Από τον «βιασμό της Πρωσίας» μέχρι τον «Επίτροπο δημοσιονομικών»
Του Μάκη Ανδρονόπουλου
«Η ικανότητα προσαρμογής της Σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο σημείο όπου αρχίζει η αυτοαναίρεσή της»
Λέον Τρότσκι, 1931.
«…σαν τους χαρούμενους κληρονόμους που βιάζονται να έλθει ο φυσικός θάνατος και μάλιστα θα ήθελαν να τον επιταχύνουν με δηλητήριο;»
Φριτζ Τάρνοβ, 1931. Δύο λόγοι με ώθησαν να γράψω αυτά που ακολουθούν: οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις της VPRC και της ALCO και τα ερεθίσματα που πήρα διαβάζοντας το εξαιρετικό άρθρο του Λέανδρου Μπόλαρη για το βιβλίο του Χάινριχ Βίνκλερ «Βαϊμάρη – Η Ανάπηρη Δημοκρατία 1918-1933» (εκδ. ΠΟΛΙΣ) που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από κάτω», Νο90.
Σύμφωνα με την VPRC, η ΝΔ έρχεται πρώτη με ποσοστό 30,5%, δεύτερο κόμμα αναδεικνύεται η Δημοκρατική Αριστερά με 13%, ενώ τις επόμενες δύο θέσεις μοιράζονται το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ίδιο ποσοστό, 12,5% και ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ που καταγράφεται πέμπτο κόμμα με 12%.
Ο ΛΑΟΣ βλέπει τα ποσοστά του να συρρικνώνονται στο 6%, περνούν το όριο του 3% οι Οικολόγοι Πράσινοι, ενώ παλεύουν για την είσοδό τους στη Βουλή, η Δημοκρατική Συμμαχία, το Άρμα Πολιτών και η Χρυσή Αυγή. Σταθερή εμφάνιση έχουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με 1% και το Κόμμα Κυνηγών με 0,7%.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της ALCO, η ΝΔ προηγείται με 21,7% και ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ με 11,1%, η Δημοκρατική Αριστερά με 8%, ενώ ακολουθούν ΚΚΕ με 7,7%, ΣΥΡΙΖΑ με 6,1%, ΛΑΟΣ με 5%, Οικολόγοι Πράσινοι με 2,1 % και Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη με 1,9%.Νικητές «ανακηρύσσονται» τα λευκά και οι αναποφάσιστοι που αγγίζουν το 35%!
Οι δύο δημοσκοπήσεις προσκομίζουν αντιφατικά στοιχεία και αυτό το σταθμίζει ο καθένας όπως θέλει. Να παρατηρήσουμε πάντως, ότι στην πρώτη περίπτωση τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου συγκεντρώνουν αθροιστικά 48,5%, δηλαδή μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν μαζί και ίσως χωρίς τον ΛΑΟΣ (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ 42,5%), δηλαδή στη VPRC, ο περιβόητος δικομματισμός επιβιώνει. Στη δεύτερη περίπτωση τα ποσοστά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ μαζί (37.8%) δεν επαρκούν για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στην πρώτη περίπτωση ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ συγκεντρώνουν 41%, ενώ στη δεύτερη 23,9%.
Αν σταθούμε στην αντιφατικότητα των δύο δημοσκοπήσεων, αντιλαμβανόμαστε την ρευστότητα των πραγμάτων, αλλά και τα «σενάρια» αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, την επιστροφή της ΝΔ ως πρώτο κόμμα στο πολιτικό προσκήνιο, γεγονός που σημαίνει ότι η μεγάλη ήττα της το 2009 δεν κατέστη στρατηγική (ΣΣ: και αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα προς συζήτηση) και δεύτερον, την πτώση του ΠΑΣΟΚ σε επίπεδα πιο χαμηλά από αυτά που πήρε στην πρώτη εκλογική του αναμέτρηση μετά την ίδρυσή του.
Το ΠΑΣΟΚ από το 43,92% που κατέγραψε τον Οκτώβριο του 2009 στις εκλογές χάνει ένα 32% περίπου. Η αριστερά-Οικολόγοι με 14,67% το 2009, κερδίζουν 26,33% στη VPRC ενώ στην ALCO μόλις 9,23%. Πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους που δεν καλύπτουν το 32% που εμφανίζεται να χάνει το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά δεν πηγαίνει στη ΝΔ που υπολείπεται πολύ ή λίγο από το ποσοστό το 2009 (33,8%). Αυτά σημαίνουν ότι ένα 10% της δεξιάς και ένα 6-23% του ΠΑΣΟΚ παραμένουν αναποφάσιστοι.
Αν τώρα σταθούμε στην αποχή/λευκά που πιάνει 35% (πρώτη δύναμη) στην ALCO, αλλά και στα υψηλής μεταβλητότητας ποσοστά που κερδίζει η αριστερά από την δραματική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και συνυπολογίσουμε την σταθερή αρνητική τοποθέτηση του δημοσκοπούμενου κοινού απέναντι στις εκλογές, νομίζω ότι ένα συμπέρασμα βγαίνει: το εκλογικό σώμα θεωρεί ότι τα πολιτικά κόμματα δεν διαθέτουν προγράμματα και ηγεσίες που να μπορούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση και να της δώσουν προοπτική και φυσικά, φοβάται την ακυβερνησία. Με δυο λόγια, ο σοφός λαός επιφυλάσσεται γιατί κανείς δεν τον πείθει πια, κυρίως τώρα που η κρίση προσλαμβάνει διαστάσεις στρατηγικής κοινωνικής και εθνικής ήττας.
Πριν περάσουμε στα μαθήματα της Βαϊμάρης, ας σημειώσουμε ότι η Χρυσή Αυγή «φλερτάρει» με την είσοδό της στη Βουλή, μετά το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας. Δημοσκοπήσεις ανεβάζουν το ποσοστό της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της Αθήνας στο 5%.
Τι έγινε στη Βαϊμάρη
Ένα χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 που έριξε τον τσάρο και τερμάτισε τη συμμετοχή της Ρωσίας στο Μεγάλο Πόλεμο, το Νοέμβριο του 1918 ξέσπασε επανάσταση στρατιωτών και εργατών στο Ράιχ που τερμάτισε τον πόλεμο και το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ. Εγκαθιδρύεται η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, από το Σύνταγμα που συντάχτηκε σε αυτή την πόλη και το οποίο έδινε καθολική ψήφο σε άνδρες και γυναίκες, αλλά πολλές εξουσίες στον Πρόεδρο του Ράιχ (υπερσυντηρητικό στρατάρχη Χίντεμπουργκ), ο οποίος με προεδρικά διατάγματα έπαυε και διόριζε κυβερνήσεις. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD στήριξε τη μεταβατική κυβέρνηση, πρωτοστάτησε στην κατάπνιξη της εξέγερσης των Λούξεμπουργκ-Λίμπκνεχτ και λειτούργησε στη στενή λογική της «υπερσυνέχειας» του παλαιού καθεστώτος και της συνταγματικής νομιμότητας, ως «διαχειριστής της χρεοκοπίας» (συνδυασμός πολεμικών αποζημιώσεων και κρίσης του ΄29), καθώς η ηγεσία του πίστευε ότι η δημοκρατική κοινωνία μπορούσε να μεταρρυθμιστεί ειρηνικά, χωρίς να διαταράξει την οικονομική ανάπτυξη. Η στρατηγική αυτή τη συμμετοχής του SPD στο «μεγάλο συνασπισμό» στηρίχθηκε στην αυταρέσκεια της κοινοβουλευτικής του δύναμης και στο γεγονός ότι ήλεγχε την κυβέρνηση της Βαυαρίας (Βερολίνου), έχοντας δε σε εφεδρεία τις επίλεκτες μονάδες δράσης, τους Schufos. Όλη αυτή την περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα KPD κατήγγειλε τους σοσιαλδημοκράτες, ως «σοσιαλφασίστες» και απομόνωσε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Από την πλευρά της παλιάς άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου, η στάση αυτή ήταν βολική, αφού ο Χίντεμπουργκ και στη συνέχεια ο φον Πάπεν ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις με την ανοχή του SPD, ώσπου έφτασαν στον «βιασμό της Πρωσίας» με την παύση της κυβέρνησης και τον διορισμό «Επιτρόπου του Ράιχ». Έτσι, και ενώ οι Ναζί είχαν σημειώσει συρρίκνωση του ποσοστού τους στις εκλογές του 1932 και έμπαιναν σε κρίση, ο Χίντεμπουργκ έδωσε εντολή στον Χίτλερ να σχηματίσει συντηρητική κυβέρνηση, όπου οι Ναζί ήταν μικρή μειοψηφία.
Αυτή είναι χονδρικά η δραματική ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η ήττα της οποίας είχε ολέθριες συνέπειες για τον κόσμο ολόκληρο. Ο Βίνκλερ αποδίδει την κατάρρευσή της στην πολιτική της ανοχής, στον «ασύμμετρο πολιτικό εκσυγχρονισμό» της Γερμανίας, που δεν συνοδεύτηκε από τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, αλλά και «στην παγίδα της νομιμότητας που είχαν στήσει για τους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος». Ο Μπόλαρης πηγαίνει πολύ πιο πέρα στο άρθρο του. Επισημαίνει την παθητικότητα και τον σεχταρισμό των ηγεσιών, αλλά θεωρεί κεντρικές «τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του γερμανικού καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης του». (ΣΣ: για τη βουλιμία του γερμανικού κεφαλαίου θα επανέλθω σε άλλο άρθρο). Καταλήγει δε πως «ηγεσίες στυλ ΠΑΣΟΚ που συναγελάζονται με τους φασίστες στην κυβέρνηση είναι θλιβεροί συνεχιστές των προγόνων τους ‘‘αρχιτεκτόνων της Βαϊμάρης’’».
Η επιστροφή της Βαϊμάρης
Η Βαϊμάρη επανέρχεται τελευταία, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα γιατί θυμίζει συχνά τις εκφάνσεις της τρέχουσας κατάστασης. Στην Ευρώπη έχουμε μια εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς και της βίας, από την Φινλανδία μέχρι τη Γαλλία ή τη Ρωσία, με αποκορύφωση το μακελειό στη νήσο Οτόγια της Νορβηγίας, από το νεοφασίστα Αντερς Μπρέιβικ, αλλά και την αύξηση της ροπής προς τον αυταρχισμό, όπως για παράδειγμα ο Κάμερον που στα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού στο Λονδίνο απείλησε με κλείσιμο του ίντερνετ και κινητοποίηση του στρατού για την αντιμετώπιση των νεαρών. Στην Ελλάδα ζούμε την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας που προηγήθηκε σαν πολιτικό γεγονός στις δυτικές χώρες της Ευρώπης. Και φυσικά, όλοι μαζί ζούμε την κρίση του χρέους, που συνεπάγεται ανεργία και ύφεση, συνθήκες που ταυτίστηκαν με την άνοδο των Ναζί. Βέβαια, όπως παρατηρεί ο Βίνκλερ στο βιβλίο του, ήταν κυρίως τα μικροαστικά στρώματα που προσχώρησαν στο ναζιστικό κόμμα και λιγότερο οι εργάτες που παρέμειναν στην αριστερά και στο SPD.
Στην Ελλάδα, η ραγδαία κατάργηση του κοινωνικού κράτους από τις πολιτικές των Μνημονίων, η ύφεση που συνεχώς βαθαίνει, η αφαίρεση κάθε προοπτικής από τον ορίζοντα των πολιτών και κυρίως των νέων, αλλά και η προβολή του γερμανικού imperium (πρόταση Ρέσλερ για την επιβολή Επιτρόπου για τα δημοσιονομικά) οδηγούν τα μεσαία και τα μικροαστικά στρώματα είτε στην ριζοσπαστικοποίηση, είτε στην συντηρητικοποίηση ή ακόμα και στη φασιστοποίηση, δεδομένων και των προβλημάτων που διογκώνονται σε σχέση με την εγκληματικότητα και τους μετανάστες.
Τα φαντάσματα της Βαϊμάρης σωστά φοβίζουν όλο και πιο πολλούς. Στην ελληνική περίπτωση, όπου η Χρυσή Αυγή φυλάει τον Άγιο Παντελεήμονα και το ΠΑΜΕ το ελληνικό Κοινοβούλιο, ο δημοκρατικός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι η «νομιμότητα» είναι μια επίφαση που δεν υφίσταται στη δημοκρατία του. Άλλωστε το Σύνταγμα και οι νόμοι έχουν κατά συρροή βιαστεί τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς, δεν έχει φανεί ακόμη κανένας Αδόλφος, αν και η λειτουργία του σήμερα αντικαθίσταται από άλλους «θεσμούς», εγχώριους και ξένους.
Η αριστερά και το ΠΑΣΟΚ
Η «πολιτική ανοχής» που επέδειξε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) από το 1981 και μετά προς το κεφάλαιο, οριοθετείται από την πολιτική «διάσωσης» των προβληματικών επιχειρήσεων μέχρι την κατασκευή της φούσκας του χρηματιστηρίου από τις τράπεζες ή αργότερα, την απορρύθμιση των δανείων, αλλά και από την κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης μέχρι την εκκόλαψη της διαπλοκής, με αποτέλεσμα να αποτύχει στην συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, που να εγγυάται την προοπτική των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι δημοκρατικοί και κοινωνικοί θεσμοί που δημιούργησε κατά την διακυβέρνησή του, δεν κατέστη δυνατό να εκδημοκρατιστούν και έγιναν μηχανισμοί πελατειακών σχέσεων. Η δεξιά διακυβέρνηση 1990-93 και 2004-2009, όσο καταστροφική κι υπήρξε, δεν αίρει τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ. Η δε διαχείριση της κρίσης δεν εκλαμβάνεται ως επιτυχής από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Ως εκ τούτων, ήρθε η ώρα το ΠΑΣΟΚ να πληρώσει τον πολιτικό λογαριασμό.
Οι φιλόδοξοι «κληρονόμοι» να μην βιαστούν, γιατί υπάρχει πολύ ρευστότητα στο πολιτικό γίγνεσθαι και το ΠΑΣΟΚ έχει αποδείξει ότι είναι εφτάψυχο. Δεύτερον, δεν έχει εμφανισθεί μέχρι στιγμής κάποιο πολιτικό μόρφωμα που θα μπορούσε να το αντικαταστήσει. Τρίτον, ο πολιτικός χώρος που καταλάβανε και καταλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ μεταπολιτευτικά έχει μεγάλο ιστορικό βάθος και ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αναφορά. Συνεπώς, μέχρι να συμβεί αυτό, το ΠΑΣΟΚ παραμένει η χύτρα όλων των ζυμώσεων της ελληνικής κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε το κράμα του φιλελεύθερου κέντρου και της φιλελεύθερης αριστεράς, γεγονός πρωτοφανές για τα ελληνικά πράγματα. Η αντοχή του κράματος θα δοκιμαστεί.
Είναι σκόπιμο λοιπόν, ιδιαίτερα για την αριστερά, να μην υιοθετήσει -αν και συχνά το κάνει- τη λογική της απλούστευσης. Οι πολιτικές ευθύνες του ΠΑΣΟΚ ανήκουν κυρίως στις ηγεσίες και όχι στους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες ή τους απλούς πολίτες που το ψήφιζαν. Αλλά και οι πολιτικές ευθύνες δεν βαρύνουν σωρηδόν όλα τα στελέχη του. Είναι κρίσιμο αυτές οι διαφοροποιήσεις να είναι ευκρινείς γιατί είναι ζωτικές και επειδή είναι ζωτικές θα έχουν το ρόλο τους. Εύλογα, τα κόμματα της αριστεράς προσδοκούν σε μια ρεβάνς με το ΠΑΣΟΚ, καθώς μεταπολιτευτικά η αριστερά πορεύθηκε με το «σύνδρομο της ιδεολογικής λεηλασίας». Ένα άλλοθι που πολιτικά δεν στέκει, απλώς καταγράφει την αδυναμία της τότε αριστεράς να πείσει ότι μπορεί να πράξει και να κυβερνήσει. Μεταπολιτευτικά η αριστερά υιοθέτησε την στρατηγική της αντιπολίτευσης, η οποία παρέμεινε σε μια επιφανειακή κριτική. Δεν έγινε ποτέ δομική. Ακόμη και το αίτημα της απλής αναλογικής έχει ξεχαστεί.
Ο Λ. Μπόλαρης επισημαίνει στο άρθρο του ότι ο Βίνκλερ επαναλαμβάνει το επιχείρημα, όπως το έκαναν και άλλοι αριστεροί ιστορικοί, ότι στη Βαϊμάρη «η κρίση είχε κάνει αδύνατη μια μαχητική πολιτική». Στην ελληνική κρίση θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος; Δεν πρέπει, για να έχει και κάποια αξία η ιστορία. Η προκλητικότητα του γερμανικού imperium και η «ιδέα» για την τοποθέτηση Επιτρόπου επί των δημοσιονομικών που απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα δείχνει πως μπορούμε ακόμα να αρνιόμαστε. Αυτό είναι κάτι. Ίσως, πιο πολύ από ότι νομίζουν οι πολλοί.
Το ερώτημα είναι ποια μπορεί να είναι η «μαχητική πολιτική»; Κι εδώ αρχίζει μια κουβέντα μεγάλη, που γίνεται μεν, είτε ιμπρεσιονιστικά, άρα απλουστευτικά και επικίνδυνα στα τηλεοπτικά κανάλια, είτε στις οικονομικές σελίδες των μεγάλων εφημερίδων, όπου διατυπώνονται σοβαρές σκόρπιες ιδέες που δεν συγκροτούν κινητήριο όραμα. Στις πολιτικές σελίδες η συζήτηση παραμένει ακόμη στο «τις πταιει;». Άλλωστε, όπως είχε πει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος «η πολιτική δεν είναι πια ελπίδα»…
Η πολιτική των αφορισμών έχει τελειώσει. Αξιόπιστα πράγματα ακούγονται ακόμη και από πολιτικά πρόσωπα του προσκηνίου. Όμως, ούτε πείθουν, ούτε συγκινούν. Γιατί δεν έχει επέλθει η κάθαρση, μάλλον. Η κάθαρση είναι το προαύλιο της αλήθειας. Η αλήθεια είναι το θεμέλιο του αύριο. Ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά. Όμως, η αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί ξεκινάει από το 1823. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.
Του Μάκη Ανδρονόπουλου
«Η ικανότητα προσαρμογής της Σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο σημείο όπου αρχίζει η αυτοαναίρεσή της»
Λέον Τρότσκι, 1931.
«…σαν τους χαρούμενους κληρονόμους που βιάζονται να έλθει ο φυσικός θάνατος και μάλιστα θα ήθελαν να τον επιταχύνουν με δηλητήριο;»
Φριτζ Τάρνοβ, 1931. Δύο λόγοι με ώθησαν να γράψω αυτά που ακολουθούν: οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις της VPRC και της ALCO και τα ερεθίσματα που πήρα διαβάζοντας το εξαιρετικό άρθρο του Λέανδρου Μπόλαρη για το βιβλίο του Χάινριχ Βίνκλερ «Βαϊμάρη – Η Ανάπηρη Δημοκρατία 1918-1933» (εκδ. ΠΟΛΙΣ) που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από κάτω», Νο90.
Σύμφωνα με την VPRC, η ΝΔ έρχεται πρώτη με ποσοστό 30,5%, δεύτερο κόμμα αναδεικνύεται η Δημοκρατική Αριστερά με 13%, ενώ τις επόμενες δύο θέσεις μοιράζονται το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ίδιο ποσοστό, 12,5% και ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ που καταγράφεται πέμπτο κόμμα με 12%.
Ο ΛΑΟΣ βλέπει τα ποσοστά του να συρρικνώνονται στο 6%, περνούν το όριο του 3% οι Οικολόγοι Πράσινοι, ενώ παλεύουν για την είσοδό τους στη Βουλή, η Δημοκρατική Συμμαχία, το Άρμα Πολιτών και η Χρυσή Αυγή. Σταθερή εμφάνιση έχουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με 1% και το Κόμμα Κυνηγών με 0,7%.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της ALCO, η ΝΔ προηγείται με 21,7% και ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ με 11,1%, η Δημοκρατική Αριστερά με 8%, ενώ ακολουθούν ΚΚΕ με 7,7%, ΣΥΡΙΖΑ με 6,1%, ΛΑΟΣ με 5%, Οικολόγοι Πράσινοι με 2,1 % και Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη με 1,9%.Νικητές «ανακηρύσσονται» τα λευκά και οι αναποφάσιστοι που αγγίζουν το 35%!
Οι δύο δημοσκοπήσεις προσκομίζουν αντιφατικά στοιχεία και αυτό το σταθμίζει ο καθένας όπως θέλει. Να παρατηρήσουμε πάντως, ότι στην πρώτη περίπτωση τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου συγκεντρώνουν αθροιστικά 48,5%, δηλαδή μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν μαζί και ίσως χωρίς τον ΛΑΟΣ (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ 42,5%), δηλαδή στη VPRC, ο περιβόητος δικομματισμός επιβιώνει. Στη δεύτερη περίπτωση τα ποσοστά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ μαζί (37.8%) δεν επαρκούν για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στην πρώτη περίπτωση ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ συγκεντρώνουν 41%, ενώ στη δεύτερη 23,9%.
Αν σταθούμε στην αντιφατικότητα των δύο δημοσκοπήσεων, αντιλαμβανόμαστε την ρευστότητα των πραγμάτων, αλλά και τα «σενάρια» αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, την επιστροφή της ΝΔ ως πρώτο κόμμα στο πολιτικό προσκήνιο, γεγονός που σημαίνει ότι η μεγάλη ήττα της το 2009 δεν κατέστη στρατηγική (ΣΣ: και αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα προς συζήτηση) και δεύτερον, την πτώση του ΠΑΣΟΚ σε επίπεδα πιο χαμηλά από αυτά που πήρε στην πρώτη εκλογική του αναμέτρηση μετά την ίδρυσή του.
Το ΠΑΣΟΚ από το 43,92% που κατέγραψε τον Οκτώβριο του 2009 στις εκλογές χάνει ένα 32% περίπου. Η αριστερά-Οικολόγοι με 14,67% το 2009, κερδίζουν 26,33% στη VPRC ενώ στην ALCO μόλις 9,23%. Πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους που δεν καλύπτουν το 32% που εμφανίζεται να χάνει το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά δεν πηγαίνει στη ΝΔ που υπολείπεται πολύ ή λίγο από το ποσοστό το 2009 (33,8%). Αυτά σημαίνουν ότι ένα 10% της δεξιάς και ένα 6-23% του ΠΑΣΟΚ παραμένουν αναποφάσιστοι.
Αν τώρα σταθούμε στην αποχή/λευκά που πιάνει 35% (πρώτη δύναμη) στην ALCO, αλλά και στα υψηλής μεταβλητότητας ποσοστά που κερδίζει η αριστερά από την δραματική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και συνυπολογίσουμε την σταθερή αρνητική τοποθέτηση του δημοσκοπούμενου κοινού απέναντι στις εκλογές, νομίζω ότι ένα συμπέρασμα βγαίνει: το εκλογικό σώμα θεωρεί ότι τα πολιτικά κόμματα δεν διαθέτουν προγράμματα και ηγεσίες που να μπορούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση και να της δώσουν προοπτική και φυσικά, φοβάται την ακυβερνησία. Με δυο λόγια, ο σοφός λαός επιφυλάσσεται γιατί κανείς δεν τον πείθει πια, κυρίως τώρα που η κρίση προσλαμβάνει διαστάσεις στρατηγικής κοινωνικής και εθνικής ήττας.
Πριν περάσουμε στα μαθήματα της Βαϊμάρης, ας σημειώσουμε ότι η Χρυσή Αυγή «φλερτάρει» με την είσοδό της στη Βουλή, μετά το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας. Δημοσκοπήσεις ανεβάζουν το ποσοστό της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της Αθήνας στο 5%.
Τι έγινε στη Βαϊμάρη
Ένα χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 που έριξε τον τσάρο και τερμάτισε τη συμμετοχή της Ρωσίας στο Μεγάλο Πόλεμο, το Νοέμβριο του 1918 ξέσπασε επανάσταση στρατιωτών και εργατών στο Ράιχ που τερμάτισε τον πόλεμο και το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ. Εγκαθιδρύεται η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, από το Σύνταγμα που συντάχτηκε σε αυτή την πόλη και το οποίο έδινε καθολική ψήφο σε άνδρες και γυναίκες, αλλά πολλές εξουσίες στον Πρόεδρο του Ράιχ (υπερσυντηρητικό στρατάρχη Χίντεμπουργκ), ο οποίος με προεδρικά διατάγματα έπαυε και διόριζε κυβερνήσεις. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD στήριξε τη μεταβατική κυβέρνηση, πρωτοστάτησε στην κατάπνιξη της εξέγερσης των Λούξεμπουργκ-Λίμπκνεχτ και λειτούργησε στη στενή λογική της «υπερσυνέχειας» του παλαιού καθεστώτος και της συνταγματικής νομιμότητας, ως «διαχειριστής της χρεοκοπίας» (συνδυασμός πολεμικών αποζημιώσεων και κρίσης του ΄29), καθώς η ηγεσία του πίστευε ότι η δημοκρατική κοινωνία μπορούσε να μεταρρυθμιστεί ειρηνικά, χωρίς να διαταράξει την οικονομική ανάπτυξη. Η στρατηγική αυτή τη συμμετοχής του SPD στο «μεγάλο συνασπισμό» στηρίχθηκε στην αυταρέσκεια της κοινοβουλευτικής του δύναμης και στο γεγονός ότι ήλεγχε την κυβέρνηση της Βαυαρίας (Βερολίνου), έχοντας δε σε εφεδρεία τις επίλεκτες μονάδες δράσης, τους Schufos. Όλη αυτή την περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα KPD κατήγγειλε τους σοσιαλδημοκράτες, ως «σοσιαλφασίστες» και απομόνωσε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Από την πλευρά της παλιάς άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου, η στάση αυτή ήταν βολική, αφού ο Χίντεμπουργκ και στη συνέχεια ο φον Πάπεν ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις με την ανοχή του SPD, ώσπου έφτασαν στον «βιασμό της Πρωσίας» με την παύση της κυβέρνησης και τον διορισμό «Επιτρόπου του Ράιχ». Έτσι, και ενώ οι Ναζί είχαν σημειώσει συρρίκνωση του ποσοστού τους στις εκλογές του 1932 και έμπαιναν σε κρίση, ο Χίντεμπουργκ έδωσε εντολή στον Χίτλερ να σχηματίσει συντηρητική κυβέρνηση, όπου οι Ναζί ήταν μικρή μειοψηφία.
Αυτή είναι χονδρικά η δραματική ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η ήττα της οποίας είχε ολέθριες συνέπειες για τον κόσμο ολόκληρο. Ο Βίνκλερ αποδίδει την κατάρρευσή της στην πολιτική της ανοχής, στον «ασύμμετρο πολιτικό εκσυγχρονισμό» της Γερμανίας, που δεν συνοδεύτηκε από τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, αλλά και «στην παγίδα της νομιμότητας που είχαν στήσει για τους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος». Ο Μπόλαρης πηγαίνει πολύ πιο πέρα στο άρθρο του. Επισημαίνει την παθητικότητα και τον σεχταρισμό των ηγεσιών, αλλά θεωρεί κεντρικές «τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του γερμανικού καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης του». (ΣΣ: για τη βουλιμία του γερμανικού κεφαλαίου θα επανέλθω σε άλλο άρθρο). Καταλήγει δε πως «ηγεσίες στυλ ΠΑΣΟΚ που συναγελάζονται με τους φασίστες στην κυβέρνηση είναι θλιβεροί συνεχιστές των προγόνων τους ‘‘αρχιτεκτόνων της Βαϊμάρης’’».
Η επιστροφή της Βαϊμάρης
Η Βαϊμάρη επανέρχεται τελευταία, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα γιατί θυμίζει συχνά τις εκφάνσεις της τρέχουσας κατάστασης. Στην Ευρώπη έχουμε μια εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς και της βίας, από την Φινλανδία μέχρι τη Γαλλία ή τη Ρωσία, με αποκορύφωση το μακελειό στη νήσο Οτόγια της Νορβηγίας, από το νεοφασίστα Αντερς Μπρέιβικ, αλλά και την αύξηση της ροπής προς τον αυταρχισμό, όπως για παράδειγμα ο Κάμερον που στα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού στο Λονδίνο απείλησε με κλείσιμο του ίντερνετ και κινητοποίηση του στρατού για την αντιμετώπιση των νεαρών. Στην Ελλάδα ζούμε την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας που προηγήθηκε σαν πολιτικό γεγονός στις δυτικές χώρες της Ευρώπης. Και φυσικά, όλοι μαζί ζούμε την κρίση του χρέους, που συνεπάγεται ανεργία και ύφεση, συνθήκες που ταυτίστηκαν με την άνοδο των Ναζί. Βέβαια, όπως παρατηρεί ο Βίνκλερ στο βιβλίο του, ήταν κυρίως τα μικροαστικά στρώματα που προσχώρησαν στο ναζιστικό κόμμα και λιγότερο οι εργάτες που παρέμειναν στην αριστερά και στο SPD.
Στην Ελλάδα, η ραγδαία κατάργηση του κοινωνικού κράτους από τις πολιτικές των Μνημονίων, η ύφεση που συνεχώς βαθαίνει, η αφαίρεση κάθε προοπτικής από τον ορίζοντα των πολιτών και κυρίως των νέων, αλλά και η προβολή του γερμανικού imperium (πρόταση Ρέσλερ για την επιβολή Επιτρόπου για τα δημοσιονομικά) οδηγούν τα μεσαία και τα μικροαστικά στρώματα είτε στην ριζοσπαστικοποίηση, είτε στην συντηρητικοποίηση ή ακόμα και στη φασιστοποίηση, δεδομένων και των προβλημάτων που διογκώνονται σε σχέση με την εγκληματικότητα και τους μετανάστες.
Τα φαντάσματα της Βαϊμάρης σωστά φοβίζουν όλο και πιο πολλούς. Στην ελληνική περίπτωση, όπου η Χρυσή Αυγή φυλάει τον Άγιο Παντελεήμονα και το ΠΑΜΕ το ελληνικό Κοινοβούλιο, ο δημοκρατικός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι η «νομιμότητα» είναι μια επίφαση που δεν υφίσταται στη δημοκρατία του. Άλλωστε το Σύνταγμα και οι νόμοι έχουν κατά συρροή βιαστεί τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς, δεν έχει φανεί ακόμη κανένας Αδόλφος, αν και η λειτουργία του σήμερα αντικαθίσταται από άλλους «θεσμούς», εγχώριους και ξένους.
Η αριστερά και το ΠΑΣΟΚ
Η «πολιτική ανοχής» που επέδειξε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) από το 1981 και μετά προς το κεφάλαιο, οριοθετείται από την πολιτική «διάσωσης» των προβληματικών επιχειρήσεων μέχρι την κατασκευή της φούσκας του χρηματιστηρίου από τις τράπεζες ή αργότερα, την απορρύθμιση των δανείων, αλλά και από την κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης μέχρι την εκκόλαψη της διαπλοκής, με αποτέλεσμα να αποτύχει στην συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, που να εγγυάται την προοπτική των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι δημοκρατικοί και κοινωνικοί θεσμοί που δημιούργησε κατά την διακυβέρνησή του, δεν κατέστη δυνατό να εκδημοκρατιστούν και έγιναν μηχανισμοί πελατειακών σχέσεων. Η δεξιά διακυβέρνηση 1990-93 και 2004-2009, όσο καταστροφική κι υπήρξε, δεν αίρει τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ. Η δε διαχείριση της κρίσης δεν εκλαμβάνεται ως επιτυχής από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Ως εκ τούτων, ήρθε η ώρα το ΠΑΣΟΚ να πληρώσει τον πολιτικό λογαριασμό.
Οι φιλόδοξοι «κληρονόμοι» να μην βιαστούν, γιατί υπάρχει πολύ ρευστότητα στο πολιτικό γίγνεσθαι και το ΠΑΣΟΚ έχει αποδείξει ότι είναι εφτάψυχο. Δεύτερον, δεν έχει εμφανισθεί μέχρι στιγμής κάποιο πολιτικό μόρφωμα που θα μπορούσε να το αντικαταστήσει. Τρίτον, ο πολιτικός χώρος που καταλάβανε και καταλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ μεταπολιτευτικά έχει μεγάλο ιστορικό βάθος και ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αναφορά. Συνεπώς, μέχρι να συμβεί αυτό, το ΠΑΣΟΚ παραμένει η χύτρα όλων των ζυμώσεων της ελληνικής κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε το κράμα του φιλελεύθερου κέντρου και της φιλελεύθερης αριστεράς, γεγονός πρωτοφανές για τα ελληνικά πράγματα. Η αντοχή του κράματος θα δοκιμαστεί.
Είναι σκόπιμο λοιπόν, ιδιαίτερα για την αριστερά, να μην υιοθετήσει -αν και συχνά το κάνει- τη λογική της απλούστευσης. Οι πολιτικές ευθύνες του ΠΑΣΟΚ ανήκουν κυρίως στις ηγεσίες και όχι στους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες ή τους απλούς πολίτες που το ψήφιζαν. Αλλά και οι πολιτικές ευθύνες δεν βαρύνουν σωρηδόν όλα τα στελέχη του. Είναι κρίσιμο αυτές οι διαφοροποιήσεις να είναι ευκρινείς γιατί είναι ζωτικές και επειδή είναι ζωτικές θα έχουν το ρόλο τους. Εύλογα, τα κόμματα της αριστεράς προσδοκούν σε μια ρεβάνς με το ΠΑΣΟΚ, καθώς μεταπολιτευτικά η αριστερά πορεύθηκε με το «σύνδρομο της ιδεολογικής λεηλασίας». Ένα άλλοθι που πολιτικά δεν στέκει, απλώς καταγράφει την αδυναμία της τότε αριστεράς να πείσει ότι μπορεί να πράξει και να κυβερνήσει. Μεταπολιτευτικά η αριστερά υιοθέτησε την στρατηγική της αντιπολίτευσης, η οποία παρέμεινε σε μια επιφανειακή κριτική. Δεν έγινε ποτέ δομική. Ακόμη και το αίτημα της απλής αναλογικής έχει ξεχαστεί.
Ο Λ. Μπόλαρης επισημαίνει στο άρθρο του ότι ο Βίνκλερ επαναλαμβάνει το επιχείρημα, όπως το έκαναν και άλλοι αριστεροί ιστορικοί, ότι στη Βαϊμάρη «η κρίση είχε κάνει αδύνατη μια μαχητική πολιτική». Στην ελληνική κρίση θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος; Δεν πρέπει, για να έχει και κάποια αξία η ιστορία. Η προκλητικότητα του γερμανικού imperium και η «ιδέα» για την τοποθέτηση Επιτρόπου επί των δημοσιονομικών που απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα δείχνει πως μπορούμε ακόμα να αρνιόμαστε. Αυτό είναι κάτι. Ίσως, πιο πολύ από ότι νομίζουν οι πολλοί.
Το ερώτημα είναι ποια μπορεί να είναι η «μαχητική πολιτική»; Κι εδώ αρχίζει μια κουβέντα μεγάλη, που γίνεται μεν, είτε ιμπρεσιονιστικά, άρα απλουστευτικά και επικίνδυνα στα τηλεοπτικά κανάλια, είτε στις οικονομικές σελίδες των μεγάλων εφημερίδων, όπου διατυπώνονται σοβαρές σκόρπιες ιδέες που δεν συγκροτούν κινητήριο όραμα. Στις πολιτικές σελίδες η συζήτηση παραμένει ακόμη στο «τις πταιει;». Άλλωστε, όπως είχε πει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος «η πολιτική δεν είναι πια ελπίδα»…
Η πολιτική των αφορισμών έχει τελειώσει. Αξιόπιστα πράγματα ακούγονται ακόμη και από πολιτικά πρόσωπα του προσκηνίου. Όμως, ούτε πείθουν, ούτε συγκινούν. Γιατί δεν έχει επέλθει η κάθαρση, μάλλον. Η κάθαρση είναι το προαύλιο της αλήθειας. Η αλήθεια είναι το θεμέλιο του αύριο. Ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά. Όμως, η αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί ξεκινάει από το 1823. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.
* Ο πίνακας του Γκρος "Οι πυλώνες της κοινωνίας" δημοσιεύεται επίσης στο περιοδικό ''Σοσιαλισμός από τα κάτω". Ο Georg Grosz (1893 – 1959), Γερμανός ζωγράφος και ακτιβιστής που έγινε γνωστός για τις καρικατούρες που έκανε γύρω από τη ζωή των Βερολινέζων στη δεκαετία του 1920. Διετέλεσε μέλος των ομάδων Berlin Dada και New Objectivity και διέφυγε στις ΗΠΑ μόλις κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1933.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου