Καισαρείας 30. Απέναντι ακριβώς μένει ακόμα η κολλητή μέχρι την 3η δημοτικού φίλη μου. Δύο στενά πιο πέρα είναι το σχολείο που τέλειωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο. Ένα στενό πιο πάνω είναι η φίλη μου που στο σπίτι της έχω περάσει τόσες ώρες στη ζωή μου, όσες και στο δικό μου. Κάθε φορά που πέρναγα από το σημείο θυμόμουνα τον Αργύρη να με φωνάζει (δούλευε ένα διάστημα σε μια εταιρία δίπλα στην εφορία). Ποτέ δεν γυρνάω στα “ψιτ” στο δρόμο, αλλά τη φωνή του Αργύρη δεν την μπερδεύεις με καμία άλλη. Ήμασταν μαζί στην ίδια τάξη από την πρώτη δημοτικού μέχρι και το λύκειο.
Πριν από λίγο ήμουνα εκεί. Όχι για να δω τους παλιούς συμμαθητές μου, έχουμε σχεδόν χαθεί πια. Ήξερα για την αντιφασιστική πορεία στη Νίκαια, πίστευα ότι δεν θα την προλάβω ξεκινώντας την ώρα που άρχιζε από το Μαρούσι. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο στη στάση στο Περιβολάκι, είχαν σχεδόν αποφασίσει να πάω κατευθείαν σπίτι μου. Όμως το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν ένα περιπολικό και μαζεμένους αστυνομικούς στις γωνίες. “Θα περάσω μόνο” σκέφτηκα “να δω τι γίνεται”...
Στην Καισαρείας 30 βλέπετε είναι τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια. Είχαν καλέσει σε αντισυγκέντρωση. Η πρώτη κουβέντα που άκουσα χωρίς να έχω ακόμα οπτική επαφή ήταν σχεδόν ενθαρρυντική, “μα καλά, ποιος τους νοίκιασε το χώρο;”Μετά από λίγο τους βλέπω. Μου είχαν πει ότι έχουν κλείσει το στενό, ήμουν προετοιμασμένη. Ένας κάδος και 10 ο θεός να τους κάνει “φουσκωτοί”. Περνάω την (κάθετη) Μούγλων και πάω να διασχίσω την Καισαρείας. Με σταματάει ένας νεαρός. Με ρωτάει σχεδόν ευγενικά που πάω. Είμαι αποφασισμένη επουδενί να μην δώσω καμία ουσιαστική απάντηση, να μην ανοίξω κανενός είδους διάλογο. “Γιατί ρωτάς;” του απαντάω. Συνεχίζει να θέλει να μάθει. “Σπίτι μου” του λέω αόριστα και φεύγω πριν προλάβει να πει κάτι άλλο. Δεν ξέρω να μετράω πλήθος, δεν μπορώ με τίποτα να υπολογίσω πόσος κόσμος ήταν. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να πω, θα έλεγα πάνω κάτω 150 έως 200 άτομα. Κάπου εκεί, μην με πιέζετε άλλο. Όλοι με μαύρες μπλούζες που έγραφαν χρυσή αυγή, οι περισσότεροι νεαροί, μικρά παιδιά ανάμεσά τους (πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις το αμούστακο 15χρονο;). Οι της πρώτης γραμμής κρατάνε ασπίδες μαύρες κι αυτές, ξύλινες μου φάνηκαν, και κοντάρια. Ένας έχει σπάσει ένα μεγάλο κλαδί από δέντρο και το κρατάει σαν κοντάρι. Έσπαγε κεφάλια αυτό, όχι αστεία. Ήθελα σαν τρελή να βγάλω μια φωτογραφία, αλλά δεν τόλμησα να σηκώσω το κινητό.
Έχω φτάσει στην άλλη κάθετη, την Ατταλείας. Μη ρωτάτε γιατί σας λέω τα ονόματα, έχει σημασία. Πιο κάτω είναι η Εφέσσου, η Ιωνίας, η Βοσπόρου. Σηκώνω το κινητό επιτέλους και βγάζω μια λίγο θολή φωτογραφία. Σταματώ να την τουητάρω. Ακόμα δεν έχω τελειώσει και με πλησιάζει ένας άλλος, πραγματικό γομάρι. Ευγενικά με ρωτάει που πάω κι αυτός. Δεν είμαι πια ανάμεσά τους, απαντώ απότομα “σπίτι μου, θέλετε κάτι; γιατί με ρωτάτε όλοι που πάω;”. Του ξεφεύγει ένα “με ειδοποίησαν τα παιδιά” (είχα περάσει “κυρία” βλέπεις, κάποιος τον ειδοποίησε, με σταμπάρανε δεν εξηγείται αλλιώς) και μετά τα μπαλώνει “μήπως μένετε στο στενό και δεν σας άφησαν”. Φαίνεται να θέλει να μάθει προς τα που μένω, τι κάνω εκεί με το κινητό στο χέρι. Γνέφω αόριστα προς την άλλη κατεύθυνση. Δεν τον ρωτάω τι γίνεται και μόνος του μου λέει “προστατεύουμε τα γραφεία μας, έρχονται οι Πακιστανοί”. Πόσο θέλω να του πω πως χτύπησε λάθος πόρτα, αλλά τα χέρια μου τρέμουν. Γιατί τρέμουν; Δεν μπορώ να πληκτρολογήσω… φοβάμαι; ξέρω ‘γω; μάλλον ναι, έστω και λίγο. Πιο πολύ όμως είμαι εξοργισμένη. Που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Που συμβαίνει στη γειτονιά μου. Που κανείς δεν αντιδρά, όλοι απλώς χαζεύουν το θέαμα, από τα προσφυγικά μπαλκόνια τους.
Κάθομαι σε ένα σκαλάκι, που και που τουητάρω τη μικρή εικόνα που έχω. Αυτοί σκούζουν τα βρωμερά συνθήματά τους αραιά. Περνάει η ώρα τίποτα δεν γίνεται. Έχουν βάλει τα κράνη, ακούγεται ένα “έρχονται”, ακούγεται ένα ελικόπτερο αλλά τίποτα δεν συμβαίνει. Βλέπω έναν (μπορεί να ήταν και ο ίδιος που ρώτησε εμένα) να περνάει τρέχοντας και βλέπω να μιλάει σε κάποιον στον ακόμα παραπέρα κάθετο. Ενστικτωδώς σηκώνομαι να δω. Είναι ο Άρης και τραβάει φωτογραφίες. Μιλάνε. Αποφασίζω να πάω να τον ρωτήσω τι του είπε, μισή ντροπή δική μου, μισή δική του, δεν φταίω εγώ που είναι αναγνωρίσιμος. Μου λέει ότι του ζήτησαν ευγενικά να μην τραβάει φωτογραφίες. Στην απέναντι γωνία ΜΑΤ και ΥΜΕΤ (άλλα αμούστακα κι αυτά).
Βλέπω γνωστές φυσιογνωμίες, με κοιτάνε τους κοιτάω. Θέλω να φωνάξω σε έναν “εσένα σε ξέρω, καλά δεν ντρέπεσαι;”. Η αντιφασιστική έχει ξεκινήσει, η αστυνομία σε κινητικότητα, κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύεται. Κάποιοι δρόμοι πρέπει να έχουν κλείσει η κίνηση διοχετεύεται στο στενό. Από το παραδίπλα κομμωτήριο έχουν βγει 3 κοριτσάκια. Τα δύο τα ξέρω. Ήταν στο ίδιο σχολείο, ένα δυο χρόνια μικρότερα. Κάνουν πλάκα μεταξύ τους για τους αστυνομικούς, σαν να φλερτάρουν, σαν να μην τρέχει τίποτα. Θέλω να τσιρίξω. Μιλάνε για την πορεία σαν να είναι απλά το αντίπαλο δέος. Μα καλά οι δικοί σας παππούδες πρόσφυγες δεν ήταν; Που ζείτε; Δεν μιλάω. Απλά κάνω γνωστή τη θέση μου και βρίζω τους Χρυσαυγίτες. Πάλι δεν αντιδράνε.
Η πορεία ανεβαίνει τη Γρεβενών και υπάρχει οπτική επαφή. “Γαμιέται ο Τσε Γκεβάρα” φωνάζουν τα αυγά. Μου έρχεται να γελάσω. Ο μαζεμένος κόσμος είναι περισσότερος, προσέχω τις αντιδράσεις γύρω μου. Οι πιο πολλοί είναι σχεδόν αδιάφοροι, σαν να πρόκειται για ποδοσφαιρικές ομάδες καμία από τις οποίες δεν υποστηρίζουν. Πιστεύουν κιόλας ότι οι “χρυσαυγίτες θα τους δείρουν τους πακιστανούς έτσι και κάνουν πως περνάνε”. Απελπισία. Μια κυράτσα σε ένα μηχανάκι ρωτάει έναν αστυνομικό τι γίνεται. Της λέει. “Καλά θα τους κάνουν, που βγήκαν κι αυτοί στο δρόμο τέτοια ώρα”. Οργή. Πάω προς τα παραπάνω στην Π. Ράλλη. Με το που φτάνω ένταση. Μια ομάδα ΜΑΤ και ανάμεσά τους ένας τσίρος με μαύρο μπλουζάκι κάνει τσαμπουκά σε ένα τύπο (πάνω σε μηχανάκι κι αυτός) που κάτι θα του είπε. “Άντε βρε νούμερο” τον ακούω να λέει. Θα είναι το μότο τους φαίνεται, να δείχνει και το αντριλίκι τους. Φεύγει το μηχανάκι, κι αυτός κινήται σαν απειλητικά μέσα στην κίνηση, να συνεχίσει τον καυγά. Τα ΜΑΤ χαζεύουν… Μιλάνε για γάλα και μπανάνες, για μια σκεπαστή με τυρί, για ένα μπλουζάκι που πήρε ένας. Ένας μιλάει στο κινητό, άλλος στρίβει τσιγάρο.
Η πορεία δεν θα περάσει από κει, είναι χαλαροί. Μποτιλιάρισμα στη γωνία. Σταματάει ένα κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητο. Ρωτάει ο οδηγός ένα ματατζή τι συμβαίνει. Του απαντάει “αντιφασιστική πορεία”. Κάτι λέει ο οδηγός δεν ακούω, αλλά ακούω καθαρά τον Θοδωρή (έτσι τον φώναξαν μετά οι συνάδελφοι) να απαντά “εδώ είναι (με κίνηση κεφαλιού προς την Καισαρείας), αλλά δεν έγινε τίποτα”. Και συμπληρώνει χαμογελώντας πλατιά ”δυστυχώς”. Ο κάγκουρας μαρσάρει, σπινιάρει, κάνει μια κωλιά και πάει 20 μέτρα μέχρι το φανάρι… Χαζογελάνε όλοι. “ε μωρέ ήταν μπουκωμένο το αυτοκίνητο”… οι προστάτες του πολίτη επί το έργον.
Έχω δει αρκετά, δεν αντέχω άλλο. Τραβάω για το σπίτι.
Αυτή ήταν η γειτονιά μου σήμερα. Αυτά γίνανε στην Καισαρείας 30. Η γιαγιά μου ήρθε από τη Σμύρνη το 1922 και σήμερα ντρέπομαι για τους συμπολίτες μου, όσο δεν έχω ντραπεί ποτέ στη ζωή μου.
Narrator
short link http://wp.me/p1pa1c-hok
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου