Των Γ. Μάργαρη, Αργύρη Αλτιπαρμάκη, Ramin Moslemian
Σε προηγούμενο άρθρο1 προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ακόμα και στο πλαίσιο της φιλελεύθερης θεωρίας του ανταγωνισμού είναι ευλόγως αμφίβολο αν θα υπάρξει όφελος από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού για τους πολίτες, ειδικά αν αυτή απλώς συνίσταται στην πώληση της ΔΕΗ και τη δημιουργία ενός ιδιωτικού μονοπωλίου. Το ζήτημα όμως της πώλησης της ΔΕΗ πρέπει να τεθεί σε μια ευρύτερη βάση. Η πρόσβαση στον ηλεκτρισμό δεν είναι μια αποκομμένη υπηρεσία, ξέχωρη από τις υπόλοιπες διεργασίες της κοινωνίας.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του ηλεκτρισμού αντανακλά ακριβώς την αναγνώριση ότι είναι ένα απαραίτητο αγαθό για την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία. Η σύνδεση της διανομής του με διαδικασίες αγοράς μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό και ρυθμιστικό καθεστώς και να οδηγήσει στην υψηλότερη τιμολόγηση ή και στον αποκλεισμό κάποιων πολιτών από την παροχή του.
Κάτι τέτοιο θα είχε ευνόητα καταστροφικές συνέπειες για αυτούς και τον υποβιβασμό τους σε μια υποκατηγορία πολιτών.
Επίσης, πέρα από το ενδεχόμενο ελλείψεων, ο αναδιανεμητικός ρόλος της ΔΕΗ ως κρατικού μονοπωλίου εσκεμμένα συσκοτίζεται και υποτιμάται. Αυτή τη στιγμή, ακολουθώντας κάποια κοινωνική πολιτική, το κόστος της ενέργειας κάποιων κατηγοριών καταναλωτών συμπληρώνεται μέσω των λογαριασμών άλλων κατηγοριών. Ουσιαστικά, τα φτωχότερα νοικοκυριά και οι αγρότες πληρώνουν μειωμένο λογαριασμό ενώ τα νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από κάποιο επίπεδο κατανάλωσης πληρώνουν αυξημένο λογαριασμό, αφού υποτίθεται ότι η κατανάλωση αντανακλά την οικονομική τους ευρωστία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης κοινωνικής πολιτικής είναι το Οικιακό Κοινωνικό Τιμολόγιο που καθιερώθηκε για την ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών και επιβάρυνε αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Είναι προφανές ότι μια απελευθέρωση της αγοράς θα σήμαινε την αναδιανομή του κόστους λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.
Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς λειτουργεί σήμερα η απελευθέρωση της αγοράς του ηλεκτρισμού στη χώρα μας και πόσο βασίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό των συμμετεχόντων σε αυτήν. Η λειτουργία της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα αποτελείται από δύο αγορές. Η χονδρεμπορική αγορά η οποία αφορά κυρίως την παραγωγή ενέργειας είναι πλήρως απελευθερωμένη και βασίζεται σε προσφορές ενέργειας και τιμών από τους παραγωγούς και εισαγωγείς στον λειτουργό της αγοράς. Με βάση τις προσφορές εντάσσονται στο σύστημα οι πλέον οικονομικές μονάδες και αποζημιώνονται με το κόστος της τελευταίας (πιο ακριβής) μονάδας που εντάσσεται. Στη λιανεμπορική αγορά οι πάροχοι (έμποροι) ενέργειας αγοράζουν την ενέργεια από τον λειτουργό της αγοράς και την πωλούν στους καταναλωτές σε τιμές που ρυθμίζονται από την Πολιτεία. Το σύστημα αυτό (mandatory pool) το οποίο σχεδιάστηκε το 2003, χαρακτηρίζεται από σημαντικές στρεβλώσεις σε βάρος της ΔΕΗ και υπέρ των ιδιωτών παικτών των αγορών αυτών έχοντας οδηγήσει σήμερα ολόκληρη την αγορά ενέργειας στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα στρεβλώσεων είναι:
Το άνοιγμα της λιανεμπορικής αγοράς βασίσθηκε στην εκμετάλλευση της δυνατότητας που δόθηκε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις εμπορίας να προσελκύουν τα κερδοφόρα τιμολόγια της ΔΕΗ και μάλιστα χωρίς ανταγωνισμό, αφού δεν επιτρεπόταν στη ΔΕΗ να μειώσει τις τιμές της. Η απώλεια για τη ΔΕΗ ήταν ακόμα μεγαλύτερη αφού τα κερδοφόρα τιμολόγια κάλυπταν την διαφορά του κόστους από τα ζημιογόνα τιμολόγια, τα οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν επιβληθεί για λόγους κοινωνικής πολιτικής ή πολιτικής ενίσχυσης της Βιομηχανίας και φυσικά συνέχισε να προμηθεύει μόνο η ΔΕΗ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κάποια ατελή προσπάθεια άρσης των διαφορών αυτών στα τιμολόγια, οι τέσσερις κύριοι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας της λιανικής αγοράς δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους (τους αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας) αφήνοντας χρέη στη ΔΕΗ και ΔΕΣΜΗΕ πλέον των 200 εκατ. και υποχρεώνοντας τη ΔΕΗ να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σχεδόν στο 100% των καταναλωτών της χώρας (99% τον Απρίλιο 2012). Δηλαδή, η λιανεμπορική αγορά δεν υφίσταται πλέον στην Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι η ΔΕΗ, ως προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου, είναι υποχρεωμένη να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε κάθε καταναλωτή χωρίς δικαίωμα επιλογής και με τιμολόγια ρυθμιζόμενα από την Πολιτεία, ακόμα και αν αναγκάζεται να εισάγει πανάκριβη ενέργεια που δεν καλύπτει το κόστος της.
Στη χονδρεμπορική αγορά το μερίδιο της ΔΕΗ τον Απρίλιο του 2012 ήταν 63% έναντι 37% των ανεξάρτητων Παραγωγών και Εισαγωγέων. Θα έλεγε κανείς ότι, έστω και με τους περιορισμούς του ολιγοπωλίου, η αγορά αυτή έχει απελευθερωθεί. Για να διασφαλισθεί όμως η βιωσιμότητα των επενδύσεων των ανεξάρτητων Παραγωγών η Εμπορία της ΔΕΗ, η οποία όπως είδαμε προμηθεύει το 100% σχεδόν των καταναλωτών, είναι υποχρεωμένη να καλύπτει το μεταβλητό κόστος λειτουργίας αυτών των μονάδων προσαυξημένο κατά 10%. Οι μονάδες αυτές, αν και δεν είναι οι πιο οικονομικές, έχουν τη δυνατότητα να παραμένουν σε λειτουργία παραβιάζοντας την προτεραιότητα ένταξης αφού εισπράττουν και με το παραπάνω το κόστος λειτουργίας τους. Δηλαδή η ΔΕΗ υποχρεώνεται να πριμοδοτεί τους ανταγωνιστές της με κόστη που το 2011 ανήλθαν σε 131 εκατ. ευρώκαι το 2012 εκτιμώνται σε 200-250 εκατ. ευρώ, ενώ το Σύστημα λειτουργεί αντιοικονομικά με μη αναγκαία κατανάλωση εισαγόμενου φυσικού αερίου ακόμα και σε περιόδους χαμηλής ζήτησης.
Οι στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς, οι επιβληθέντες ειδικοί φόροι καυσίμου στο ντήζελ, μαζούτ και φυσικό αέριο, αλλά και εξωγενείς παράγοντες αύξησης των τιμών των καυσίμων είναι οι κύριοι παράγοντες που παρά την εντυπωσιακή μείωση της μισθοδοσίας έχουν προκαλέσει τεράστιες οικονομικές απώλειες στη ΔΕΗ. Η χρησιμοποίηση της ΔΕΗ ως φοροεισπρακτικού μηχανισμού του τέλους ακίνητης περιουσίας, του γνωστού ως «χαράτσι της ΔΕΗ» πέρα από την τεράστια δυσφήμισή της, έχει περαιτέρω οδηγήσει τη ΔΕΗ στην τωρινή τραγική οικονομική κατάσταση με τα χρέη του Δημοσίου και των καταναλωτών να ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ τον Μάρτιο 2012 και τις επισφαλείς απαιτήσεις στα 500 εκατ. ευρώ. Ετσι, ενώ το 2010 η ΔΕΗ έκλεισε με 550 εκατ. ευρώ κέρδη, το 2011 ανακοίνωσε 150 εκατ. ευρώ ζημιές. Η μείωση της τιμής της μετοχής της ΔΕΗ στο ίδιο διάστημα οδήγησε σε χρηματιστηριακή αξία περίπου ίση με 464 εκατ., ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του προυπολογισμού μίας μόνο από τις προγραμματισμένες μονάδες της (Πτολεμαΐδα 5).
Είναι προφανές ότι πιθανή χρεωκοπία της ΔΕΗ θα οδηγήσει σε κατάρρευση ολόκληρη των αγορά ενέργειας, αφού η λειτουργία των ιδιωτών παραγωγών και ανταγωνιστών της στηρίζεται και τροφοδοτείται από τη ΔΕΗ. Είναι προφανές επίσης ότι η ΔΕΗ έχει οδηγηθεί σε αυτό το σημείο ώστε η ιδιωτικοποίηση της με οποιοδήποτε τρόπο να φαντάζει ως φυσιολογική εξέλιξη της αδυναμίας της να λειτουργήσει αποδοτικά με την παρούσα της μορφή αγνοώντας όλα τα εμπόδια που της βάζει η ίδια η Πολιτεία. Ενδεχομένως μία ιδιωτική ΔΕΗ, απαλλαγμένη από όλα αυτά τα βαρίδια να μπορέσει να λειτουργήσει καλύτερα, έχοντας απωλέσει όμως τον κοινωνικό της χαρακτήρα σε όφελος των ιδιοκτητών της, Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυξηθεί ο ανταγωνισμός στη χονδρεμπορική αγορά με τη δημιουργία μικρών «ΔΕΗ», οι οποίες θα πωληθούν σε ιδιώτες που θα ανταγωνίζονται στην αγορά ενέργειας, η αμφίβολη μείωση του κόστους παραγωγής δεν θα έχει το παραμικρό όφελος για τον καταναλωτή, αφού η μείωση αυτή δεν συνδέεται, όπως αναλύθηκε παραπάνω, με τις τιμές της λιανεμπορικής αγοράς.
1 Βλέπε άρθρο των ίδιων συγγραφέων στο φύλλο της "Αυγής" της Κυριακής 22.7.12
* Ο Γ. Μάργαρης είναι ερευνητής - επίκ. καθηγ. Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Αργύρης Αλτιπαρμάκης είναι ερευνητής - αναλυτής Αγορών Ενέργειας, Πολυτεχνείο Δανίας
*Ο Ramin Moslemian είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής - αναλυτής, Πολυτεχνείο Δανίας
Σε προηγούμενο άρθρο1 προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ακόμα και στο πλαίσιο της φιλελεύθερης θεωρίας του ανταγωνισμού είναι ευλόγως αμφίβολο αν θα υπάρξει όφελος από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού για τους πολίτες, ειδικά αν αυτή απλώς συνίσταται στην πώληση της ΔΕΗ και τη δημιουργία ενός ιδιωτικού μονοπωλίου. Το ζήτημα όμως της πώλησης της ΔΕΗ πρέπει να τεθεί σε μια ευρύτερη βάση. Η πρόσβαση στον ηλεκτρισμό δεν είναι μια αποκομμένη υπηρεσία, ξέχωρη από τις υπόλοιπες διεργασίες της κοινωνίας.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του ηλεκτρισμού αντανακλά ακριβώς την αναγνώριση ότι είναι ένα απαραίτητο αγαθό για την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία. Η σύνδεση της διανομής του με διαδικασίες αγοράς μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό και ρυθμιστικό καθεστώς και να οδηγήσει στην υψηλότερη τιμολόγηση ή και στον αποκλεισμό κάποιων πολιτών από την παροχή του.
Κάτι τέτοιο θα είχε ευνόητα καταστροφικές συνέπειες για αυτούς και τον υποβιβασμό τους σε μια υποκατηγορία πολιτών.
Επίσης, πέρα από το ενδεχόμενο ελλείψεων, ο αναδιανεμητικός ρόλος της ΔΕΗ ως κρατικού μονοπωλίου εσκεμμένα συσκοτίζεται και υποτιμάται. Αυτή τη στιγμή, ακολουθώντας κάποια κοινωνική πολιτική, το κόστος της ενέργειας κάποιων κατηγοριών καταναλωτών συμπληρώνεται μέσω των λογαριασμών άλλων κατηγοριών. Ουσιαστικά, τα φτωχότερα νοικοκυριά και οι αγρότες πληρώνουν μειωμένο λογαριασμό ενώ τα νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από κάποιο επίπεδο κατανάλωσης πληρώνουν αυξημένο λογαριασμό, αφού υποτίθεται ότι η κατανάλωση αντανακλά την οικονομική τους ευρωστία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης κοινωνικής πολιτικής είναι το Οικιακό Κοινωνικό Τιμολόγιο που καθιερώθηκε για την ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών και επιβάρυνε αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Είναι προφανές ότι μια απελευθέρωση της αγοράς θα σήμαινε την αναδιανομή του κόστους λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.
Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς λειτουργεί σήμερα η απελευθέρωση της αγοράς του ηλεκτρισμού στη χώρα μας και πόσο βασίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό των συμμετεχόντων σε αυτήν. Η λειτουργία της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα αποτελείται από δύο αγορές. Η χονδρεμπορική αγορά η οποία αφορά κυρίως την παραγωγή ενέργειας είναι πλήρως απελευθερωμένη και βασίζεται σε προσφορές ενέργειας και τιμών από τους παραγωγούς και εισαγωγείς στον λειτουργό της αγοράς. Με βάση τις προσφορές εντάσσονται στο σύστημα οι πλέον οικονομικές μονάδες και αποζημιώνονται με το κόστος της τελευταίας (πιο ακριβής) μονάδας που εντάσσεται. Στη λιανεμπορική αγορά οι πάροχοι (έμποροι) ενέργειας αγοράζουν την ενέργεια από τον λειτουργό της αγοράς και την πωλούν στους καταναλωτές σε τιμές που ρυθμίζονται από την Πολιτεία. Το σύστημα αυτό (mandatory pool) το οποίο σχεδιάστηκε το 2003, χαρακτηρίζεται από σημαντικές στρεβλώσεις σε βάρος της ΔΕΗ και υπέρ των ιδιωτών παικτών των αγορών αυτών έχοντας οδηγήσει σήμερα ολόκληρη την αγορά ενέργειας στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα στρεβλώσεων είναι:
Το άνοιγμα της λιανεμπορικής αγοράς βασίσθηκε στην εκμετάλλευση της δυνατότητας που δόθηκε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις εμπορίας να προσελκύουν τα κερδοφόρα τιμολόγια της ΔΕΗ και μάλιστα χωρίς ανταγωνισμό, αφού δεν επιτρεπόταν στη ΔΕΗ να μειώσει τις τιμές της. Η απώλεια για τη ΔΕΗ ήταν ακόμα μεγαλύτερη αφού τα κερδοφόρα τιμολόγια κάλυπταν την διαφορά του κόστους από τα ζημιογόνα τιμολόγια, τα οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν επιβληθεί για λόγους κοινωνικής πολιτικής ή πολιτικής ενίσχυσης της Βιομηχανίας και φυσικά συνέχισε να προμηθεύει μόνο η ΔΕΗ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κάποια ατελή προσπάθεια άρσης των διαφορών αυτών στα τιμολόγια, οι τέσσερις κύριοι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας της λιανικής αγοράς δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους (τους αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας) αφήνοντας χρέη στη ΔΕΗ και ΔΕΣΜΗΕ πλέον των 200 εκατ. και υποχρεώνοντας τη ΔΕΗ να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σχεδόν στο 100% των καταναλωτών της χώρας (99% τον Απρίλιο 2012). Δηλαδή, η λιανεμπορική αγορά δεν υφίσταται πλέον στην Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι η ΔΕΗ, ως προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου, είναι υποχρεωμένη να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε κάθε καταναλωτή χωρίς δικαίωμα επιλογής και με τιμολόγια ρυθμιζόμενα από την Πολιτεία, ακόμα και αν αναγκάζεται να εισάγει πανάκριβη ενέργεια που δεν καλύπτει το κόστος της.
Στη χονδρεμπορική αγορά το μερίδιο της ΔΕΗ τον Απρίλιο του 2012 ήταν 63% έναντι 37% των ανεξάρτητων Παραγωγών και Εισαγωγέων. Θα έλεγε κανείς ότι, έστω και με τους περιορισμούς του ολιγοπωλίου, η αγορά αυτή έχει απελευθερωθεί. Για να διασφαλισθεί όμως η βιωσιμότητα των επενδύσεων των ανεξάρτητων Παραγωγών η Εμπορία της ΔΕΗ, η οποία όπως είδαμε προμηθεύει το 100% σχεδόν των καταναλωτών, είναι υποχρεωμένη να καλύπτει το μεταβλητό κόστος λειτουργίας αυτών των μονάδων προσαυξημένο κατά 10%. Οι μονάδες αυτές, αν και δεν είναι οι πιο οικονομικές, έχουν τη δυνατότητα να παραμένουν σε λειτουργία παραβιάζοντας την προτεραιότητα ένταξης αφού εισπράττουν και με το παραπάνω το κόστος λειτουργίας τους. Δηλαδή η ΔΕΗ υποχρεώνεται να πριμοδοτεί τους ανταγωνιστές της με κόστη που το 2011 ανήλθαν σε 131 εκατ. ευρώκαι το 2012 εκτιμώνται σε 200-250 εκατ. ευρώ, ενώ το Σύστημα λειτουργεί αντιοικονομικά με μη αναγκαία κατανάλωση εισαγόμενου φυσικού αερίου ακόμα και σε περιόδους χαμηλής ζήτησης.
Οι στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς, οι επιβληθέντες ειδικοί φόροι καυσίμου στο ντήζελ, μαζούτ και φυσικό αέριο, αλλά και εξωγενείς παράγοντες αύξησης των τιμών των καυσίμων είναι οι κύριοι παράγοντες που παρά την εντυπωσιακή μείωση της μισθοδοσίας έχουν προκαλέσει τεράστιες οικονομικές απώλειες στη ΔΕΗ. Η χρησιμοποίηση της ΔΕΗ ως φοροεισπρακτικού μηχανισμού του τέλους ακίνητης περιουσίας, του γνωστού ως «χαράτσι της ΔΕΗ» πέρα από την τεράστια δυσφήμισή της, έχει περαιτέρω οδηγήσει τη ΔΕΗ στην τωρινή τραγική οικονομική κατάσταση με τα χρέη του Δημοσίου και των καταναλωτών να ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ τον Μάρτιο 2012 και τις επισφαλείς απαιτήσεις στα 500 εκατ. ευρώ. Ετσι, ενώ το 2010 η ΔΕΗ έκλεισε με 550 εκατ. ευρώ κέρδη, το 2011 ανακοίνωσε 150 εκατ. ευρώ ζημιές. Η μείωση της τιμής της μετοχής της ΔΕΗ στο ίδιο διάστημα οδήγησε σε χρηματιστηριακή αξία περίπου ίση με 464 εκατ., ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του προυπολογισμού μίας μόνο από τις προγραμματισμένες μονάδες της (Πτολεμαΐδα 5).
Είναι προφανές ότι πιθανή χρεωκοπία της ΔΕΗ θα οδηγήσει σε κατάρρευση ολόκληρη των αγορά ενέργειας, αφού η λειτουργία των ιδιωτών παραγωγών και ανταγωνιστών της στηρίζεται και τροφοδοτείται από τη ΔΕΗ. Είναι προφανές επίσης ότι η ΔΕΗ έχει οδηγηθεί σε αυτό το σημείο ώστε η ιδιωτικοποίηση της με οποιοδήποτε τρόπο να φαντάζει ως φυσιολογική εξέλιξη της αδυναμίας της να λειτουργήσει αποδοτικά με την παρούσα της μορφή αγνοώντας όλα τα εμπόδια που της βάζει η ίδια η Πολιτεία. Ενδεχομένως μία ιδιωτική ΔΕΗ, απαλλαγμένη από όλα αυτά τα βαρίδια να μπορέσει να λειτουργήσει καλύτερα, έχοντας απωλέσει όμως τον κοινωνικό της χαρακτήρα σε όφελος των ιδιοκτητών της, Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυξηθεί ο ανταγωνισμός στη χονδρεμπορική αγορά με τη δημιουργία μικρών «ΔΕΗ», οι οποίες θα πωληθούν σε ιδιώτες που θα ανταγωνίζονται στην αγορά ενέργειας, η αμφίβολη μείωση του κόστους παραγωγής δεν θα έχει το παραμικρό όφελος για τον καταναλωτή, αφού η μείωση αυτή δεν συνδέεται, όπως αναλύθηκε παραπάνω, με τις τιμές της λιανεμπορικής αγοράς.
1 Βλέπε άρθρο των ίδιων συγγραφέων στο φύλλο της "Αυγής" της Κυριακής 22.7.12
* Ο Γ. Μάργαρης είναι ερευνητής - επίκ. καθηγ. Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Αργύρης Αλτιπαρμάκης είναι ερευνητής - αναλυτής Αγορών Ενέργειας, Πολυτεχνείο Δανίας
*Ο Ramin Moslemian είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής - αναλυτής, Πολυτεχνείο Δανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου