"Ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρουν ενα ένα πρωί
σέρνοντας στο βλέμμα μας κάποια σιωπηλή κραυγή...
μ' έναν αργό θάνατο να μας λειώνει το κορμί...”
Πέρασαν μέρες από εκείνη τη νύχτα, στις 6 του Δεκέμβρη... Μέρες που έγιναν εβδομάδες, μήνες, χρόνια... 20 γεμάτα χρόνια. Αλλά τώρα, τι νόημα έχει...
Ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου. Από τις χαραμάδες των τραγουδιών του άφηνε να γλιστρά ο φόβος για το πάρε δώσε που 'χε ανοίξει με την αντίπερα όχθη. Πλήρωνε συχνά-πυκνά τη “ζουζού” να τον περάσει απέναντι. Μόνο που εκείνος τόλμησε να την αποκαλέσει με το όνομά της: “Η”... Κι έφαγε στα μούτρα τη λογοκρισία της “Αλλαγής”, το '82... Όλοι ήξεραν πως αυτός και τα τραγούδια του ήταν ένα πράμα. Τον αγαπούν και τον θυμούνται, σήμερα πιο πολύ.
Το δείχνουν τα σάιτ που είναι αφιερωμένα σ' αυτόν, τα προφίλ του στο Facebook, το διήμερο “επετειακό” λάϊβ στο “Κύτταρο”, χτες και σήμερα, με την τελευταία μπάντα του, τους “Απροσάρμοστους”. Ας είναι ακόμα ζωντανός στη σκηνή... σαν ροκ συγκρότημα...20 χρόνια, από την ημέρα που ο Παύλος ξέκοψε από το κοπάδι. Άφησε πίσω του την τελευταία ημέρα της ζωής του και μαζί της, μια μοναδική, ανεπανάληπτη περίπτωση στο ελληνικό τοπίο της ηλεκτρικής τραγουδοποιΐας.
Το αρχέτυπο του μπλουζ-ρόκερ σ' ένα κράμα με την ελληνική ψυχή. Δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά, ανιψιός της Έλλης Αλεξίου. Γεννημένος το '48 στην Αθήνα από αστική οικογένεια. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του κατάγονταν από τον Πόντο, είχε εργοστάσιο παραγωγής φωτογραφικού χαρτιού. Κεφαλληνίας και Δροσοπούλου το πατρικό του σπίτι, στην Κυψέλη. "Δάμων και Φιντίας", η πρώτη του συνεργασία ως ντουέτο με τον κιθαρίστα Παντελή Δεληγιαννίδη, το '70, στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα προσχώρησαν και οι δύο στα “Μπουρμπούλια” του Σαββόπουλου. Αρχίζουν οι πρώτες απόπειρες του Παύλου να συνδυάσει το ροκ με το ελληνικό φόλκ μουσικό στοιχείο. Συνεργάζεται για πολλά χρόνια ως τραγουδιστής με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Το '77 γνωρίζει τους “Σπυριδούλα” και τον επόμενο χρόνο ηχογραφούν μαζί το πιο ώριμο, πλήρες, διαχρονικό, άλμπουμ του ελληνικού ροκ, το “Φλου”. Από τις αρχές του '80 και ως το θάνατό του συνέχισε στις συναυλίες και τη δισκογραφία με τους “Απροσάρμοστους”.
Σε μία μετατραυματική εποχή κοινωνικής συστολής, που οι ροκ συγχορδίες στο υπόγειο του “Τίφανι'ς” στην Πλάκα, ήταν απαγορευμένος καρπός, ένα ρεμπέτικο της εποχής, καταπλακωμένο από τη διδακτική αριστεροσύνη της νεοφώτιστης μεταπολίτευσης, ο Παύλος βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο ταλέντο, το ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό όραμα, την αντισυμβατική ιδεολογία, την ωριμότητα, την αυθεντικότητα, την αγνότητα, την καλλιτεχνική ενόραση, το σεξ απήλ. Μόνος του σ ένα μοναχικό δρόμο.
Και μαζί, βρίσκει τη “συνταγή” να χωρέσει τις ελληνικές λέξεις στα μπλουζ 12μετρα, έχοντας σμιλέψει καλά από κάθε πλευρά την έντεχνη αισθητική του για την ξένη λαϊκή κουλτούρα που διαπότισε τόσο ανεπιτήδευτα τις ελληνικές λέξεις στους στίχους του.
“Άγιος και αλήτης, σε μια στιχουργία ποιητικής του δρόμου, πέρα από τόπο και χρόνο” γράφει για τον Παύλο στο διαδικτυακό περιοδικό Ως3 ο Κώστας Λειβαδάς.
“Ο Παύλος, ο ροκ Καζαντζίδης μας, το λουλούδι το σωστό, με τα ακμαία αγκάθια του και το μονάκριβο άρωμα”, συμπληρώνει ο Γιώργος Ανδρέου.
Φιλία και ροκ...
“Ο Μπάμπης ο φλου” είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, αλλά δεν ήταν ο Παύλος... Ο Παύλος περιέγραφε τα βιώματά του εντελώς προσωπικά”, λέει στην “Αυγή” ο Νίκος Σπυρόπουλος, ψυχή, μαζί με τον αδελφό του Βασίλη, επίσης κιθαρίστα, της ιστορικής “Σπυριδούλας". “Είναι άβολο να μιλάς για τις ανθρώπινες πλευρές ενός προσώπου που έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου, ειδικά για τους νεώτερους που δεν τον γνώρισαν. Είχε τα καλά του και τα κακά του, όπως όλοι μας. Καλός φίλος, το υπογραμμίζω αυτό. Ζούσε ακριβώς όπως τον γνωρίζουμε απ' τα τραγούδια του. Δεν ήταν “σταρ” με το κοινό και τους θαυμαστές του. Πήγαινες και του μίλαγες όπου τον έβρισκες και ήσουν άνετα μαζί του. Ήταν εγωιστής και καλά έκανε, με την έννοια ότι πίστευε πως αυτό που κάνει είναι σημαντικό και αξίζει τον κόπο να ασχοληθούν οι άλλοι μαζί του...
Μιλώντας για τον Παύλο, επιμένει στη διάσταση της καθάριας φιλίας που είχε η συνεργασία μαζί του στα “μουδιασμένα” χρόνια της μεταπολίτευσης. "Με τον Παύλο δεν μας έδενε μόνον η μουσική, αλλά και η φιλία, κάναμε παρέα παρά τη διαφορά ηλικίας. Είχαμε τις ίδιες μουσικές επιρροές που ήταν βεβαίως το ροκ του '60"...
Περιγράφει μία βραδιά που είχαν πάει σινεμά, παρέα πέντε- έξι άτομα, μαζί και ο Παύλος:
-“Πήγαμε να δούμε τον “Αμερικανό φίλο”, του Βέντερς. Εγώ είχα ξαναδεί το φίλμ πριν μερικές εβδομάδες και μ' είχε εντυπωσιάσει. Βγαίνοντας από το σινεμά, ρώτησα τον Παύλο πως του φάνηκε. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν μου περιέγραψε τα ίδια ακριβώς συναισθήματα που είχα νοιώσει κι εγώ όταν το πρωτοείδα. Δεν ήταν μόνο μουσική, η αισθητική μας σύμπτωση...”
Ο Νίκος διαλύει την παρεξήγηση που θέλει τον Σιδηρόπουλο να έχει ιδρύσει τη "Σπυριδούλα. “Η μπάντα προϋπήρχε”, λέει. “Με προτροπή του Πουλικάκου, ο Παύλος ήρθε και μας βρήκε. Άλλωστε το άλμπουμ “Φλου” στο εξώφυλλο γράφει “Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα”... Ο Σιδηρόπουλος ήταν μεν γνωστός αλλά είχε μεγάλη δυσκολία να περάσει τα τραγούδια του στο σύστημα της δισκογραφίας. Όταν ξεκίνησε να κάνει το “Φλου” μόλις είχε τελειώσει μία πολυετή συνεργασία με τον Μαρκόπουλο. Ήταν αναγνωρίσιμος, αλλά το ροκ κοινό εκείνης της εποχής ήταν πολύ σκληροπυρηνικό και του είχε κακιώσει που συνεργάστηκε με τον Μαρκόπουλο! Αντίθετα απ' ότι πιστεύεται σήμερα, η υποδοχή του κόσμου στο "Φλου" ήταν πολύ χλιαρή. Επιμένω σ' αυτή την εκτίμηση, άλλωστε αυτό φαίνεται και από την πορεία των πωλήσεων. Όμως το άλμπουμ πούλησε αργά και σταθερά και αυτό κράτησε για χρόνια...
"Ήταν ένα καλλιτέχνης που μας είχε επηρεάσει", συνεχίζει ο Νίκος. Τον γνωρίζαμε απ' τις δουλειές του με τον Μαρκόπουλο και παλιότερα με τα Μπουρμπούλια. Ήταν φυσικά μεγαλύτερος ηλικιακά, πιο έμπειρος και κατασταλαγμένος. Ήρθε και μας βρήκε και αρχίσαμε μία χαλαρή συνεργασία χωρίς στόχους... Στις συναυλίες ο Παύλος έλεγε δύο κλασικά μπλούζ που ήταν το στοιχείο του. Στην πορεία, μας έφερε τα κομμάτια του “Φλου”. Ήταν όλα δικά του, στίχοι και μουσική και οι “Σπυριδούλα” κάναμε την ενορχήστρωση".
"Το όνομα “Σπυριδούλα” είναι βεβαίως παρμένο από τη συνταρακτική υπόθεση κακοποίησης της 12χρονης Σπυριδούλας Ράπτη τον Αύγουστο του 1955 από την οικογένεια στην οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια, στην Καλλίπολη του Πειραιά. Το κάψιμο της μικρής Σπυριδούλας με ηλεκτρικό σίδερο από το αφεντικό της Γιώργο Βεϊζάδέ που είχε καμπαρέ στην Τρούμπα, για να ομολογήσει την κλοπή ενός 50δόλαρου, έβγαλε στην επιφάνεια το άγριο πρόσωπο της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας και η φράση “θα σε σιδερώσω σαν τη Σπυριδούλα” πέρασε στη σφαίρα της λαϊκής μυθολογίας ως απειλή παραδειγματικής παιδικής τιμωρίας στα μετέπειτα χρόνια... “Εγώ έχω μεγαλώσει μ' αυτή την απειλή”, λέει γελώντας ο Νίκος Σπυρόπουλος.
"Η στάση του Παύλου και γενικά η καλλιτεχνική παρουσία του ήταν μία σαφής δήλωση του ποιος είναι και τι κάνει κι ας ήταν αυτό εναντίον του. Ο Παύλος δεν είχε εκθειάσει τα ναρκωτικά, αντίθετα είχε μιλήσει εναντίον της ηρωϊνης και αυτό δεν το είχε κάνει υποκριτικά" λέει ο Νίκος όταν η συζήτηση φτάνει και στο θέμα της σχέσης του Παύλου με τα ναρκωτικά.
"Η έντονη πολιτικοποίηση της εποχής λειτουργούσε ανασχετικά για τη ελληνική ροκ", λέει για τη δεκαετία του '70. Είχα ακούσει φοβερές ατάκες από ανθρώπους της κοινοβουλευτικής αλλά και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περί “ιμπεριαλιστικής μουσικής”. Βέβαια οι ίδιοι άνθρωποι που τα έλεγαν αυτά, δύο χρόνια μετά βρίσκονταν στην Πλάκα και άκουγαν τα τραγούδια του “Φλου”...
kokkinorodo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου