Tι τον φοβάσαι ετούτο τον καιρό
Χαρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Εύκολη στάχτη και προσάναμα
Μια σπίθα ακόμα και θα δεις
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
Τα θυελλώδη γεγονότα όπως τα λένε
λυντσάρουν την αλήθεια
και γελάνε
Μ αυτό που από μέσα σ' οδηγάει
δε μεταδίδεται αν δεν το πεις με πράξη
των φύλλων το ξεφύλλισμα
βρωμάει φθινόπωρο υγρό
βαλτόνερα της θεωρίας και μούχλα
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
τρομοκρατίες και σάπιες απειλές
Παραμονεύει ο παλιόκαιρος σε μια άκρη
Έχε το νου σου
Κάποτε πούμασταν παιδιά θυμάσαι;
Πάνω στην άμμο μια ομπρέλλα ανοιχτή
και μεις χωμένοι από κάτω αγκαλιά
μες τη βροχή
ονειρευόμασταν ταξίδια στ' άγρια κύμματα
δίκαιες μάχες κι εξεγέρσεις ηρωικές
κοιτώντας πέρα στο μενεξεδένιο ορίζοντα
κατατροπώναμε θεριά
κι αγριες φυλές βαρβάρων εισβολέων
μονάχα μ' ένα ξύλινο σπαθάκι
Τοτε δεν ξέραμε αυτό τι πάει να πει
Να τρίζει η σκάλα σκουριασμένη μες τη θύελλα
και η ζωή σε μια κλωστή έτσι να κρέμεται
και συ ν' αναρωτιέσαι ακόμη αν πρέπει
και να ντρέπεσαι...
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
μα εσύ δεκάρα μην τους δίνεις
Το δρόμο που έψαχνες αλήθεια
μόνο ανασαίνοντας ερείπια και χώμα θα τον βρεις.
Στης σύγκρουσης τον κουρνιαχτό
την ωρα εκείνη τη μοιραία
που μαρτυρία συνειδητά θα καταθέτεις
τα τείχη πως γκρεμίζονται μπροστά σου
καθώς σου έλαχε
Κι εκείνη τη φωνή, τη μακρινή, τη ραγισμένη
τη μυστική, τη μυθική, τη χιονισμένη
δεν την εξευμενίζεις με χαμόγελα έτσι εύκολα
ούτε με κόσμιες συμπεριφορές
Τι τον φοβασαι ετούτο τον καιρό
Χάρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Ευκολη στάχτη και προσάναμα
Γιώργος Σαρρής.
Χαρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Εύκολη στάχτη και προσάναμα
Μια σπίθα ακόμα και θα δεις
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
Τα θυελλώδη γεγονότα όπως τα λένε
λυντσάρουν την αλήθεια
και γελάνε
Μ αυτό που από μέσα σ' οδηγάει
δε μεταδίδεται αν δεν το πεις με πράξη
των φύλλων το ξεφύλλισμα
βρωμάει φθινόπωρο υγρό
βαλτόνερα της θεωρίας και μούχλα
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
τρομοκρατίες και σάπιες απειλές
Παραμονεύει ο παλιόκαιρος σε μια άκρη
Έχε το νου σου
Κάποτε πούμασταν παιδιά θυμάσαι;
Πάνω στην άμμο μια ομπρέλλα ανοιχτή
και μεις χωμένοι από κάτω αγκαλιά
μες τη βροχή
ονειρευόμασταν ταξίδια στ' άγρια κύμματα
δίκαιες μάχες κι εξεγέρσεις ηρωικές
κοιτώντας πέρα στο μενεξεδένιο ορίζοντα
κατατροπώναμε θεριά
κι αγριες φυλές βαρβάρων εισβολέων
μονάχα μ' ένα ξύλινο σπαθάκι
Τοτε δεν ξέραμε αυτό τι πάει να πει
Να τρίζει η σκάλα σκουριασμένη μες τη θύελλα
και η ζωή σε μια κλωστή έτσι να κρέμεται
και συ ν' αναρωτιέσαι ακόμη αν πρέπει
και να ντρέπεσαι...
Χειρονομούνε τα αποτρόπαια και βρίζουνε
μα εσύ δεκάρα μην τους δίνεις
Το δρόμο που έψαχνες αλήθεια
μόνο ανασαίνοντας ερείπια και χώμα θα τον βρεις.
Στης σύγκρουσης τον κουρνιαχτό
την ωρα εκείνη τη μοιραία
που μαρτυρία συνειδητά θα καταθέτεις
τα τείχη πως γκρεμίζονται μπροστά σου
καθώς σου έλαχε
Κι εκείνη τη φωνή, τη μακρινή, τη ραγισμένη
τη μυστική, τη μυθική, τη χιονισμένη
δεν την εξευμενίζεις με χαμόγελα έτσι εύκολα
ούτε με κόσμιες συμπεριφορές
Τι τον φοβασαι ετούτο τον καιρό
Χάρτινος είναι. Γρήγορα καίγεται.
Ευκολη στάχτη και προσάναμα
Γιώργος Σαρρής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου