Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Η Ενότητα της Αριστεράς ως ιστορική αναγκαιότητα

Του Νικόλαου Μόττα*
«Βαδίστε χωριστά, χτυπήστε μαζί! Συμφωνήστε μόνο πώς να χτυπήσετε, ποιον και πότε. Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να γίνει ακόμα και με το διάολο...» [1]. Με αυτήν τη φράση ο Λέον Τρότσκι προέτρεπε το 1928 τους γερμανούς κομμουνιστές να συμπράξουν με τους σοσιαλδημοκράτες σε μέτωπο κατά του επερχόμενου φασισμού. Παρ' ότι ιδεολογικά αντίθετος σε οποιαδήποτε συνεργασία του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) με τη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία (SPD), ο ρώσος επαναστάτης διέβλεπε ότι το πρωτεύον, ζωτικής σημασίας, ζήτημα ήταν η απόκρουση της φασιστικής απειλής. Άλλωστε, είχε προϋπάρξει το παράδειγμα του 1917 στη Ρωσία. Η τότε περιοδική συνεργασία μεταξύ των ριζοσπαστών μπολσεβίκων και των ρεφορμιστών απέτρεψε το πραξικόπημα που επιχείρησε ο στρατηγός Λαβρ Κορνίλοφ.
Την υπό προϋποθέσεις, προσωρινή συμμαχία κομμουνιστών και ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών δεν απέρριπτε ούτε ο Βλαντίμιρ Λένιν. Στο έργο του «Ο Στάλιν και η Κινεζική Επανάσταση» έγραφε μεταξύ άλλων ο Τρότσκι: «Ο Λένιν αποδεχόταν την αναγκαιότητα προσωρινών συμμαχιών με το αστικοδημοκρατικό κίνημα, όμως κατανοούσε τη συμμαχία αυτή όχι ως συμμαχία με τα αστικά κόμματα, που εξαπατούν και προδίδουν την επαναστατική μικροαστική δημοκρατία (τους αγρότες και τους μικροαστούς των πόλεων), αλλά ως συμμαχία με τις οργανώσεις και τις ομάδες των ίδιων των μαζών ενάντια στην εθνική αστική τάξη» [2]. Η έννοια της προσωρινότητας ενός συνασπισμού αριστερών δυνάμεων είναι σημαντική. Δεν πρόκειται ούτε γιά πολιτική συγχώνευση, ούτε..
γιά προσχώρηση στο ιδεολογικό στρατόπεδο του άλλου. Απεναντίας, πρόκειται γιά συμμαχίες με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα οι οποίες προκύπτουν ως ιστορική ανάγκη σε περιόδους έντονων κοινωνικών κρίσεων. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή ακριβώς η ιστορική αναγκαιότητα δε γίνεται πάντα αντιληπτή απ' όλες τις δυνάμεις που απαρτίζουν το αριστερό και ριζοσπαστικό πολιτικό φάσμα. Έτσι, οι όποιες ενοποιητικές γραμμές δημιουργούνται μέσα στην κοινωνία απαξιώνονται από τις κομματικές διαφορές και την εμμονή στις ιδεολογικές αυτοπεριχαρακώσεις.

Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της βαθιάς συστημικής κρίσης του καπιταλιστικού οικοδομήματος, δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής όσμωσης, ιδιαίτερα μεταξύ των κοινωνικών στρωμμάτων που πλήτονται περισσότερο. Στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, από την εργατική μέχρι τη μεσαία αστική τάξη ο νεοφιλελεύθερος οικονομικός τυφώνας σαρώνει κοινωνικά κεκτημένα δεκαετιών, εμβαθύνει το ρήγμα του κοινωνικού ιστού και υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας. Η ιστορική συγκυρία της κρίσης δημιουργεί συνθήκες «γαλλικού Μάη 1968». Στα λαϊκά στρώμματα η αμφισβήτηση απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο γιγαντώνεται δημιουργώντας τη μεγαλύτερη θεσμική κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού εδώ και τρείς δεκαετίες. Σε αυτήν λοιπόν την ιστορική συγκυρία, οι πολιτικές ευθύνες της ευρύτερης αριστεράς - από το ριζοσπαστικό κομμουνισμό μέχρι την αντινεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά - έρχονται στο προσκήνιο. Είναι ευθύνες που ξεπερνούν την όποια εκλογική τους βάση και διαχέονται στο κοινωνικό σύνολο που αποζητά την εναλλακτική διέξοδο απέναντι στη δικτατορία της αγοράς, τη θηλιά των μνημονιακών συμβάσεων και τα δυσβάστακτα μέτρα λιτότητας. Άραγε, η ευρωπαϊκή - και στην περίπτωση μας η ελληνική - Αριστερά έχει συναίσθηση αυτής της ευθύνης;

Ιστορική ανάγκη


Η κρίση που ζούμε δημιουργεί από μόνη της νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Αυτά τα δεδομένα δε μπορεί - και δεν πρέπει - να τα αγνοήσει η ελληνική Αριστερά. Οι δυνάμεις που την απαρτίζουν οφείλουν, τηρώντας τους νόμους της διαλεκτικής λογικής, να αντιληφθούν το νέο κοινωνικό γίγνεσθαι ακολουθώντας τις αλλαγές που συντελούνται μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αλλαγές και μεταβολές που σχετίζονται με την συσπείρωση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην οικονομική δικτατορία των μνημονίων, της λιτότητας και του εν γένει φαύλου καπιταλιστικού κατεστημένου.

Γίνεται λοιπόν σαφές το εξής: την ώρα που στους δρόμους άνθρωποι του μόχθου και της εργασίας ενώνουν τις φωνές τους - ανεξαρτήτως κομματικών πεποιθήσεων - ενάντια στη μνημονιακή λαίλαπα, οι βασικοί πολιτικοί οργανισμοί της Αριστεράς δε δικαιούνται να ανταγωνίζονται γιά το ποιός διαθέτει τα «πνευματικά δικαιώματα» της ιδεολογικής εκπροσώπησης του λαϊκού κινήματος. Κάτω από συνθήκες κοινωνικής κρίσης ένας τέτοιος ανταγωνισμός είναι όχι μόνο αδικαιολόγητος αλλά και πολιτικά «αυτιστικός». Η εξήγηση είναι απλή: το επικυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν πρόκειται να κλονιστεί από αντι-συστημικές συνθηματολογίες και αυτόνομες, μοναχικές δράσεις στο πλαίσιο των κομματικών περιχαρακώσεων. Ιδιαίτερα ένα πολιτικό σύστημα που, όπως βλέπουμε, δημιουργεί νέες ανίερες συμμαχίες (κυβέρνηση «εθνικής ενότητας») προκειμένου να εφαρμόσει, στο όνομα της διάσωσης της χώρας, τις πλέον νεοφιλελεύθερες και κοινωνικά ανάλγητες πολιτικές λιτότητας. Σε αυτό το σημείο η ελληνική Αριστερά οφείλει να απεκδυθεί της προκάτ συνθηματολογίας, να θέσει ένα μορατόριουμ στις ενδοαριστερές διαφορές και να προχωρήσει γενναία σε μιά προγραμματική σύγκλιση, με τρείς βασικούς στόχους:

1. Τη δημιουργία ενός ενιαίου αντιμνημονιακού μετώπου που θα επιχειρήσει να μετουσιώσει σε πολιτική πράξη την πολυδιάσπαρτη κοινωνική αγανάκτηση. Η κύρια ευθύνη, ασφαλώς, ανήκει στις δύο κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενες πολιτικές δυνάμεις, το Κ.Κ.Ε. και τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Δεν πρέπει όμως να αποκλείεται και η ευρύτερη Αριστερά, είτε αυτή εκφράζεται μέσα από τις εξωκοινοβουλευτικές αντικαπιταλιστικές συμμαχίες, είτε μέσα απ' το χώρο του κοινωνικά ευαίσθητου ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της εν γένει αντιμνημονιακής κεντροαριστεράς. Οι άνθρωποι της εργατιάς, που ενδέχεται να στηρίζουν διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, έχουν κοινό συμφέρον. Αυτό, το κοινό συμφέρον, οι ηγεσίες της Αριστεράς σήμερα έχουν χρέος να το προστατεύσουν και να το αναδείξουν. Η αγανάκτηση που εκφράζεται μαζικά στους δρόμους πρέπει να εκφραστεί σε πολιτικό επίπεδο με συντονισμένο και συγκροτημένο λόγο.

2. Την ανάσχεση μιάς πιθανής εκλογικής διόγκωσης της ακροδεξιάς. Είναι γνωστό ότι σε περιόδους κρίσης και κοινωνικής απελπισίας ο λαϊκίστικος και αντιδραστικός λόγος βρίσκει πρόσφορο πολιτικό έδαφος. [3] Παρουσιαζόμενη με προβιά «φιλολαϊκή» και «αντισυστημική» και καπηλευόμενη τα αγνά πατριωτικά ένστικτα των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων η ακροδεξιά καιροφυλακτεί ώστε να αδράξει εκλογική «πελατεία». Δεν αποτελεί νέο φαινόμενο άλλωστε: από τη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του '30 μέχρι την πρόσφατη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς σε Φινλανδία και Αυστρία επιβεβαιώνεται ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. «Η απώλεια της πραγματικής επιρροής των κομμάτων στην πολιτική κονίστρα, αναγκάζει τη μικροαστική τάξη να τα εγκαταλείψει. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος προς τα φασιστικά κόμματα» έγραφε το 1975 ο μαρξιστής φιλόσοφος Νίκος Πουλαντζάς [4]. Η ενίσχυση του ρόλου των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, μέσω μιάς πλατιάς προοδευτικής λαϊκής συμμαχίας, θα μπορούσε να αποσοβήσει ένα τέτοιο τραγικό ενδεχόμενο.

3. Την συγκρότηση μιάς κοινωνικά δίκαιης πρότασης γιά διέξοδο από την κρίση και τη δημιουργία μιάς νέας προοπτικής. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στις διαφορετικές αντιλήψεις που επικρατούν στο χώρο της Αριστεράς σχετικά με τη θέση της Ελλάδας: Εντός ή εκτός ευρωζώνης; Πάλη στο πλαίσιο της Ε.Ε. ή έξω απ' αυτήν; Η παραμονή σε μιά Ε.Ε. των δύο και τριών ταχυτήτων δεν αποτελεί μονόδρομο γιά τον ελληνικό λαό. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην παρούσα συγκυρία, το δίλλημα μοιάζει αποπροσανατολιστικό, εάν και εφόσον η Ελλάδα δεν απαλλαγεί άμεσα απ'το βαρύ φορτίο του χρέους. Εάν, δηλαδή, δεν υπάρξει σθεναρή διεκδίκηση της διαγραφής της συντριπτικής πλειοψηφίας του χρέους και, εν συνεχεία, ριζική αναπροσαρμογή των εσωτερικών οικονομικών συσχετισμών με στόχο την προοδευτική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς γιά την οικονομία θα κριθεί από το πόσο έτοιμη είναι να έρθει σε ρήξη με ιδεολογήματα και εμμονές του παρελθόντος, αλλά και από τη ρεαλιστικότητα της εφαρμογής της.

Μερικοί συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις γιά ενότητα της Αριστεράς ως «οπορτουνισμό». Βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος. Η επανάσταση θα έρθει - εάν έρθει - «μόνο εάν κουνήσουμε το δέντρο γιά να πέσει το φρούτο», που έλεγε ο Τσε. Η συστημική κρίση του Καπιταλισμού αποτελεί μιά πρώτης τάξεως ευκαιρία γιά τη διαλεκτική υπέρβαση του παρελθόντος της Αριστεράς. Εάν επικρατήσουν η ιδεολογική αυτοπεριχαράκωση και ο συντηρητικός αρνητισμός οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου θα έχουν χάσει το τρένο της μετα-μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας. Αυτής που, εκτός απ' το να την ερμηνεύουν και να τη σχολιάζουν, έχουν ιδεολογικό και ηθικό χρέος να την αλλάξουν.
Υποσημειώσεις:
[1] Λέον Τρότσκι, «Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία», Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο.
[2] Λέον Τρότσκι, «Ο Στάλιν και η Κινεζική Επανάσταση», Εκδόσεις Παρασκήνιο, 2001.
[3] Πρόσφατη έρευνα γιά την απήχηση ακροδεξιών και νεοφασιστικών ιδεών στην Ε.Ε. σε νέους κάτω των 30 ετών, Βρετανικό Ινστιτούτο Demos
[4] Νίκος Πουλαντζάς, «Φασισμός και Δικτατορία». Ολκός, 1975.
*Ο κ. Νικόλαος Μόττας είναι υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) Πολιτικής Ιστορίας και Εξωτερικής Πολιτικής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1984, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διπλωματικές Σπουδές (Διπλωματική Ακαδημία Λονδίνου) και στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβιβ). Υπήρξε επί τριετία τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» αρθρογραφώντας γιά διεθνή γεγονότα, ενώ κείμενα του περί ελληνικής, ευρωπαϊκης και διεθνούς πολιτικής έχουν δημοσιευθεί και σε αγγλόφωνες πηγές. Είναι ίδρυτής και διαχειριστής του ελληνικού αρχείου Τσε Γκεβάρα www.guevaristas.net.

Δεν υπάρχουν σχόλια: