Το “νέο”- το όποιο “νέο”- δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων, ούτε ενημερώνει για το χρόνο της έλευσής του ή την ακριβή του ταυτότητα. Απλά εμφανίζεται, συνήθως ως σύνθεση διαφορετικών συνιστωσών που ήταν όλες ήδη εκεί, τόσο αυτόνομα όσο και αλληλεξαρτώμενες. Ορισμένοι, τα πιο πρωτοπόρα τμήματα μιας κοινωνίας μπορούν να εντοπίσουν αυτές τις συχνά και τουλάχιστον καταρχήν υπόγειες διεργασίες ενώ άλλα, τα λιγότερα προωθημένα τμήματα εκπλήσσονται ευχάριστα ή δυσάρεστα από όσα αποκωδικοποιούν λανθασμένα, ως αιφνιδιαστικές εξελίξεις.
Αυτή η φάση των υπογείων δομικών μετασχηματισμών αποκαλείται και ως προεπαναστατική ή ακριβέστερα κατά την άποψή μου ως “εν δυνάμει επαναστατική”.
Σήμερα η Ελλάδα βιώνει μια αντίστοιχη φάση, πράγμα που συχνά ακούγεται αλλά σπάνια αναλύεται.Η Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βιώνει μια βίαιη αμφισβήτηση του κοινωνικοοικονομικού της συστήματος, δηλαδή της βάσης που συντίθεται από τις παραγωγικές σχέσεις και το παραγωγικό μοντέλο και που μεταδίδεται εν είδει σεισμικών ρηγμάτων στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Η διαφορά σε σχέση με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πρώτον και κυριότερον ότι δεν υπάρχει έτοιμο πρότυπο που μπορεί να έλθει από το εξωτερικό και να προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Ακόμα και αν ο ελληνικός καπιταλισμός εκσυγχρονιστεί πλήρως, ώστε να γίνει η Ελλάδα μια μικρή Γερμανία, ακόμα και αν το ελληνικό αστικό κράτος υλοποιήσει όλες εκείνες τις αλλαγές που θα το καταστήσουν ένα απολύτως σύγχρονο δυτικό- ευρωπαϊκό αστικό κράτος θα βρούμε μπροστά μας νέες δυσκολίες και πτυχές της κρίσης ακόμα πιο δυσεπίλυτες από αυτές που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Δεύτερη και λιγότερο σημαντική, ωστόσο κρίσιμη διαφορά είναι ότι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατοχή από ξένες δυνάμεις υπήρξε ο καταλύτης της συστημικής κρίσης. Άρα ήταν πιο εύκολος ο προσδιορισμός του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού αντιπάλου και πιο ευδιάκριτες οι στρατηγικές και οι πρόσκαιρες συμμαχίες. Σήμερα ούτε ο αντίπαλος, ούτε οι σύμμαχοι είναι τόσο ευδιάκριτοι και άρα η σχηματοποίηση και η προγραμματική σύγκληση καθίστανται δυσκολότερες.
Γιατί είναι συστημική η κρίση όμως και τι σημαίνει αυτό;
Η σημερινή κρίση δεν είναι κυρίαρχα πολιτική ή διεθνοπολιτική, όπως αυτή που σηματοδοτήθηκε με την 7ετία. Είναι κρίση που διεθνώς και στο εσωτερικό έγκειται στη φύση του καπιταλισμού και προκλήθηκε από τις πλέον προωθημένες μορφές του. Η σημερινή κρίση εντοπίζεται κυρίαρχα στη βάση δηλαδή στις παραγωγικές σχέσεις, ή αν διευρύνουμε τον όρο στο οικονομικό, καπιταλιστικό μοντέλο, επιδρά στο ταξικό ισοζύγιο και από εκεί επεκτείνεται στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Στη θέση μιας κοινωνίας με εκτεταμένη μεσαία τάξη- τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα- και με εργατική τάξη που τουλάχιστον στην πλειοψηφία της μπορούσε να έχει τη βάσιμη προσδοκία ή και να βιώνει την πραγματικότητα της κοινωνικής ανόδου διαμορφώνεται μια κοινωνία όπου τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα στην πλειοψηφία τους βιώνουν ή έχουν την προσδοκία καθοδικής πορείας, τα εργατικά στρώματα μειώνονται λόγω της ανεργίας και εξαθλιώνονται ενώ οι ευρισκόμενοι στο κοινωνικό περιθώριο διευρύνονται δραματικά. Η κοινωνική αυτή εξέλιξη χτίζεται στη βάση της εξάντλησης της δυναμικής των παραγωγικών σχέσεων και της παραγωγικής βάσης της χώρας, που επειδή πνίγουν τις παραγωγικές δυνάμεις είτε τις απαξιώνουν είτε τις ωθούν στη φυγή εκτός χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι οι παραδοσιακοί κλάδοι που στήριξαν τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας μεταπολεμικά, διέρχονται βαθύτατη κρίση- πχ. οικοδομή, μεταποίηση, τομέας υπηρεσιών, πιστωτικός τομέας- ενώ παράλληλα δεν αναδεικνύονται ούτε νέοι κλάδοι που θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο ατμομηχανής της μεγέθυνσης, ούτε μέθοδοι βιώσιμης αναζωογόνησης των παραδοσιακών κλάδων. Αλλά και η φύση των παραγωγικών σχέσεων δοκιμάζεται. Οι σχέσεις αυτές δομήθηκαν πάνω στη μακρόχρονη συναίνεση ιδιωτών ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και εργαζομένων και δημοσίου και εργαζομένων, στη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και κυρίως στον παρασιτισμό του ιδιωτικού εις βάρος του δημοσίου τομέα και στο μεταπραττισμό της καπιταλιστικής ελίτ της χώρας. Διαμορφώθηκε δηλαδή ένα σχήμα περιφερειακής θέσης της εθνικής οικονομίας, παρακολουθηματικής, καταναλωτικής ως προς τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και αποδιάρθρωσης της παραγωγικής της βάσης, με αντάλλαγμα τη ροή φθηνού χρήματος. Αυτές οι δομές εξασφάλισαν με τις κατάλληλες δημόσιες παρεμβάσεις κοινωνική σταθερότητα, κοινωνική άνοδο για εκτεταμένα στρώματα και τάξεις και ταχεία μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας από ένα σημείο και μετά.
Σήμερα όμως, η ίδια η φύση της εθνικής οικονομίας εξαιτίας της επίδρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης καθηλώνει και απαξιώνει οικονομικά και κοινωνικά τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Έτσι διαμορφώνεται το προαναφερθέν σκηνικό της ταξικής έντασης και σύγκρουσης, που εκκινεί από τη βάση, τις παραγωγικές σχέσεις και το οικονομικό μοντέλο και καταλήγει στο εποικοδόμημα, τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Ποια θα είναι όμως τα μέτωπα αυτής της σύγκρουσης;
Το πιθανότερο είναι ότι θα διαμορφωθούν δύο πόλοι: ο πυρήνας του ενός θα αποτελείται από την ντόπια μεγαλοαστική τάξη, την ντόπια επιχειρηματική και πολιτική ελίτ και το τμήμα του ξένου κεφαλαίου που την κηδεμονεύει. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα θα στοιχιθεί τμήμα των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που λόγω του φόβου ότι έπονται χειρότερα αν αποδεσμευτούν από τη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού θα δώσουν μια μάχη κόντρα στα ταξικά τους συμφέροντα. Βασικά όπλα αυτού του μετώπου θα είναι τα κατεστημένα ΜΜΕ, οι κατασταλτικοί και λοιποί κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικές εταιρικές δομές και ο παλαιοκομματισμός που θα εμφανίζεται ως “μεταρυθμιστικός”. Η προπαγανδιστική προμετωπίδα τους (θα) είναι το δίλημμα “ευρώ ή δραχμή” και η ταύτιση του σεναρίου της δραχμής με το τέλος του έθνους.
Ο πυρήνας του άλλου πόλου θα απαρτίζεται από την πρόσμιξη εργατικών στρωμάτων και από την πλειοψηφία των μικροαστών και των μεσοαστών, τη νεολαία, τους συνταξιούχους, τους ανέργους που βιώνουν τη δραματική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους ή και την εξαθλίωση. Τα εν δυνάμει όπλα αυτού του πόλου θα είναι η μαζικότητά του, η αποφασιστικότητά του και φυσικά η προγραμματική του επάρκεια και η δόμηση ενός πρωτοπόρου συλλογικού υποκειμένου.
Η διαδικασία προγραμματικής σύγκλισης και δόμησης ενός πρωτοπόρου σχήματος όμως θα είναι βασανιστική και επώδυνη, καθώς θα πρέπει να υπερβεί προκαταλήψεις και αγκυλώσεις που έρχονται από το παρελθόν. Αυτό φαίνεται ήδη από τα συνθήματα και τους άξονες της επιχειρηματολογίας διαφόρων πολιτικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να ηγεμονεύσουν ή να συναποτελέσουν το χώρο αυτό: “αντιμνημονιακοί”, “αντινεοφιλελεύθεροι”, “πατριωτισμός”, “αλληλεγγύη”, “προοδευτική έξοδος από την κρίση”, είναι κάποιοι όροι που καταδεικνύουν την προσπάθεια περιγραφής του βαθύτερου ζητήματος χωρίς ακόμα να έχει γίνει εφικτή η καθαρή μάτια στο τι βιώνουμε, τι να κάνουμε και ποιοι. Ακόμα και η φετιχιστική προσήλωση στο ευρώ ή τη δραχμή προδίδουν μιαν ορισμένη “θολούρα” ως προς τον πυρήνα του προβλήματος που καλούνται να διαχειριστούν οι δυνάμεις του δευτέρου πόλου.
Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που δεν ασπάζονται και αντιτίθενται στο μονόδρομο του τιμωρητικού νεοφιλελευθερισμού θα πρέπει να απαντήσουν στα εξής βασικά ζητήματα: πως θα επιτευχθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας; ποιες θα είναι οι νέες παραγωγικές σχέσεις που θα αξιοποιούν πλήρως και θα εξελίσσουν τις παραγωγικές δυνάμεις; ποια θα είναι η υπόσταση και η κατεύθυνση του νέου οικονομικού μοντέλου; ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας διεθνώς; ποια θα είναι η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη διαχείριση του χρέους; Και κυρίως: ποια θα είναι η Ελλάδα μετά την κρίση; Στη βάση των απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα θα τεθούν και όσα αφορούν το εποικοδόμημα, δηλαδή η δόμηση κοινωνικής σταθερότητας γύρω από μια νέα μεσαία τάξη, η εξέλιξη των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και οι μετασχηματισμοί στο δημόσιο τομέα. Ακόμα και η παραμονή στο ευρώ ή η επαναφορά στη δραχμή συνιστά ερώτημα του οποίου η απάντηση θα προκύψει από τα προηγούμενα ερωτήματα και όχι το πρωτεύον ερώτημα.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μοιραία θα μετασχηματίσουν και την πολιτική γεωγραφία, ειδικά του εν γένει αντιμνημονιακού και αντινεοφιλελεύθερου χώρου.
Σήμερα λόγω της αμηχανίας της πολιτικής ελίτ ακολουθείται η εξής διαδικασία: η πολιτική γεωγραφία προβάλλεται στην παραγωγική και ταξική βάση, αντί οι μετασχηματισμοί στην παραγωγική και ταξική βάση να προβάλλονται στην πολιτική γεωγραφία. Γι’ αυτό αναζητώνται και προβάλλονται σχήματα που ήδη ή εντός ολίγου χρόνου (θα) ακούγονται τελείως κούφια. Τούτο γιατί τα παρόντα κομματικά σχήματα με την εξαίρεση εν μέρει του ΚΚΕ διαμορφώθηκαν εντός μιας περιόδου κατά την οποία δεν αμφισβητούνταν το κοινωνικό- οικονομικό σύστημα αλλά η πολιτική διάρθρωση και ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας. Παρά το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης- εν πολλοίς επιφανειακό- ο καπιταλισμός με τον τρόπο που είχε δομηθεί μεταπολεμικά στην Ελλάδα δεν αμφισβητήθηκε, πολύ περισσότερο δεν ευρίσκετο σε δομική κρίση ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Αντίθετα ο εγχώριος και διεθνής καπιταλισμός εισερχόταν σε μια φάση έστω στρεβλής, ωστόσο υπαρκτής μεγέθυνσης.
Σήμερα απαιτώνται πολιτικά σχήματα με έναν πολύ βαθύτερο ριζοσπαστισμό, με πολύ καθαρότερη προγραμματική θέση και με καθαρή αντίληψη ως προς το ταξικό/ κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που προνομιακά εκφράζουν.
Ενώ λοιπόν βραχυπρόθεσμα έχει ιδιαίτερη σημασία τι θα γίνει στο χώρο της παράταξης που εκφράστηκε προνομιακά από το ΠΑΣΟΚ, στη δεξιά παράταξη και στο χώρο της αριστεράς, ενώ είναι βέβαιο ότι δε θα υπάρξει παρθενογένεση πρέπει να έχουμε κατά νου ότι θα περάσουμε από μια βασανιστική διαδικασία συγκρότησης νέων ισχυρών παρατάξεων, που δε θα είναι εν τέλει άθροισμα μικροτέρων κινήσεων αλλά εσωκλείοντας όλες αυτές τις μικρότερες κινήσεις θα τις μετασχηματίσουν σε νέα πολυσυλλεκτικά προφανώς αλλά ομοιογενή κατά βάση σύνολα. Το πόσος ιστορικός χρόνος θα απαιτηθεί θα εξαρτηθεί από την πυκνότητά του, που μπορεί κανείς να εικάσει αλλά όχι να προβλέψει με ημερολογιακή ακρίβεια.
Προσοχή όμως στο εξής: οι συντελούμενοι μετασχηματισμοί και η επιρροή τους ειδικά στον εν γένει αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο χώρο δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε μια ηγεμονία ακόμα και εντός του χώρου αυτού των αριστερών, δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων. Οι ολιγωρίες, η εμμονή στα βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη, οι μικρομεγαλισμοί, η ρεβανσιστική προσπάθεια λεηλασίας του χώρου του ΠΑΣΟΚ ή η αναμέτρηση ως προς το ποιος υπήρξε αντιμνημονιακός έγκαιρα και ποιος όψιμα- κάτι που άλλωστε ο λαός γνωρίζει και θα αξιολογήσει- μπορούν να οδηγήσουν σε ηγεμονία εντός του εν λόγω χώρου των δεξιών, αντιδραστικών, αυταρχικών δυνάμεων και όχι των αριστερών προοδευτικών. Οι αυταρχικές δυνάμεις παντρεύοντας προτάγματα της αριστεράς με την εγγενή τάση της μάζας να λυτρώνεται από το φόβο της διά της εκχώρησης της ελευθερίας της σε αυταρχικές ηγεσίες μπορεί να καταφέρουν να σταθεροποιήσουν το κατεστημένο που προκάλεσε την κρίση μέσα από επιφανειακές και επιμέρους διευθετήσεις, κερδίζοντας προς όφελός του κρίσιμο χρόνο και παραπλανώντας το λαό.
Γι’ αυτό σήμερα απαιτείται μια μεγάλη υπέρβαση που να αρθρώνεται γύρω από τους εξής άξονες: Πρώτον προγραμματική συζήτηση όλων των δυνάμεων που ακόμα και όψιμα διαχώρισαν τη θέση τους από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεύτερον, προγραμματική σύγκληση και δόμηση σταθερών πολιτικών σχημάτων όσων μπορούν και θέλουν να απαντήσουν με προοδευτικό και επαναστατικό τρόπο στα πυρηνικά ζητήματα της κρίσης και όχι μόνο στα επιφανειακά και πρόσκαιρα αιτήματα μικροδιευθετήσεων εντός του υπάρχοντος μοντέλου. Τρίτον, πολιτική επιμέρους συμμαχιών με δυνάμεις που δεν μπορούν να προχωρήσουν τόσο βαθιά, ωστόσο έχουν ένα εν γένει αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Τέταρτον, εγκατάλειψη των μικρομεγαλισμών και των αγκυλώσεων του παρελθόντος: δεν είναι η ώρα της δικαίωσης για κανένα πρόσωπο ή άθροισμα προσώπων ούτε της πρόσκαιρης εκλογικής λεηλασίας αλλά η ώρα της ανάδειξης στέρεων λύσεων στα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας.
harta.
Αυτή η φάση των υπογείων δομικών μετασχηματισμών αποκαλείται και ως προεπαναστατική ή ακριβέστερα κατά την άποψή μου ως “εν δυνάμει επαναστατική”.
Σήμερα η Ελλάδα βιώνει μια αντίστοιχη φάση, πράγμα που συχνά ακούγεται αλλά σπάνια αναλύεται.Η Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βιώνει μια βίαιη αμφισβήτηση του κοινωνικοοικονομικού της συστήματος, δηλαδή της βάσης που συντίθεται από τις παραγωγικές σχέσεις και το παραγωγικό μοντέλο και που μεταδίδεται εν είδει σεισμικών ρηγμάτων στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Η διαφορά σε σχέση με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πρώτον και κυριότερον ότι δεν υπάρχει έτοιμο πρότυπο που μπορεί να έλθει από το εξωτερικό και να προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Ακόμα και αν ο ελληνικός καπιταλισμός εκσυγχρονιστεί πλήρως, ώστε να γίνει η Ελλάδα μια μικρή Γερμανία, ακόμα και αν το ελληνικό αστικό κράτος υλοποιήσει όλες εκείνες τις αλλαγές που θα το καταστήσουν ένα απολύτως σύγχρονο δυτικό- ευρωπαϊκό αστικό κράτος θα βρούμε μπροστά μας νέες δυσκολίες και πτυχές της κρίσης ακόμα πιο δυσεπίλυτες από αυτές που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Δεύτερη και λιγότερο σημαντική, ωστόσο κρίσιμη διαφορά είναι ότι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατοχή από ξένες δυνάμεις υπήρξε ο καταλύτης της συστημικής κρίσης. Άρα ήταν πιο εύκολος ο προσδιορισμός του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού αντιπάλου και πιο ευδιάκριτες οι στρατηγικές και οι πρόσκαιρες συμμαχίες. Σήμερα ούτε ο αντίπαλος, ούτε οι σύμμαχοι είναι τόσο ευδιάκριτοι και άρα η σχηματοποίηση και η προγραμματική σύγκληση καθίστανται δυσκολότερες.
Γιατί είναι συστημική η κρίση όμως και τι σημαίνει αυτό;
Η σημερινή κρίση δεν είναι κυρίαρχα πολιτική ή διεθνοπολιτική, όπως αυτή που σηματοδοτήθηκε με την 7ετία. Είναι κρίση που διεθνώς και στο εσωτερικό έγκειται στη φύση του καπιταλισμού και προκλήθηκε από τις πλέον προωθημένες μορφές του. Η σημερινή κρίση εντοπίζεται κυρίαρχα στη βάση δηλαδή στις παραγωγικές σχέσεις, ή αν διευρύνουμε τον όρο στο οικονομικό, καπιταλιστικό μοντέλο, επιδρά στο ταξικό ισοζύγιο και από εκεί επεκτείνεται στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Στη θέση μιας κοινωνίας με εκτεταμένη μεσαία τάξη- τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα- και με εργατική τάξη που τουλάχιστον στην πλειοψηφία της μπορούσε να έχει τη βάσιμη προσδοκία ή και να βιώνει την πραγματικότητα της κοινωνικής ανόδου διαμορφώνεται μια κοινωνία όπου τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα στην πλειοψηφία τους βιώνουν ή έχουν την προσδοκία καθοδικής πορείας, τα εργατικά στρώματα μειώνονται λόγω της ανεργίας και εξαθλιώνονται ενώ οι ευρισκόμενοι στο κοινωνικό περιθώριο διευρύνονται δραματικά. Η κοινωνική αυτή εξέλιξη χτίζεται στη βάση της εξάντλησης της δυναμικής των παραγωγικών σχέσεων και της παραγωγικής βάσης της χώρας, που επειδή πνίγουν τις παραγωγικές δυνάμεις είτε τις απαξιώνουν είτε τις ωθούν στη φυγή εκτός χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι οι παραδοσιακοί κλάδοι που στήριξαν τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας μεταπολεμικά, διέρχονται βαθύτατη κρίση- πχ. οικοδομή, μεταποίηση, τομέας υπηρεσιών, πιστωτικός τομέας- ενώ παράλληλα δεν αναδεικνύονται ούτε νέοι κλάδοι που θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο ατμομηχανής της μεγέθυνσης, ούτε μέθοδοι βιώσιμης αναζωογόνησης των παραδοσιακών κλάδων. Αλλά και η φύση των παραγωγικών σχέσεων δοκιμάζεται. Οι σχέσεις αυτές δομήθηκαν πάνω στη μακρόχρονη συναίνεση ιδιωτών ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και εργαζομένων και δημοσίου και εργαζομένων, στη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και κυρίως στον παρασιτισμό του ιδιωτικού εις βάρος του δημοσίου τομέα και στο μεταπραττισμό της καπιταλιστικής ελίτ της χώρας. Διαμορφώθηκε δηλαδή ένα σχήμα περιφερειακής θέσης της εθνικής οικονομίας, παρακολουθηματικής, καταναλωτικής ως προς τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και αποδιάρθρωσης της παραγωγικής της βάσης, με αντάλλαγμα τη ροή φθηνού χρήματος. Αυτές οι δομές εξασφάλισαν με τις κατάλληλες δημόσιες παρεμβάσεις κοινωνική σταθερότητα, κοινωνική άνοδο για εκτεταμένα στρώματα και τάξεις και ταχεία μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας από ένα σημείο και μετά.
Σήμερα όμως, η ίδια η φύση της εθνικής οικονομίας εξαιτίας της επίδρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης καθηλώνει και απαξιώνει οικονομικά και κοινωνικά τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Έτσι διαμορφώνεται το προαναφερθέν σκηνικό της ταξικής έντασης και σύγκρουσης, που εκκινεί από τη βάση, τις παραγωγικές σχέσεις και το οικονομικό μοντέλο και καταλήγει στο εποικοδόμημα, τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Ποια θα είναι όμως τα μέτωπα αυτής της σύγκρουσης;
Το πιθανότερο είναι ότι θα διαμορφωθούν δύο πόλοι: ο πυρήνας του ενός θα αποτελείται από την ντόπια μεγαλοαστική τάξη, την ντόπια επιχειρηματική και πολιτική ελίτ και το τμήμα του ξένου κεφαλαίου που την κηδεμονεύει. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα θα στοιχιθεί τμήμα των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που λόγω του φόβου ότι έπονται χειρότερα αν αποδεσμευτούν από τη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού θα δώσουν μια μάχη κόντρα στα ταξικά τους συμφέροντα. Βασικά όπλα αυτού του μετώπου θα είναι τα κατεστημένα ΜΜΕ, οι κατασταλτικοί και λοιποί κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικές εταιρικές δομές και ο παλαιοκομματισμός που θα εμφανίζεται ως “μεταρυθμιστικός”. Η προπαγανδιστική προμετωπίδα τους (θα) είναι το δίλημμα “ευρώ ή δραχμή” και η ταύτιση του σεναρίου της δραχμής με το τέλος του έθνους.
Ο πυρήνας του άλλου πόλου θα απαρτίζεται από την πρόσμιξη εργατικών στρωμάτων και από την πλειοψηφία των μικροαστών και των μεσοαστών, τη νεολαία, τους συνταξιούχους, τους ανέργους που βιώνουν τη δραματική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους ή και την εξαθλίωση. Τα εν δυνάμει όπλα αυτού του πόλου θα είναι η μαζικότητά του, η αποφασιστικότητά του και φυσικά η προγραμματική του επάρκεια και η δόμηση ενός πρωτοπόρου συλλογικού υποκειμένου.
Η διαδικασία προγραμματικής σύγκλισης και δόμησης ενός πρωτοπόρου σχήματος όμως θα είναι βασανιστική και επώδυνη, καθώς θα πρέπει να υπερβεί προκαταλήψεις και αγκυλώσεις που έρχονται από το παρελθόν. Αυτό φαίνεται ήδη από τα συνθήματα και τους άξονες της επιχειρηματολογίας διαφόρων πολιτικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να ηγεμονεύσουν ή να συναποτελέσουν το χώρο αυτό: “αντιμνημονιακοί”, “αντινεοφιλελεύθεροι”, “πατριωτισμός”, “αλληλεγγύη”, “προοδευτική έξοδος από την κρίση”, είναι κάποιοι όροι που καταδεικνύουν την προσπάθεια περιγραφής του βαθύτερου ζητήματος χωρίς ακόμα να έχει γίνει εφικτή η καθαρή μάτια στο τι βιώνουμε, τι να κάνουμε και ποιοι. Ακόμα και η φετιχιστική προσήλωση στο ευρώ ή τη δραχμή προδίδουν μιαν ορισμένη “θολούρα” ως προς τον πυρήνα του προβλήματος που καλούνται να διαχειριστούν οι δυνάμεις του δευτέρου πόλου.
Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που δεν ασπάζονται και αντιτίθενται στο μονόδρομο του τιμωρητικού νεοφιλελευθερισμού θα πρέπει να απαντήσουν στα εξής βασικά ζητήματα: πως θα επιτευχθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας; ποιες θα είναι οι νέες παραγωγικές σχέσεις που θα αξιοποιούν πλήρως και θα εξελίσσουν τις παραγωγικές δυνάμεις; ποια θα είναι η υπόσταση και η κατεύθυνση του νέου οικονομικού μοντέλου; ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας διεθνώς; ποια θα είναι η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη διαχείριση του χρέους; Και κυρίως: ποια θα είναι η Ελλάδα μετά την κρίση; Στη βάση των απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα θα τεθούν και όσα αφορούν το εποικοδόμημα, δηλαδή η δόμηση κοινωνικής σταθερότητας γύρω από μια νέα μεσαία τάξη, η εξέλιξη των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και οι μετασχηματισμοί στο δημόσιο τομέα. Ακόμα και η παραμονή στο ευρώ ή η επαναφορά στη δραχμή συνιστά ερώτημα του οποίου η απάντηση θα προκύψει από τα προηγούμενα ερωτήματα και όχι το πρωτεύον ερώτημα.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μοιραία θα μετασχηματίσουν και την πολιτική γεωγραφία, ειδικά του εν γένει αντιμνημονιακού και αντινεοφιλελεύθερου χώρου.
Σήμερα λόγω της αμηχανίας της πολιτικής ελίτ ακολουθείται η εξής διαδικασία: η πολιτική γεωγραφία προβάλλεται στην παραγωγική και ταξική βάση, αντί οι μετασχηματισμοί στην παραγωγική και ταξική βάση να προβάλλονται στην πολιτική γεωγραφία. Γι’ αυτό αναζητώνται και προβάλλονται σχήματα που ήδη ή εντός ολίγου χρόνου (θα) ακούγονται τελείως κούφια. Τούτο γιατί τα παρόντα κομματικά σχήματα με την εξαίρεση εν μέρει του ΚΚΕ διαμορφώθηκαν εντός μιας περιόδου κατά την οποία δεν αμφισβητούνταν το κοινωνικό- οικονομικό σύστημα αλλά η πολιτική διάρθρωση και ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας. Παρά το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης- εν πολλοίς επιφανειακό- ο καπιταλισμός με τον τρόπο που είχε δομηθεί μεταπολεμικά στην Ελλάδα δεν αμφισβητήθηκε, πολύ περισσότερο δεν ευρίσκετο σε δομική κρίση ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Αντίθετα ο εγχώριος και διεθνής καπιταλισμός εισερχόταν σε μια φάση έστω στρεβλής, ωστόσο υπαρκτής μεγέθυνσης.
Σήμερα απαιτώνται πολιτικά σχήματα με έναν πολύ βαθύτερο ριζοσπαστισμό, με πολύ καθαρότερη προγραμματική θέση και με καθαρή αντίληψη ως προς το ταξικό/ κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που προνομιακά εκφράζουν.
Ενώ λοιπόν βραχυπρόθεσμα έχει ιδιαίτερη σημασία τι θα γίνει στο χώρο της παράταξης που εκφράστηκε προνομιακά από το ΠΑΣΟΚ, στη δεξιά παράταξη και στο χώρο της αριστεράς, ενώ είναι βέβαιο ότι δε θα υπάρξει παρθενογένεση πρέπει να έχουμε κατά νου ότι θα περάσουμε από μια βασανιστική διαδικασία συγκρότησης νέων ισχυρών παρατάξεων, που δε θα είναι εν τέλει άθροισμα μικροτέρων κινήσεων αλλά εσωκλείοντας όλες αυτές τις μικρότερες κινήσεις θα τις μετασχηματίσουν σε νέα πολυσυλλεκτικά προφανώς αλλά ομοιογενή κατά βάση σύνολα. Το πόσος ιστορικός χρόνος θα απαιτηθεί θα εξαρτηθεί από την πυκνότητά του, που μπορεί κανείς να εικάσει αλλά όχι να προβλέψει με ημερολογιακή ακρίβεια.
Προσοχή όμως στο εξής: οι συντελούμενοι μετασχηματισμοί και η επιρροή τους ειδικά στον εν γένει αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο χώρο δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε μια ηγεμονία ακόμα και εντός του χώρου αυτού των αριστερών, δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων. Οι ολιγωρίες, η εμμονή στα βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη, οι μικρομεγαλισμοί, η ρεβανσιστική προσπάθεια λεηλασίας του χώρου του ΠΑΣΟΚ ή η αναμέτρηση ως προς το ποιος υπήρξε αντιμνημονιακός έγκαιρα και ποιος όψιμα- κάτι που άλλωστε ο λαός γνωρίζει και θα αξιολογήσει- μπορούν να οδηγήσουν σε ηγεμονία εντός του εν λόγω χώρου των δεξιών, αντιδραστικών, αυταρχικών δυνάμεων και όχι των αριστερών προοδευτικών. Οι αυταρχικές δυνάμεις παντρεύοντας προτάγματα της αριστεράς με την εγγενή τάση της μάζας να λυτρώνεται από το φόβο της διά της εκχώρησης της ελευθερίας της σε αυταρχικές ηγεσίες μπορεί να καταφέρουν να σταθεροποιήσουν το κατεστημένο που προκάλεσε την κρίση μέσα από επιφανειακές και επιμέρους διευθετήσεις, κερδίζοντας προς όφελός του κρίσιμο χρόνο και παραπλανώντας το λαό.
Γι’ αυτό σήμερα απαιτείται μια μεγάλη υπέρβαση που να αρθρώνεται γύρω από τους εξής άξονες: Πρώτον προγραμματική συζήτηση όλων των δυνάμεων που ακόμα και όψιμα διαχώρισαν τη θέση τους από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεύτερον, προγραμματική σύγκληση και δόμηση σταθερών πολιτικών σχημάτων όσων μπορούν και θέλουν να απαντήσουν με προοδευτικό και επαναστατικό τρόπο στα πυρηνικά ζητήματα της κρίσης και όχι μόνο στα επιφανειακά και πρόσκαιρα αιτήματα μικροδιευθετήσεων εντός του υπάρχοντος μοντέλου. Τρίτον, πολιτική επιμέρους συμμαχιών με δυνάμεις που δεν μπορούν να προχωρήσουν τόσο βαθιά, ωστόσο έχουν ένα εν γένει αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Τέταρτον, εγκατάλειψη των μικρομεγαλισμών και των αγκυλώσεων του παρελθόντος: δεν είναι η ώρα της δικαίωσης για κανένα πρόσωπο ή άθροισμα προσώπων ούτε της πρόσκαιρης εκλογικής λεηλασίας αλλά η ώρα της ανάδειξης στέρεων λύσεων στα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας.
harta.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου