Ελένη Τζατζιμάκη
Η σιωπή, η απραξία συνιστούν συνενοχή. Και συνενοχή ύπουλη, υπόγεια, από αυτές που μπολιάζουν το κακό, μη αναλαμβάνοντας καμία ευθύνη. Χειρότερη από εκείνη των ψυχρών εκτελεστών του Κοινοβουλίου που δοσιλόγησαν στεντόρεια και σίγουρα με το αζημίωτο.
Γίναμε, από εργαζόμενοι, θεληματατζήδες. Από έθνος, αποικία. Από «περήφανοι απόγονοι», μοιρολογίστρες. Από κυρίαρχοι, καταντημένοι. Από φλογισμένοι Βαλκάνιοι, διακονιάρηδες Ευρωπαίοι, από έθνος με παράδοση, έθνος της κατάδοσης. Λαός εκπορνευμένος.
Σιωπηλά, ήσυχα, πειθήνια συναινέσαμε σε σειρά αποφάσεων εθνικής προδοσίας και καταδίκης: η χώρα χαρίστηκε από εμάς τους ίδιους, και χαρίζεται κάθε μέρα: σε κάθε like στο facebook ή follow στο twitter, στις τζάμπα μαγκιές στις δημόσιες υπηρεσίες, στα αγανακτισμένα παραληρήματα μέσα στα ταξί, στα σκυμμένα κεφάλια που, δουλεύοντας δωδεκάωρα, ζητιανεύουν τα 400 ή 500 ευρώ, στα «πάλι καλά που έχουμε δουλειά ακόμη», στην αβίαστη προτροπή προς τη «μόνη λύση» της μετανάστευσης προς άπαντα άνεργο ή πενιχρά αμειβόμενο, στους ανοικτούς δέκτες της τηλεόρασης, στο εγκαταλελειμμένο κέντρο της Αθήνας, στις φιλάνθρωπες κινήσεις-ανταλλαγές προϊόντων που ανακουφίζουν για λίγο την κοινωνική μας συνείδηση, στα κεράκια στις εκκλησίες, στα αντικαταθλιπτικά χάπια, στο χαμένο μας ύπνο. Αυτά τα κοινωνικά ανακλαστικά κληροδοτούμε, μέχρι στιγμής, στην ιστορία που έρχεται.
Μένουμε εκεί, διάσπαρτα μυρμήγκια που αγριοκοιτάζουν τον ελέφαντα. Και οι μέρες κυλούν υποτακτικά, αθόρυβα, με μια χυδαία βουβαμάρα. Ιδανικά πιόνια, ιδανικοί συνένοχοι. Δεν αντιδράμε, δε συγκεντρώνουμε την οργή μας σε κάτι συλλογικό, ακόμη και τώρα. Και ίσως και αυτή να’ ναι η μεγαλύτερη νίκη της σήψης που μάς αποτελειώνει: δεν αισθανόμαστε «λαός». Δεν αποτιμούμε τη λέξη ούτε καν με τη λεξιλογική της, καθαρά, έννοια. Δε μας στοιχίζει μια τέτοια λέξη. Ηχεί στα- βιασμένα από παντού, ηθικώς και αισθητικώς-αυτιά μας ως παρωχημένη, λαϊκίστικη, ασήμαντη, ακατανόητη, γελοία ή δύσκολο πράγμα.
Ασφαλώς και υπάρχουν αιτίες. Κι ακόμη περισσότερες δικαιολογίες, που κάπου στην αρχή, στέκουν, γρήγορα όμως ξεθωριάζουν μπροστά στο μακελειό: «Τι να κάνουμε;», «δεν υπάρχουν ηγέτες», «η αριστερά είναι ανίκανη», «η αριστερά δεν ενώνεται», είμαστε μικροί μπροστά στο παγκόσμιο σχέδιο», «αν βγούμε απ’ την Ευρώπη δε θα’ χουμε να φάμε», «μας ψεκάζουν τα αεροπλάνα», « οι εκλογές θα φέρουν μια λύση»(Πότε, αλήθεια; ,ή, καλύτερα, «Ποτέ, αλήθεια!»), «φοβόμαστε», «δεν ξέρουμε», «και μετά;».
Και ξαφνικά, στις δικαιολογίες γινόμαστε πάλι πολλοί (όλα τα ρήματα «απαντούν» σε πρώτο πληθυντικό!), γινόμαστε λαός κι αναμασάμε το δράμα του έθνους. Υποφέρουμε όλοι. Εξευτελιζόμαστε όλοι. Εξοντωνόμαστε όλοι. Αλλά, σκεφτόμαστε, ακόμη, όλοι- μέσα στις ασάλευτες ζωές μας, που εν τω μεταξύ κατακρεουργούνται από χίλια ψαλίδια- κατά μόνας, ιδιωτικά, προσωπικά με σκέψεις που χτυπούν στον τοίχο κι επιστρέφουν σε μας, αφορούν εμάς, γίνονται για πάρτη μας, μήπως και σωθούμε εμείς οι ίδιοι. Και οι υπόλοιποι; Ας σκεφτεί ο καθένας για τον εαυτό του.
Ως δέκτες των κακών, νιώθουμε λαός. Άλλωστε, είναι ασυγκρίτως πιο εύκολη η παθητική αποδοχή του όρου- δεν κοπιάζει, δεν κοστίζει, δεν υπόσχεται, δεν απαιτεί ανάληψη ευθυνών που θα γίνουν πράξεις, που θα γίνουν αγώνας, που θα γίνει λύση. Αγώνας συλλογικός, μεθοδευμένος, αποφασιστικός και αποφασισμένος, πυρακτωμένος από τη μοναδική πράξη σοβαρότητας: της ευθύνης που μοιράζεται σε όλους. Από τη νομοτελειακή επιτυχία της ισχύος εν τη ενώσει. Από την ιερότητα της αλληλέγγυας προσπάθειας. Από το δίκιο του συνόλου και όχι της πυγμής. Από τη μοναδική ανόθευτη ομορφιά: της νίκης που ανήκει σε όλους.
Θέλει και κόπο και τρόπο κάτι τέτοιο. Δε θέλει, όμως, καθόλου φόβο-αυτόν αντιμάχεται. Εσείς τι προτιμάτε;
koutipandoras
Η σιωπή, η απραξία συνιστούν συνενοχή. Και συνενοχή ύπουλη, υπόγεια, από αυτές που μπολιάζουν το κακό, μη αναλαμβάνοντας καμία ευθύνη. Χειρότερη από εκείνη των ψυχρών εκτελεστών του Κοινοβουλίου που δοσιλόγησαν στεντόρεια και σίγουρα με το αζημίωτο.
Γίναμε, από εργαζόμενοι, θεληματατζήδες. Από έθνος, αποικία. Από «περήφανοι απόγονοι», μοιρολογίστρες. Από κυρίαρχοι, καταντημένοι. Από φλογισμένοι Βαλκάνιοι, διακονιάρηδες Ευρωπαίοι, από έθνος με παράδοση, έθνος της κατάδοσης. Λαός εκπορνευμένος.
Σιωπηλά, ήσυχα, πειθήνια συναινέσαμε σε σειρά αποφάσεων εθνικής προδοσίας και καταδίκης: η χώρα χαρίστηκε από εμάς τους ίδιους, και χαρίζεται κάθε μέρα: σε κάθε like στο facebook ή follow στο twitter, στις τζάμπα μαγκιές στις δημόσιες υπηρεσίες, στα αγανακτισμένα παραληρήματα μέσα στα ταξί, στα σκυμμένα κεφάλια που, δουλεύοντας δωδεκάωρα, ζητιανεύουν τα 400 ή 500 ευρώ, στα «πάλι καλά που έχουμε δουλειά ακόμη», στην αβίαστη προτροπή προς τη «μόνη λύση» της μετανάστευσης προς άπαντα άνεργο ή πενιχρά αμειβόμενο, στους ανοικτούς δέκτες της τηλεόρασης, στο εγκαταλελειμμένο κέντρο της Αθήνας, στις φιλάνθρωπες κινήσεις-ανταλλαγές προϊόντων που ανακουφίζουν για λίγο την κοινωνική μας συνείδηση, στα κεράκια στις εκκλησίες, στα αντικαταθλιπτικά χάπια, στο χαμένο μας ύπνο. Αυτά τα κοινωνικά ανακλαστικά κληροδοτούμε, μέχρι στιγμής, στην ιστορία που έρχεται.
Μένουμε εκεί, διάσπαρτα μυρμήγκια που αγριοκοιτάζουν τον ελέφαντα. Και οι μέρες κυλούν υποτακτικά, αθόρυβα, με μια χυδαία βουβαμάρα. Ιδανικά πιόνια, ιδανικοί συνένοχοι. Δεν αντιδράμε, δε συγκεντρώνουμε την οργή μας σε κάτι συλλογικό, ακόμη και τώρα. Και ίσως και αυτή να’ ναι η μεγαλύτερη νίκη της σήψης που μάς αποτελειώνει: δεν αισθανόμαστε «λαός». Δεν αποτιμούμε τη λέξη ούτε καν με τη λεξιλογική της, καθαρά, έννοια. Δε μας στοιχίζει μια τέτοια λέξη. Ηχεί στα- βιασμένα από παντού, ηθικώς και αισθητικώς-αυτιά μας ως παρωχημένη, λαϊκίστικη, ασήμαντη, ακατανόητη, γελοία ή δύσκολο πράγμα.
Ασφαλώς και υπάρχουν αιτίες. Κι ακόμη περισσότερες δικαιολογίες, που κάπου στην αρχή, στέκουν, γρήγορα όμως ξεθωριάζουν μπροστά στο μακελειό: «Τι να κάνουμε;», «δεν υπάρχουν ηγέτες», «η αριστερά είναι ανίκανη», «η αριστερά δεν ενώνεται», είμαστε μικροί μπροστά στο παγκόσμιο σχέδιο», «αν βγούμε απ’ την Ευρώπη δε θα’ χουμε να φάμε», «μας ψεκάζουν τα αεροπλάνα», « οι εκλογές θα φέρουν μια λύση»(Πότε, αλήθεια; ,ή, καλύτερα, «Ποτέ, αλήθεια!»), «φοβόμαστε», «δεν ξέρουμε», «και μετά;».
Και ξαφνικά, στις δικαιολογίες γινόμαστε πάλι πολλοί (όλα τα ρήματα «απαντούν» σε πρώτο πληθυντικό!), γινόμαστε λαός κι αναμασάμε το δράμα του έθνους. Υποφέρουμε όλοι. Εξευτελιζόμαστε όλοι. Εξοντωνόμαστε όλοι. Αλλά, σκεφτόμαστε, ακόμη, όλοι- μέσα στις ασάλευτες ζωές μας, που εν τω μεταξύ κατακρεουργούνται από χίλια ψαλίδια- κατά μόνας, ιδιωτικά, προσωπικά με σκέψεις που χτυπούν στον τοίχο κι επιστρέφουν σε μας, αφορούν εμάς, γίνονται για πάρτη μας, μήπως και σωθούμε εμείς οι ίδιοι. Και οι υπόλοιποι; Ας σκεφτεί ο καθένας για τον εαυτό του.
Ως δέκτες των κακών, νιώθουμε λαός. Άλλωστε, είναι ασυγκρίτως πιο εύκολη η παθητική αποδοχή του όρου- δεν κοπιάζει, δεν κοστίζει, δεν υπόσχεται, δεν απαιτεί ανάληψη ευθυνών που θα γίνουν πράξεις, που θα γίνουν αγώνας, που θα γίνει λύση. Αγώνας συλλογικός, μεθοδευμένος, αποφασιστικός και αποφασισμένος, πυρακτωμένος από τη μοναδική πράξη σοβαρότητας: της ευθύνης που μοιράζεται σε όλους. Από τη νομοτελειακή επιτυχία της ισχύος εν τη ενώσει. Από την ιερότητα της αλληλέγγυας προσπάθειας. Από το δίκιο του συνόλου και όχι της πυγμής. Από τη μοναδική ανόθευτη ομορφιά: της νίκης που ανήκει σε όλους.
Θέλει και κόπο και τρόπο κάτι τέτοιο. Δε θέλει, όμως, καθόλου φόβο-αυτόν αντιμάχεται. Εσείς τι προτιμάτε;
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου