Της Βάλιας Μπαζού
Να με συγχωρήσετε αλλά αρνούμαι να ακούσω άλλο τις -όψιμες- απόψεις της Μιλένας Αποστολάκη και της Εύας Καϊλή.
Επίσης μου προκαλεί θλίψη και πλήξη το «αλάθητο» εκείνων που έχουν μάθει να διάγουν τον πολιτικό τους βίο με κωλοτούμπες και εκείνων των ιδιοτελών wannabe πολιτικών που αρέσκονται μόνον στις πολιτικές πιρουέτες.
Έχω, επίσης, βαρεθεί την αποθέωση του μέσου όρου και την επίκληση της γνωστής- άγνωστης κοινής γνώμης.
Έχω επίσης βαρεθεί την τακτική της fast ανάλυσης μετά την καταβρόχθιση junk food απόψεων.
Και κυρίως μου προκαλεί τρόμο η συλλογική - αντανακλαστική σφαλιάρα που πέφτει σε όποιον τολμήσει να εκφράσει ή καλύτερα έστω να ψελλίσει μια διαφορετική γνώμη.
Με αυτές τις σκέψεις σας παραθέτω το άρθρο του Ρόμπερτ Ράιχ, καθηγητή Δηµόσιας Πολιτικής στο Μπέρκλεϊ και πρώην υπουργού Εργασίας της κυβέρνησης Κλίντον, που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του την 1η Νοεμβρίου. Άρθρο με τίτλο: «Ποιούς εμπιστευόμαστε περισσότερο: τη δημοκρατία ή τις αγορές;»
Πριν βιαστείτε να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε, πριν βιαστείτε να τον χαρακτηρίσετε «αμερικανάκι», πριν αρχίσετε τα πικρόχολα για την κυβερνητική του θητεία στο πλευρό του Κλίντον, πριν θεωρήσετε ότι οι αμερικάνοι θέλουν να καταστρέψουν την Ευρώπη και το ευρώ και πριν πείτε ότι είναι φίλος του «Γιωργάκη» και τον στηρίζει, απλώς διαβάστε το, απλώς θεωρήστε το ως ένα ανάγνωσμα – τροφή για σκέψη.
Ο Ρόμπερτ Ράιχ, δεν είναι άγνωστος στην Ελλάδα αφού έχει τοποθετηθεί πολλές φορές για την κρίση και τους τρόπους διεξόδου. Η τελευταία του συνέντευξή ήταν στο «ΒΗΜΑ» στις 23 Οκτωβρίου 2011, όπου μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι η Ευρώπη πρέπει να αποφύγει την «παγίδα θανάτου» της λιτότητας και υπογράμμιζε «όταν µια οικονομία έχει σταματήσει να αναπτύσσεται και όταν η ανεργία είναι υψηλή, η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει τη φορολογία στα χαμηλά και στα μεσαία εισοδήματα και να δαπανήσει περισσότερα χρήματα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, προκειμένου να επιτύχει µια επανεκκίνηση της μηχανής της οικονομικής ανάπτυξης».
Καλή ανάγνωση.
«Ποιούς εμπιστευόμαστε περισσότερο: τη δημοκρατία ή τις αγορές;»
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου αποφάσισε υπέρ της δημοκρατίας, χθες, όταν ανακοίνωσε ένα εθνικό δημοψήφισμα για τις δρακόντειες περικοπές που απαιτούν Ευρώπη και ΔΝΤ από την Ελλάδα με αντάλλαγμα τη διάσωσή της.
(Ή, ακριβέστερα, τις περικοπές που απαιτούν Ευρώπη και ΔΝΤ, για τη διάσωση των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών που έχουν δανείσει πολλά χρήματα στην Ελλάδα και κινδυνεύουν να χάσουν μεγάλο μέρος τους αν η Ελλάδα αθέτηση τις υποχρεώσεις σχετικά με τα εν λόγω δάνεια - για να μην αναφέρουμε τις τράπεζες της Wall Street που επίσης θα υποφέρουν εξαιτίας της σύνδεσής τους με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.)
Αν οι Έλληνες αποδεχθούν τους όρους διάσωσης, η ανεργία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο , οι δημόσιες υπηρεσίες θα μειωθούν περισσότερο από ότι έχει, ήδη, γίνει, η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί και το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων Ελλήνων θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Αν οι Έλληνες απορρίψουν τους όρους, θα αντιμετωπίσουν πολύ υψηλότερο κόστος δανεισμού στο μέλλον. Αυτό μπορεί, επίσης, να μειώσει το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων Ελλήνων. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Χωρίς τα μέτρα λιτότητας που η υπόλοιπη Ευρώπη και το ΔΝΤ, επιβάλλουν, η ελληνική οικονομία έχει καλύτερη πιθανότητα να αναπτυχθεί και περισσότεροι Έλληνες είναι πιθανό να βρουν θέσεις εργασίας.
Δεν θα έπρεπε οι Έλληνες να είναι σε θέση να λάβουν την απόφαση αυτή για τον εαυτό τους;
Φυσικά, εάν η Ελλάδα δηλώσει αδυναμία εξόφλησης των δανείων της, οι διεθνείς επενδυτές (φοβούμενοι ότι μια χρεοκοπία της Ελλάδας θέτει ένα επικίνδυνο προηγούμενο) μπορεί να αποσύρουν τα χρήματά τους από την Ιταλία. Αυτό σχεδόν σίγουρα θα «κάψει» αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και θα δημιουργήσει πανικό στη Wall Street. Γι'αυτό ο Tim Geithner πιέζει την Ευρώπη να διασώσει την Ελλάδα.
Βρισκόμασταν στο σημείο αυτό κι εμείς, το θυμάστε; Εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα τέλη του 2008 και αρχές του 2009. Η Wall Street είχε δώσει πολλά επισφαλή δάνεια, και το ερώτημα που αντιμετωπίσαμε τότε ήταν αν έπρεπε να ληφθούν μέτρα για τη διάσωσή της.
Η διαφορά είναι, ότι εμείς δεν κάναμε δημοψήφισμα. Αντ΄αυτού, η κυβέρνηση Μπους είπε στο Κογκρέσο ότι το έθνος κινδύνευε με «οικονομικό Αρμαγεδδώνα» αν δεν ενέκρινε αμέσως ένα γιγαντιαίο σχέδιο διάσωσης της Wall Street. Φυσικά, το Κογκρέσο συμφώνησε βιαστικά. Ο Χανκ Πόλσον, ο Μπεν Μπερνάνκι, και ο Tim Geithner (ως επικεφαλής της New York Fed), μοίρασαν το χρήμα.
Έτσι, αντί να αφήσουμε τη Wall Street να ζήσει με τις συνέπειες της αμέλειάς της, τη διασώσαμε αφήνοντας όλους τους άλλους «κεντρικούς δρόμους» της Αμερικής να υποστούν τις συνέπειες.
Αν οι Αμερικανοί είχαν κάνει διαβουλεύσεις σχετικά με τη διάσωση των τραπεζών, αμφιβάλλω αν η διάσωση θα είχε συμβεί με τον τρόπο που έγινε. Το λιγότερο που θα είχε γίνει θα ήταν να μπουν, τουλάχιστον, αυστηροί κανόνες στις τράπεζες σε αντάλλαγμα για τα χρήματα που έλαβαν.
Οι τράπεζες θα έπρεπε να είχαν υποστεί τις απώλειες από τις ληστρικές υποθήκες που ως αρπακτικά πουλούσαν και θα βοηθήσουν τους ιδιοκτήτες των σπιτιών με τη μείωση των στεγαστικών δανείων τους.
Θα υποχρεώνονταν να βελτιώσουν την κεφαλαιοποίηση των μικρών τραπεζών σε ολόκληρη τη χώρα.
Θα είχαν υποχρεωθεί να δεχθούν αυστηρούς νέους κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του νόμου Glass-Steagall. (σ.σ Ο νόμος Glass-Steagall της δεκαετίας του 1930, διαχώριζε τον παραδοσιακό από τον επενδυτικό τραπεζικό τομέα και συνέβαλε στην σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας και των χρηματιστηρίων. Καταργήθηκε το 1999 από τον Κλίντον, μετά από πιέσεις της Wall Street, με αποτέλεσμα να αρθούν οι περιορισμοί που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και να απελευθερωθεί πλήρως το τραπεζικό σύστημα).
Αλλά οι Αμερικανοί δεν αντιμετώπισαν την κρίση με διαβούλευση. Ήταν ένα «έγκλημα» εκ των έσω.
Ως αποτέλεσμα, η Wall Street έχει ευημερήσει, όχι, όμως, όλο το υπόλοιπο έθνος. Ένας στους τέσσερις ιδιοκτήτες σπιτιού έχει φτάσει στον πάτο, χρωστώντας πολύ περισσότερα από την ίδια την αξία των σπιτιών τους.
Με την οικονομία μας να βρίσκεται στο χειρότερο σημείο από τη Μεγάλη Ύφεση, βρισκόμαστε στα πρόθυρα της δημοσιονομικής λιτότητας. Είτε με την πρόταση για περικοπή 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από τον προϋπολογισμό είτε με το 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια που περικόπτονται σε όλους τους τομείς. Εν τω μεταξύ, οι Πολιτείες και οι πόλεις περικόπτουν συνεχώς τις δημόσιες υπηρεσίες τα τελευταία τρία χρόνια.
Άρα το ερώτημα είναι… διακυβέρνηση με τους κανόνες της δημοκρατίας ή με τους κανόνες των χρηματοπιστωτικών αγορών; Με βάση το τι έχει συμβεί στην Αμερική, επιλέγω το πρώτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου