Ο λαός έχει διδαχθεί: δεν μπορεί ο λύκος να φυλάει τα πρόβατα και ας παριστάνει τον καλό.
Του Γρηγόρη Νόλλα
Η οικονομική κρίση μαζί με το δημοσιονομικό αδιέξοδο που την συνοδεύει αποτέλεσε ευκαιρία για πολλούς θιασώτες του «αποτυχημένου εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην Ελλάδα να επανέλθουν με έναν συγκεκριμένο τύπο επιχειρηματολογίας που αφενός ενοχοποιεί σύσσωμο τον ελληνικό λαό για έναν δήθεν «ραγιαδισμό της ευμάρειας» και αφετέρου το κράτος και τις συντεχνίες που αυτό εξέθρεψε εξαιρώντας φυσικά την περίοδο 1996-2004 που ήταν η πολιτική περίοδο που οι ίδιοι στήριξαν.
Το επιχείρημα που αρθρώνει αυτή η συγκεκριμένη σχολή σκέψης εκφράστηκε πρόσφατα από τρεις Υπουργούς με κοινή επιστολή τους δήθεν για να μας προειδοποιήσουν για τα δεινά που επίκεινται αν δεν ακολουθήσουμε την δική τους « mainstream» αντίληψη.
Στην συνέχεια το επιχείρημα βρήκε απόηχο στον κυβερνητικό εκπρόσωπο ο οποίος με άρθρο του κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση. Το επιχείρημα αυτό όμως βρήκε συνέχεια –ενδεχομένως κατ εντολή, ενδεχομένως στα πλαίσια της εθελοδουλίας- και στο τοπικό επίπεδο με άρθρο συγκεκριμένου συντοπίτη μας παράγοντα πού ηχεί στον εξίσου ευτράπελο, όσο και υπερφίαλο τίτλο «οι ραγιάδες της ευμάρειας».
Οι ραγιάδες είναι οι Έλληνες, δηλαδή οι άλλοι με τους οποίους προφανώς λόγω «ανωτερότητας» δεν ταυτίζεται ο συγγραφέας, ο οποίος σε αντίθεση με αυτούς έχει απόλυτη συνείδηση των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων του ως των δύο πλευρών του ίδιου νομίσματος.
Ο συγγραφέας συγκινημένος με τις τραγικές στιγμές που περνάει την χώρα τάσσει τον εαυτό του στις μάχιμες “υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας” οι οποίες διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους και σχηματίζουν ουρές χιλιομέτρων στις εφορίες για να πληρώσουν τα χαράτσια του πολυνομοσχεδίου.
Τις υγιείς αυτές δυνάμεις συνάντησε και πριν δύο χρόνια ο πρωθυπουργός εν είδει του γέροντα που του χάριζε την σύνταξη του για να σωθεί η χώρα. Η σύνταξη αυτή όμως δεν έφτασε.
Ο παραδοσιακός φοβικός και συντηρητικός μεσαίος χώρος στον οποίο ανέκαθεν απευθύνονται οι εκσυγχρονιστές έχει τώρα μετονομαστεί σε “υγιείς δυνάμεις” οι οποίες αντιμάχονται με τις νοσηρές δυνάμεις του σκότους και των συντεχνιών που οδηγούν στην χρεοκοπία την χώρα. Τι μύθος; Τι χλευασμός απέναντι στον ελληνικό λαό; .
Η νέα διαίρεση μεταξύ υγιών και νοσηρών δυνάμεων που επιχειρούν όψιμα οι εκσυγχρονιστές έχει μια διττή λειτουργία. Από την μία πλευρά αποσκοπεί να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ απαλλάσσοντας τους από την ιστορική μνήμη του δικού τους νοσηρού παρελθόντος και από την άλλη πλευρά να τους επενδύσει με το προσόν της νέας πρωτοπορίας η οποία θα βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο.
Τι μάταια προσπάθεια;
Ο λαός δεν ξεχνά ούτε τι σημαίνει δεξιά , ούτε τι σημαίνει εκσυγχρονισμός.
Η πολιτική είναι μνήμη όχι λήθη.
Το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» που επιστρατεύουν οι εκσυγχρονιστές ως νέα διαχωριστική γραμμή της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να δουλέψει ούτε καν λογικά, διότι θα σήμαινε εάν ήταν σωστό, ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα έπρεπε να εξοστρακιστεί από την χώρα η να ενταχθεί σε σεμινάρια μαζικής μετάλλαξης.
Το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» στο σύνολο του όπως και οι τοπικές εκφάνσεις του μπορεί με άνεση να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως επιπόλαιο.
Επιπόλαιο γιατί αυτοί που το εκφέρουν και ενοχοποιούν τώρα τον λαό και το κράτος ως θεσμικό εργαλείο ρύθμισης της άναρχης αγοράς και ως εργαλείο εξομάλυνσης της κοινωνικής ανισότητας, βρίσκονται στην επιφάνεια των δημοσίων πραγμάτων εδώ και δεκαετίες , μερικοί από αυτούς σε υψηλές θέσεις ευθύνης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Το ζήτημα επομένως που τίθεται είναι ότι εάν ισχύει το επιχείρημα τους ότι οι Έλληνες έμαθαν να ζουν στον ανεύθυνο συντεχνιασμό και στις πελατειακές σχέσεις γνωρίζοντας μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, τότε οι ίδιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες με ελάχιστες ενδεχομένως παρεκτροπές.
Από την άλλη πλευρά η προσπάθεια τους να ενοχοποιήσουν το κράτος το οποίο σε μια συγκεκριμένη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας (1981-88) και ενδεχομένως της μοναδικής που λειτούργησε αναδιανεμητικά και ρυθμιστικά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα σοβαρές κοινωνικές και αναπτυξιακές λειτουργίες, είναι άστοχο διότι μετά την περίοδο αυτή το κράτος με δική τους πρωτοβουλία κατά την δική τους περίοδο κυριαρχίας, την περίοδο δηλαδή των εκσυγχρονιστών υποτίθεται ότι περιορίστηκε και εξυγιάνθηκε.
Πως δημιουργήθηκε ένα δημόσιο χρέος της τάξεως των 360 δις. Ευρώ; Ακόμα και να τα χρεώσουμε όλα στον Ανδρέα Παπανδρέου όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δεν ευσταθεί .
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ήταν 30% το 1980 και 50% το 1990. Επίσης, το χρέος της χώρας ανέβηκε από 40% του Α.Ε.Π. το 1980 σε 80% του ΑΕΠ το 1990 . Σήμερα το χρέος ξεπέρασε το 158 % του ΑΕΠ.
Μην ξεχνάμε όμως ότι επί κυβερνήσεων Παπανδρέου το κράτος δανείζονταν για να δοθούν αυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, επιδοτήσεις σε αγρότες και νέους επιχειρηματίες κλπ., για να κτιστούν υποδομές υγείας , παιδείας, πρόνοιας. Το υπόλειμμα κοινωνικού κράτους που διαθέτουμε σήμερα από εκείνη την περίοδο προέρχεται.
Τι έχει προστεθεί σε αυτό μετά το 1995;
Τώρα όμως που τα πράγματα από μόνα ξεσκέπασαν πόσο σαθρή ήταν η περίοδο της εκσυγχρονιστικής κυριαρχίας, ενοχοποιείται εκ νέου το κράτος από τις ίδιες κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που διαχρονικά το χρησιμοποίησαν, καθιστώντας το μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης.
Τασσόμενοι με τους ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι είναι διαχρονικά άφαντοι στις επενδύσεις, αλλά λίαν ενεργητικοί στην ανάληψη δημόσιων έργων, οι νέες δυνάμεις του εκσυγχρονισμού ενοχοποιούν το κόστος εργασίας, την γραφειοκρατία και τα κλειστά επαγγέλματα κοκ.
Το περίεργο όμως είναι ότι όσοι στήριξαν κάποτε την ισχυρή Ελλάδα του 2000, δεν μας απάντησαν ποτέ πως ήταν δυνατόν να περάσουμε ξαφνικά στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, ακολουθώντας μια διαδρομή μέσω του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, των μιζαδόρων, των Ολυμπιακών Αγώνων, των γενναίων κρατικών επιχορηγήσεων και των αδιαφανών δανείων για την συντήρηση του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως ήταν δυνατόν από την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του κράτους να περάσουμε στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, μέσω των Τραπεζικών καταναλωτικών δανείων και των άφθονων πιστωτικών καρτών, που το τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα προσέφερε ακρίτως και μάλιστα με αφόρητη πίεση, προς κάθε πολίτη-καταναλωτή, επενδύοντας στην ανάγκη, προβάλλοντας ένα ψευδεπίγραφο πρότυπο ενός σύγχρονου τρόπου ζωής.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως δημιουργήθηκε ένα ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα των αγορών που με μεγάλη ευκολία είναι σε θέση να υπαγορεύει και να χειραγωγεί τις κοινωνίες, μέσα από τα μέσα (ΜΜΕ) που τα ίδιο κατέχει, δηλητηριάζοντας για πολλά χρόνια την Ελληνική κοινωνία και τελικά την Ελληνική οικονομία.
Οι πολιτικοί άρχοντες της περιόδου 1999-2009 επένδυσαν στον άκρατο καταναλωτισμό και με δόλωμα το καλό αυτοκίνητο, τις ευτυχισμένες οικογενειακές γιορτές, τις ευρωπαϊκού τύπου διακοπές, επέτρεψαν να, καταχρεωθούν οι πολίτες με τοκογλυφικούς όρους, επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία με κάθε είδους καταναλωτική πρόκληση και τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα, ασκώντας κριτική στην διακυβέρνηση μόνο των τελευταίων 18 μηνών. Λες και η προηγούμενη ιστορία διαγράφηκε.
Όσοι στήριξαν την συγκεκριμένη περίοδο πολιτικής κυριαρχίας, ούτε καν έχουν ζητήσει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό. Τώρα όμως επανεμφανίζονται ένας ένας με νέο μανδύα. Ο λαός όμως έχει διδαχθεί: δεν μπορεί ο λύκος να φυλάει τα πρόβατα και ας παριστάνει τον καλό.
*Ο Γρηγόρης Νόλλας είναι Τραπεζικός υπάλληλος
Του Γρηγόρη Νόλλα
Η οικονομική κρίση μαζί με το δημοσιονομικό αδιέξοδο που την συνοδεύει αποτέλεσε ευκαιρία για πολλούς θιασώτες του «αποτυχημένου εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην Ελλάδα να επανέλθουν με έναν συγκεκριμένο τύπο επιχειρηματολογίας που αφενός ενοχοποιεί σύσσωμο τον ελληνικό λαό για έναν δήθεν «ραγιαδισμό της ευμάρειας» και αφετέρου το κράτος και τις συντεχνίες που αυτό εξέθρεψε εξαιρώντας φυσικά την περίοδο 1996-2004 που ήταν η πολιτική περίοδο που οι ίδιοι στήριξαν.
Το επιχείρημα που αρθρώνει αυτή η συγκεκριμένη σχολή σκέψης εκφράστηκε πρόσφατα από τρεις Υπουργούς με κοινή επιστολή τους δήθεν για να μας προειδοποιήσουν για τα δεινά που επίκεινται αν δεν ακολουθήσουμε την δική τους « mainstream» αντίληψη.
Στην συνέχεια το επιχείρημα βρήκε απόηχο στον κυβερνητικό εκπρόσωπο ο οποίος με άρθρο του κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση. Το επιχείρημα αυτό όμως βρήκε συνέχεια –ενδεχομένως κατ εντολή, ενδεχομένως στα πλαίσια της εθελοδουλίας- και στο τοπικό επίπεδο με άρθρο συγκεκριμένου συντοπίτη μας παράγοντα πού ηχεί στον εξίσου ευτράπελο, όσο και υπερφίαλο τίτλο «οι ραγιάδες της ευμάρειας».
Οι ραγιάδες είναι οι Έλληνες, δηλαδή οι άλλοι με τους οποίους προφανώς λόγω «ανωτερότητας» δεν ταυτίζεται ο συγγραφέας, ο οποίος σε αντίθεση με αυτούς έχει απόλυτη συνείδηση των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων του ως των δύο πλευρών του ίδιου νομίσματος.
Ο συγγραφέας συγκινημένος με τις τραγικές στιγμές που περνάει την χώρα τάσσει τον εαυτό του στις μάχιμες “υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας” οι οποίες διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους και σχηματίζουν ουρές χιλιομέτρων στις εφορίες για να πληρώσουν τα χαράτσια του πολυνομοσχεδίου.
Τις υγιείς αυτές δυνάμεις συνάντησε και πριν δύο χρόνια ο πρωθυπουργός εν είδει του γέροντα που του χάριζε την σύνταξη του για να σωθεί η χώρα. Η σύνταξη αυτή όμως δεν έφτασε.
Ο παραδοσιακός φοβικός και συντηρητικός μεσαίος χώρος στον οποίο ανέκαθεν απευθύνονται οι εκσυγχρονιστές έχει τώρα μετονομαστεί σε “υγιείς δυνάμεις” οι οποίες αντιμάχονται με τις νοσηρές δυνάμεις του σκότους και των συντεχνιών που οδηγούν στην χρεοκοπία την χώρα. Τι μύθος; Τι χλευασμός απέναντι στον ελληνικό λαό; .
Η νέα διαίρεση μεταξύ υγιών και νοσηρών δυνάμεων που επιχειρούν όψιμα οι εκσυγχρονιστές έχει μια διττή λειτουργία. Από την μία πλευρά αποσκοπεί να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ απαλλάσσοντας τους από την ιστορική μνήμη του δικού τους νοσηρού παρελθόντος και από την άλλη πλευρά να τους επενδύσει με το προσόν της νέας πρωτοπορίας η οποία θα βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο.
Τι μάταια προσπάθεια;
Ο λαός δεν ξεχνά ούτε τι σημαίνει δεξιά , ούτε τι σημαίνει εκσυγχρονισμός.
Η πολιτική είναι μνήμη όχι λήθη.
Το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» που επιστρατεύουν οι εκσυγχρονιστές ως νέα διαχωριστική γραμμή της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να δουλέψει ούτε καν λογικά, διότι θα σήμαινε εάν ήταν σωστό, ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα έπρεπε να εξοστρακιστεί από την χώρα η να ενταχθεί σε σεμινάρια μαζικής μετάλλαξης.
Το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» στο σύνολο του όπως και οι τοπικές εκφάνσεις του μπορεί με άνεση να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως επιπόλαιο.
Επιπόλαιο γιατί αυτοί που το εκφέρουν και ενοχοποιούν τώρα τον λαό και το κράτος ως θεσμικό εργαλείο ρύθμισης της άναρχης αγοράς και ως εργαλείο εξομάλυνσης της κοινωνικής ανισότητας, βρίσκονται στην επιφάνεια των δημοσίων πραγμάτων εδώ και δεκαετίες , μερικοί από αυτούς σε υψηλές θέσεις ευθύνης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Το ζήτημα επομένως που τίθεται είναι ότι εάν ισχύει το επιχείρημα τους ότι οι Έλληνες έμαθαν να ζουν στον ανεύθυνο συντεχνιασμό και στις πελατειακές σχέσεις γνωρίζοντας μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, τότε οι ίδιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες με ελάχιστες ενδεχομένως παρεκτροπές.
Από την άλλη πλευρά η προσπάθεια τους να ενοχοποιήσουν το κράτος το οποίο σε μια συγκεκριμένη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας (1981-88) και ενδεχομένως της μοναδικής που λειτούργησε αναδιανεμητικά και ρυθμιστικά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα σοβαρές κοινωνικές και αναπτυξιακές λειτουργίες, είναι άστοχο διότι μετά την περίοδο αυτή το κράτος με δική τους πρωτοβουλία κατά την δική τους περίοδο κυριαρχίας, την περίοδο δηλαδή των εκσυγχρονιστών υποτίθεται ότι περιορίστηκε και εξυγιάνθηκε.
Πως δημιουργήθηκε ένα δημόσιο χρέος της τάξεως των 360 δις. Ευρώ; Ακόμα και να τα χρεώσουμε όλα στον Ανδρέα Παπανδρέου όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δεν ευσταθεί .
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ήταν 30% το 1980 και 50% το 1990. Επίσης, το χρέος της χώρας ανέβηκε από 40% του Α.Ε.Π. το 1980 σε 80% του ΑΕΠ το 1990 . Σήμερα το χρέος ξεπέρασε το 158 % του ΑΕΠ.
Μην ξεχνάμε όμως ότι επί κυβερνήσεων Παπανδρέου το κράτος δανείζονταν για να δοθούν αυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, επιδοτήσεις σε αγρότες και νέους επιχειρηματίες κλπ., για να κτιστούν υποδομές υγείας , παιδείας, πρόνοιας. Το υπόλειμμα κοινωνικού κράτους που διαθέτουμε σήμερα από εκείνη την περίοδο προέρχεται.
Τι έχει προστεθεί σε αυτό μετά το 1995;
Τώρα όμως που τα πράγματα από μόνα ξεσκέπασαν πόσο σαθρή ήταν η περίοδο της εκσυγχρονιστικής κυριαρχίας, ενοχοποιείται εκ νέου το κράτος από τις ίδιες κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που διαχρονικά το χρησιμοποίησαν, καθιστώντας το μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης.
Τασσόμενοι με τους ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι είναι διαχρονικά άφαντοι στις επενδύσεις, αλλά λίαν ενεργητικοί στην ανάληψη δημόσιων έργων, οι νέες δυνάμεις του εκσυγχρονισμού ενοχοποιούν το κόστος εργασίας, την γραφειοκρατία και τα κλειστά επαγγέλματα κοκ.
Το περίεργο όμως είναι ότι όσοι στήριξαν κάποτε την ισχυρή Ελλάδα του 2000, δεν μας απάντησαν ποτέ πως ήταν δυνατόν να περάσουμε ξαφνικά στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, ακολουθώντας μια διαδρομή μέσω του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, των μιζαδόρων, των Ολυμπιακών Αγώνων, των γενναίων κρατικών επιχορηγήσεων και των αδιαφανών δανείων για την συντήρηση του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως ήταν δυνατόν από την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του κράτους να περάσουμε στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, μέσω των Τραπεζικών καταναλωτικών δανείων και των άφθονων πιστωτικών καρτών, που το τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα προσέφερε ακρίτως και μάλιστα με αφόρητη πίεση, προς κάθε πολίτη-καταναλωτή, επενδύοντας στην ανάγκη, προβάλλοντας ένα ψευδεπίγραφο πρότυπο ενός σύγχρονου τρόπου ζωής.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως δημιουργήθηκε ένα ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα των αγορών που με μεγάλη ευκολία είναι σε θέση να υπαγορεύει και να χειραγωγεί τις κοινωνίες, μέσα από τα μέσα (ΜΜΕ) που τα ίδιο κατέχει, δηλητηριάζοντας για πολλά χρόνια την Ελληνική κοινωνία και τελικά την Ελληνική οικονομία.
Οι πολιτικοί άρχοντες της περιόδου 1999-2009 επένδυσαν στον άκρατο καταναλωτισμό και με δόλωμα το καλό αυτοκίνητο, τις ευτυχισμένες οικογενειακές γιορτές, τις ευρωπαϊκού τύπου διακοπές, επέτρεψαν να, καταχρεωθούν οι πολίτες με τοκογλυφικούς όρους, επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία με κάθε είδους καταναλωτική πρόκληση και τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα, ασκώντας κριτική στην διακυβέρνηση μόνο των τελευταίων 18 μηνών. Λες και η προηγούμενη ιστορία διαγράφηκε.
Όσοι στήριξαν την συγκεκριμένη περίοδο πολιτικής κυριαρχίας, ούτε καν έχουν ζητήσει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό. Τώρα όμως επανεμφανίζονται ένας ένας με νέο μανδύα. Ο λαός όμως έχει διδαχθεί: δεν μπορεί ο λύκος να φυλάει τα πρόβατα και ας παριστάνει τον καλό.
*Ο Γρηγόρης Νόλλας είναι Τραπεζικός υπάλληλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου