Πηγή – Μετάφραση: http://paranagnostis.blogspot.com
Δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο του A. Gramsi ως προβληματισμό πάνω στα όρια του συνδικαλισμού σε όλες τις εκδοχές του: κομματικού , «πολιτικοποιημένου», ταξικού, «ταξικού», θεσμικού, Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, Ανεξάρτητου Κέντρου Αγώνα . . .
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Μήπως είμαστε συνδικαλιστές; Μήπως το κίνημα των τομεακών επιτρόπωνii που ξεκίνησε από το Τορίνο δεν είναι παρά η νιοστή τοπική ενσάρκωση της συνδικαλιστικής θεωρίας; Μήπως αλήθεια αυτό το κίνημα δεν είναι παρά ο μικρός πρόδρομος στρόβιλος των καταστροφών του συνδικαλιστικού κυκλώνα εγχώριας παραγωγής· εκείνο το σύμφυρμα από δημαγωγία , από στομφώδη ψευτοεπαναστατική λογοκοπία, από πνεύμα απειθαρχίας και ανευθυνότητας από μανιακή αγκιτάτσια κάποιων ατόμων, περιορισμένης ευφυίας, με γλώσσα ροδάνι και λίγο μυαλό, που μέχρι τώρα δεν κατάφεραν παρά να λεηλατήσουν περιστασιακά τη θέληση των μαζών· αυτό το σύμφυρμα που θα παραμείνει στα χρονικά του ιταλικού εργατικού κινήματος με την ονομασία: ιταλικός συνδικαλισμός;
Η συνδικαλιστική θεωρία έχει εντελώς αποτύχει στη συγκεκριμένη δοκιμασία των προλεταριακών επαναστάσεων. Τα συνδικάτα έχουν δώσει απόδειξη της οργανικής τους ανικανότητας να ενσαρκώσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η κανονική ανάπτυξη των συνδικάτων χαρακτηρίστηκε από μια συνεχή παρακμή του επαναστατικού πνεύματος των μαζών: όταν αυξάνει η υλική δύναμη, το καταχτητικό πνεύμα εξασθενίζει ή εξαφανίζεται ολοσχερώς, η ζωτική ορμή στραγγίζει , η ηρωική αδιαλλαξία, δίνει τη θέση της στον οπορτουνισμό, στην πρακτική «για το ψωμί και το βούτυρο». Η ποσοτική αύξηση καθορίζει μια πτώχευση ποιοτική και ένα εύκολο βόλεμα στις καπιταλιστικές κοινωνικές δομές· καθορίζει την εμφάνιση μιας εργατικής νοοτροπίας μίζερης στενής αντάξιας της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Και όμως είναι στοιχειώδες καθήκον του συνδικάτου αυτό του να στρατολογήσει ολόκληρη τη μάζα, του να εντάξει στα πλαίσια του, όλους τους εργαζόμενους της βιομηχανίας και της γεωργίας. Το μέσο δεν αρμόζει λοιπόν στο σκοπό και αφού κάθε μέσο δεν είναι παρά μια στιγμή του σκοπού καθώς αυτός πραγματοποιείται, εκπληρώνεται, πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι ο συνδικαλισμός δεν αποτελεί μέσο για να φθάσεις στην επανάσταση, ότι δεν είναι μια στιγμή της προλεταριακής επανάστασης, ούτε είναι η επανάσταση καθώς αυτή πραγματοποιείται, εκπληρώνεται: ο συνδικαλισμός δεν είναι επαναστατικός παρά μονάχα στο μέτρο που υπάρχει η δυνατότητα της γραμματικής σύζευξης των δύο λέξεων.
Ο συνδικαλισμός αποκαλύφθηκε ως μια απλή μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και όχι ως ένα δυνάμει ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο συνδικαλισμός οργανώνει τους εργάτες, όχι ως παραγωγούς, αλλά ως μισθωτούς, δηλαδή ως δημιουργήματα του καπιταλιστικού καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας· ως πωλητές του εμπορεύματος-εργασία. Ο συνδικαλισμός συνενώνει τους εργάτες κατά τα εργαλεία της δουλειάς τους ή κατά το υλικό που μεταποιούν, που σημαίνει ότι ο συνδικαλισμός συνενώνει τους εργάτες με βάση τις μορφές που επιβάλλει το καπιταλιστικό καθεστώς, το καθεστώς του οικονομικού ατομικισμού. Το να χρησιμοποιείς ένα εργαλείο και όχι κάποιο άλλο, το να μεταποιείς μια δεδομένη πρώτη ύλη και όχι κάποια άλλη, αποκαλύπτει τις διαφορές δεξιοτήτων και ικανότητας, στον κόπο που καταβάλλεται και στο κέρδος προκύπτει· ο εργάτης προσηλώνεται στην ίδια του την ικανότητα και στην ίδια του την δεξιότητα και τα εννοεί όχι σαν μια στιγμή της παραγωγής, αλλά σαν ένα απλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του.
Το επαγγελματικό ή βιομηχανικό συνδικάτο ενώνοντας τον εργάτη με τους συντρόφους του, του ίδιου επαγγέλματος ή της ίδιας βιομηχανίας, με εκείνους που, στη δουλειά τους, μεταχειρίζονται το ίδιο εργαλείο ή που μεταποιούν το ίδιο υλικό με αυτόν, συμβάλλει στο να δυναμώσει μια τέτοια νοοτροπία ,συμβάλλει στο να τον κάνει όλο και περισσότερο ανίκανο να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό και τον οδηγεί να εννοήσει τον εαυτό του σαν ένα «εμπόρευμα», διαθέσιμο σε μια εθνική και διεθνή αγορά, όπου, μέσα από το παιχνίδι του ανταγωνισμού, προσδιορίζεται η τιμή και η αξία του.
Ο εργάτης δεν μπορεί μόνος του να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό, παρά μονάχα αν εννοήσει τον εαυτό του ως αναπόσπαστο μέρος ολόκληρου του συστήματος δουλειάς που συνοψίζεται στο αντικείμενο- βιομηχανικό προϊόν, παρά μονάχα αν συναισθάνεται , ζωντανή στο πετσί του, την ενότητα αυτής της βιομηχανικής διαδικασίας, που απαιτεί τη συνεργασία του χειρώνακτα, του ειδικευμένου εργάτη, του διοικητικού υπάλληλου, του μηχανικού, του τεχνικού διευθυντή. Ο εργάτης μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό εάν, αφού καταχωρίσει το εαυτό του ψυχολογικά μέσα στην ιδιαίτερη διαδικασία παραγωγής ενός καθορισμένου εργοστασίου(όπως για παράδειγμα, στο Τορίνο, μιας αυτοκινητοβιομηχανίας) και αφού σκεφτεί τον εαυτό του σαν μια αναγκαία και απαραίτητη στιγμή της δραστηριότητας ενός κοινωνικού συνόλου που παράγει αυτοκίνητα, περάσει σε ένα νέο στάδιο και αποκτήσει συνείδηση του συνόλου της δραστηριότητας του Τορίνου, της αυτοκινητοβιομηχανίας, και εννοεί πλέον το Τορίνο ως μια μονάδα παραγωγής, χαρακτηριζόμενη από το αυτοκίνητο, και αντιληφθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της εργασιακής δραστηριότητας του Τορίνου, δεν υπάρχει παρά επειδή υπάρχει και αναπτύσσεται η βιομηχανία του αυτοκινήτου και ότι, κατά συνέπεια, οι εργάτες αυτών των πολλαπλών γενικών δραστηριοτήτων είναι και οι ίδιοι παραγωγοί της βιομηχανίας του αυτοκινήτου, γιατί είναι οι δημιουργοί των αναγκαίων και ικανών συνθηκών ύπαρξης αυτής της βιομηχανίας. Με αφετηρία αυτό το κύτταρο: το εργοστάσιο ως μονάδα, ως πράξη δημιουργίας ενός καθορισμένου προϊόντος, ο εργάτης αίρεται στην κατανόηση ευρύτερων μονάδων, έως το έθνος, που είναι στο σύνολό του ένας γιγάντιος μηχανισμός παραγωγής χαρακτηριζόμενος από τις εξαγωγές, από το άθροισμα του πλούτου που ανταλλάσσει έναντι ενός ισοδύναμου αθροίσματος πλούτου που συρρέει από όλες τις γωνιές του του κόσμου, προερχόμενο από όλους εκείνους τους άλλους γιγάντιους μηχανισμούς παραγωγής στους οποίους διαιρείται ο κόσμος. Τότε ο εργάτης είναι πράγματι παραγωγός, διότι έχει πλέον συνείδηση της λειτουργίας του μέσα στην παραγωγική διαδικασία, σε όλους της τους αναβαθμούς, από το εργοστάσιο μέχρι το έθνος και μετά τον κόσμο· τότε αισθάνεται τι είναι η τάξη και γίνεται κομμουνιστής διότι, γι αυτόν, η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν είναι λειτουργία του παράγειν· και γίνεται επαναστάτης διότι εννοεί τον καπιταλισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία σαν βαρίδι, σαν εμπόδιο που πρέπει να παραμερισθεί. Τότε, αληθινά, εννοεί το «κράτος», εννοεί πως είναι ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός διότι τον ανάγει στη μορφή του γιγαντιαίου μηχανισμού παραγωγής που, με όλες του τις σχέσεις με όλες του τις νέες και ανώτερες λειτουργίες που απαιτεί το τρομερό του μέγεθος, αντανακλά τη ζωή του εργοστασίου και αντιπροσωπεύει το εναρμονισμένο και ιεραρχημένο σύνολο, των αναγκαίων συνθηκών ώστε να ζει και να αναπτύσσεται το εργοστάσιο του, η βιομηχανία του και η προσωπικότητά του ως παραγωγού.
Η ιταλική πρακτική του ψευτοεπαναστατικού συνδικαλισμού,απορρίφθηκε από το κίνημα των τομεακών επιτρόπων του Τορίνου, όπως και η πρακτική του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού· απορρίφθηκε μάλιστα στο δεύτερο βαθμό, μια και ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός ξεπερνά τον ψευτοεπαναστατικό συνδικαλισμό. Πράγματι, εάν το συνδικάτο είναι ικανό ίσα για να δώσει στους εργάτες «το ψωμί και το βούτυρο», εάν το συνδικάτο δεν μπορεί, μέσα σε ένα αστικό καθεστώς, παρά μόνο να εξασφαλίσει μια σταθερή αγορά για τους μισθούς και να εξαφανίζει μερικούς από τους πιο απειλητικούς κινδύνους για την φυσική και ηθική ακεραιότητα του εργάτη, είναι προφανές ότι η ρεφορμιστική πρακτική έχει μεγαλύτερη επιτυχία από την ψευτοεπαναστατική στο να φέρει τέτοια αποτελέσματα. Αν απαιτούμε από ένα εργαλείο περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει, εάν δημιουργούμε την πίστη ότι ένα εργαλείο μπορεί να δώσει περισσότερα από όσα επιτρέπει η φύση του, ξαστοχούμε ακατάπαυστα, ασκούμε καθαρά δημαγωγική δράση. Οι ψευτοεπαναστάτες συνδικαλιστές της Ιταλίας φτάνουν συχνά μέχρι του σημείου να συζητούν αν συμφέρει να γίνει το συνδικάτο (για παράδειγμα των σιδηροδρομικών) ένας κλειστός κύκλος, που δεν υπολογίζει παρά μόνο στους «επαναστάτες», παρά μόνο στην τολμηρή μειοψηφία που συμπαρασύρει τις ψυχρές και αδιάφορες μάζες· δηλαδή φτάνουν να αρνούνται την στοιχειώδη αρχή του συνδικαλισμού που είναι να οργανώσει το σύνολο των μαζώνiii. Αν φτάνουν ως εκεί, είναι επειδή συναισθάνονται συγκεχυμένα, βαθειά μέσα τους, τη μηδαμινότητα της προπαγάνδας «τους», την ανικανότητα του συνδικάτου να δώσει μια συγκεκριμένα επαναστατική μορφή στη συνείδηση του εργάτη. Επειδή δεν έχουν ποτέ αναρωτηθεί με καθαρότητα και ακρίβεια για το πρόβλημα της προλεταριακής επανάστασης· αυτοί οι ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας των «παραγωγών» δεν είχαν ποτέ καμιά συνείδηση παραγωγών· είναι δημαγωγοί και όχι επαναστάτες, είναι αγκιτάτορες που αρκούνται να συγκινούν με τα ψεύτικα πετράδια των λόγων τους και όχι παιδαγωγοί που διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Το κίνημα των επιτρόπων δεν γεννήθηκε και δεν αναπτύχθηκε, για να αντικαταστήσει τον Μπουότσι ή τον Ντ’ Αραγκόνα με τον Μπόργκιiv; Το κίνημα των επιτρόπων είναι η άρνηση κάθε μορφής ατομισμού ή πρόταξης των προσωπικοτήτωνv. Είναι η αρχή μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας μέσα στην οποία η εργαζόμενη μάζα αποκτά τη συνείδηση της αδιαίρετης ενότητάς της, βασισμένης στην παραγωγή, βασισμένης στην συγκεκριμένη πράξη της εργασίας και δίνει σε αυτή τη συνείδηση μια οργανική μορφή υποκείμενη η ίδια στη δική της ιεραρχία, αποκομίζοντας από αυτήν την ιεραρχία ό,τι βαθύτερο διαθέτει, για να ενσαρκώσει την συνειδητή της θέληση, προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, προς μια ευρεία ιστορική διαδικασία που παρά τα λάθη όπου τα άτομα θα μπορούσαν να πέσουν, παρά τις κρίσεις που οι εθνικές ή διεθνείς συνάφειες μπορούν να προκαλέσουν, θα κορυφωθεί ακαταμάχητα στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην κομμουνιστική Διεθνή .
Η συνδικαλιστική θεωρία δεν έχει ποτέ διαμορφώσει μια τέτοια σύλληψη του παραγωγού και της διαδικασίας ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας των παραγωγών· δεν έχει ποτέ δείξει ότι θα άρμοζε να δοθεί αυτή η κατεύθυνση και αυτή η σημασία στην οργάνωση των εργαζομένων. Έβγαλε μια θεωρία για μια ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, του επαγγελματικού και του βιομηχανικού συνδικάτου, και αν έχτισε πάνω σε μια πραγματικότητα, είναι η πραγματικότητα του μοντέλου που υποδεικνύει το καπιταλιστικό καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της εργατικής δύναμης· δεν έχτισε λοιπόν παρά μια ουτοπία, ένα μεγάλο παλάτι αφαιρέσεων.
Η έννοια του συστήματος των Συμβουλίων , βασισμένο στη δύναμη της μάζας των εργαζομένων, οργανωμένης κατά τόπο εργασίας και κατά ενότητα παραγωγής, έχει την πηγή της τις συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες του ρώσικου προλεταριάτου και είναι το αποτέλεσμα της θεωρητικής προσπάθειας των συντρόφων κομμουνιστών της Ρωσίας, που δεν είναι βέβαια συνδικαλιστές επαναστάτες, αλλά σοσιαλιστές επαναστάτες.
(Ανυπόγραφο,« L’ Ordine Nuovo», 8 Νοέμβρη 1919, 1, φ. 35).
Σημειώσεις
i Ο Gramsci αναφέρεται στο ρεύμα του εργατικού κινήματος που, στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, ήταν γνωστό με το όνομα «Συνδικαλισμός» ή «Αναρχοσυνδικαλισμός». Ο Gramsi κρατάει τον πρώτο όρο «Συνδικαλισμός» και τον χρησιμοποιεί τόσο για να δηλώσει τους αναρχοσυνδικαλιστές όσο και με την κανονική του σημασία. Το άρθρο αυτό λοιπόν προφανώς απαντά στις κατηγορίες του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού που συχνά απευθύνονταν – από τους ιθύνοντες της C.G.L.(Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) – ενάντια στις θέσεις της Ordine Nuovo
ii Οι «τομεακοί επίτροποι» εκλέγονταν με σκοπό να εκπροσωπούν τους εργάτες του τομέα τους (εργοστάσιο ή εργοστάσια μιας φίρμας) συνδικαλισμένους και μη, στις συνδιαλλαγές τους με την εργοδοσία, να επιβλέπουν την τήρηση των ωραρίων και των συμβάσεων συνεργαζόμενοι τόσο με τα συνδικάτα όσο και με τις «εσωτερικές επιτροπές», να επιλύουν συναινετικά ζητήματα της δουλειάς ανάμεσα στους εργάτες. Ο Gramsci τους βλέπει ακόμα και σαν παιδαγωγούς της εργατικής τάξης, που πρέπει να της μάθουν να αυτοδιευθύνεται για να λειτουργήσει η παραγωγή χωρίς αφεντικά.
iii Το συνδικάτο των σιδηροδρομικών δεν είχε ενταχθεί στην C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και στους κόλπους του περιελάμβανε έναν ισχυρό πυρήνα αναρχοσυνδικαλιστών και επαναστατών-συνδικαλιστών
iv Ο Ludovico D’Aragona, γραμματέας της C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και ο Bruno Buozzi, γραμματέας της FIOM (Ομοσπονδίας της μεταλλουργίας) ήταν οι ισχυροί άνδρες του ρεφορμισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο αναρχικός, Armando Borghi ήταν αντίθετα η ψυχή ενός επαναστατικού συνδικάτου της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (l’Unione Sindacale Italiana) που ιδρύθηκε το 1914, και του οποίου το 3ο Συνέδριο (προγραμματισμένο για τις 20-23 Δεκεμβρίου 1919 – ενάμιση μήνα μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου ) επρόκειτο να τοποθετηθεί υπέρ των Εργοστασιακών Συμβουλίων.
v Η θεώρηση της ιστορίας ως έργο προσωπικοτήτων, θα συνοψιζόταν στη φράση: «οι ηγέτες γράφουν την ιστορία»
Δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο του A. Gramsi ως προβληματισμό πάνω στα όρια του συνδικαλισμού σε όλες τις εκδοχές του: κομματικού , «πολιτικοποιημένου», ταξικού, «ταξικού», θεσμικού, Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, Ανεξάρτητου Κέντρου Αγώνα . . .
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Μήπως είμαστε συνδικαλιστές; Μήπως το κίνημα των τομεακών επιτρόπωνii που ξεκίνησε από το Τορίνο δεν είναι παρά η νιοστή τοπική ενσάρκωση της συνδικαλιστικής θεωρίας; Μήπως αλήθεια αυτό το κίνημα δεν είναι παρά ο μικρός πρόδρομος στρόβιλος των καταστροφών του συνδικαλιστικού κυκλώνα εγχώριας παραγωγής· εκείνο το σύμφυρμα από δημαγωγία , από στομφώδη ψευτοεπαναστατική λογοκοπία, από πνεύμα απειθαρχίας και ανευθυνότητας από μανιακή αγκιτάτσια κάποιων ατόμων, περιορισμένης ευφυίας, με γλώσσα ροδάνι και λίγο μυαλό, που μέχρι τώρα δεν κατάφεραν παρά να λεηλατήσουν περιστασιακά τη θέληση των μαζών· αυτό το σύμφυρμα που θα παραμείνει στα χρονικά του ιταλικού εργατικού κινήματος με την ονομασία: ιταλικός συνδικαλισμός;
Η συνδικαλιστική θεωρία έχει εντελώς αποτύχει στη συγκεκριμένη δοκιμασία των προλεταριακών επαναστάσεων. Τα συνδικάτα έχουν δώσει απόδειξη της οργανικής τους ανικανότητας να ενσαρκώσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η κανονική ανάπτυξη των συνδικάτων χαρακτηρίστηκε από μια συνεχή παρακμή του επαναστατικού πνεύματος των μαζών: όταν αυξάνει η υλική δύναμη, το καταχτητικό πνεύμα εξασθενίζει ή εξαφανίζεται ολοσχερώς, η ζωτική ορμή στραγγίζει , η ηρωική αδιαλλαξία, δίνει τη θέση της στον οπορτουνισμό, στην πρακτική «για το ψωμί και το βούτυρο». Η ποσοτική αύξηση καθορίζει μια πτώχευση ποιοτική και ένα εύκολο βόλεμα στις καπιταλιστικές κοινωνικές δομές· καθορίζει την εμφάνιση μιας εργατικής νοοτροπίας μίζερης στενής αντάξιας της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Και όμως είναι στοιχειώδες καθήκον του συνδικάτου αυτό του να στρατολογήσει ολόκληρη τη μάζα, του να εντάξει στα πλαίσια του, όλους τους εργαζόμενους της βιομηχανίας και της γεωργίας. Το μέσο δεν αρμόζει λοιπόν στο σκοπό και αφού κάθε μέσο δεν είναι παρά μια στιγμή του σκοπού καθώς αυτός πραγματοποιείται, εκπληρώνεται, πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι ο συνδικαλισμός δεν αποτελεί μέσο για να φθάσεις στην επανάσταση, ότι δεν είναι μια στιγμή της προλεταριακής επανάστασης, ούτε είναι η επανάσταση καθώς αυτή πραγματοποιείται, εκπληρώνεται: ο συνδικαλισμός δεν είναι επαναστατικός παρά μονάχα στο μέτρο που υπάρχει η δυνατότητα της γραμματικής σύζευξης των δύο λέξεων.
Ο συνδικαλισμός αποκαλύφθηκε ως μια απλή μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και όχι ως ένα δυνάμει ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο συνδικαλισμός οργανώνει τους εργάτες, όχι ως παραγωγούς, αλλά ως μισθωτούς, δηλαδή ως δημιουργήματα του καπιταλιστικού καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας· ως πωλητές του εμπορεύματος-εργασία. Ο συνδικαλισμός συνενώνει τους εργάτες κατά τα εργαλεία της δουλειάς τους ή κατά το υλικό που μεταποιούν, που σημαίνει ότι ο συνδικαλισμός συνενώνει τους εργάτες με βάση τις μορφές που επιβάλλει το καπιταλιστικό καθεστώς, το καθεστώς του οικονομικού ατομικισμού. Το να χρησιμοποιείς ένα εργαλείο και όχι κάποιο άλλο, το να μεταποιείς μια δεδομένη πρώτη ύλη και όχι κάποια άλλη, αποκαλύπτει τις διαφορές δεξιοτήτων και ικανότητας, στον κόπο που καταβάλλεται και στο κέρδος προκύπτει· ο εργάτης προσηλώνεται στην ίδια του την ικανότητα και στην ίδια του την δεξιότητα και τα εννοεί όχι σαν μια στιγμή της παραγωγής, αλλά σαν ένα απλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του.
Το επαγγελματικό ή βιομηχανικό συνδικάτο ενώνοντας τον εργάτη με τους συντρόφους του, του ίδιου επαγγέλματος ή της ίδιας βιομηχανίας, με εκείνους που, στη δουλειά τους, μεταχειρίζονται το ίδιο εργαλείο ή που μεταποιούν το ίδιο υλικό με αυτόν, συμβάλλει στο να δυναμώσει μια τέτοια νοοτροπία ,συμβάλλει στο να τον κάνει όλο και περισσότερο ανίκανο να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό και τον οδηγεί να εννοήσει τον εαυτό του σαν ένα «εμπόρευμα», διαθέσιμο σε μια εθνική και διεθνή αγορά, όπου, μέσα από το παιχνίδι του ανταγωνισμού, προσδιορίζεται η τιμή και η αξία του.
Ο εργάτης δεν μπορεί μόνος του να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό, παρά μονάχα αν εννοήσει τον εαυτό του ως αναπόσπαστο μέρος ολόκληρου του συστήματος δουλειάς που συνοψίζεται στο αντικείμενο- βιομηχανικό προϊόν, παρά μονάχα αν συναισθάνεται , ζωντανή στο πετσί του, την ενότητα αυτής της βιομηχανικής διαδικασίας, που απαιτεί τη συνεργασία του χειρώνακτα, του ειδικευμένου εργάτη, του διοικητικού υπάλληλου, του μηχανικού, του τεχνικού διευθυντή. Ο εργάτης μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό εάν, αφού καταχωρίσει το εαυτό του ψυχολογικά μέσα στην ιδιαίτερη διαδικασία παραγωγής ενός καθορισμένου εργοστασίου(όπως για παράδειγμα, στο Τορίνο, μιας αυτοκινητοβιομηχανίας) και αφού σκεφτεί τον εαυτό του σαν μια αναγκαία και απαραίτητη στιγμή της δραστηριότητας ενός κοινωνικού συνόλου που παράγει αυτοκίνητα, περάσει σε ένα νέο στάδιο και αποκτήσει συνείδηση του συνόλου της δραστηριότητας του Τορίνου, της αυτοκινητοβιομηχανίας, και εννοεί πλέον το Τορίνο ως μια μονάδα παραγωγής, χαρακτηριζόμενη από το αυτοκίνητο, και αντιληφθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της εργασιακής δραστηριότητας του Τορίνου, δεν υπάρχει παρά επειδή υπάρχει και αναπτύσσεται η βιομηχανία του αυτοκινήτου και ότι, κατά συνέπεια, οι εργάτες αυτών των πολλαπλών γενικών δραστηριοτήτων είναι και οι ίδιοι παραγωγοί της βιομηχανίας του αυτοκινήτου, γιατί είναι οι δημιουργοί των αναγκαίων και ικανών συνθηκών ύπαρξης αυτής της βιομηχανίας. Με αφετηρία αυτό το κύτταρο: το εργοστάσιο ως μονάδα, ως πράξη δημιουργίας ενός καθορισμένου προϊόντος, ο εργάτης αίρεται στην κατανόηση ευρύτερων μονάδων, έως το έθνος, που είναι στο σύνολό του ένας γιγάντιος μηχανισμός παραγωγής χαρακτηριζόμενος από τις εξαγωγές, από το άθροισμα του πλούτου που ανταλλάσσει έναντι ενός ισοδύναμου αθροίσματος πλούτου που συρρέει από όλες τις γωνιές του του κόσμου, προερχόμενο από όλους εκείνους τους άλλους γιγάντιους μηχανισμούς παραγωγής στους οποίους διαιρείται ο κόσμος. Τότε ο εργάτης είναι πράγματι παραγωγός, διότι έχει πλέον συνείδηση της λειτουργίας του μέσα στην παραγωγική διαδικασία, σε όλους της τους αναβαθμούς, από το εργοστάσιο μέχρι το έθνος και μετά τον κόσμο· τότε αισθάνεται τι είναι η τάξη και γίνεται κομμουνιστής διότι, γι αυτόν, η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν είναι λειτουργία του παράγειν· και γίνεται επαναστάτης διότι εννοεί τον καπιταλισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία σαν βαρίδι, σαν εμπόδιο που πρέπει να παραμερισθεί. Τότε, αληθινά, εννοεί το «κράτος», εννοεί πως είναι ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός διότι τον ανάγει στη μορφή του γιγαντιαίου μηχανισμού παραγωγής που, με όλες του τις σχέσεις με όλες του τις νέες και ανώτερες λειτουργίες που απαιτεί το τρομερό του μέγεθος, αντανακλά τη ζωή του εργοστασίου και αντιπροσωπεύει το εναρμονισμένο και ιεραρχημένο σύνολο, των αναγκαίων συνθηκών ώστε να ζει και να αναπτύσσεται το εργοστάσιο του, η βιομηχανία του και η προσωπικότητά του ως παραγωγού.
Η ιταλική πρακτική του ψευτοεπαναστατικού συνδικαλισμού,απορρίφθηκε από το κίνημα των τομεακών επιτρόπων του Τορίνου, όπως και η πρακτική του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού· απορρίφθηκε μάλιστα στο δεύτερο βαθμό, μια και ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός ξεπερνά τον ψευτοεπαναστατικό συνδικαλισμό. Πράγματι, εάν το συνδικάτο είναι ικανό ίσα για να δώσει στους εργάτες «το ψωμί και το βούτυρο», εάν το συνδικάτο δεν μπορεί, μέσα σε ένα αστικό καθεστώς, παρά μόνο να εξασφαλίσει μια σταθερή αγορά για τους μισθούς και να εξαφανίζει μερικούς από τους πιο απειλητικούς κινδύνους για την φυσική και ηθική ακεραιότητα του εργάτη, είναι προφανές ότι η ρεφορμιστική πρακτική έχει μεγαλύτερη επιτυχία από την ψευτοεπαναστατική στο να φέρει τέτοια αποτελέσματα. Αν απαιτούμε από ένα εργαλείο περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει, εάν δημιουργούμε την πίστη ότι ένα εργαλείο μπορεί να δώσει περισσότερα από όσα επιτρέπει η φύση του, ξαστοχούμε ακατάπαυστα, ασκούμε καθαρά δημαγωγική δράση. Οι ψευτοεπαναστάτες συνδικαλιστές της Ιταλίας φτάνουν συχνά μέχρι του σημείου να συζητούν αν συμφέρει να γίνει το συνδικάτο (για παράδειγμα των σιδηροδρομικών) ένας κλειστός κύκλος, που δεν υπολογίζει παρά μόνο στους «επαναστάτες», παρά μόνο στην τολμηρή μειοψηφία που συμπαρασύρει τις ψυχρές και αδιάφορες μάζες· δηλαδή φτάνουν να αρνούνται την στοιχειώδη αρχή του συνδικαλισμού που είναι να οργανώσει το σύνολο των μαζώνiii. Αν φτάνουν ως εκεί, είναι επειδή συναισθάνονται συγκεχυμένα, βαθειά μέσα τους, τη μηδαμινότητα της προπαγάνδας «τους», την ανικανότητα του συνδικάτου να δώσει μια συγκεκριμένα επαναστατική μορφή στη συνείδηση του εργάτη. Επειδή δεν έχουν ποτέ αναρωτηθεί με καθαρότητα και ακρίβεια για το πρόβλημα της προλεταριακής επανάστασης· αυτοί οι ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας των «παραγωγών» δεν είχαν ποτέ καμιά συνείδηση παραγωγών· είναι δημαγωγοί και όχι επαναστάτες, είναι αγκιτάτορες που αρκούνται να συγκινούν με τα ψεύτικα πετράδια των λόγων τους και όχι παιδαγωγοί που διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Το κίνημα των επιτρόπων δεν γεννήθηκε και δεν αναπτύχθηκε, για να αντικαταστήσει τον Μπουότσι ή τον Ντ’ Αραγκόνα με τον Μπόργκιiv; Το κίνημα των επιτρόπων είναι η άρνηση κάθε μορφής ατομισμού ή πρόταξης των προσωπικοτήτωνv. Είναι η αρχή μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας μέσα στην οποία η εργαζόμενη μάζα αποκτά τη συνείδηση της αδιαίρετης ενότητάς της, βασισμένης στην παραγωγή, βασισμένης στην συγκεκριμένη πράξη της εργασίας και δίνει σε αυτή τη συνείδηση μια οργανική μορφή υποκείμενη η ίδια στη δική της ιεραρχία, αποκομίζοντας από αυτήν την ιεραρχία ό,τι βαθύτερο διαθέτει, για να ενσαρκώσει την συνειδητή της θέληση, προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, προς μια ευρεία ιστορική διαδικασία που παρά τα λάθη όπου τα άτομα θα μπορούσαν να πέσουν, παρά τις κρίσεις που οι εθνικές ή διεθνείς συνάφειες μπορούν να προκαλέσουν, θα κορυφωθεί ακαταμάχητα στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην κομμουνιστική Διεθνή .
Η συνδικαλιστική θεωρία δεν έχει ποτέ διαμορφώσει μια τέτοια σύλληψη του παραγωγού και της διαδικασίας ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας των παραγωγών· δεν έχει ποτέ δείξει ότι θα άρμοζε να δοθεί αυτή η κατεύθυνση και αυτή η σημασία στην οργάνωση των εργαζομένων. Έβγαλε μια θεωρία για μια ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, του επαγγελματικού και του βιομηχανικού συνδικάτου, και αν έχτισε πάνω σε μια πραγματικότητα, είναι η πραγματικότητα του μοντέλου που υποδεικνύει το καπιταλιστικό καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της εργατικής δύναμης· δεν έχτισε λοιπόν παρά μια ουτοπία, ένα μεγάλο παλάτι αφαιρέσεων.
Η έννοια του συστήματος των Συμβουλίων , βασισμένο στη δύναμη της μάζας των εργαζομένων, οργανωμένης κατά τόπο εργασίας και κατά ενότητα παραγωγής, έχει την πηγή της τις συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες του ρώσικου προλεταριάτου και είναι το αποτέλεσμα της θεωρητικής προσπάθειας των συντρόφων κομμουνιστών της Ρωσίας, που δεν είναι βέβαια συνδικαλιστές επαναστάτες, αλλά σοσιαλιστές επαναστάτες.
(Ανυπόγραφο,« L’ Ordine Nuovo», 8 Νοέμβρη 1919, 1, φ. 35).
Σημειώσεις
i Ο Gramsci αναφέρεται στο ρεύμα του εργατικού κινήματος που, στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, ήταν γνωστό με το όνομα «Συνδικαλισμός» ή «Αναρχοσυνδικαλισμός». Ο Gramsi κρατάει τον πρώτο όρο «Συνδικαλισμός» και τον χρησιμοποιεί τόσο για να δηλώσει τους αναρχοσυνδικαλιστές όσο και με την κανονική του σημασία. Το άρθρο αυτό λοιπόν προφανώς απαντά στις κατηγορίες του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού που συχνά απευθύνονταν – από τους ιθύνοντες της C.G.L.(Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) – ενάντια στις θέσεις της Ordine Nuovo
ii Οι «τομεακοί επίτροποι» εκλέγονταν με σκοπό να εκπροσωπούν τους εργάτες του τομέα τους (εργοστάσιο ή εργοστάσια μιας φίρμας) συνδικαλισμένους και μη, στις συνδιαλλαγές τους με την εργοδοσία, να επιβλέπουν την τήρηση των ωραρίων και των συμβάσεων συνεργαζόμενοι τόσο με τα συνδικάτα όσο και με τις «εσωτερικές επιτροπές», να επιλύουν συναινετικά ζητήματα της δουλειάς ανάμεσα στους εργάτες. Ο Gramsci τους βλέπει ακόμα και σαν παιδαγωγούς της εργατικής τάξης, που πρέπει να της μάθουν να αυτοδιευθύνεται για να λειτουργήσει η παραγωγή χωρίς αφεντικά.
iii Το συνδικάτο των σιδηροδρομικών δεν είχε ενταχθεί στην C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και στους κόλπους του περιελάμβανε έναν ισχυρό πυρήνα αναρχοσυνδικαλιστών και επαναστατών-συνδικαλιστών
iv Ο Ludovico D’Aragona, γραμματέας της C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και ο Bruno Buozzi, γραμματέας της FIOM (Ομοσπονδίας της μεταλλουργίας) ήταν οι ισχυροί άνδρες του ρεφορμισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο αναρχικός, Armando Borghi ήταν αντίθετα η ψυχή ενός επαναστατικού συνδικάτου της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (l’Unione Sindacale Italiana) που ιδρύθηκε το 1914, και του οποίου το 3ο Συνέδριο (προγραμματισμένο για τις 20-23 Δεκεμβρίου 1919 – ενάμιση μήνα μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου ) επρόκειτο να τοποθετηθεί υπέρ των Εργοστασιακών Συμβουλίων.
v Η θεώρηση της ιστορίας ως έργο προσωπικοτήτων, θα συνοψιζόταν στη φράση: «οι ηγέτες γράφουν την ιστορία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου