του Γιώργου Πήττα
Η εβδομάδα που φεύγει αφήνει αύρα, μαύρη.
Θα πάρει καιρό ίσαμε να γκριζάρει, κι’ ακόμα περισσότερο μέχρι να ξεδιαλύνει, να σπάσει σε κόκκους, και να αφήσει το λευκό να φανεί.
Να γίνει ξανά, Τοπίο στην ομίχλη.
Το πένθος που διαπερνά τους Έλληνες δεν έχει να κάνει με το αν όλοι παρακολουθούσαν εκστατικοί τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Καθόλου.Το πένθος αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη μοναξιά των Ελλήνων στη βαθύτερη κρίση που έχει περάσει η χώρα τους από τη λήξη του εμφυλίου. Διάβαζα τα σχόλια πολλών πολιτών στις ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων.
Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί εκείνοι που ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν δημόσια θλίψη και παράλληλα να εξομολογηθούν με χαμηλότονες εκφράσεις, σα να δήλωναν αμαρτία, πως είτε δεν είχαν δει καμία ταινία του, είτε συχνά δυσκολεύονταν να τον παρακολουθήσουν. Παρόλα αυτά, όλοι, εξέπεμπαν έναν σπαραγμό:
«Που πας και μας αφήνεις;» «Τώρα φεύγεις;» «Δεν έμεινε κανείς πια να μιλήσει για μας» . Πολλοί θυμήθηκαν την τραγική ατάκα του Βέγγου στο Μετέωρο βήμα του πελαργού -προφητική κατά κάποιο τρόπο ή μάλλον κατά κάθε τρόπο καθώς η ταινία γυρίστηκε το 1995 κατά την εποχή που με άχυρα, αέρα και ψέματα χτίζονταν η «ισχυρή Ελλάδα»:
«….Πεθαίνουμε σα λαός…η Ελλάδα πεθαίνει…κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι’ αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.»
Δεν ξέρω κι’ εγώ πόσες φορές βρήκα τη φράση. Πάρα πολλές.
Επαναλαμβανόμενη σαν πάνδημος κομμός, σαν υπερκείμενος θρήνος.
Είναι αυτό, που δεν μπορεί να κατανοήσει ο ελάχιστος κος Πολατίδης, βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ ο οποίος με τη φόρα που διακρίνει τους ανόητους , αγενείς και άξεστους ανθρώπους, σηκώθηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων μόλις προχθές για να πει πως «ο Αγγελόπουλος εκπροσωπούσε με το έργο του ένα ακραίο τμήμα της διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης Αριστεράς» . Έφερε δε, ως παράδειγμα την φράση από το Μετέωρο βήμα του πελαργού, για να υποστηρίξει πως ο Αγγελόπουλος αποζητούσε την κατάργηση των συνόρων.
Πώς να καταλάβει ο μηδαμινός;
Τι να κατανοήσει ο έρημος κι’ απρόσωπος;
Εκπρόσωπος κι’ αυτός του συστημικού πολιτικού εμέσματος, του αποχυμωμένου από κάθε Αρχή κι’ Αξία τεμαχίζει την Ελλάδα και την κοινωνία σε μερίδες συμφερόντων προς ίδιον όφελος.
Όμως, ναι, οι Έλληνες, πενθούν αυτή την απώλεια με έναν τρόπο που ανεβάζει την ευθύνη στο ύψιστο επίπεδο για όσους μένουν πίσω και διαθέτουν φωνή, κρίση, έργο.
Οι Έλληνες όπως έγραψα και νωρίτερα, βάρυναν από τον χαμό του Αγγελόπουλου ανεξάρτητα από το αν τους άρεσε ή όχι η δουλειά του.
Και είναι πάρα πολύ σοβαρό αυτό.
Ήξεραν όμως για αυτόν κάτι το κεφαλαιώδες και θεμελιώδες:
Ο Θ.Α. έζησε όλη του τη ζωή υπηρετώντας την Τέχνη του με αταλάντευτη εμμονή.
Υπήρξε, σχεδόν ασφυκτικά συνεπής σε όλα όσα επέλεξε εξ’ αρχής και κυρίως στην αισθητική του αντίληψη και τη φόρμα του, στοχαστική για κάποιους, κουραστική μερικές φορές για άλλους.
Όμως, απέδειξε τη συνέπειά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
Μιλούσε λίγο και έκανε πολλά.
Ο φακός του ήταν ένα ισόβιο μονοπλάνο εστιασμένο στην Ελλάδα και την ιστορία της.
Δεν προσπάθησε ποτέ του να είναι αρεστός σε κανέναν και για αυτό έγινε σεβαστός σε πολλούς.
Έζησε δηλαδή και έδρασε με εκείνον τον τρόπο που η συντριπτική πλειοψηφία των προβεβλημένων ανθρώπων στην Ελλάδα, είτε είναι πολιτικοί, είτε καλλιτέχνες, είτε διανοούμενοι, αδυνατούν έστω και να κατανοήσουν.
Έζησε δηλαδή, -ως δημόσιο πρόσωπο- παραδειγματικά.
Έτσι όπως θέλει η κάθε κοινωνία, να είναι όσοι βγαίνουν μπροστά.
Αυτή τη συνέπεια είναι που τίμησαν πρωτίστως οι πάρα πολλοί Έλληνες και δευτερευόντως το έργο του, αυτό κάθε αυτό.
Άλλωστε, οι ταινίες του, όλο και λιγότερο γέμιζαν τις αίθουσες στην πατρίδα του.
Και όλοι αυτοί, οι πολλοί, εκείνοι που δεν γέμιζαν τις αίθουσες, είναι που έσπευσαν να εκφράσουν αληθινή θλίψη-υπογραμμίζοντας με ειλικρίνεια πως δεν τον παρακολουθούσαν.
Η Ελλάδα είναι γυμνή.
Εκτεθειμένη στην παγωνιά της κρίσης, χωρίς πολιτική ηγεσία, με αμήχανη και άβουλη πνευματική ηγεσία
Με εξαιρέσεις ελάχιστες όπως εκείνη του Χρόνη του Μίσσιου που με τα κατά καιρούς γραπτά του θερμαίνει λίγο την ψυχή και το νου θυμίζοντας τ’ αυτονόητα που λησμονήθηκαν εδώ και χρόνια.
Κατακερματισμένη, λοβοτομημένη, παραδομένη σε τρισάθλιες συμμορίες που δρουν είτε στο επίκεντρο της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής με το προσωπείο των πλείστων πολιτικών και «παραγόντων», είτε στο κέντρο της Αθήνας με την κουκούλα των μισάνθρωπων χρυσαυγιτών, εμβρόντητη από τα ανθρώπινα ράκη των ανέστιων που φυτρώνουν σαν πρωτόγνωρα άνθη στο άγονο από την πλημμυρίδα του τσιμέντου εδάφους της.
Η Ελλάδα, είναι ορφανή.
Αυτό ήρθε τόσο ηχηρά και τόσο σιωπηρά, να υπογραμμίσει η αιφνίδια απώλεια.
Η Ελλάδα:
Με άδειες τσέπες, με κουτσουρεμένους μισθούς, άνεργη, μα κυρίως με την εδώ και πάρα πολλά χρόνια αβυσσαλέα πνευματική πενία μιας χώρας που βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση και εν ολίγοις αλλοτριώθηκε , παραμορφώθηκε, θόλωσε και τυφλώθηκε όχι από τη σκόνη του χρόνου, αλλά από τα λερά στρας του life style, της κομπίνας και του ψεύδους.
Έτοιμη να εκραγεί στη ανεξέλεγκτη βία που η αθλιότητα γεννά.
Με τα όργανα της τάξης να δικαιολογούν τους μισθούς τους κάνοντας σκούπες και μαζεύοντας με την απόχη εξαθλιωμένους που κατά κανόνα έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα.
Με το επόμενο βήμα της χώρας να είναι πιο μετέωρο από ποτέ.
Μία ακίνητη θάλασσα, πηχτή, μια θάλασσα καφετιά από την λάσπη που αναδεύεται διαρκώς, καθώς πέφτουν μέσα της σαν πέτρες τα όνειρα και οι ελπίδες.
Πέτρες στο βυθό.
Πέτρες στο βυθό, που πρέπει να λιθοβολήσουν τη λάσπη τόσο, όσο να χρειαστεί να ανέβει ο βυθός να καλύψει την επιφάνεια και να γίνει ο δρόμος για την άλλη θάλασσα: Την καθαρή, την γεμάτη ζωή μέσα της, με την πλάτη της να αντανακλά μόνο φως.
Όπως το είπε και εκείνος: «Επίθεση Πολιτισμού».
Και Πολιτισμός, δεν είναι μόνο οι ταινίες, η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική το θέατρο. Πολιτισμός είναι και τα όρια, ο πήχης, η αξιοπρέπεια, του τι ανεχόμαστε και τι όχι, Πολιτισμός είναι η κάθε μας κίνηση κάθε στιγμή.
Επίθεση Πολιτισμού.
Μπορούμε; Γιατί αν δεν μπορούμε –και είναι εδώ, άλλη μία ατομική ευθύνη που συνθέτει και εκείνη την συλλογική- τότε, ας γυρίσουμε το βλέμμα μερικές αράδες πιο πάνω και ας ξαναδιαβάσουμε συλλαβιστά αυτή τη φορά και δυνατά την φράση του Βέγγου από το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Άλλη ελπίδα, δεν υπάρχει.
tvxs.
Η εβδομάδα που φεύγει αφήνει αύρα, μαύρη.
Θα πάρει καιρό ίσαμε να γκριζάρει, κι’ ακόμα περισσότερο μέχρι να ξεδιαλύνει, να σπάσει σε κόκκους, και να αφήσει το λευκό να φανεί.
Να γίνει ξανά, Τοπίο στην ομίχλη.
Το πένθος που διαπερνά τους Έλληνες δεν έχει να κάνει με το αν όλοι παρακολουθούσαν εκστατικοί τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Καθόλου.Το πένθος αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη μοναξιά των Ελλήνων στη βαθύτερη κρίση που έχει περάσει η χώρα τους από τη λήξη του εμφυλίου. Διάβαζα τα σχόλια πολλών πολιτών στις ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων.
Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί εκείνοι που ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν δημόσια θλίψη και παράλληλα να εξομολογηθούν με χαμηλότονες εκφράσεις, σα να δήλωναν αμαρτία, πως είτε δεν είχαν δει καμία ταινία του, είτε συχνά δυσκολεύονταν να τον παρακολουθήσουν. Παρόλα αυτά, όλοι, εξέπεμπαν έναν σπαραγμό:
«Που πας και μας αφήνεις;» «Τώρα φεύγεις;» «Δεν έμεινε κανείς πια να μιλήσει για μας» . Πολλοί θυμήθηκαν την τραγική ατάκα του Βέγγου στο Μετέωρο βήμα του πελαργού -προφητική κατά κάποιο τρόπο ή μάλλον κατά κάθε τρόπο καθώς η ταινία γυρίστηκε το 1995 κατά την εποχή που με άχυρα, αέρα και ψέματα χτίζονταν η «ισχυρή Ελλάδα»:
«….Πεθαίνουμε σα λαός…η Ελλάδα πεθαίνει…κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι’ αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.»
Δεν ξέρω κι’ εγώ πόσες φορές βρήκα τη φράση. Πάρα πολλές.
Επαναλαμβανόμενη σαν πάνδημος κομμός, σαν υπερκείμενος θρήνος.
Είναι αυτό, που δεν μπορεί να κατανοήσει ο ελάχιστος κος Πολατίδης, βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ ο οποίος με τη φόρα που διακρίνει τους ανόητους , αγενείς και άξεστους ανθρώπους, σηκώθηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων μόλις προχθές για να πει πως «ο Αγγελόπουλος εκπροσωπούσε με το έργο του ένα ακραίο τμήμα της διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης Αριστεράς» . Έφερε δε, ως παράδειγμα την φράση από το Μετέωρο βήμα του πελαργού, για να υποστηρίξει πως ο Αγγελόπουλος αποζητούσε την κατάργηση των συνόρων.
Πώς να καταλάβει ο μηδαμινός;
Τι να κατανοήσει ο έρημος κι’ απρόσωπος;
Εκπρόσωπος κι’ αυτός του συστημικού πολιτικού εμέσματος, του αποχυμωμένου από κάθε Αρχή κι’ Αξία τεμαχίζει την Ελλάδα και την κοινωνία σε μερίδες συμφερόντων προς ίδιον όφελος.
Όμως, ναι, οι Έλληνες, πενθούν αυτή την απώλεια με έναν τρόπο που ανεβάζει την ευθύνη στο ύψιστο επίπεδο για όσους μένουν πίσω και διαθέτουν φωνή, κρίση, έργο.
Οι Έλληνες όπως έγραψα και νωρίτερα, βάρυναν από τον χαμό του Αγγελόπουλου ανεξάρτητα από το αν τους άρεσε ή όχι η δουλειά του.
Και είναι πάρα πολύ σοβαρό αυτό.
Ήξεραν όμως για αυτόν κάτι το κεφαλαιώδες και θεμελιώδες:
Ο Θ.Α. έζησε όλη του τη ζωή υπηρετώντας την Τέχνη του με αταλάντευτη εμμονή.
Υπήρξε, σχεδόν ασφυκτικά συνεπής σε όλα όσα επέλεξε εξ’ αρχής και κυρίως στην αισθητική του αντίληψη και τη φόρμα του, στοχαστική για κάποιους, κουραστική μερικές φορές για άλλους.
Όμως, απέδειξε τη συνέπειά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
Μιλούσε λίγο και έκανε πολλά.
Ο φακός του ήταν ένα ισόβιο μονοπλάνο εστιασμένο στην Ελλάδα και την ιστορία της.
Δεν προσπάθησε ποτέ του να είναι αρεστός σε κανέναν και για αυτό έγινε σεβαστός σε πολλούς.
Έζησε δηλαδή και έδρασε με εκείνον τον τρόπο που η συντριπτική πλειοψηφία των προβεβλημένων ανθρώπων στην Ελλάδα, είτε είναι πολιτικοί, είτε καλλιτέχνες, είτε διανοούμενοι, αδυνατούν έστω και να κατανοήσουν.
Έζησε δηλαδή, -ως δημόσιο πρόσωπο- παραδειγματικά.
Έτσι όπως θέλει η κάθε κοινωνία, να είναι όσοι βγαίνουν μπροστά.
Αυτή τη συνέπεια είναι που τίμησαν πρωτίστως οι πάρα πολλοί Έλληνες και δευτερευόντως το έργο του, αυτό κάθε αυτό.
Άλλωστε, οι ταινίες του, όλο και λιγότερο γέμιζαν τις αίθουσες στην πατρίδα του.
Και όλοι αυτοί, οι πολλοί, εκείνοι που δεν γέμιζαν τις αίθουσες, είναι που έσπευσαν να εκφράσουν αληθινή θλίψη-υπογραμμίζοντας με ειλικρίνεια πως δεν τον παρακολουθούσαν.
Η Ελλάδα είναι γυμνή.
Εκτεθειμένη στην παγωνιά της κρίσης, χωρίς πολιτική ηγεσία, με αμήχανη και άβουλη πνευματική ηγεσία
Με εξαιρέσεις ελάχιστες όπως εκείνη του Χρόνη του Μίσσιου που με τα κατά καιρούς γραπτά του θερμαίνει λίγο την ψυχή και το νου θυμίζοντας τ’ αυτονόητα που λησμονήθηκαν εδώ και χρόνια.
Κατακερματισμένη, λοβοτομημένη, παραδομένη σε τρισάθλιες συμμορίες που δρουν είτε στο επίκεντρο της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής με το προσωπείο των πλείστων πολιτικών και «παραγόντων», είτε στο κέντρο της Αθήνας με την κουκούλα των μισάνθρωπων χρυσαυγιτών, εμβρόντητη από τα ανθρώπινα ράκη των ανέστιων που φυτρώνουν σαν πρωτόγνωρα άνθη στο άγονο από την πλημμυρίδα του τσιμέντου εδάφους της.
Η Ελλάδα, είναι ορφανή.
Αυτό ήρθε τόσο ηχηρά και τόσο σιωπηρά, να υπογραμμίσει η αιφνίδια απώλεια.
Η Ελλάδα:
Με άδειες τσέπες, με κουτσουρεμένους μισθούς, άνεργη, μα κυρίως με την εδώ και πάρα πολλά χρόνια αβυσσαλέα πνευματική πενία μιας χώρας που βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση και εν ολίγοις αλλοτριώθηκε , παραμορφώθηκε, θόλωσε και τυφλώθηκε όχι από τη σκόνη του χρόνου, αλλά από τα λερά στρας του life style, της κομπίνας και του ψεύδους.
Έτοιμη να εκραγεί στη ανεξέλεγκτη βία που η αθλιότητα γεννά.
Με τα όργανα της τάξης να δικαιολογούν τους μισθούς τους κάνοντας σκούπες και μαζεύοντας με την απόχη εξαθλιωμένους που κατά κανόνα έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα.
Με το επόμενο βήμα της χώρας να είναι πιο μετέωρο από ποτέ.
Μία ακίνητη θάλασσα, πηχτή, μια θάλασσα καφετιά από την λάσπη που αναδεύεται διαρκώς, καθώς πέφτουν μέσα της σαν πέτρες τα όνειρα και οι ελπίδες.
Πέτρες στο βυθό.
Πέτρες στο βυθό, που πρέπει να λιθοβολήσουν τη λάσπη τόσο, όσο να χρειαστεί να ανέβει ο βυθός να καλύψει την επιφάνεια και να γίνει ο δρόμος για την άλλη θάλασσα: Την καθαρή, την γεμάτη ζωή μέσα της, με την πλάτη της να αντανακλά μόνο φως.
Όπως το είπε και εκείνος: «Επίθεση Πολιτισμού».
Και Πολιτισμός, δεν είναι μόνο οι ταινίες, η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική το θέατρο. Πολιτισμός είναι και τα όρια, ο πήχης, η αξιοπρέπεια, του τι ανεχόμαστε και τι όχι, Πολιτισμός είναι η κάθε μας κίνηση κάθε στιγμή.
Επίθεση Πολιτισμού.
Μπορούμε; Γιατί αν δεν μπορούμε –και είναι εδώ, άλλη μία ατομική ευθύνη που συνθέτει και εκείνη την συλλογική- τότε, ας γυρίσουμε το βλέμμα μερικές αράδες πιο πάνω και ας ξαναδιαβάσουμε συλλαβιστά αυτή τη φορά και δυνατά την φράση του Βέγγου από το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Άλλη ελπίδα, δεν υπάρχει.
tvxs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου