Οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για την ευρωπαϊκή αριστερά να προωθήσει την οικοδόμηση μιας συμμαχίας των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της αναδιαπραγμάτευσης του δημοσίου χρέους.
ΤΟΥ ΝΟΤΗ ΜΑΡΙΑ*
Η κρίση χρέους που πλήττει πλέον έντονα τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και την Ιρλανδία αναδεικνύει για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας συνολικής στρατηγικής εκ μέρους της ευρωπαϊκής αριστεράς για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού.
Ταυτόχρονα, το Μνημόνιο και το ζήτημα του χρέους συνεχίζουν να παραμένουν στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής σκηνής διαμορφώνοντας έντονα και την πολιτική ατζέντα των προσεχών περιφερειακών εκλογών.
Στο πλαίσιο αυτό η «Αττική Συνεργασία - Όχι στο Μνημόνιο» με επικεφαλής τον Αλέξη Μητρόπουλο στην πολιτική της διακήρυξη επισημαίνει την αναγκαιότητα για αναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μέρους του χρέους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ (Έκθεση 10/110, 5 Μαΐου 2010, σελ. 125) το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της χώρας μας ανήλθε το 2009 στα 404 δισ. ευρώ από τα οποία 264 δισ. ευρώ, αναλογούν στο δημόσιο χρέος, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ότι θα ανέλθει το 2010 στα 329 δισ. ευρώ. Επίσης κατά την ίδια Έκθεση (σελ. 127), ενώ το 2004 οι ξένοι δανειστές κατείχαν το 70% του ελληνικού χρέους, το 2009 το ποσοστό αυτό είχε φτάσει στο 80%. Ταυτόχρονα, στο τέλος του 2009 ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους, περί τα 150 δισ. ευρώ, κατείχαν ξένες τράπεζες, κυρίως ευρωπαϊκές, και ειδικότερα το 36% το κατείχαν γαλλικές τράπεζες, το 32% άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, το 21% γερμανικές τράπεζες και το 11% μη ευρωπαϊκές τράπεζες
Με τη σύναψη των δανείων της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, τουλάχιστον 110 δισ. ευρώ από το δημόσιο χρέος έχουν μετατραπεί σε χρέος που οφείλεται πλέον σε κράτη και διεθνείς οργανισμούς. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία, η ΕΚΤ κατέχει σήμερα ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας τουλάχιστον 60 δισ. ευρώ, τα οποία μάλιστα έχει αποκτήσει σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε συμφέρουσες τιμές με έκπτωση περίπου 30%. Έτσι, πλέον τουλάχιστον 170 δισ. ευρώ, δηλαδή ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους, δεν οφείλεται πλέον σε ιδιώτες, αλλά σε κρατικές οντότητες και διεθνείς οργανισμούς με τις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να αρχίσει να διερευνά τους όρους και τις προϋποθέσεις αναδιαπραγμάτευσης και διαγραφής μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο συνολικότερης ευρωπαϊκής πολιτικής λύσης για την αντιμετώπιση των κρατικών χρεών.
Επίσης όπως έχουμε υποστηρίξει πρόσφατα (Επίκαιρα 23/9/2010, σελ. 26-27), η ΕΚΤ θα μπορούσε να δανειοδοτήσει το ελληνικό Δημόσιο με επιτόκιο αντίστοιχο με αυτό που χρεώνει στις ιδιωτικές τράπεζες, το οποίο σήμερα κινείται στα επίπεδα του 1%, προκειμένου η Ελλάδα να αγοράσει τα παραπάνω ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και μάλιστα με έκπτωση 20-25%. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνεται σταδιακά το ελληνικό δημόσιο χρέος χωρίς ταυτόχρονη τοκογλυφική επιβάρυνση της χώρας μας. Επίσης η ΕΚΤ θα μπορούσε να επεκτείνει τη χαμηλότοκη αυτή δανειοδότηση προς την Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπίσει με επιτυχία η χώρα μας τις δανειακές της ανάγκες τα προσεχή χρόνια, έξω από Μνημόνια και κηδεμονίες. Μια τέτοια ρύθμιση είναι πλέον πολιτικά επιβεβλημένη. Μάλιστα, παρά τα όσα υποστηρίζονται από διάφορες πλευρές, μια τέτοια ενέργεια της ΕΚΤ όχι μόνο δεν απαγορεύεται από τις κείμενες διατάξεις του δικαίου της Ε.Ε. αλλά, αντίθετα, επιτρέπεται. Όμως αυτό δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί.
Οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για την ευρωπαϊκή αριστερά να προωθήσει την οικοδόμηση μιας συμμαχίας των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου προκειμένου να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της αναδιαπραγμάτευσης του δημοσίου χρέους. Ταυτόχρονα η ευρωπαϊκή αριστερά πρέπει να εντείνει τις πιέσεις της προκειμένου να αναγκαστεί η ΕΚΤ να χορηγήσει στα υπερχρεωμένα μέλη της Ευρωζώνης χαμηλότοκα δάνεια με επιτόκιο αντίστοιχο με αυτό που χρεώνει στις ιδιωτικές τράπεζες, προκειμένου να παύσουν οι χώρες του Νότου να αποτελούν βορά των κερδοσκόπων και να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δανειακές και τις αναπτυξιακές τους ανάγκες.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Θεσμών Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης
avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου