Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

«Περισσότερη Ευρώπη» ή λιγότερη λαϊκή κυριαρχία;

ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Oλη η φιλολογία περί της διάσωσης των υπερχρεωμένων κρατών της ευρωζώνης στηρίζεται στην παραδοχή ότι, για να επιδειχθεί η ελάχιστη αναγκαία κοινοτική αλληλεγγύη προς τα κράτη αυτά, πρέπει και τα ίδια να παραχωρήσουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους σε θεσμούς ευρωπαϊκούς. Χρειαζόμαστε – λένε – «περισσότερη Ευρώπη», για να βγούμε από την κρίση χρέους και την κρίση του ευρώ.
Ακόμη και στις αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου κορυφής, που από ορισμένες πλευρές θεωρήθηκαν πιο ευνοϊκές για τα κράτη με οξυμένα προβλήματα χρέους και χρηματοδότησης, δεν παραλείπεται η σχετική αναφορά, ιδίως από την πλευρά των κρατών που υποτίθεται ότι «καταβάλλουν το τίμημα» της αλληλεγγύης.
Τι σημαίνει κατ’ αυτούς «περισσότερη Ευρώπη»; Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους σημαίνει μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα κυρίαρχα κράτη – μέλη σε κοινοτικούς θεσμούς. Συγκεκριμένα, λένε ότι οι προϋπολογισμοί των κρατών και η φορολογική πολιτική της θα ελέγχεται και θα εγκρίνεται από
κοινοτικά όργανα, που θα οριστούν γι αυτό το σκοπό.
Η δόξα των διευθυντηρίων


Αν περί αυτού πρόκειται, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με μια οποιαδήποτε μεταφορά αρμοδιοτήτων. Όταν αφαιρείται από ένα κράτος το δικαίωμα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει τον κρατικό προϋπολογισμό και να ορίζει το ίδιο τη φορολογική πολιτική του, τότε ουσιαστικά του αφαιρείται το δικαίωμα να υπάρχει αυτοτελώς και αυτεξουσίως.
Δεν μπορεί να ορίζει το ύψος των εσόδων του, τον τρόπο με τον οποίο θα τα εξασφαλίσει, δεν μπορεί να σχεδιάσει με τον τρόπο εκείνο που επιλέγει τις δαπάνες του, δεν μπορεί να τις κατανείμει με τον τρόπο που νομίζει προσφορότερο. Εάν, με την εμπειρία που έχουμε από το μνημόνιο, φανταστούμε τι μπορεί να σημαίνει να έχουν τον τελευταίο λόγο στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής ενός κράτους αρχές που βρίσκονται εκτός του κράτους αυτού, τότε έχουμε μπροστά μας μια κατάσταση που δεν αφορά μόνο τη δραστική, την αποφασιστική μείωση της κρατικής κυριαρχίας σε εθνική κλίμακα, αλλά και της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Και να γιατί μπορούμε να το ισχυριστούμε αυτό. Στην ΕΕ ισχύουν θεσμοί διακυβερνητικοί. Οι οποίοι λειτουργούν με βάση διακρατικές συμφωνίες – συνθήκες. Μοναδικό ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι το ευρωκοινοβούλιο, που παραμένει ωστόσο στερημένο από ουσιαστικές εξουσίες νομοθετικές, ελεγκτικές και νομιμοποιητικές της εκτελεστικής εξουσίας. Ποια όργανα μιας τέτοιας ΕΕ, όπως η σημερινή ή αυτή που προδιαγράφεται, μπορούν να αντικαταστήσουν εθνικούς θεσμούς κρατικής κυριαρχίας και λαϊκής κυριαρχίας , που ισχύουν σήμερα σε εθνικό επίπεδο; Οποιαδήποτε ρύθμιση αυτού του τύπου, μεταφοράς δηλαδή μέρους της κυριαρχίας, θα αποτελεί οπισθοδρόμηση και όχι ένα βήμα μπροστά στην πολιτική ενοποίησης της Ευρώπης. Θα αποτελεί λιγότερη και όχι περισσότερη Ευρώπη. Θα αποτελεί σημαντική εξασθένηση της λαϊκής κυριαρχίας στο εθνικό επίπεδο, η οποία δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχη ενίσχυση των θεσμών λαϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο ΕΕ. Χωρίς αυτό το αντιστάθμισμα, χωρίς, δηλαδή, τη λαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση θεσμών κοινοτικών, που θεμελιώνουν το κύρος τους στην άμεση εκλογή από ένα ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα, καμιά αποδοχή τέτοιου είδους «μεταρρυθμίσεων» δεν μπορεί να νοηθεί ως αποδοχή της ανάγκης πολιτικής ενοποίησης. Είναι αποδοχή μιας σαφέστατης αυταρχικής επιβολής.

Ένας ευρωπαϊκός Λεβιάθαν;

Αν ωστόσο, υποτεθεί ότι εξασφαλιζόταν κατά ένα αποδεκτό τρόπο αυτή η λαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση της μεταφοράς μέρους της κυριαρχίας σε θεσμούς κοινοτικούς, και πάλι θα όφειλε να παραμείνει ένας ευρύς χώρος ευθύνης αποκλειστικά στα ομόσπονδα μέρη ενός οποιουδήποτε είδους ομοσπονδιακού σχήματος. Αρκεί να δούμε στα υπάρχοντα σήμερα παραδείγματα πόσο μεγάλα περιθώρια αποφάσεων έχουν π.χ. οι πολιτείες (προϋπολογισμοί, φορολογία, δημόσιες δαπάνες, δανεισμός, πολιτειακή νομοθεσία και τοπικά νομοθετικά όργανα…) των ΗΠΑ έναντι των ομοσπονδιακών οργάνων, θεσμών και ρυθμίσεων, που υπάρχουν και είναι ισχυρά.
Σε μια αντίστοιχη εκδοχή ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα ομόσπονδα μέρη χρειάζεται πολύ περισσότερο –και λόγω εθνικών ιδιομορφιών, αλλά και διαφορετικών επιπέδων οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης– να διατηρούν μεγάλα περιθώρια διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών τους μεταφέροντας στο ομοσπονδιακό επίπεδο αρμοδιότητες που δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ ομόσπονδου μέλους και ομοσπονδιακής αρχής. Δεν μπορεί, δηλαδή, εν ονόματι της ανάγκης για πολιτική ενοποίηση, για «περισσότερη Ευρώπη», να οικοδομείται ένα συγκεντρωτικό, αυταρχικό τερατούργημα με εξοβελισμένους τους λαούς, με τα μέρη εξαφανισμένα, εξουθενωμένα μέσα στο αχανές, ισοπεδωμένο και ασφυκτικό όλον.

Πόση ή ποια Ευρώπη;

Στην Ελλάδα η παράδοση του ευρωπαϊσμού είχε πάντοτε στους κόλπους της ένα ρεύμα δήθεν εκσυγχρονιστικό, που καλλιεργούσε την ιδέα πως ό,τι έρχεται από δυσμάς και συμβάλλει –κατά οποιοδήποτε τρόπο– σε μια οποιαδήποτε ενοποίηση της Ευρώπης, είναι εξ ορισμού καλό, άρα αποδεκτό.
Στο ρεύμα αυτό, που για ένα διάστημα έτεινε να γίνει πλειοψηφικό και στο εσωτερικό της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, αντιπαρατέθηκε, με σχετική επιτυχία όπως δείχνουν οι εξελίξεις σήμερα, η τάση του αριστερού ευρωκομμουνιστικού ρεύματος αλλά και συγγενικά σ’ αυτό το πεδίο ιδεολογικά πολιτικά ρεύματα τεταρτοδιεθνιστικής προέλευσης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, σε μια κρίσιμη φάση για τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό πεδίο, η αριστερά –στην Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα– δεν βρίσκεται έρμαιη ούτε της εσώστρεφης και απομονωτικής ευρωφοβίας τύπου Περισσού, αλλά ούτε και μιας ευρωλαγνείας που επαναφέρει από την πίσω πόρτα το ιδεολόγημα της Ψωροκόσταινας και της τυφλής αποδοχής οποιουδήποτε σχεδίου εξυφαίνεται στις Βρυξέλλες και αλλαχού.
Αυτή η επικρατούσα σήμερα τάση στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς χρειάζεται να ενισχυθεί, να τεκμηριωθεί περισσότερο, να οπλιστεί με πειστικότερα επιχειρήματα, να εξειδικευτεί με γνώμονα τις τρέχουσες πολιτικές απαιτήσεις –και κυρίως να αναζητήσει συμμάχους και στηρίγματα στις πολιτικές δυνάμεις και στα κοινωνικά λαϊκά κινήματα της Ευρώπης.
Την οικοδόμηση Ευρώπης που οραματιζόμαστε δεν μπορούμε να την αναθέσουμε με αντιπαροχή σε κάποιους άλλους. Χρειαζόμαστε ένα διακριτό πολιτικό σχέδιο για το μέλλον της ηπείρου μας, για τη ζωή των εργαζομένων, των νέων, των γυναικών, των απόμαχων της δουλειάς μέσα σ’ αυτό το ευρωπαϊκό μέλλον. Σαφέστατα αντιθετικό, σ’ αυτό το σχέδιο για περισσότερη και χειρότερη, ελάχιστα και τυπικά δημοκρατική, εχθρική απέναντι στις κοινωνίες και τους λαούς της Ευρώπης που μας υπόσχονται.

Συγκεντρωτικός αυταρχισμός ή δημοκρατική αλληλεγγύη;

Στην καρδιά αυτού του σχεδίου δεν μπορεί παρά να βρίσκεται ο στόχος της δημοκρατικής συγκρότησης της ενοποιημένης Ευρώπης των λαών, στον αντίποδα των συγκεντρωτικών, αυταρχικών και ολιγαρχικών δομών που προωθούνται σήμερα, με κύριο χαρακτηριστικό το φόβο του πλήθους. Μιας Ευρώπης με παρόντες τους λαούς, με αναβαθμισμένους τους παλιούς και με νέους θεσμούς άμεσης δημοκρατικής παρέμβασης των πολιτών στη λήψη των λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών πολιτικών αποφάσεων.
Αν πιστέψουμε τις δηλώσεις του κ. Σόιμπλε στον «Σπίγκελ» (25/6), αυτό που σχεδιάζουν οι πιο συντηρητικοί κύκλοι της ΕΕ, είναι μια ασφυκτική δομή με κυρίαρχη την επιβολή της Κομισιόν, η οποία θα καθορίζει περισσότερο κι από σήμερα το περιεχόμενο της (δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής) πολιτικής των κρατών-μελών.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις αυτές, «χρειάζεται να μεταφερθούν περισσότερες εξουσίες στις Βρυξέλλες (…) Η Κομισιόν οφείλει να γίνει μια πραγματική κυβέρνηση, και γι’ αυτό πρέπει να εκλέγεται είτε από το ευρωκοινοβούλιο είτε να εκλέγεται άμεσα ο πρόεδρός της». Καμία αναφορά στη σχέση αυτής της «κυβέρνησης» με τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών , στα αμοιβαία όρια της εξουσίας τους. Η παρουσία των κρατών - μελών εξαντλείται στη δημιουργία ενός δεύτερου αντιπροσωπευτικού σώματος, τύπου γερουσίας, στο οποίο θα εκπροσωπούνται τα κράτη-μέλη.
Χαρακτηριστικό της αντίληψης αυτής είναι και το λεξιλόγιο που επιλέγει. Μιλούν για μεταφορά εξουσιών από την περιφέρεια στις Βρυξέλλες, όχι για την καθίδρυση μιας νέας, παράλληλης, δημοκρατικά νομιμοποιημένης ομοσπονδιακής εξουσίας, που δεν αφαιρεί εξουσίες από τα μέλη για να τις ιδιοποιηθεί, αλλά εγκαινιάζει νέα πεδία συντονισμού, εναρμόνισης, αλληλεγγύης, μεταβίβασης και αναδιανομής πόρων, κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης, που απαιτούν συμπληρωματικές δημοκρατικές εξουσίες και όχι υποκατάσταση αυταρχικών εξουσιών, από νέες, πιο αυταρχικές και συγκεντρωτικές.
Η συντηρητική αντίληψη επιδιώκει τη συγκέντρωση των εξουσιών στο κέντρο και τη μεγαλύτερη δυνατή απομάκρυνσή τους από τις πηγές της λαϊκής κυριαρχίας. Η δική μας αντίληψη απαιτεί την επαναπροσέγγιση σ’ αυτές τις πηγές, ώστε η αναβάπτιση των ομοσπονδιακών θεσμών στη λαϊκή κυριαρχία να δημιουργεί νέες δυνατότητες δημοκρατικής νομιμοποίησης για τις ομοσπονδιακές μορφές συντονισμού και σύγκλισης των κρατών μελών.
Η δική μας αντίληψη επιζητεί την παρουσία των λαών σε κάθε διαδικασία και επιδιώκει τη συμφωνία και την ενεργό συμμετοχή τους στην εφαρμογή του πολιτικού σχεδίου που προτείνει η ριζοσπαστική αριστερά. Χρειάζεται την ανάδειξή τους σε εγγυητές μιας ενοποιητικής διαδικασίας που η εγκυρότητά της απαιτεί όχι μόνο τη συμμετοχή των λαών, αλλά και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους με την εφαρμογή φιλολαϊκής πολιτικής. Κι εδώ βρίσκεται η τεράστια διαφορά μας με το δικό τους σχέδιο, που επιδιώκει να συνδυάσει μορφές δόμησης και οργάνωσης της ενοποιητικής διαδικασίας με το σταθερά επιδιωκόμενο πολιτικό αποτέλεσμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δηλαδή την πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή της εργασίας στο ασύδοτο κεφάλαιο, την πλήρη και ολοκληρωτική υπαγωγή των λαών στην υπηρεσία των πολιτικών εκπροσώπων των αγορών.

Χ. Γεωργούλας
ΠΗΓΗ www.epohi

Δεν υπάρχουν σχόλια: