Ας είμαστε ειλικρινείς: ο ελληνικός λαός στις 6 Μάη έκανε ένα ριζοσπαστικό εκλογικό βήμα απεμπλοκής από τη μνημονιακή στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού βυθίζοντας τα τρία κόμματα των κυβερνήσεων της περιόδου 2009- 2012. Και μετά από ένα μήνα φοβήθηκε και έκανε δύο βήματα πίσω: δημιούργησε τις εκλογικές συνθήκες για την παλινόρθωση της μνημονιακής πολιτικής.
Βεβαίως ευθύνονται οι ανεπάρκειες της αριστεράς, που ίσως τις πληρώσει ακριβότερα από όσο φαντάζεται αν δεν τις αναλύσει και αντιμετωπίσει επαρκώς. Φυσικά ευθυνόμαστε και όλοι όσοι σταθήκαμε από όποιο μετερίζι επιλέξαμε απέναντι στη μνημονιακή πολιτική,αναλόγως του δημοσίου ρόλου και βήματος κάθε ενός, λόγω των ανεπαρκειών μας. Σίγουρα υπήρχαν συνθήκες που να δικαιολογούν τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος: οι εντεινόμενες πιέσεις του ξένου παράγοντα, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα και διεθνώς, η καμπάνια τρομοκράτησης από τα ΜΜΕ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το αποτέλεσμα είναι γνωστό όπως και η δημοκρατική ευθύνη του λαού: φοβήθηκε και έδωσε τη δυνατότητα να υλοποιηθεί το σχέδιο μιας προδιαγεγραμμένης συγκυβέρνησης. Οπωσδήποτε, η ρητορική περί επαναδιαπραγμάτευσης απεδείχθη άλλο ένα ψέμα. Από την επαναδιαπραγμάτευση πήγαμε στην επαναδιαπραγμάτευση μετά την υλοποίηση. Θα πάμε δηλαδή να επαναδιαπραγματευθούμε όταν δε θα χρειάζεται να επαναδιαπραγματευθούμε καθότι είτε θα έχουμε υλοποιήσει τους στόχους των μνημονίων, με τις όποιες γνωστές συνέπειες, είτε- το πιθανότερο- θα έχουμε καταρρεύσει ως λαός και ως χώρα, οπότε τα μνημόνια θα είναι έτσι κι αλλιώς νεκρά.
Ωστόσο, δεν ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι για τη “φιλαλήθεια” Σαμαρά, Βενιζέλου και τις ακροβασίες Κουβέλη. Ο πρώτος και ο δεύτερος στις κρίσιμες φάσεις της κρίσης προσυπέγραψαν όλες τις επιλογές του εγχώριου και ξένου κατεστημένου. Έγιναν οι διαπρύσσιοι υπερασπιστές των συμφερόντων του. Ο δε τρίτος, πίσω από το προφίλ της κενής σοβαροφάνειας σαφώς υπονοούσε το στόχο συγκρότησης μιας δεξιάς, φυσικά συστημικής, σοσιαλδημοκρατίας.
Κυρίως όμως, όποιος δεν ήθελε απελπισμένα να βρει άλλοθι ψήφου μπορούσε να εντοπίσει την κρίσιμη παράμετρο που μετά βεβαιότητας οδηγούσε στην περαιτέρω εμπέδωση και επιτάχυνση της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής: την αποδοχή των στρατηγικών στόχων του μνημονίου.
Το κύριο ζήτημα με τα μνημόνια, σε αντίθεση με όσα πρεσβεύει το μπλοκ δυνάμεων του παρασιτισμού δεν είναι οι επιμέρους πτυχές τους αλλά οι στοχεύσεις τους. Η μνημονιακή πολιτική αποσκοπεί σε μια Ελλάδα φτωχότερη, με λιγότερα κοινωνικά και άρα δημοκρατικά δικαιώματα, ελάχιστο ή καθόλου δημόσιο πλούτο, εξαρτημένη από ξένες δυνάμεις και άρα χειραγωγούμενη ακόμα ευχερέστερα, υποδεικνυόμενη ως σκιάχτρο και φόβητρο για το που μπορεί να καταντήσει μια χώρα. Όσους ευφημισμούς και αν χρησιμοποιήσουν, αυτοί είναι οι πραγματικοί στόχοι της μνημονιακής στρατηγικής.
Ό,τι και αν αποπειραθεί να αλλάξει κανείς ως προς τις επιμέρους πολιτικές προσεγγίσεις, όσο τα μνημόνια παραμένουν ως τέτοια, δηλαδή απαράλλαχτα ως προς τις στρατηγικές τους στοχεύσεις, η πορεία θα είναι προδιαγεγραμμένη.
Υπ' αυτήν την έννοια θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες στον Υπουργό Οικονομικών:απερίφραστα θέτει ενώπιόν μας τις συνέπεις των επιλογών μας ως λαού. Και άλλα υφεσιακά μέτρα, ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου και κυρίως: η ελίτ των Αθηνών δια της συγκυβέρνησης κατατάσσει την Ελλάδα στους υποτακτικούς του γερμανικού κατεστημένου, αφήνοντάς την χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους. Αυτό ειδικά, η Ελλάδα θα το πληρώσει ακριβά στη φάση περαιτέρω όξυνσης της κρίσης που έρχεται.
Ως λαός φοβηθήκαμε λοιπόν. Και το πληρώνουμε. Τόσο απλά και τόσο φυσιολογικά. Με αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να οδηγηθούμε σε δύο κατηγορίες επιλογών. Η πρώτη οικοδομείται γύρω από τον άξονα της εθνικής αυτολύπησης, της απελπισίας και της τυφλής οργής. Οδηγεί στο αδιέξοδο. Η δεύτερη οικοδομείται γύρω από την ορθολογική ανάταση και την εξέγερση. Την ωρίμανση και την ανατροπή του παρόντος συσχετισμού δύναμης μέσα από επώδυνες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες. Προσφέρει τις τελευταίες δυνατότητες αντίδρασης πριν την επαπειλούμενη κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση δική μας θα είναι η επιλογή, δικές μας και οι ευθύνες.
Ποιος είπε άλλωστε ότι η δημοκρατία είναι εύκολη υπόθεση;
Βεβαίως ευθύνονται οι ανεπάρκειες της αριστεράς, που ίσως τις πληρώσει ακριβότερα από όσο φαντάζεται αν δεν τις αναλύσει και αντιμετωπίσει επαρκώς. Φυσικά ευθυνόμαστε και όλοι όσοι σταθήκαμε από όποιο μετερίζι επιλέξαμε απέναντι στη μνημονιακή πολιτική,αναλόγως του δημοσίου ρόλου και βήματος κάθε ενός, λόγω των ανεπαρκειών μας. Σίγουρα υπήρχαν συνθήκες που να δικαιολογούν τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος: οι εντεινόμενες πιέσεις του ξένου παράγοντα, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα και διεθνώς, η καμπάνια τρομοκράτησης από τα ΜΜΕ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το αποτέλεσμα είναι γνωστό όπως και η δημοκρατική ευθύνη του λαού: φοβήθηκε και έδωσε τη δυνατότητα να υλοποιηθεί το σχέδιο μιας προδιαγεγραμμένης συγκυβέρνησης. Οπωσδήποτε, η ρητορική περί επαναδιαπραγμάτευσης απεδείχθη άλλο ένα ψέμα. Από την επαναδιαπραγμάτευση πήγαμε στην επαναδιαπραγμάτευση μετά την υλοποίηση. Θα πάμε δηλαδή να επαναδιαπραγματευθούμε όταν δε θα χρειάζεται να επαναδιαπραγματευθούμε καθότι είτε θα έχουμε υλοποιήσει τους στόχους των μνημονίων, με τις όποιες γνωστές συνέπειες, είτε- το πιθανότερο- θα έχουμε καταρρεύσει ως λαός και ως χώρα, οπότε τα μνημόνια θα είναι έτσι κι αλλιώς νεκρά.
Ωστόσο, δεν ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι για τη “φιλαλήθεια” Σαμαρά, Βενιζέλου και τις ακροβασίες Κουβέλη. Ο πρώτος και ο δεύτερος στις κρίσιμες φάσεις της κρίσης προσυπέγραψαν όλες τις επιλογές του εγχώριου και ξένου κατεστημένου. Έγιναν οι διαπρύσσιοι υπερασπιστές των συμφερόντων του. Ο δε τρίτος, πίσω από το προφίλ της κενής σοβαροφάνειας σαφώς υπονοούσε το στόχο συγκρότησης μιας δεξιάς, φυσικά συστημικής, σοσιαλδημοκρατίας.
Κυρίως όμως, όποιος δεν ήθελε απελπισμένα να βρει άλλοθι ψήφου μπορούσε να εντοπίσει την κρίσιμη παράμετρο που μετά βεβαιότητας οδηγούσε στην περαιτέρω εμπέδωση και επιτάχυνση της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής: την αποδοχή των στρατηγικών στόχων του μνημονίου.
Το κύριο ζήτημα με τα μνημόνια, σε αντίθεση με όσα πρεσβεύει το μπλοκ δυνάμεων του παρασιτισμού δεν είναι οι επιμέρους πτυχές τους αλλά οι στοχεύσεις τους. Η μνημονιακή πολιτική αποσκοπεί σε μια Ελλάδα φτωχότερη, με λιγότερα κοινωνικά και άρα δημοκρατικά δικαιώματα, ελάχιστο ή καθόλου δημόσιο πλούτο, εξαρτημένη από ξένες δυνάμεις και άρα χειραγωγούμενη ακόμα ευχερέστερα, υποδεικνυόμενη ως σκιάχτρο και φόβητρο για το που μπορεί να καταντήσει μια χώρα. Όσους ευφημισμούς και αν χρησιμοποιήσουν, αυτοί είναι οι πραγματικοί στόχοι της μνημονιακής στρατηγικής.
Ό,τι και αν αποπειραθεί να αλλάξει κανείς ως προς τις επιμέρους πολιτικές προσεγγίσεις, όσο τα μνημόνια παραμένουν ως τέτοια, δηλαδή απαράλλαχτα ως προς τις στρατηγικές τους στοχεύσεις, η πορεία θα είναι προδιαγεγραμμένη.
Υπ' αυτήν την έννοια θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες στον Υπουργό Οικονομικών:απερίφραστα θέτει ενώπιόν μας τις συνέπεις των επιλογών μας ως λαού. Και άλλα υφεσιακά μέτρα, ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου και κυρίως: η ελίτ των Αθηνών δια της συγκυβέρνησης κατατάσσει την Ελλάδα στους υποτακτικούς του γερμανικού κατεστημένου, αφήνοντάς την χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους. Αυτό ειδικά, η Ελλάδα θα το πληρώσει ακριβά στη φάση περαιτέρω όξυνσης της κρίσης που έρχεται.
Ως λαός φοβηθήκαμε λοιπόν. Και το πληρώνουμε. Τόσο απλά και τόσο φυσιολογικά. Με αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να οδηγηθούμε σε δύο κατηγορίες επιλογών. Η πρώτη οικοδομείται γύρω από τον άξονα της εθνικής αυτολύπησης, της απελπισίας και της τυφλής οργής. Οδηγεί στο αδιέξοδο. Η δεύτερη οικοδομείται γύρω από την ορθολογική ανάταση και την εξέγερση. Την ωρίμανση και την ανατροπή του παρόντος συσχετισμού δύναμης μέσα από επώδυνες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες. Προσφέρει τις τελευταίες δυνατότητες αντίδρασης πριν την επαπειλούμενη κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση δική μας θα είναι η επιλογή, δικές μας και οι ευθύνες.
Ποιος είπε άλλωστε ότι η δημοκρατία είναι εύκολη υπόθεση;
harta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου