Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 1o τεύχος του Αμερικανικού περιοδικού Monthly Review, το 1949
[…] Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όμως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού. Βλέπουμε μια τεράστια μάζα παραγωγών που πασχίζουν ακατάπαυστα να αφαιρέσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά σύμφωνα με τους “νόμιμα” καθιερωμένους κανόνες. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό ότι τα μέσα παραγωγής, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, απαραίτητα για την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθώς και οι ολοένα νέες επενδύσεις μπορούν να είναι νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων.
Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. O ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν.
Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.
Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια “δημοκρατική” κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. O εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσοδοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες.
Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές καταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.
Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλισμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.
Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δηλαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρoσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώπους.
Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλισμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπoδούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπόψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η μετατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντίβαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώνα.
[…] Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όμως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού. Βλέπουμε μια τεράστια μάζα παραγωγών που πασχίζουν ακατάπαυστα να αφαιρέσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά σύμφωνα με τους “νόμιμα” καθιερωμένους κανόνες. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό ότι τα μέσα παραγωγής, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, απαραίτητα για την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθώς και οι ολοένα νέες επενδύσεις μπορούν να είναι νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων.
Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. O ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν.
Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.
Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια “δημοκρατική” κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. O εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσοδοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες.
Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές καταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.
Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλισμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.
Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δηλαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρoσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώπους.
Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλισμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπoδούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπόψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η μετατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντίβαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου