Η ώρα των εκλογών όπως όλα δείχνουν και εάν δε μεσολαβήσουν “απρόσμενα” γεγονότα πλησιάζει, με αποτέλεσμα το κατεστημένο να χρησιμοποιεί τις “χρυσές” του εφεδρείες: τις δημοσκοπήσεις που επιχειρούν να εμφανίσουν ως πλειοψηφικό το μνημονιακό μπλοκ ΝΔ και (δεξιού) ΠΑΣΟΚ, τις υποσχέσεις για χρήμα που δήθεν θα πέσει στην αγορά μετεκλογικά, ψιθύρους που στην πορεία προς τις εκλογές θα ακούγονται ολοένα δυνατότερα ότι τα χειρότερα ίσως και να πέρασαν και φυσικά άφθονες δόσεις φόβου, απειλών και εκβιασμών πάνω στο δίλημμα “ευρώ ή δραχμή”, όπου η όποια διαφωνία με το νεοφιλελευθερισμό και την ερημοποίηση της χώρας θα ταυτίζεται με επιστροφή στη δραχμή και η επιστροφή στη δραχμή με νέα μικρασιατική καταστροφή.
Δίπλα σε αυτά και προκειμένου τα πολιτικά φερέφωνα να δώσουν τη μάχη των εκλογών υπό καλύτερους όρους θα παρελαύνουν στα ΜΜΕ, που πλέον δε νοιάζονται να κρατήσουν ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα, γνωστοί “πετυχημένοι” υπουργοί και νεότερης ηλικίας φερέφωνα που θα εμφανιστούν κατά τόπους, ως αναγκαίοι πυλώνες αναπαλαίωσης του αυτού συστήματος της χρεοκοπίας.
Τα παραπάνω δεν είναι απρόσμενα: τα ζήσαμε εδώ και τρία χρόνια, ορισμένα εξ αυτών μάλιστα από πολύ παλιότερα. Άρα δε δικαιούται κανείς και ειδικά η αριστερά- προσδιοριζόμενη από το αριστερό ΠΑΣΟΚ που είναι και η πλειοψηφία του προοδευτικού κόσμου έως την κομμουνιστική αριστερά- όποιας τάσης και απόχρωσης, να αιτιάται ότι αιφνιδιάστηκε. Θα όφειλε η αριστερά να γνωρίζει από την εμπειρία της των τελευταίων τριών ετών αλλά ακόμα περισσότερο από την ιστορική γνώση και εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από παλιότερες κρίσεις του κατεστημένου, είτε στη βάση του, πχ. κρίση του ’29, είτε στο εποικοδόμημά του, πχ. πολιτική κρίση στην Ελλάδα της χούντας, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα εξαιρετικά εξελιγμένο σύστημα που δεν καταλαμβάνεται ούτε εξ εφόδου, ούτε στη βάση απλά της αγανάκτησης. Θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το όποιο κατεστημένο διέρχεται κάθε μέσου προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και δεν παραδίνεται αμαχητί.
Τι έκανε λοιπόν η αριστερά ενόψει αυτής της αναμέτρησης που ανέμενε και ορθώς απαιτούσε αυτά τα τρία χρόνια, επικαλούμενη ότι η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού, των μνημονίων δεν τύγχανε δημοκρατικής νομιμοποίησης; δυστυχώς ελάχιστα. Πέραν του να επαναλαμβάνει ότι δικαιώθηκε- και όντως δικαιωθήκαμε όλοι όσοι από όποιο χώρο υποστηρίζαμε έγκαιρα ότι τα μνημόνια θα ερημοποιήσουν τη χώρα και θα τη χρεοκοπήσουν- και του να διασπάται διαρκώς, σχεδόν τίποτα.
Ενδυνάμωσε τη θέση της στους παραδοσιακούς και νέους χώρους κοινωνικού αγώνα και δη τους μαζικούς; όχι. Επεξεργάστηκε ένα πλήρες, αρθρωμένο βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κυβερνητικό πρόγραμμα; σίγουρα όχι επαρκώς. Επεδίωξε ή πέτυχε μια πολιτική όχι απλά εκλογικών προσχωρήσεων αλλά νέου, προοδευτικού, κυβερνητικού μπλοκ δυνάμεων, εναλλακτικού και αντίθετου προς το μπλοκ των μνημονιακών, νεοφιλελευθέρων δυνάμεων; ούτε.
Μάλιστα, η πέραν του ΠΑΣΟΚ αριστερά δεν μπόρεσε καν να καταλήξει για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ και δη του αριστερού του τμήματος: επί χρόνια ήλπιζε σε ένα μικρό, δεξιό ΠΑΣΟΚ ώστε να χάσει το τελευταίο τις αριστερές και ζωογόνες του δυνάμεις. Όταν λοιπόν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εκπλήρωσε με άτσαλο μάλιστα τρόπο τους “μύχιους πόθους” της αριστεράς, εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει με τον κόσμο που στήριζε επί δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ και είναι λογικό να φέρει την πολιτική “σφραγίδα” αυτού του μεγάλου κινήματος. Αντί να αντιληφθεί ότι η δομική κρίση του καπιταλισμού απαιτεί νέα σχήματα και εργαλεία ανάλυσης και δράσης, που θα μετουσιώνουν τα προϋπάρχοντα επέμεινε είτε στη λογική των προσχωρήσεων, με ευθύνη και δυνάμεων προερχομένων από το ΠΑΣΟΚ, είτε στη λογική της “καθαρότητας”.
Πέφτει έτσι στην καλοστημένη παγίδα της δημοσκοπικής ανόδου, που σιγά- σιγά ξεφουσκώνει, προκειμένου να επικρατήσει η απογοήτευση και η ηττοπάθεια ή έλκεται από την αβάσιμη προσδοκία ότι σχεδόν κάθε κόμμα θα μπορέσει να μπει στη Βουλή και άρα να ικανοποιήσει συγκεκριμένες φιλοδοξίες.
Έτσι ακόμα και ακρωτηριασμένες εκλογικά, οι μνημονιακές δυνάμεις θα μπορέσουν πιθανά να κυβερνήσουν και πάλι, με μειωμένη ενδεχομένως κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όχι για μακρό χρονικό διάστημα, ωστόσο για μια κρίσιμη περίοδο.
Φτάνουμε λοιπόν στο εξής κομβικό ερώτημα: και τώρα σύντροφοι τι κάνουμε, με δεδομένες τις ανεπάρκειες του αριστερού χώρου;
Πρώτον, πρέπει να είναι σαφές ότι ακόμα και αυτός ο ανεπαρκής χώρος, που εκτείνεται από το αριστερό ΠΑΣΟΚ έως την κομμουνιστική αριστερά είναι συνολικά προτιμότερος από τις εγνωσμένα αποτυχημένες να βγάλουν το λαό από την κρίση, δυνάμεις των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού. Η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε μια θεμελιακή άρνηση προς τις δυνάμεις που υπηρέτησαν το νεοφιλελευθερισμό, που έβαλαν το λαό βαθύτερα στην κρίση. Η ίδια η πίεση των γεγονότων άλλωστε, που θα προκύψει έστω και από την άρνηση, θα αναγκάσει τις πολιτικές δυνάμεις να ωριμάσουν ταχύτερα.
Δεύτερον, ακόμα και προεκλογικά, στον ελάχιστο χρόνο που μένει αλλά και σίγουρα μετεκλογικά, χωρίς να εκκινεί η διαδικασία από το μηδέν πρέπει άμεσα να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί διάλογος για προγραμματική σύγκλιση όλων των δυνάμεων που από μια προοδευτική σκοπιά πρεσβεύουν την έξοδο του λαού από την κρίση, από τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Η ένταση της κρίσης και των όσων έπονται αμέσως μετά τις εκλογές δεν επιτρέπουν την απόδοση ευθυνών σχετικά με το πόσο έγκαιρα ή όψιμα, αξιόπιστα ή αναξιόπιστα διαχώρισε ο καθένας τη θέση του από το μνημονιακό μπλοκ. Τις ευθύνες θα τις αποδόσει ο ίδιος ο λαός. Αυτό που σήμερα απαιτείται είναι η μέγιστη δυνατή, προγραμματική και άρα ουσιαστική ενότητα. Οι άξονες αυτής της προγραμματικής σύγκλισης θα μπορούσαν να είναι η αναίρεση των ρυθμίσεων του μνημονίου, ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας, η ορθολογικοποίηση και η συμμετρία στη λειτουργία του δημοσίου τομέα, η δημιουργία δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης, η ισχυροποίηση του κράτους πρόνοιας, η εμβάθυνση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας με κέντρο το δημόσιο χώρο, η ενίσχυση της διεθνούς διαπραγμάτευσης και θέσης της χώρας.
Τρίτον, στη βάση των παραπάνω πρέπει να δομήσουμε εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, προοδευτικού μπλοκ πολιτικών δυνάμεων, στη λογική του ενιαίου μετώπου. Όχι μόνο εκλογική συνεργασία κορυφής, που είναι το ελάχιστο αλλά μια ουσιαστικότερη συνεργασία που θα ξεκινά από τα κοινωνικά κινήματα στους μαζικούς χώρους- παραδοσιακά και νέα- και θα περνά μέσα από ένα συλλογικό, δραστήριο πολιτικό υποκείμενο, με καθημερινή δράση, διάρκεια, εσωτερική, δημοκρατική λειτουργία.
Τέταρτον, δουλειά στη βάση. Το πιο επιτακτικό καθήκον σήμερα των προοδευτικών δυνάμεων είναι η δημιουργία ενός κινήματος αλληλεγγύης, αντίστασης, αυτοοργάνωσης και επιβίωσης. Ενός κινήματος που δε θα εξαντλείται σε εκτονωτικές απεργίες, δε θα “διαλύεται” μετά από κάθε μεγάλη πορεία με εγκληματικές και άλλες προβοκάτσιες αλλά αντίθετα που θα μπορέσει να στηρίξει πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων, κοινωνικών δικτύων στήριξης των τάξεων και μερίδων που κυρίως πλήττονται από την κρίση, θα έχει διαρκή, αποκεντρωμένη και ουσιαστική δράση αντίστασης στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού.
Πέμπτον, όλα τα παραπάνω πρέπει να οδηγήσουν στον προοδευτικό μετασχηματισμό του ίδιου του πολιτικού εποικοδομήματος. Η δημοκρατική παράταξη βίωσε έναν εν πολλοίς βίαιο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης, μετουσιωνόμενη στην εθνικοαπελευθερωτική και κοινωνικοαπελευθερωτική γενιά της εθνικής αντίστασης, περνώντας από μια βαθιά διάσπαση στο εσωτερικό της. Τούτο γιατί η κατοχή επέτασσε καθήκοντα που ούτε η προπολεμική αριστερά, ούτε το προπολεμικό δημοκρατικό κέντρο μπορούσαν να επιτελέσουν χωρίς να μετασχηματιστούν και να μετουσιωθούν στο πλαίσιο μιας άλλης ενότητας, την οποία τμήματα της προπολεμικής δημοκρατικής παράταξης αντιπάλεψαν ή τουλάχιστον δεν υποστήριξαν. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και σήμερα: η μεταδικτατορική δημοκρατική παράταξη και η μεταδικτατορική αριστερά δεν αρκούν, δεν έχουν τη δυνατότητα και την επάρκεια να αναλάβουν το έργο της εξόδου από την κρίση και της οικοδόμησης της μετά την κρίση Ελλάδας. Σήμερα χρειαζόμαστε μια κοινωνικοαπελευθερωτική, δημοκρατική, προοδευτική παράταξη, από- αποικιοποίησης, μέσα από τη σύνθεση δυνάμεων που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και την αριστερά και που θα είναι διατεθειμένες να μετασχηματιστούν, να μετουσιωθούν στο καμίνι των ιστορικών γεγονότων.
Δίπλα σε αυτά και προκειμένου τα πολιτικά φερέφωνα να δώσουν τη μάχη των εκλογών υπό καλύτερους όρους θα παρελαύνουν στα ΜΜΕ, που πλέον δε νοιάζονται να κρατήσουν ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα, γνωστοί “πετυχημένοι” υπουργοί και νεότερης ηλικίας φερέφωνα που θα εμφανιστούν κατά τόπους, ως αναγκαίοι πυλώνες αναπαλαίωσης του αυτού συστήματος της χρεοκοπίας.
Τα παραπάνω δεν είναι απρόσμενα: τα ζήσαμε εδώ και τρία χρόνια, ορισμένα εξ αυτών μάλιστα από πολύ παλιότερα. Άρα δε δικαιούται κανείς και ειδικά η αριστερά- προσδιοριζόμενη από το αριστερό ΠΑΣΟΚ που είναι και η πλειοψηφία του προοδευτικού κόσμου έως την κομμουνιστική αριστερά- όποιας τάσης και απόχρωσης, να αιτιάται ότι αιφνιδιάστηκε. Θα όφειλε η αριστερά να γνωρίζει από την εμπειρία της των τελευταίων τριών ετών αλλά ακόμα περισσότερο από την ιστορική γνώση και εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από παλιότερες κρίσεις του κατεστημένου, είτε στη βάση του, πχ. κρίση του ’29, είτε στο εποικοδόμημά του, πχ. πολιτική κρίση στην Ελλάδα της χούντας, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα εξαιρετικά εξελιγμένο σύστημα που δεν καταλαμβάνεται ούτε εξ εφόδου, ούτε στη βάση απλά της αγανάκτησης. Θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το όποιο κατεστημένο διέρχεται κάθε μέσου προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και δεν παραδίνεται αμαχητί.
Τι έκανε λοιπόν η αριστερά ενόψει αυτής της αναμέτρησης που ανέμενε και ορθώς απαιτούσε αυτά τα τρία χρόνια, επικαλούμενη ότι η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού, των μνημονίων δεν τύγχανε δημοκρατικής νομιμοποίησης; δυστυχώς ελάχιστα. Πέραν του να επαναλαμβάνει ότι δικαιώθηκε- και όντως δικαιωθήκαμε όλοι όσοι από όποιο χώρο υποστηρίζαμε έγκαιρα ότι τα μνημόνια θα ερημοποιήσουν τη χώρα και θα τη χρεοκοπήσουν- και του να διασπάται διαρκώς, σχεδόν τίποτα.
Ενδυνάμωσε τη θέση της στους παραδοσιακούς και νέους χώρους κοινωνικού αγώνα και δη τους μαζικούς; όχι. Επεξεργάστηκε ένα πλήρες, αρθρωμένο βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κυβερνητικό πρόγραμμα; σίγουρα όχι επαρκώς. Επεδίωξε ή πέτυχε μια πολιτική όχι απλά εκλογικών προσχωρήσεων αλλά νέου, προοδευτικού, κυβερνητικού μπλοκ δυνάμεων, εναλλακτικού και αντίθετου προς το μπλοκ των μνημονιακών, νεοφιλελευθέρων δυνάμεων; ούτε.
Μάλιστα, η πέραν του ΠΑΣΟΚ αριστερά δεν μπόρεσε καν να καταλήξει για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ και δη του αριστερού του τμήματος: επί χρόνια ήλπιζε σε ένα μικρό, δεξιό ΠΑΣΟΚ ώστε να χάσει το τελευταίο τις αριστερές και ζωογόνες του δυνάμεις. Όταν λοιπόν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εκπλήρωσε με άτσαλο μάλιστα τρόπο τους “μύχιους πόθους” της αριστεράς, εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει με τον κόσμο που στήριζε επί δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ και είναι λογικό να φέρει την πολιτική “σφραγίδα” αυτού του μεγάλου κινήματος. Αντί να αντιληφθεί ότι η δομική κρίση του καπιταλισμού απαιτεί νέα σχήματα και εργαλεία ανάλυσης και δράσης, που θα μετουσιώνουν τα προϋπάρχοντα επέμεινε είτε στη λογική των προσχωρήσεων, με ευθύνη και δυνάμεων προερχομένων από το ΠΑΣΟΚ, είτε στη λογική της “καθαρότητας”.
Πέφτει έτσι στην καλοστημένη παγίδα της δημοσκοπικής ανόδου, που σιγά- σιγά ξεφουσκώνει, προκειμένου να επικρατήσει η απογοήτευση και η ηττοπάθεια ή έλκεται από την αβάσιμη προσδοκία ότι σχεδόν κάθε κόμμα θα μπορέσει να μπει στη Βουλή και άρα να ικανοποιήσει συγκεκριμένες φιλοδοξίες.
Έτσι ακόμα και ακρωτηριασμένες εκλογικά, οι μνημονιακές δυνάμεις θα μπορέσουν πιθανά να κυβερνήσουν και πάλι, με μειωμένη ενδεχομένως κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όχι για μακρό χρονικό διάστημα, ωστόσο για μια κρίσιμη περίοδο.
Φτάνουμε λοιπόν στο εξής κομβικό ερώτημα: και τώρα σύντροφοι τι κάνουμε, με δεδομένες τις ανεπάρκειες του αριστερού χώρου;
Πρώτον, πρέπει να είναι σαφές ότι ακόμα και αυτός ο ανεπαρκής χώρος, που εκτείνεται από το αριστερό ΠΑΣΟΚ έως την κομμουνιστική αριστερά είναι συνολικά προτιμότερος από τις εγνωσμένα αποτυχημένες να βγάλουν το λαό από την κρίση, δυνάμεις των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού. Η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε μια θεμελιακή άρνηση προς τις δυνάμεις που υπηρέτησαν το νεοφιλελευθερισμό, που έβαλαν το λαό βαθύτερα στην κρίση. Η ίδια η πίεση των γεγονότων άλλωστε, που θα προκύψει έστω και από την άρνηση, θα αναγκάσει τις πολιτικές δυνάμεις να ωριμάσουν ταχύτερα.
Δεύτερον, ακόμα και προεκλογικά, στον ελάχιστο χρόνο που μένει αλλά και σίγουρα μετεκλογικά, χωρίς να εκκινεί η διαδικασία από το μηδέν πρέπει άμεσα να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί διάλογος για προγραμματική σύγκλιση όλων των δυνάμεων που από μια προοδευτική σκοπιά πρεσβεύουν την έξοδο του λαού από την κρίση, από τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Η ένταση της κρίσης και των όσων έπονται αμέσως μετά τις εκλογές δεν επιτρέπουν την απόδοση ευθυνών σχετικά με το πόσο έγκαιρα ή όψιμα, αξιόπιστα ή αναξιόπιστα διαχώρισε ο καθένας τη θέση του από το μνημονιακό μπλοκ. Τις ευθύνες θα τις αποδόσει ο ίδιος ο λαός. Αυτό που σήμερα απαιτείται είναι η μέγιστη δυνατή, προγραμματική και άρα ουσιαστική ενότητα. Οι άξονες αυτής της προγραμματικής σύγκλισης θα μπορούσαν να είναι η αναίρεση των ρυθμίσεων του μνημονίου, ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας, η ορθολογικοποίηση και η συμμετρία στη λειτουργία του δημοσίου τομέα, η δημιουργία δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης, η ισχυροποίηση του κράτους πρόνοιας, η εμβάθυνση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας με κέντρο το δημόσιο χώρο, η ενίσχυση της διεθνούς διαπραγμάτευσης και θέσης της χώρας.
Τρίτον, στη βάση των παραπάνω πρέπει να δομήσουμε εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, προοδευτικού μπλοκ πολιτικών δυνάμεων, στη λογική του ενιαίου μετώπου. Όχι μόνο εκλογική συνεργασία κορυφής, που είναι το ελάχιστο αλλά μια ουσιαστικότερη συνεργασία που θα ξεκινά από τα κοινωνικά κινήματα στους μαζικούς χώρους- παραδοσιακά και νέα- και θα περνά μέσα από ένα συλλογικό, δραστήριο πολιτικό υποκείμενο, με καθημερινή δράση, διάρκεια, εσωτερική, δημοκρατική λειτουργία.
Τέταρτον, δουλειά στη βάση. Το πιο επιτακτικό καθήκον σήμερα των προοδευτικών δυνάμεων είναι η δημιουργία ενός κινήματος αλληλεγγύης, αντίστασης, αυτοοργάνωσης και επιβίωσης. Ενός κινήματος που δε θα εξαντλείται σε εκτονωτικές απεργίες, δε θα “διαλύεται” μετά από κάθε μεγάλη πορεία με εγκληματικές και άλλες προβοκάτσιες αλλά αντίθετα που θα μπορέσει να στηρίξει πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων, κοινωνικών δικτύων στήριξης των τάξεων και μερίδων που κυρίως πλήττονται από την κρίση, θα έχει διαρκή, αποκεντρωμένη και ουσιαστική δράση αντίστασης στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού.
Πέμπτον, όλα τα παραπάνω πρέπει να οδηγήσουν στον προοδευτικό μετασχηματισμό του ίδιου του πολιτικού εποικοδομήματος. Η δημοκρατική παράταξη βίωσε έναν εν πολλοίς βίαιο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης, μετουσιωνόμενη στην εθνικοαπελευθερωτική και κοινωνικοαπελευθερωτική γενιά της εθνικής αντίστασης, περνώντας από μια βαθιά διάσπαση στο εσωτερικό της. Τούτο γιατί η κατοχή επέτασσε καθήκοντα που ούτε η προπολεμική αριστερά, ούτε το προπολεμικό δημοκρατικό κέντρο μπορούσαν να επιτελέσουν χωρίς να μετασχηματιστούν και να μετουσιωθούν στο πλαίσιο μιας άλλης ενότητας, την οποία τμήματα της προπολεμικής δημοκρατικής παράταξης αντιπάλεψαν ή τουλάχιστον δεν υποστήριξαν. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και σήμερα: η μεταδικτατορική δημοκρατική παράταξη και η μεταδικτατορική αριστερά δεν αρκούν, δεν έχουν τη δυνατότητα και την επάρκεια να αναλάβουν το έργο της εξόδου από την κρίση και της οικοδόμησης της μετά την κρίση Ελλάδας. Σήμερα χρειαζόμαστε μια κοινωνικοαπελευθερωτική, δημοκρατική, προοδευτική παράταξη, από- αποικιοποίησης, μέσα από τη σύνθεση δυνάμεων που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και την αριστερά και που θα είναι διατεθειμένες να μετασχηματιστούν, να μετουσιωθούν στο καμίνι των ιστορικών γεγονότων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου