο εξόφλησής της. Επιπροσθέτως, προσδιόρισε το ποσό και σε γερμανικά μάρκα (25 εκατομμύρια), γεγονός που έδινε σταθερή βάση και στις αποπληρωμές.
Όμως, ούτε τα προϊόντα που όριζε η συμφωνία αποδόθηκαν ως εισαγωγές ούτε τα έξοδα της Βέρμαχτ καθηλώθηκαν. Το νέο πλαφόν των 10,6 δισεκατομμυρίων δραχμών για τα κατοχικά έξοδα του μήνα, που τέθηκε ώστε να ελεγχθούν οι ακατάσχετες απαιτήσεις, σύντομα παραβιάστηκε. Επιπλέον, η νέα απόπειρα να εξασφαλιστούν χρήματα μέσω δασμών και της ίδρυσης, στις 17 Σεπτεμβρίου 1942, της Γερμανοελληνικής Εταιρίας Συμψηφισμού Εμπορευμάτων (Dedriges) απέφερε μια μικρή πρόσκαιρη βελτίωση στις εισαγωγές σιτηρών, οσπρίων και ζάχαρης. Το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί ζητούσαν συνεχώς μεγαλύτερα ποσά για τις ανάγκες της Βέρμαχτ (31 δισεκατομμύρια τον Οκτώβριο του 1942) πολύ σύντομα επανέφερε τα κραυγαλέα αδιέξοδα. Ο πρέσβης Χ. Νοϊμπάχερ, που επιστρατεύτηκε ως ειδικός για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, βελτίωσε μόνο πρόσκαιρα τις συνθήκες στην αγορά, παρά τους περιορισμούς που έθεσε και την ευνοϊκή συγκυρία που προκάλεσε η συνεχιζόμενη προμήθεια της ελληνικής αγοράς με στάρι από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Η συνολική κυκλοφορία νομίσματος μόνο τον Οκτώβριο του 1942 έφτασε στα 180 δισεκατομμύρια δραχμές, από 41 δισεκατομμύρια που ήταν ένα χρόνο πριν. Τον Δεκέμβριο του 1942 αυξήθηκε κατά 1570% έναντι της προπολεμικής περιόδου, ενώ οι τιμές των τροφίμων, η άμεση συνέπεια του πληθωριστικού νομίσματος, κατά 23.478% σε σύγκριση με το 1940. Οι κατακτητές, έναντι του αδιεξόδου, προσέφυγαν σε νέες διαδοχικές τροποποιήσεις της δανειακής σύμβασης. Με βάση τη νέα «συμφωνία», τα δανειακά ποσά που ήδη είχαν πάρει, όπως και αυτά που θα έπαιρναν μέχρι στις 31 Μαρτίου 1943, θα άρχιζαν να εξοφλούνται από τον Απρίλιο του 1943 με δόσεις, οι δύο πρώτες από τις οποίες, πράγματι, καταβλήθηκαν. Όμως, πολύ σύντομα, στις 13 Απριλίου 1943, χρειάστηκε νέα τροποποίηση της σύμβασης, σύμφωνα με την οποία καταργούνταν ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, αφού ο πληθωρισμός εξαφάνισε την ανταλλακτική αξία του νομίσματος. Ως συνέπεια, τον Μάιο του 1943, η κυβέρνηση Ράλλη έδωσε προκαταβολές 34,7 δισεκατομμυρίων, 4 φορές πάνω από το αρχικό όριο.
Το επόμενο άμεσο διάστημα οι κατακτητές θα πάρουν από την Τράπεζα της Ελλάδας 386,4 δισεκατομμύρια δραχμές και μετά τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία, οι Γερμανοί θα αυξήσουν και άλλο τις αναλήψεις των δανειακών προκαταβολών, ιδιοποιούμενοι το μερίδιο των Ιταλών. Τον Οκτώβριο του 1943 πραγματοποιήθηκε και η τρίτη αναπροσαρμογή της σύμβασης, ενώ από τον Ιανουάριο του 1944 και μετά οι Γερμανοί θα παίρνουν πλέον τα χρήματα, χωρίς προσχήματα, απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι δρ Ιστορίας και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία του σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, όπου μίλησαν επίσης ο Μανώλης Γλέζος και ο Αντώνης Μπρεδήμας, με συντονίστρια τη Σίσσυ Βελισαρίου (8.3.2012)
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου