του Erik Andersson, από τη σουηδική μαρξιστική τάση ”Socialisten”
Για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή Σουηδία πρέπει να ξεκινήσει κοιτώντας πίσω στην ιστορία. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν τη χώρα μας σαν ένα είδος σοσιαλιστικού παραδείσου και ταυτόχρονα σχεδόν καθόλου σαν πεδίο μεγάλης ταξικής πάλης. Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής άνθισης, το εργατικό κίνημα στη Σουηδία κατάφερε να πετύχει σημαντικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας, έχοντας μαζική οργάνωση.
Πριν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των συνδικάτων από τη σουηδική αστική τάξη το 1938, η Σουηδία ήταν η χώρα με τον υψηλότερο βαθμό απεργιών στον κόσμο. Στους αγώνες, την περίοδο της κρίσης της δεκαετίας του ’30, το σουηδικό εργατικό κίνημα πολώθηκε μεταξύ των δυνάμεων της ταξικής πάλης και αυτών της ταξικής συνεργασίας. Ενώ οι δυνάμεις της ταξικής πάλης αντιστέκονταν στις άδικες περικοπές μισθών της τάξης του 10-20%, οι οπαδοί της ταξικής συνεργασίας υποστήριζαν τις κατασταλτικές δράσεις ενάντια στους αγωνιζόμενους εργάτες.
Σ’ εκείνη τη φάση, η σουηδική εργατική τάξη ήταν ήδη συνδικαλιστικά οργανωμένη σε μεγάλο βαθμό και η πλειοψηφία των εργαζομένων συμμετείχε σε κάποιας μορφής αυτό-εκπαίδευση. Αλλά την ίδια στιγμή, με τον υψηλό βαθμό οργάνωσης εμφανίστηκε μια διογκούμενη γραφειοκρατία, που ελισσόταν ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Από τότε, η γραφειοκρατία στο εργατικό κίνημα έχει παίξει έναν κεντρικό ρόλο μεσολαβητή και συμφιλιωτή μεταξύ των τάξεων στη σουηδική κοινωνία. Οι μεταρρυθμίσεις που κερδήθηκαν ιστορικά βασίστηκαν στο φόβο μιας καλά οργανωμένης, συνειδητοποιημένης εργατικής τάξης. Τη δεκαετία του ’70, ο κόσμος γνώρισε μια σημαντική οικονομική ύφεση. Αυτή επηρέασε και τη Σουηδία, μειώνοντας το ύψος των κερδών και των επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, εμφανίστηκαν έντονες αναταραχές στο σουηδικό εργατικό κίνημα και στην κοινωνία γενικότερα. Στο συνέδριό της το 1976, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (TUC) υιοθέτησε το σχήμα των αποκαλούμενων “επενδυτικών ταμείων των μισθωτών”, που θα έθετε πολλές μεγάλες εταιρείες υπό την πλειοψηφική ιδιοκτησία των συνδικάτων, αλλά σταδιακά και με την πάροδο αρκετών δεκαετιών. Για τους περισσότερους μέσους εργαζομένους, το σχήμα αυτό φαινόταν ένας ήπιος τρόπος για να επιτευχθούν οι σοσιαλιστικοί στόχοι του κινήματος - ενώ η αστική τάξη και τα μέσα ενημέρωσής της εξαγριώθηκαν.
Αυτό ήταν ένα απτό ιστορικό πείραμα για την προσπάθεια επίτευξης του σοσιαλισμού με ρυθμούς χελώνας χωρίς κινητοποιήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αστική τάξη και η δεξιά πτέρυγα δεν ήταν το ίδιο “σταδιακοί” στις δράσεις τους. Η ένωση εργοδοτών σε ρήξη με την “κοινωνική ειρήνη”, έδωσε πολλά εκατομμύρια για την αντισοσιαλιστική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, μια άλλη δύναμη μπήκε παρασκηνιακά στο παιχνίδι – η γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος, που ήταν πολύ δυσαρεστημένη με αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση. Με την αποδυνάμωση της αρχικής πρότασης, ο ενθουσιασμός των εργαζομένων μειώθηκε, καθώς η άλλη πλευρά πέρασε στην επίθεση.
Σ’ αυτή τη χώρα της αποκαλούμενης κοινωνικής σταθερότητας και συνεργασίας, ο μηχανισμός της αστικής τάξης κατάφερε να συγκεντρώσει 50.000 διαδηλωτές έξω από το κοινοβούλιο χρησιμοποιώντας τις τακτικές της “κόκκινης απειλής”. Οι διαδηλωτές ήταν κυρίως εργοδότες, επιχειρηματίες και ευκατάστατοι επαγγελματίες. Στο τέλος, η πρόταση καταρρίφθηκε και το διστακτικό εργατικό κίνημα αναχαιτίστηκε από μια μανιώδη εκστρατεία της αστικής τάξης, με τη συνεργασία της γραφειοκρατίας του εργατικού κινήματος.
Τέσσερα χρόνια μετά από την απόφαση του συνεδρίου της TUC, το 1980, η Σουηδία επρόκειτο να δει μια μεγάλη έκρηξη ταξικής πάλης. Η ένωση εργοδοτών πρότεινε μηδενική αύξηση στους μισθούς, κάτι που έδειξε ότι η ταξική συνεργασία ήταν πλέον παρελθόν. Αυτή η πρόκληση οδήγησε σε απεργία στο δημόσιο τομέα, που απαντήθηκε με lockout που περιελάμβανε σχεδόν ένα εκατομμύριο και έθεσε σε τέλμα τη σουηδική κοινωνία. Τελικά, τα συνδικάτα κέρδισαν αύξηση μισθών κατά 7%, η οποία όμως υπονομεύθηκε από έναν πληθωρισμό της τάξης του 13%.
Το εργατικό κίνημα πέρασε στην αντεπίθεση, αλλά η πάλη δεν απέδωσε στο πολιτικό επίπεδο της εκδίωξης της δεξιάς κυβέρνησης και του αγώνα για το σοσιαλισμό. Αντίθετα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κινείται προς τα δεξιά σχεδόν σταθερά μέχρι σήμερα. Κατά τη δεκαετία του ’90, βιώσαμε μια μεγάλη κρίση με υψηλά επίπεδα ανεργίας. Αυτή άφησε ένα χάος που το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αποφάσισε να επιλύσει “υπεύθυνα” με μαζικές περικοπές, απελευθερώσεις τιμών και ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις. Μια ευρεία αντιπολίτευση αναπτύχθηκε, με ισχυρότερη βάση της τις γυναίκες - εργαζόμενες στο δημόσιο τομέα και εκφράστηκε μερικώς με ένα κύμα στήριξης του Αριστερού Κόμματος (με 17% σε μία δημοσκόπηση). Σε βάθος χρόνου, η αριστερά ήταν υπερβολικά ανοργάνωτη και δεν κατάφερε να αποκτήσει έλεγχο του κινήματος. Αντί γι’ αυτό, τα εργατικά κόμματα κινήθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έγινε συνώνυμο του status quo.
Mετά από τις καταστροφικές εκλογές του 2002, το κύριο δεξιό κόμμα προχώρησε σε μια “ακραία μετάλλαξη” και χρησιμοποίησε την απογοήτευση για να λανσαριστεί ως το “νέο εργατικό κόμμα”, υποστηρίζοντας την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από την άλλη κατέβηκε στις δημοσκοπήσεις με την επωδό “Η Σουηδία είναι σε καλή κατάσταση” και την κούφια φράση “Όλοι μαζί, είναι τόσο απλό”. Το 2006, ένας συνασπισμός δεξιών κομμάτων πήρε την εξουσία και κατάφερε επίσης να κερδίσει τις εκλογές του 2010. Ήταν η πρώτη φορά στη σουηδική ιστορία που μια δεξιά κυβέρνηση κέρδισε δύο φορές συνεχόμενα στις εκλογές.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε η κυβέρνηση ήταν να διπλασιάσει τα τέλη για την ασφάλιση των ανέργων, ενώ παράλληλα αποδυνάμωσε δραστικά την κάλυψη. Σήμερα, μόνο μια μειοψηφία ανέργων λαμβάνει τα επιδόματα ανεργίας. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που προκάλεσε οργή στους σουηδούς εργαζόμενους και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζικές κινητοποιήσεις, αναστρέφοντας το κύμα. Ωστόσο, η ηγεσία οργάνωσε μια διαδήλωση το μεσημέρι μίας εργάσιμης μέρας, χωρίς να καλέσει σε καμία απεργιακή δράση.
Είναι γεγονός ότι οι Σουηδοί ποτέ δε συμβιβάστηκαν με την κατάσταση που ανέκυψε από το ’90, με τη μαζική ανεργία, την αύξηση της εγκληματικότητας, την αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια κλπ. Υπάρχει ακόμα τεράστια υποστήριξη για μείζονες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ένα κράτος πρόνοιας που να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση όσων υστερούν σ’ αυτή την καπιταλιστική κοινωνία. Όταν τα εργατικά κόμματα δεν προσέφεραν καμία διέξοδο γι’ αυτό το αδιέξοδο, η δεξιά πτέρυγα κατάφερε να στρέψει τους ευκατάστατους εργαζομένους και τη μεσαία τάξη ενάντια στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Ένα από τα κύρια προβλήματά μας είναι ότι η ηγεσία του εργατικού κινήματος δεν έχει αναγνωρίσει ότι η κοινωνική ειρήνη είναι τελείως μονόπλευρη. Αντίθετα, προσπαθούν να προσαρμοστούν στη δεξιά πτέρυγα και διαμαρτύρονται με απογοήτευση ότι οι καπιταλιστές δε θέλουν να συνεργαστούν.
Στη Σουηδία όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, το εργατικό κίνημα πρέπει να παλέψει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια δραματική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, που κυβερνούσε τη χώρα από το 1932 ως το 1976. Σε μία δημοσκόπηση, το κόμμα που κάποτε είχε την υποστήριξη του 55% του πληθυσμού, τώρα έχει πέσει στο 24%, ενώ το Αριστερό Κόμμα είναι πολύ αδύναμο πολιτικά και οργανωτικά να καλύψει το κενό. Ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να αυξηθεί πολύ σε αριθμούς και στήριξη αν βάλει τις ρίζες στα συνδικάτα, σε τοπικές δράσεις και ξεχωρίσει με ένα τολμηρό αντικαπιταλιστικό μήνυμα.
Η διάθεση της κρίσης μέσα στη σοσιαλδημοκρατία είναι τέτοια που ο χώρος για κριτική αντιπαράθεση έχει αυξηθεί κατά πολύ, αλλά η αριστερά δεν προβάλλει μία ξεκάθαρη, οργανωμένη εναλλακτική απέναντι στη δεξιά πτέρυγα. Είναι πιθανό η σοσιαλδημοκρατία να στραφεί τώρα ακόμα περισσότερο δεξιά. Αν συμβεί αυτό, θα υπάρξει μεγαλύτερος αναβρασμός μέσα στη σοσιαλδημοκρατική αριστερά και δεν αποκλείεται να υπάρξουν ακόμα και διασπάσεις.
Αν οποιοδήποτε από τα εργατικά κόμματα έδινε μία τολμηρή καθοδήγηση, η δεξιά πτέρυγα και τα αφεντικά θα μπορούσαν να απωθηθούν, αλλά αυτό θα απαιτούσε πίεση από τα κάτω. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εργάτες στρέφονται σε μικρότερα κόμματα. Η μετατροπή των συνδικάτων σε εργαλεία της πάλης της εργατικής τάξης είναι το κλειδί σ’ αυτή την κατάσταση. Όταν ξεσπάσει η πάλη, οι σοσιαλιστές μέσα στο εργατικό κίνημα μπορούν να λειτουργήσουν σαν γέφυρα ανάμεσα στην “οικονομική” και την “πολιτική” πάλη. Το σύνθημά μας είναι: “Φέρτε την πάλη στο κίνημα και το κίνημα στην πάλη”. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το σουηδικό εργατικό κίνημα θα αναζωογονηθεί στα χρόνια που έρχονται: με την επανασύνδεση με τις καλύτερες παραδόσεις του παρελθόντος και με την προώθηση ενός οράματος για ένα σοσιαλιστικό μέλλον.
sosialistikiekfrasi.
Για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή Σουηδία πρέπει να ξεκινήσει κοιτώντας πίσω στην ιστορία. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν τη χώρα μας σαν ένα είδος σοσιαλιστικού παραδείσου και ταυτόχρονα σχεδόν καθόλου σαν πεδίο μεγάλης ταξικής πάλης. Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής άνθισης, το εργατικό κίνημα στη Σουηδία κατάφερε να πετύχει σημαντικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας, έχοντας μαζική οργάνωση.
Πριν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των συνδικάτων από τη σουηδική αστική τάξη το 1938, η Σουηδία ήταν η χώρα με τον υψηλότερο βαθμό απεργιών στον κόσμο. Στους αγώνες, την περίοδο της κρίσης της δεκαετίας του ’30, το σουηδικό εργατικό κίνημα πολώθηκε μεταξύ των δυνάμεων της ταξικής πάλης και αυτών της ταξικής συνεργασίας. Ενώ οι δυνάμεις της ταξικής πάλης αντιστέκονταν στις άδικες περικοπές μισθών της τάξης του 10-20%, οι οπαδοί της ταξικής συνεργασίας υποστήριζαν τις κατασταλτικές δράσεις ενάντια στους αγωνιζόμενους εργάτες.
Σ’ εκείνη τη φάση, η σουηδική εργατική τάξη ήταν ήδη συνδικαλιστικά οργανωμένη σε μεγάλο βαθμό και η πλειοψηφία των εργαζομένων συμμετείχε σε κάποιας μορφής αυτό-εκπαίδευση. Αλλά την ίδια στιγμή, με τον υψηλό βαθμό οργάνωσης εμφανίστηκε μια διογκούμενη γραφειοκρατία, που ελισσόταν ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Από τότε, η γραφειοκρατία στο εργατικό κίνημα έχει παίξει έναν κεντρικό ρόλο μεσολαβητή και συμφιλιωτή μεταξύ των τάξεων στη σουηδική κοινωνία. Οι μεταρρυθμίσεις που κερδήθηκαν ιστορικά βασίστηκαν στο φόβο μιας καλά οργανωμένης, συνειδητοποιημένης εργατικής τάξης. Τη δεκαετία του ’70, ο κόσμος γνώρισε μια σημαντική οικονομική ύφεση. Αυτή επηρέασε και τη Σουηδία, μειώνοντας το ύψος των κερδών και των επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, εμφανίστηκαν έντονες αναταραχές στο σουηδικό εργατικό κίνημα και στην κοινωνία γενικότερα. Στο συνέδριό της το 1976, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (TUC) υιοθέτησε το σχήμα των αποκαλούμενων “επενδυτικών ταμείων των μισθωτών”, που θα έθετε πολλές μεγάλες εταιρείες υπό την πλειοψηφική ιδιοκτησία των συνδικάτων, αλλά σταδιακά και με την πάροδο αρκετών δεκαετιών. Για τους περισσότερους μέσους εργαζομένους, το σχήμα αυτό φαινόταν ένας ήπιος τρόπος για να επιτευχθούν οι σοσιαλιστικοί στόχοι του κινήματος - ενώ η αστική τάξη και τα μέσα ενημέρωσής της εξαγριώθηκαν.
Αυτό ήταν ένα απτό ιστορικό πείραμα για την προσπάθεια επίτευξης του σοσιαλισμού με ρυθμούς χελώνας χωρίς κινητοποιήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αστική τάξη και η δεξιά πτέρυγα δεν ήταν το ίδιο “σταδιακοί” στις δράσεις τους. Η ένωση εργοδοτών σε ρήξη με την “κοινωνική ειρήνη”, έδωσε πολλά εκατομμύρια για την αντισοσιαλιστική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, μια άλλη δύναμη μπήκε παρασκηνιακά στο παιχνίδι – η γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος, που ήταν πολύ δυσαρεστημένη με αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση. Με την αποδυνάμωση της αρχικής πρότασης, ο ενθουσιασμός των εργαζομένων μειώθηκε, καθώς η άλλη πλευρά πέρασε στην επίθεση.
Σ’ αυτή τη χώρα της αποκαλούμενης κοινωνικής σταθερότητας και συνεργασίας, ο μηχανισμός της αστικής τάξης κατάφερε να συγκεντρώσει 50.000 διαδηλωτές έξω από το κοινοβούλιο χρησιμοποιώντας τις τακτικές της “κόκκινης απειλής”. Οι διαδηλωτές ήταν κυρίως εργοδότες, επιχειρηματίες και ευκατάστατοι επαγγελματίες. Στο τέλος, η πρόταση καταρρίφθηκε και το διστακτικό εργατικό κίνημα αναχαιτίστηκε από μια μανιώδη εκστρατεία της αστικής τάξης, με τη συνεργασία της γραφειοκρατίας του εργατικού κινήματος.
Τέσσερα χρόνια μετά από την απόφαση του συνεδρίου της TUC, το 1980, η Σουηδία επρόκειτο να δει μια μεγάλη έκρηξη ταξικής πάλης. Η ένωση εργοδοτών πρότεινε μηδενική αύξηση στους μισθούς, κάτι που έδειξε ότι η ταξική συνεργασία ήταν πλέον παρελθόν. Αυτή η πρόκληση οδήγησε σε απεργία στο δημόσιο τομέα, που απαντήθηκε με lockout που περιελάμβανε σχεδόν ένα εκατομμύριο και έθεσε σε τέλμα τη σουηδική κοινωνία. Τελικά, τα συνδικάτα κέρδισαν αύξηση μισθών κατά 7%, η οποία όμως υπονομεύθηκε από έναν πληθωρισμό της τάξης του 13%.
Το εργατικό κίνημα πέρασε στην αντεπίθεση, αλλά η πάλη δεν απέδωσε στο πολιτικό επίπεδο της εκδίωξης της δεξιάς κυβέρνησης και του αγώνα για το σοσιαλισμό. Αντίθετα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κινείται προς τα δεξιά σχεδόν σταθερά μέχρι σήμερα. Κατά τη δεκαετία του ’90, βιώσαμε μια μεγάλη κρίση με υψηλά επίπεδα ανεργίας. Αυτή άφησε ένα χάος που το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αποφάσισε να επιλύσει “υπεύθυνα” με μαζικές περικοπές, απελευθερώσεις τιμών και ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις. Μια ευρεία αντιπολίτευση αναπτύχθηκε, με ισχυρότερη βάση της τις γυναίκες - εργαζόμενες στο δημόσιο τομέα και εκφράστηκε μερικώς με ένα κύμα στήριξης του Αριστερού Κόμματος (με 17% σε μία δημοσκόπηση). Σε βάθος χρόνου, η αριστερά ήταν υπερβολικά ανοργάνωτη και δεν κατάφερε να αποκτήσει έλεγχο του κινήματος. Αντί γι’ αυτό, τα εργατικά κόμματα κινήθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έγινε συνώνυμο του status quo.
Mετά από τις καταστροφικές εκλογές του 2002, το κύριο δεξιό κόμμα προχώρησε σε μια “ακραία μετάλλαξη” και χρησιμοποίησε την απογοήτευση για να λανσαριστεί ως το “νέο εργατικό κόμμα”, υποστηρίζοντας την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από την άλλη κατέβηκε στις δημοσκοπήσεις με την επωδό “Η Σουηδία είναι σε καλή κατάσταση” και την κούφια φράση “Όλοι μαζί, είναι τόσο απλό”. Το 2006, ένας συνασπισμός δεξιών κομμάτων πήρε την εξουσία και κατάφερε επίσης να κερδίσει τις εκλογές του 2010. Ήταν η πρώτη φορά στη σουηδική ιστορία που μια δεξιά κυβέρνηση κέρδισε δύο φορές συνεχόμενα στις εκλογές.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε η κυβέρνηση ήταν να διπλασιάσει τα τέλη για την ασφάλιση των ανέργων, ενώ παράλληλα αποδυνάμωσε δραστικά την κάλυψη. Σήμερα, μόνο μια μειοψηφία ανέργων λαμβάνει τα επιδόματα ανεργίας. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που προκάλεσε οργή στους σουηδούς εργαζόμενους και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζικές κινητοποιήσεις, αναστρέφοντας το κύμα. Ωστόσο, η ηγεσία οργάνωσε μια διαδήλωση το μεσημέρι μίας εργάσιμης μέρας, χωρίς να καλέσει σε καμία απεργιακή δράση.
Είναι γεγονός ότι οι Σουηδοί ποτέ δε συμβιβάστηκαν με την κατάσταση που ανέκυψε από το ’90, με τη μαζική ανεργία, την αύξηση της εγκληματικότητας, την αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια κλπ. Υπάρχει ακόμα τεράστια υποστήριξη για μείζονες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ένα κράτος πρόνοιας που να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση όσων υστερούν σ’ αυτή την καπιταλιστική κοινωνία. Όταν τα εργατικά κόμματα δεν προσέφεραν καμία διέξοδο γι’ αυτό το αδιέξοδο, η δεξιά πτέρυγα κατάφερε να στρέψει τους ευκατάστατους εργαζομένους και τη μεσαία τάξη ενάντια στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Ένα από τα κύρια προβλήματά μας είναι ότι η ηγεσία του εργατικού κινήματος δεν έχει αναγνωρίσει ότι η κοινωνική ειρήνη είναι τελείως μονόπλευρη. Αντίθετα, προσπαθούν να προσαρμοστούν στη δεξιά πτέρυγα και διαμαρτύρονται με απογοήτευση ότι οι καπιταλιστές δε θέλουν να συνεργαστούν.
Στη Σουηδία όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, το εργατικό κίνημα πρέπει να παλέψει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια δραματική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, που κυβερνούσε τη χώρα από το 1932 ως το 1976. Σε μία δημοσκόπηση, το κόμμα που κάποτε είχε την υποστήριξη του 55% του πληθυσμού, τώρα έχει πέσει στο 24%, ενώ το Αριστερό Κόμμα είναι πολύ αδύναμο πολιτικά και οργανωτικά να καλύψει το κενό. Ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να αυξηθεί πολύ σε αριθμούς και στήριξη αν βάλει τις ρίζες στα συνδικάτα, σε τοπικές δράσεις και ξεχωρίσει με ένα τολμηρό αντικαπιταλιστικό μήνυμα.
Η διάθεση της κρίσης μέσα στη σοσιαλδημοκρατία είναι τέτοια που ο χώρος για κριτική αντιπαράθεση έχει αυξηθεί κατά πολύ, αλλά η αριστερά δεν προβάλλει μία ξεκάθαρη, οργανωμένη εναλλακτική απέναντι στη δεξιά πτέρυγα. Είναι πιθανό η σοσιαλδημοκρατία να στραφεί τώρα ακόμα περισσότερο δεξιά. Αν συμβεί αυτό, θα υπάρξει μεγαλύτερος αναβρασμός μέσα στη σοσιαλδημοκρατική αριστερά και δεν αποκλείεται να υπάρξουν ακόμα και διασπάσεις.
Αν οποιοδήποτε από τα εργατικά κόμματα έδινε μία τολμηρή καθοδήγηση, η δεξιά πτέρυγα και τα αφεντικά θα μπορούσαν να απωθηθούν, αλλά αυτό θα απαιτούσε πίεση από τα κάτω. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εργάτες στρέφονται σε μικρότερα κόμματα. Η μετατροπή των συνδικάτων σε εργαλεία της πάλης της εργατικής τάξης είναι το κλειδί σ’ αυτή την κατάσταση. Όταν ξεσπάσει η πάλη, οι σοσιαλιστές μέσα στο εργατικό κίνημα μπορούν να λειτουργήσουν σαν γέφυρα ανάμεσα στην “οικονομική” και την “πολιτική” πάλη. Το σύνθημά μας είναι: “Φέρτε την πάλη στο κίνημα και το κίνημα στην πάλη”. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το σουηδικό εργατικό κίνημα θα αναζωογονηθεί στα χρόνια που έρχονται: με την επανασύνδεση με τις καλύτερες παραδόσεις του παρελθόντος και με την προώθηση ενός οράματος για ένα σοσιαλιστικό μέλλον.
sosialistikiekfrasi.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου