Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

«Τη διάσωση των τραπεζών από την κατάρρευση την επωμίστηκαν οι κοινωνίες»

ΤΖΟΝ ΜΠΕΛΑΜΙ ΦΟΣΤΕΡ
Α’ ΜΕΡΟΣ Συνέντευξη στον Χ.Ι. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
Ο Αμερικανός καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον και υπεύθυνος σύνταξης της επιθεώρησης «Monthly Review» μιλάει για τη «μόνιμη στασιμότητα» του καπιταλισμού και το κόστος, με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, της μετάβασης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών σ’ εκείνον των άυλων χρηματιστηριακών….
Κανείς δεν αμφιβάλλει σήμερα ότι το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας ήταν αυτό που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση το 2007.
Η επιθεώρηση «Monthly Review» είναι ίσως το σημαντικότερο ανεξάρτητο σοσιαλιστικό έντυπο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1949, με το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, με συντάκτες τους Πολ Σουίζι και Λίο Χάμπερμαν (και οι δυο τους αποτέλεσαν στόχο του μακαρθισμού). Το κύριο άρθρο στο πρώτο του τεύχος ήταν το δοκίμιο του Αλμπερτ Αϊνστάιν «Γιατί σοσιαλισμός»....
Ο Χάμπερμαν πέθανε το 1968 και τη θέση του πήρε ο Χάρι Μάγκντοφ το 1969. Το 2000, και ενώ ο Σουίζι είχε ήδη αποσυρθεί από την κύρια ευθύνη της σύνταξης της επιθεώρησης (απεβίωσε το 2004 σε ηλικία 94 ετών), συν-συντάκτης ανέλαβε ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ (καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον), ενώ από το 2006 έχει την αποκλειστική ευθύνη της σύνταξης, διατηρώντας στο ακέραιο την παράδοση του «Monthly Review» ως της εξέχουσας φωνής στις ΗΠΑ υπέρ του σοσιαλισμού και κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και επεκτείνοντας ταυτόχρονα την πολιτική οικονομία του «μονοπωλιακού καπιταλισμού», που ανέπτυξαν τη δεκαετία του 1960 οι Σουίζι και Πολ Μπάραν.
Είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε πρόσφατα με τον Τζον Μπέλαμι Φόστερ για τη σημερινή κρίση του καπιταλισμού και τις προκλήσεις του μαρξισμού, με σκοπό την παράλληλη δημοσίευση μιας συνέντευξης στην «Κ.Ε.» και στο «MRZine», αντίστοιχα. Η συνέντευξη που ακολουθεί και θα δημοσιευθεί σε δύο διαδοχικά κυριακάτικα φύλλα έχει ήδη αναρτηθεί (στα αγγλικά) στην ιστοσελίδα του «Monthly Review». Ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία (τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές διαφορετικές γλώσσες: γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά, τουρκικά, ιαπωνικά, περσικά, φινλαδικά) και δημοσιεύσει εκατοντάδες άρθρα.
Η «πραγματική οικονομία»
* Η κρίση που ξεκίνησε το 2007 ως το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας έχει καταλήξει σε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις ανεργίας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Θα μπορούσε να σημαίνει αυτό ότι η κρίση του 2007-08 δεν προκλήθηκε στην πραγματικότητα από τις χρηματοοικονομικές αγορές αλλά από βαθύτερα αίτια στην πραγματική οικονομία;
- Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας ήταν αυτό που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση το 2007. Υπό αυτή την έννοια, συνεπώς, η γενεσιουργός αιτία της κρίσης ήταν χρηματοοικονομική. Ομως οι βαθύτερες απαντήσεις βρίσκονται στη λεγόμενη «πραγματική οικονομία» ή στη σφαίρα της παραγωγής. Μια σοβαρή οικονομική κρίση όπως η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση είναι πάντα προϊόν δομικών παραγόντων και έχει πάντα τις ρίζες της στην παραγωγή. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των ώριμων, μονοπωλιακών καπιταλιστικών οικονομιών της τριάδας (ΗΠΑ/Καναδάς, Ευρώπη, Ιαπωνία) άρχισαν να επιβραδύνονται στη δεκαετία του 1970, μια τάση που συνεχίζεται από τότε. Ο κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας σε αυτή την επιβράδυνση της οικονομίας ήταν αυτό που ονομάζεται «χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας». Ο όρος αποδίδει τη μετάβαση των οικονομικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών στον τομέα των άυλων χρηματιστηριακών αγαθών, τα οποία προσφέρουν, με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, υψηλότερα κέρδη σε βραχυχρόνια επιχειρηματική περίοδο.
Η χρηματιστηριοποίηση μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τη διόγκωση του μεγέθους της χρηματοδότησης (η δομή πίστωσης-χρέους) σε σχέση με την παραγωγή και την αύξηση του μεριδίου του χρηματοοικονομικού κέρδους στα συνολικά εταιρικά κέρδη.
Η διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αναπτύχθηκε έντονα τη δεκαετία του ’80. Ενόψει του κορεσμού της αγοράς και της μείωσης των επενδυτικών ευκαιριών, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες επενδυτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της απορρόφησης της υπεραξίας. Η απάντησή τους ήταν να ρίξουν όλο και περισσότερο από το οικονομικό πλεόνασμα που ήταν στη διάθεσή τους στο χρηματοοικονομικό τομέα σε αναζήτηση κερδοσκοπικών ευκαιριών που συνδέονται με την αύξηση του ενεργητικού. Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ανταποκρίθηκαν σε αυτή τη μαζική εισροή κεφαλαίων με την εφεύρεση όλο και πιο εξωτικών χρηματοοικονομικών εργαλείων. Η όλη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης συνέβαλε σε μια ανοδική τάση της οικονομίας.
Ομως καθώς η χρηματιστηριοποίηση ήταν η ανταπόκριση προς μια ολοένα και πιο στάσιμη οικονομία, την οποία δεν μπορούσε φυσικά να θεραπεύσει, αυτό που προέκυψε από αυτή τη διαδικασία ήταν να προστεθούν στην αποδυνάμωση της οικονομικής βάσης διαρκώς μεγαλύτερες και συχνότερες χρηματοοικονομικές φούσκες. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση μιας σειράς από χρηματοοικονομικές κρίσεις, η κάθε μια από αυτές μεγαλύτερη από την προηγούμενη, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και τις άλλες κεντρικές τράπεζες να ενεργοποιούνται ξανά και ξανά ως δανειστές εσχάτης προσφυγής σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποτρέψουν την κατάρρευση ενός οικοδομήματος από τραπουλόχαρτα. Η αποτροπή μιας πλήρους χρηματοοικονομικής κατάρρευσης δημιουργούσε, ωστόσο, τις βάσεις για μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, η χρηματιστηριοποίηση παγκοσμιοποιείται καθώς όλες οι χώρες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν την ίδια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική. Τελικά, ήταν αναπόφευκτο να προκύψει μια κατάσταση όπου οι επιπτώσεις από το σκάσιμο μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας είναι τόσο τεράστιες που ξεπερνούν την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να αποτρέψουν σοβαρές ζημιές στην οικονομία. Αυτό συνέβη με τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007-08. Ωστόσο, η πλήρης κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποφεύχθηκε μέσω της διαδικασίας της διάσωσης «των πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με το κόστος να μετακυλίεται στο κοινό.
Οι περισσότερες συζητήσεις για τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, ακόμα και ανάμεσα στην Αριστερά, έχουν την τάση να επικεντρώνονται στις επιφανειακές πτυχές και τα συμπτώματα, αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες αντιφάσεις τόσο εντός της παραγωγής όσο και στις διαδικασίες της χρηματοδότησης. Αντίθετα, είμαι υπερήφανος να πω ότι το «Monthly Review», που βασίστηκε αρχικά στο έργο του Πολ Σουίζι και του Χάρι Μάγκντοφ, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη αυτών των αντιφάσεων, δημοσιεύοντας αδιάλειπτα αναλύσεις επί του θέματος τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Σε «μόνιμη στασιμότητα»
* Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι η χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά η γενικότερη κρίση του καπιταλισμού, η οποία, από τη δική σας οπτική γωνία, χαρακτηρίζεται από τη στασιμότητα. Σωστά;
- Ναι, το κύριο πρόβλημα της καπιταλιστικής οικονομίας αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο η χρηματοπιστωτική κρίση όσο η στασιμότητα. Ακόμη και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, μιλάνε τώρα για «μόνιμη στασιμότητα». Η σημερινή περίοδος χαρακτηρίζεται από μια ακραία οικονομική επιβράδυνση στις ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες. Το σύστημα είναι εγκλωβισμένο σε αυτό που στο «Monthly Review» έχουμε αναφερθεί ως η «παγίδα στασιμότητας-χρηματιστηριοποίησης». Δεν υπάρχει τίποτα, προς το παρόν, που να μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο την καπιταλιστική οικονομία -εκτός από μια νέα άνθηση στη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης. Αλλά η ίδια η χρηματιστηριοποίηση εμποδίζεται, προς το παρόν, από την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού.
Ως εκ τούτου, το πρωταρχικό μέλημα του κεφαλαίου είναι πάνω απ’ όλα η επανεκκίνηση της διαδικασίας της χρηματιστηριοποίησης. Ο πρωταρχικός στόχος είναι να διασφαλιστούν η σταθερότητα και η ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν τόσο τον πλούτο της καπιταλιστικής τάξης όσο και το κύριο μέσο σήμερα για την περαιτέρω αύξηση του πλούτου. Αυτό σημαίνει στην πράξη την επιβολή μέτρων νεοφιλελεύθερης λιτότητας που αποβλέπουν ολοένα και περισσότερο στην εκτροπή δημόσιων και ιδιωτικών οικονομικών ροών προς το χρηματοοικονομικό τομέα. Το καπιταλιστικό κράτος μετατρέπεται σε δανειστή της έσχατης προσφυγής, με όλους τους άλλους πολιτικούς σκοπούς να υποτάσσονται σε αυτόν. Υπό αυτές τις συνθήκες οι παλιές κεϊνσιανές στρατηγικές των «ελλειμματικών δαπανών» και της προώθησης της απασχόλησης πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό της εξουσίας της χρηματοοικονομικής ελίτ. Αυτό μπορεί, τελικά, να επιφέρει μια νέα άνθηση της οικονομίας βασισμένη στη χρηματιστηριοποίηση και να οδηγήσει σε νέα φούσκα. Αλλά οι ενδεχόμενες συνέπειες αυτής της διαστρεβλωμένης, κερδοσκοπικά κατευθυνόμενης διαδικασίας της παραγωγής του πλούτου είναι πιθανό να είναι ακόμη πιο σοβαρές στο μέλλον.
Ο ρόλος του κράτους
* Κατανοείτε τη χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας ως μια εσκεμμένη ή ακόμα και ως ακούσια έκβαση από τους φορείς χάραξης πολιτικής ή καθαρά ως μέρος της δυναμικής, συνεχιζόμενης διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου και των αντιφάσεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου;
- Το ερώτημα αν ο ρόλος του κράτους και των χαρακτών πολιτικής είναι πρωταρχικής σημασίας στην προώθηση της χρηματιστηριοποίησης έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τους αναλυτές, τόσο ανάμεσα στους φιλελεύθερους όσο και στην Αριστερά. Ενα καλό παράδειγμα είναι η ανάλυση της Greta Krippner, στο βιβλίο της «Capitalizing on the Crisis», που προσεγγίζει τη χρηματιστηριοποίηση κυρίως ως καθεστώς πολιτικής. Αυτή η προσέγγιση ταιριάζει καλά με τη δημοφιλή και κεϊνσιανή άποψη ότι το πρόβλημα ήταν η χρηματοοικονομική απορρύθμιση και πως η λύση βρίσκεται, ως εκ τούτου, στη χρηματοοικονομική ρύθμιση. Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία αμφιβολία ότι οι κυβερνήσεις της τριάδας συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην προώθηση της χρηματοοικονομικής απορρύθμισης και πως αποκόμισαν κάθε δυνατό πλεονέκτημα από τις πολιτικές και οικονομικές ευκαιρίες που προέκυψαν από τη χρηματιστηριοποίηση.
Αλλά ο εντοπισμός του προβλήματος στο κράτος είναι σαν να βάζουμε την άμαξα μπροστά από το άλογο. Οπως υποστήριξε ο Σουίζι στα τέλη του 1990, το κρίσιμο πρόβλημα της οικονομικής ανάλυσης σήμερα είναι να κατανοήσουμε τη «χρηματιστηριοποίηση της διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου». Αντιμέτωπο με τη μια φούσκα μετά την άλλη που προέκυπταν από τη σχέση «στασιμότητας-χρηματιστηριοποίησης», το κράτος δεν είχε άλλη επιλογή, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, από το να στραφεί στη χρηματοοικονομική απορρύθμιση προκειμένου να αποφευχθεί το σκάσιμο της φούσκας, προσφέροντας μεγαλύτερο χώρο λειτουργίας στο χρηματοοικονομικό καθεστώς με την άρση των εμποδίων στην επέκτασή του. Εξάλλου κανείς δεν θέλει -ούτε ο πρόεδρος μιας κεντρικής τράπεζας ούτε ένας υπουργός Οικονομικών και πόσω μάλλον ο αρχηγός ενός κράτους- να σκάσει μια φούσκα κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας. Η διαδικασία της χρηματοοικονομικής απορρύθμισης προκειμένου να αποφευχθεί μια έκρηξη φούσκας ήταν ιδιαίτερα εμφανής επί κυβέρνησης Κλίντον, όπου οι Αλαν Γκρίνσπαν, Λάρι Σάμερς και Τίμοθι Γκάιτνερ συνεργάστηκαν στενά προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά η ιδέα ότι όλη αυτή η διαδικασία ελεγχόταν με οποιονδήποτε τρόπο από το κράτος αποτελεί ψευδαίσθηση. Ουσιαστικά πρόκειται περί μιας βασικά ανεξέλεγκτης διαδικασίας, με τα πραγματικά προβλήματα να εντοπίζονται στην παράλογη ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο «παθογενής καπιταλισμός»
* Ο Χάιμαν Μίνσκι συνέβαλε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον οικονομολόγο στη μεταπολεμική εποχή στην κατανόηση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, αλλά πρότεινε, επίσης, κάποιες ορθές και ρεαλιστικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της μάστιγας της ανεργίας και της φτώχειας. Πού εντοπίζονται οι διαφορές σας με τον Μίνσκι;
- Ο Μίνσκι ήταν σίγουρα μια μεγάλη φυσιογνωμία στην μετακεϊνσιανή οικονομική επιστήμη και η φήμη του έχει επαξίως επεκταθεί από την τελευταία κρίση. Σχεδόν ολόκληρο το έργο του ήταν αφιερωμένο στις χρηματοοικονομικές κρίσεις. Η βάση της ανάλυσής του ήταν μια εναλλακτική ερμηνεία του Κέινς (στο βιβλίο του με τον τίτλο John Maynard Keynes, που κυκλοφόρησε το 1975), με την οποία προσπάθησε να μετατρέψει τις κύριες διαπιστώσεις του Κέινς σε μια θεωρία βραχυπρόθεσμων χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατά τη διαδικασία αυτής της ανάλυσης, ο Μίνσκι υποβάθμισε το γεγονός ότι η ανάλυση του Κέινς στον τομέα αυτό συνδέεται με τις ανησυχίες του για τη μακροχρόνια στασιμότητα ή την πτώση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Ο Μίνσκι έδειξε ότι ο καπιταλισμός είχε ένα μοιραίο «ελάττωμα», το οποίο προκαλούσε πηγές χρηματοδότησης Ponzi που οδηγούσαν σε περιόδους χρηματοοικονομικής αστάθειας. Η τάση του καπιταλισμού να μετακινείται από μια οικονομικά σταθερή θέση σε μια οικονομικά ασταθή θέση αποτελεί εγγενή παθογένεια του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, η κύρια αδυναμία της ανάλυσης του Μίνσκι ήταν ότι στηρίχθηκε σε μια καθαρή θεωρία του χρηματοοικονομικού κύκλου, αποκομμένη από την κατανόηση των τάσεων μέσα στην παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει πραγματική θεωρία της χρηματιστηριοποίησης στο έργο του, που να είναι κατανοητή ως τάση και όχι ως κάποιο συγκυριακό φαινόμενο. Το αφηρημένο μοντέλο των χρηματοοικονομικών κρίσεων που ανέπτυξε ήταν ως εκ τούτου ξεκομμένο από πολλά από τα ιστορικά ζητήματα της πραγματικής συσσώρευσης που βρίσκονταν στο επίκεντρο της ανάλυσης του Μαρξ, του Κέινς και του Καλέκι. Αν και οι Σουίζι και Μάγκντοφ θαύμαζαν πολύ το μοντέλο του Μίνσκι, άσκησαν κριτική απέναντί του τη δεκαετία του 1970 για το γεγονός ότι απέτυχε να δει τη δυναμική σχέση μεταξύ παραγωγής και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ο Μίνσκι άρχισε να αναλύει με επικριτική διάθεση τη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης και της συσσώρευσης του κεφαλαίου (δηλαδή τη μακροχρόνια διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης) μετά το κραχ του χρηματιστηρίου το 1987.

Δεν υπάρχουν σχόλια: