Είναι απόλυτο δικαίωμα των δύο υπουργών της κυβέρνησης Παπαδήμου- Λοβέρδου και Βενιζέλου- να τα ξανάβρουν, δεδομένου μάλιστα ότι και το 2007 ανήκαν στην ίδια εσωκομματική πλευρά, μαζί με ένα συγκεκριμένο τμήμα του “εκσυγχρονιστικού” ΠΑΣΟΚ.
Είναι προφανές ότι αυτή η σύμπλευση έχει στη βάση της οργανωτικούς υπολογισμούς, ως προς τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Προκειμένου όμως να την κατατάξει κανείς ως πολιτική συμπεριφορά είναι κρίσιμο να εντοπίσει την πολιτική της βάση: τα “βρίσκουν” δύο υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου ως προς τη διαδοχή του ΠΑΣΟΚ πάνω σε ποια πολιτική βάση;
Πρεσβεύουν κάποια πολιτική διαφορετική από αυτή που εδώ και δυο χρόνια ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, με πρωταγωνιστή τον πρώην πρωθυπουργό και άμεσους συναυτουργούς τους υπουργούς του; Δεύτερον έχουν κάποια άλλη σύλληψη ως προς την εσωκομματική διάρθρωση του ΠΑΣΟΚ; Τρίτον διαθέτουν μία εγνωσμένη διαχειριστική υπερεπάρκεια, ανώτερη όλων των υπολοίπων;
Στο πρώτο και κρισιμότερο ερώτημα, αυτό της πολιτικής βάσης σε σχέση με την προτεινόμενη στρατηγική εξόδου από την κρίση, δύσκολα θα εντόπιζε κανείς υπουργούς πιο ταυτισμένους από τους ιδίους με τη μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική των Παπανδρέου και Παπαδήμου- τους ανταγωνίζονται μόνο εκείνοι που φημολογείται ότι θα τους υποστηρίξουν. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις δηλώσεις Λοβέρδου περί 1.000.000 δημοσίων υπαλλήλων που ταλαιπωρούν το λαό, τις εμφυλιοπολεμικού τύπου δηλώσεις του περί της αριστεράς, την πλέρια υποστήριξη Βενιζέλου στο καταστροφικό μεσοπρόθεσμο, στην κάκιστη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, στη μνημονιακού τύπου ανεπαρκέστατη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου, τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τρόικα και Φινλανδία, τον πάτο στο βαρέλι που ακόμα ψάχνουμε. Εν τέλει τη με πάθος υποστήριξη και των δύο, όπως και του Γιώργου Παπανδρέου βεβαίως, στο δοτό πρωθυπουργό Παπαδήμο και στην πολιτική του, που υπαγορεύεται από τους πιστωτές μας.
Επιπλέον όμως δύσκολα θα βρει κανείς υπουργούς που να έχουν αποθεώσει σε τέτοιο βαθμό τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται εν αγνοία του λαού για συμφωνίες που θα δεσμεύουν το λαό τα επόμενα 10- 15 χρόνια. Κυνικά μάλιστα υποστηρίζουν, ο υπουργός Οικονομικών, ότι μετά τη λήξη των μυστικών διαπραγματεύσεων που διεξάγουν ο πρωθυπουργός, ο ίδιος, μεγαλοστελέχη τραπεζιτών και μεγαλοεκδοτών δε θα υφίσταται πλέον περιθώριο άλλης διαπραγμάτευσης ό,τι και αν ψηφίσει ο λαός.
Κατά συνέπεια η πολιτική βάση αυτής της σύμπλευσης είναι η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης, αντιδημοκρατικής πολιτικής των απανωτών συμβάσεων υποτέλειας, φτωχοποίησης και χρεοκοπίας του λαού.
Στο δεύτερο ερώτημα, ως προς το εσωκομματικό τοπίο του ΠΑΣΟΚ μόνο απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει η κλίση του ουσιαστικού ενότητα σε όλες τις πτώσεις. Είναι ίδιον σταλινικής, δηλαδή δεξιάς νοοτροπίας, όποτε υπάρχει ένα μείζονος σημασίας εσωτερικό πολιτικό διακύβευμα στο κόμμα και προκειμένου αυτό να μην τεθεί και να μην απαντηθεί με καθαρό τρόπο να προτάσσεται μια κάποια ενότητα. Τίνος η ενότητα; των νεοφιλελευθέρων με τους δημοκράτες σοσιαλιστές; των μνημονιακών και των αντί- μνημονιακών; των υπερασπιστών του δοτού Παπαδήμου και των υπερασπιστών της δημοκρατίας; των φερέφωνων της διαπλοκής και των υποστηρικτών της αυτονομίας της πολιτικής; Είναι η ίδια καταστροφική αντίληψη του “όλου ΠΑΣΟΚ”, που πρότεινε ο Βαγγέλης Βενιζέλος το 2007 και ηττήθηκε, μόνο και μόνο για να την επαναφέρει λίγο μετά ο Γιώργος Παπανδρέου οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική του απαξίωση και στην οργανωτική του διάλυση.
Το ερώτημα για το ΠΑΣΟΚ, όπως σε κάθε μεγάλη του κρίση δεν είναι πως θα ενωθούν όλοι με όλους προκειμένου να ξανά- κυβερνήσουν. Είναι με ποια στρατηγική θα βγει η χώρα από την κρίση, δεδομένου ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις εφήρμοσαν απέτυχε, όπως αναγνωρίζουν πλέον οι κατεξοχήν εμπνευστές της, εξαιρουμένων κάποιων εκ των ντόπιων εφαρμοστών της, μεταξύ των όποιων και οι δύο υπουργοί, Λοβέρδος- Βενιζέλος. Επειδή ακριβώς δε θέλουν να μπουν σε αυτήν τη συζήτηση μιλούν περί ενότητας και πολιτικής σταθεροποίησης του ΠΑΣΟΚ, υπονοώντας την ενότητα στη βάση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και την πολιτική σταθεροποίηση συγκεκριμένων ανθρώπων σε υπουργικούς θώκους ή έστω στη Βουλή. Μιλούν για ενότητα και συνεχίζουν στο δρόμο της διαλυτικής απαξίωσης του ΠΑΣΟΚ.
Τρίτον, στο ζήτημα της διαχειριστικής επάρκειας και χωρίς καμία διάθεση προσωπικής επίθεσης, τα αποτελέσματα είναι ανάγλυφα. Η ποιότητα της παρεχομένης υγείας, τα δημοσιονομικά και οικονομικά μεγέθη, οι κοινωνικές επιπτώσεις της δεδομένης στρατηγικής που υπερασπίζονται, οι διαρκείς ταπεινώσεις του λαού διεθνώς αποτελούν παράγοντες που μιλούν από μόνοι τους. Αντί μιας έντιμης παραίτησης μετά από απανωτές αποτυχίες, συγκεκριμένοι υπουργοί της κυβέρνησης Παπανδρέου και πλέον Παπαδήμου αποδίδονται σε μάχη προσωπικής επιβίωσης ή και θεσμικής ανέλιξής τους, περίπου σαν να έχουν πετύχει σε ό,τι ανέλαβαν.
Εν κατακλείδι, τέτοιου είδους νοοτροπίες αναδεικνύουν τη βαθιά πολιτική κρίση όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και άλλων κομμάτων. Πρόεδροι κομμάτων που σβήνουν και χαράσσουν κόκκινες γραμμές ανά μέρα και χωρίς να ρωτούν κανέναν. Υπουργοί που πασχίζουν για την αναπαραγωγή τους στις καρέκλες του. Μυστική διπλωματία και εμμονή στην αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη στρατηγική παρότι αποδομείται πια διεθνώς. Εκβιασμός του λαού. Την ώρα της υποτίθεται αποκλειστικής ενασχόλησης με τη δήθεν σωτηρία της πατρίδας, δελφινομαχίες και συσπειρώσεις για να αλλάξει απλά αναβάτη το άλογο, ώστε να παραμείνει στην ίδια ξέφρενη κούρσα προς το γκρεμό για το λαό και προς την ευημερία του παρασιτικού κεφαλαίου.
Το δια ταύτα είναι απλό: Οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να χαράξουν -και- μέσα στο ΠΑΣΟΚ ένα καθαρό μέτωπο. Ο Παπανδρέου απέτυχε διότι προσχώρησε στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Το ΠΑΣΟΚ και η χώρα δε χρειάζονται άλλους νεοφιλελεύθερους. Χρειάζονται εκείνους που τοποθετήθηκαν με σαφήνεια και γενναιότητα όταν ακόμα ήταν μειοψηφία. Εκείνους που θα σπάσουν έστω τώρα το φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας του λαού. Εκείνους που σε τελική ανάλυση, όταν η χώρα θα απειληθεί να γίνει Αργεντινή του 2001 θα απαντήσουν “προτιμούμε Αργεντινή του 2001 παρά Βουλγαρία του 1990”.
harta.
Είναι προφανές ότι αυτή η σύμπλευση έχει στη βάση της οργανωτικούς υπολογισμούς, ως προς τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Προκειμένου όμως να την κατατάξει κανείς ως πολιτική συμπεριφορά είναι κρίσιμο να εντοπίσει την πολιτική της βάση: τα “βρίσκουν” δύο υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου ως προς τη διαδοχή του ΠΑΣΟΚ πάνω σε ποια πολιτική βάση;
Πρεσβεύουν κάποια πολιτική διαφορετική από αυτή που εδώ και δυο χρόνια ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, με πρωταγωνιστή τον πρώην πρωθυπουργό και άμεσους συναυτουργούς τους υπουργούς του; Δεύτερον έχουν κάποια άλλη σύλληψη ως προς την εσωκομματική διάρθρωση του ΠΑΣΟΚ; Τρίτον διαθέτουν μία εγνωσμένη διαχειριστική υπερεπάρκεια, ανώτερη όλων των υπολοίπων;
Στο πρώτο και κρισιμότερο ερώτημα, αυτό της πολιτικής βάσης σε σχέση με την προτεινόμενη στρατηγική εξόδου από την κρίση, δύσκολα θα εντόπιζε κανείς υπουργούς πιο ταυτισμένους από τους ιδίους με τη μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική των Παπανδρέου και Παπαδήμου- τους ανταγωνίζονται μόνο εκείνοι που φημολογείται ότι θα τους υποστηρίξουν. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις δηλώσεις Λοβέρδου περί 1.000.000 δημοσίων υπαλλήλων που ταλαιπωρούν το λαό, τις εμφυλιοπολεμικού τύπου δηλώσεις του περί της αριστεράς, την πλέρια υποστήριξη Βενιζέλου στο καταστροφικό μεσοπρόθεσμο, στην κάκιστη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, στη μνημονιακού τύπου ανεπαρκέστατη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου, τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τρόικα και Φινλανδία, τον πάτο στο βαρέλι που ακόμα ψάχνουμε. Εν τέλει τη με πάθος υποστήριξη και των δύο, όπως και του Γιώργου Παπανδρέου βεβαίως, στο δοτό πρωθυπουργό Παπαδήμο και στην πολιτική του, που υπαγορεύεται από τους πιστωτές μας.
Επιπλέον όμως δύσκολα θα βρει κανείς υπουργούς που να έχουν αποθεώσει σε τέτοιο βαθμό τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται εν αγνοία του λαού για συμφωνίες που θα δεσμεύουν το λαό τα επόμενα 10- 15 χρόνια. Κυνικά μάλιστα υποστηρίζουν, ο υπουργός Οικονομικών, ότι μετά τη λήξη των μυστικών διαπραγματεύσεων που διεξάγουν ο πρωθυπουργός, ο ίδιος, μεγαλοστελέχη τραπεζιτών και μεγαλοεκδοτών δε θα υφίσταται πλέον περιθώριο άλλης διαπραγμάτευσης ό,τι και αν ψηφίσει ο λαός.
Κατά συνέπεια η πολιτική βάση αυτής της σύμπλευσης είναι η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης, αντιδημοκρατικής πολιτικής των απανωτών συμβάσεων υποτέλειας, φτωχοποίησης και χρεοκοπίας του λαού.
Στο δεύτερο ερώτημα, ως προς το εσωκομματικό τοπίο του ΠΑΣΟΚ μόνο απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει η κλίση του ουσιαστικού ενότητα σε όλες τις πτώσεις. Είναι ίδιον σταλινικής, δηλαδή δεξιάς νοοτροπίας, όποτε υπάρχει ένα μείζονος σημασίας εσωτερικό πολιτικό διακύβευμα στο κόμμα και προκειμένου αυτό να μην τεθεί και να μην απαντηθεί με καθαρό τρόπο να προτάσσεται μια κάποια ενότητα. Τίνος η ενότητα; των νεοφιλελευθέρων με τους δημοκράτες σοσιαλιστές; των μνημονιακών και των αντί- μνημονιακών; των υπερασπιστών του δοτού Παπαδήμου και των υπερασπιστών της δημοκρατίας; των φερέφωνων της διαπλοκής και των υποστηρικτών της αυτονομίας της πολιτικής; Είναι η ίδια καταστροφική αντίληψη του “όλου ΠΑΣΟΚ”, που πρότεινε ο Βαγγέλης Βενιζέλος το 2007 και ηττήθηκε, μόνο και μόνο για να την επαναφέρει λίγο μετά ο Γιώργος Παπανδρέου οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική του απαξίωση και στην οργανωτική του διάλυση.
Το ερώτημα για το ΠΑΣΟΚ, όπως σε κάθε μεγάλη του κρίση δεν είναι πως θα ενωθούν όλοι με όλους προκειμένου να ξανά- κυβερνήσουν. Είναι με ποια στρατηγική θα βγει η χώρα από την κρίση, δεδομένου ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις εφήρμοσαν απέτυχε, όπως αναγνωρίζουν πλέον οι κατεξοχήν εμπνευστές της, εξαιρουμένων κάποιων εκ των ντόπιων εφαρμοστών της, μεταξύ των όποιων και οι δύο υπουργοί, Λοβέρδος- Βενιζέλος. Επειδή ακριβώς δε θέλουν να μπουν σε αυτήν τη συζήτηση μιλούν περί ενότητας και πολιτικής σταθεροποίησης του ΠΑΣΟΚ, υπονοώντας την ενότητα στη βάση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και την πολιτική σταθεροποίηση συγκεκριμένων ανθρώπων σε υπουργικούς θώκους ή έστω στη Βουλή. Μιλούν για ενότητα και συνεχίζουν στο δρόμο της διαλυτικής απαξίωσης του ΠΑΣΟΚ.
Τρίτον, στο ζήτημα της διαχειριστικής επάρκειας και χωρίς καμία διάθεση προσωπικής επίθεσης, τα αποτελέσματα είναι ανάγλυφα. Η ποιότητα της παρεχομένης υγείας, τα δημοσιονομικά και οικονομικά μεγέθη, οι κοινωνικές επιπτώσεις της δεδομένης στρατηγικής που υπερασπίζονται, οι διαρκείς ταπεινώσεις του λαού διεθνώς αποτελούν παράγοντες που μιλούν από μόνοι τους. Αντί μιας έντιμης παραίτησης μετά από απανωτές αποτυχίες, συγκεκριμένοι υπουργοί της κυβέρνησης Παπανδρέου και πλέον Παπαδήμου αποδίδονται σε μάχη προσωπικής επιβίωσης ή και θεσμικής ανέλιξής τους, περίπου σαν να έχουν πετύχει σε ό,τι ανέλαβαν.
Εν κατακλείδι, τέτοιου είδους νοοτροπίες αναδεικνύουν τη βαθιά πολιτική κρίση όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και άλλων κομμάτων. Πρόεδροι κομμάτων που σβήνουν και χαράσσουν κόκκινες γραμμές ανά μέρα και χωρίς να ρωτούν κανέναν. Υπουργοί που πασχίζουν για την αναπαραγωγή τους στις καρέκλες του. Μυστική διπλωματία και εμμονή στην αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη στρατηγική παρότι αποδομείται πια διεθνώς. Εκβιασμός του λαού. Την ώρα της υποτίθεται αποκλειστικής ενασχόλησης με τη δήθεν σωτηρία της πατρίδας, δελφινομαχίες και συσπειρώσεις για να αλλάξει απλά αναβάτη το άλογο, ώστε να παραμείνει στην ίδια ξέφρενη κούρσα προς το γκρεμό για το λαό και προς την ευημερία του παρασιτικού κεφαλαίου.
Το δια ταύτα είναι απλό: Οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να χαράξουν -και- μέσα στο ΠΑΣΟΚ ένα καθαρό μέτωπο. Ο Παπανδρέου απέτυχε διότι προσχώρησε στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Το ΠΑΣΟΚ και η χώρα δε χρειάζονται άλλους νεοφιλελεύθερους. Χρειάζονται εκείνους που τοποθετήθηκαν με σαφήνεια και γενναιότητα όταν ακόμα ήταν μειοψηφία. Εκείνους που θα σπάσουν έστω τώρα το φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας του λαού. Εκείνους που σε τελική ανάλυση, όταν η χώρα θα απειληθεί να γίνει Αργεντινή του 2001 θα απαντήσουν “προτιμούμε Αργεντινή του 2001 παρά Βουλγαρία του 1990”.
harta.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου