Η δικτατορία δεν είναι καταπίεση αλλά απεριόριστη ελευθερία κινήσεων στο Κεφάλαιο για να κάνει αυτό που πρέπει για το καλό του
Του Πέτρου Σταύρου
Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει από τον τίτλο είναι σχετικά με το νόημα του λογικού τελεστή του «ή». Η προφανής απορία που προκύπτει είναι η εξής: «Μα γιατί να διαχωρίσεις μια ταυτολογία; Όταν μιλάς για τις αγορές δεν μιλάς ταυτόχρονα και για τον καπιταλισμό και το κεφάλαιο; Εν ολίγοις, γιατί να τα μπερδεύουμε τα πράγματα;».
Ας εξηγηθούμε λοιπόν!
Α. «Οι αγορές» σήμερα είναι μια μετωνυμία του καπιταλισμού. Σύμφωνα με το γλωσσικό σχήμα της μετωνυμίας, μια έννοια εκπροσωπείται από μια άλλη, μερικότερη έννοια. Η Εβίτα Περόν εκπροσωπεί την Αργεντινή, η Ακρόπολη τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους, οι 300 βουλευτές, στη λαϊκή φαντασία, την εκμαυλισμένη αστική δημοκρατία κοκ Έτσι και οι «αγορές», εκπροσωπούν τον καπιταλισμό και αυτό συμβαίνει όχι χωρίς πολιτικές συνέπειες για την αριστερά και για τα κινήματα.
Οι αγορές όμως προϋπάρχουν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο οι αγορές. Ο καπιταλισμός, δηλαδή ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής περιλαμβάνει τουλάχιστον τρία στοιχεία, όλα μαζί δεμένα σε μια κοινωνική σχέση. Αυτά είναι τα παρακάτω:
1. Επιχείρηση: ο τόπος της εκμετάλλευσης, ο χώρος του ατομικού κεφαλαιοκράτη και των απεριόριστων δυνατοτήτων του να εκμεταλλεύεται την μισθωτή εργασία για να παραχθούν εκτός από αγαθά και υπηρεσίες και υπεραξία.
2. Η Αγορά: ο τόπος της πραγματοποίησης της υπεραξίας, η συνθήκη που αν δεν ισχύσει, ο ατομικός καπιταλιστής θα εξαφανιστεί γιατί δεν θα μπορέσει να πουλήσει τα προϊόντα του, να πραγματοποιήσει την υπεραξία που παρήγαγε δυνητικά.
3. Ο ηγεμόνας, το κράτος, η δημόσια αρχή: ο συλλογικός καπιταλιστής, το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης, ο βασικός πολιτικός οργανωτής της εκμετάλλευσης.
Η παραγνώριση αυτών των τριών στοιχείων έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Αρκεί να ελέγξουμε τις αγορές; Αρκεί να τις εκδημοκρατίσουμε κατά κάποιο τρόπο; Σε ποιο σημείο του πολιτικού φάσματος θα μας τοποθετούσε μια τέτοια πρόθεση;
Έπειτα, τι έχουμε να πούμε για την σημερινή κατάσταση κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκεται εκτός αγορών; Το μνημόνιο αποτελεί μια εξωαγοραία σύμβαση, ή μάλλον μια σύμβαση που η αγορά χρήματος είναι με έμμεσο τρόπο παρούσα, κάτι που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στις αγορές και στις ανάγκες δανεισμού του ελληνικού κράτους. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη: εάν κάποια στιγμή το ελληνικό κράτος προσδιόριζε διοικητικά την τιμή του χ βασικού προϊόντος λαϊκής κατανάλωσης, με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο; Δεν θα υπήρχαν ατέλειωτες φλυαρίες περί της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας και τα τοιαύτα; Δεν θα έβγαινε η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε. να μιλήσει για παράνομη κρατική ενίσχυση που θίγει τον ανταγωνισμό;
Όμως, μόλις πριν λίγες μέρες, το ελληνικό κράτος νομοθέτησε σχετικά για την τιμή ενός εμπορεύματος και κανένας φιλελεύθερος δεν αντέδρασε. Επρόκειτο για την τιμή του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» με τη δραστική μείωση του κατώτατου μισθού αλλά και του επιδόματος ανεργίας. Το κράτος ήταν αυτό που έδρασε κι όχι η αγορά.
Β. Η πλασματική οικονομία έναντι της πραγματικής: Εδώ η αγορά είναι παρούσα ως «βαμπίρ» που πίνει το αίμα των παραγωγικών δυνάμεων της πραγματικής οικονομίας. Ισχύει κάτι τέτοιο; Μήπως η αγορά είναι το ακριβώς αντίθετο; Μήπως είναι περισσότερο πραγματική από όσο την φανταζόμαστε; Τελικά τι είναι πραγματικό για έναν υλιστή μαρξιστή; Δεν είναι αυτό που έχει τεράστια υλική διαμορφωτική δύναμη; Κάτι τέτοιο δεν είναι και η αγορά και δη η χρηματιστική;
Ένα σύγχρονο παράδειγμα: Το πετρέλαιο είναι ένα χρηματιστηριακό είδος. Η τιμή του από 20 δολάρια το βαρέλι στις αρχές του 2000, έχει ανέβει στα 150 δολάρια το βαρέλι, με πολύ μεγάλες διακυμάνσεις ενδιάμεσα. Αυτό δε συνιστά ικανοποιητική συνθήκη εκμετάλλευσης λιγότερο σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων; Δεν εξηγεί όλα αυτά τα περί ΑΟΖ, όλα τα γεωτρύπανα που σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν από τον Έβρο μέχρι νότια της Κρήτης; Όχι, η Ελλάδα δεν έχει τόσο πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, έχει εκείνα τα κοιτάσματα που μπορούν να «αξιοποιηθούν» μόνο με υψηλές τιμές του βαρελιού, ειδάλλως δεν αξίζουν. Ο ίδιος λόγος εξηγεί την ρητορεία και τα σχέδια για την ανάπτυξη του «πράσινου» καπιταλισμού. Το πρόγραμμα «Ήλιος» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν υπήρχαν οι αγορές και η πλασματική οικονομία που πειθαρχούν και ανακατευθύνουν το Κεφάλαιο στην αναζήτηση της υπεραξίας.
Μιλάμε λοιπόν για κεφάλαιο και όχι για αγορές. Το κάθε στοιχείο του κεφαλαίου, ο ατομικός κεφαλαιοκράτης, η επιχείρηση, η αγορά, η συλλογική καπιταλιστική λογική (η κρατική εξουσία) αναλαμβάνουν τον ιστορικό τους ρόλο και επενεργούν στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης. Τα διάφορα μνημόνια συμπυκνώνουν τα παραπάνω. Η ύφεση που επιφέρουν είναι ο όρος της αναπαραγωγής της συνολικής κεφαλαιακής σχέσης. Γιατί το συνολικό κεφάλαιο δεν αναζητά την ζήτηση (αυτήν την αναζητά ο ατομικός καπιταλιστής) αναζητά νέους τρόπους εκμετάλλευσης και νέους τρόπους παραγωγής, υπεραξίας όμως, και όχι προϊόντων ή υπηρεσιών.
Και πρόκειται για δικτατορία γιατί το κεφάλαιο απελευθερώνεται στην αναζήτηση της υπεραξίας. Η δικτατορία δεν είναι καταπίεση αλλά απεριόριστη ελευθερία κινήσεων στο Κεφάλαιο για να κάνει αυτό που πρέπει για το καλό του. Η δική του ελευθερία είναι ο όρος της καταπίεσης των υποτελών τάξεων.
Του Πέτρου Σταύρου
Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει από τον τίτλο είναι σχετικά με το νόημα του λογικού τελεστή του «ή». Η προφανής απορία που προκύπτει είναι η εξής: «Μα γιατί να διαχωρίσεις μια ταυτολογία; Όταν μιλάς για τις αγορές δεν μιλάς ταυτόχρονα και για τον καπιταλισμό και το κεφάλαιο; Εν ολίγοις, γιατί να τα μπερδεύουμε τα πράγματα;».
Ας εξηγηθούμε λοιπόν!
Α. «Οι αγορές» σήμερα είναι μια μετωνυμία του καπιταλισμού. Σύμφωνα με το γλωσσικό σχήμα της μετωνυμίας, μια έννοια εκπροσωπείται από μια άλλη, μερικότερη έννοια. Η Εβίτα Περόν εκπροσωπεί την Αργεντινή, η Ακρόπολη τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους, οι 300 βουλευτές, στη λαϊκή φαντασία, την εκμαυλισμένη αστική δημοκρατία κοκ Έτσι και οι «αγορές», εκπροσωπούν τον καπιταλισμό και αυτό συμβαίνει όχι χωρίς πολιτικές συνέπειες για την αριστερά και για τα κινήματα.
Οι αγορές όμως προϋπάρχουν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο οι αγορές. Ο καπιταλισμός, δηλαδή ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής περιλαμβάνει τουλάχιστον τρία στοιχεία, όλα μαζί δεμένα σε μια κοινωνική σχέση. Αυτά είναι τα παρακάτω:
1. Επιχείρηση: ο τόπος της εκμετάλλευσης, ο χώρος του ατομικού κεφαλαιοκράτη και των απεριόριστων δυνατοτήτων του να εκμεταλλεύεται την μισθωτή εργασία για να παραχθούν εκτός από αγαθά και υπηρεσίες και υπεραξία.
2. Η Αγορά: ο τόπος της πραγματοποίησης της υπεραξίας, η συνθήκη που αν δεν ισχύσει, ο ατομικός καπιταλιστής θα εξαφανιστεί γιατί δεν θα μπορέσει να πουλήσει τα προϊόντα του, να πραγματοποιήσει την υπεραξία που παρήγαγε δυνητικά.
3. Ο ηγεμόνας, το κράτος, η δημόσια αρχή: ο συλλογικός καπιταλιστής, το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης, ο βασικός πολιτικός οργανωτής της εκμετάλλευσης.
Η παραγνώριση αυτών των τριών στοιχείων έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Αρκεί να ελέγξουμε τις αγορές; Αρκεί να τις εκδημοκρατίσουμε κατά κάποιο τρόπο; Σε ποιο σημείο του πολιτικού φάσματος θα μας τοποθετούσε μια τέτοια πρόθεση;
Έπειτα, τι έχουμε να πούμε για την σημερινή κατάσταση κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκεται εκτός αγορών; Το μνημόνιο αποτελεί μια εξωαγοραία σύμβαση, ή μάλλον μια σύμβαση που η αγορά χρήματος είναι με έμμεσο τρόπο παρούσα, κάτι που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στις αγορές και στις ανάγκες δανεισμού του ελληνικού κράτους. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη: εάν κάποια στιγμή το ελληνικό κράτος προσδιόριζε διοικητικά την τιμή του χ βασικού προϊόντος λαϊκής κατανάλωσης, με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο; Δεν θα υπήρχαν ατέλειωτες φλυαρίες περί της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας και τα τοιαύτα; Δεν θα έβγαινε η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε. να μιλήσει για παράνομη κρατική ενίσχυση που θίγει τον ανταγωνισμό;
Όμως, μόλις πριν λίγες μέρες, το ελληνικό κράτος νομοθέτησε σχετικά για την τιμή ενός εμπορεύματος και κανένας φιλελεύθερος δεν αντέδρασε. Επρόκειτο για την τιμή του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» με τη δραστική μείωση του κατώτατου μισθού αλλά και του επιδόματος ανεργίας. Το κράτος ήταν αυτό που έδρασε κι όχι η αγορά.
Β. Η πλασματική οικονομία έναντι της πραγματικής: Εδώ η αγορά είναι παρούσα ως «βαμπίρ» που πίνει το αίμα των παραγωγικών δυνάμεων της πραγματικής οικονομίας. Ισχύει κάτι τέτοιο; Μήπως η αγορά είναι το ακριβώς αντίθετο; Μήπως είναι περισσότερο πραγματική από όσο την φανταζόμαστε; Τελικά τι είναι πραγματικό για έναν υλιστή μαρξιστή; Δεν είναι αυτό που έχει τεράστια υλική διαμορφωτική δύναμη; Κάτι τέτοιο δεν είναι και η αγορά και δη η χρηματιστική;
Ένα σύγχρονο παράδειγμα: Το πετρέλαιο είναι ένα χρηματιστηριακό είδος. Η τιμή του από 20 δολάρια το βαρέλι στις αρχές του 2000, έχει ανέβει στα 150 δολάρια το βαρέλι, με πολύ μεγάλες διακυμάνσεις ενδιάμεσα. Αυτό δε συνιστά ικανοποιητική συνθήκη εκμετάλλευσης λιγότερο σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων; Δεν εξηγεί όλα αυτά τα περί ΑΟΖ, όλα τα γεωτρύπανα που σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν από τον Έβρο μέχρι νότια της Κρήτης; Όχι, η Ελλάδα δεν έχει τόσο πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, έχει εκείνα τα κοιτάσματα που μπορούν να «αξιοποιηθούν» μόνο με υψηλές τιμές του βαρελιού, ειδάλλως δεν αξίζουν. Ο ίδιος λόγος εξηγεί την ρητορεία και τα σχέδια για την ανάπτυξη του «πράσινου» καπιταλισμού. Το πρόγραμμα «Ήλιος» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν υπήρχαν οι αγορές και η πλασματική οικονομία που πειθαρχούν και ανακατευθύνουν το Κεφάλαιο στην αναζήτηση της υπεραξίας.
Μιλάμε λοιπόν για κεφάλαιο και όχι για αγορές. Το κάθε στοιχείο του κεφαλαίου, ο ατομικός κεφαλαιοκράτης, η επιχείρηση, η αγορά, η συλλογική καπιταλιστική λογική (η κρατική εξουσία) αναλαμβάνουν τον ιστορικό τους ρόλο και επενεργούν στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης. Τα διάφορα μνημόνια συμπυκνώνουν τα παραπάνω. Η ύφεση που επιφέρουν είναι ο όρος της αναπαραγωγής της συνολικής κεφαλαιακής σχέσης. Γιατί το συνολικό κεφάλαιο δεν αναζητά την ζήτηση (αυτήν την αναζητά ο ατομικός καπιταλιστής) αναζητά νέους τρόπους εκμετάλλευσης και νέους τρόπους παραγωγής, υπεραξίας όμως, και όχι προϊόντων ή υπηρεσιών.
Και πρόκειται για δικτατορία γιατί το κεφάλαιο απελευθερώνεται στην αναζήτηση της υπεραξίας. Η δικτατορία δεν είναι καταπίεση αλλά απεριόριστη ελευθερία κινήσεων στο Κεφάλαιο για να κάνει αυτό που πρέπει για το καλό του. Η δική του ελευθερία είναι ο όρος της καταπίεσης των υποτελών τάξεων.
Το παραπάνω κείμενο βασίζεται στην εισαγωγική ομιλία του Πέτρου Σταύρου σε πρόσφατη εκδήλωση του ΣΎΡΙΖΑ Αγίας Παρασκευής, με θέμα: «Δικτατορία των Αγορών ή Δικτατορία του Κεφαλαίου;», με ομιλητή τον Γιάννη Μηλιό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου