του Μόδεστου Σιώτου
Δεν ξέρω πώς μπορώ να ξεκινήσω να γράφω για κάτι το οποίο έχει να κάνει αποκλειστικά με συναίσθημα. Θεωρώ ότι είναι τόσο δύσκολο έως και ανούσιο να προσπαθήσω να περιγράψω το πώς αισθάνθηκα εκείνες τις ημέρες. Για τον καθένα από εμάς αυτός ο μήνας ήταν τόσο σκοτεινός, οργισμένος αλλά και όμορφος ταυτόχρονα.
Εκείνο το βράδυ πήρα το ακόλουθο μήνυμα: «15χρονο παιδί δολοφονήθηκε στη Μεσολογγίου από μπάτσο». Τότε ήμουν 19 χρονών. Δεν κατάλαβα πολλά από το μήνυμα. Κατάλαβα τα πάντα, όμως, όταν είδα τη φωτογραφία του «παιδιού». Όταν είδα τη φωτογραφία του Αλέξη, εκείνη με το μπλουζάκι των Sex Pistols που είχε κλειστά τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο παιδικό του πρόσωπο. Ήταν ένα παιδάκι που φαινόταν τόσο χαρούμενο, τόσο αθώο, τόσο νέο. Και σκέφτηκα ότι τώρα είναι νεκρός. Δεν ζει. Δεν θα τον γνωρίσω ποτέ, δεν θα αράξουμε ποτέ μαζί να πιούμε ένα καφέ. Γιατί; Τί κακό έκανε και έχασε τη ζωή του; Ένα μικρό παιδάκι ήταν. Πόσα πράγματα δεν έζησε… Τα πρώτα μεθύσια με τη παρέα του, τη πενθήμερη, το πρώτο ραντεβού με τη κοπέλα που κυνηγάει τόσο καιρό…
Αν δεν ήσουν νέος το Δεκέμβρη δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αυτή την οργή, τη θλίψη, το βάρος στο στήθος. Αυτό το παιδί θα μπορούσα να ήμουν εγώ, ο κολλητός μου, ο αδερφός μου. Το όπλο του αστυνομικού σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά.
Εκείνο το βράδυ πήρα το ακόλουθο μήνυμα: «15χρονο παιδί δολοφονήθηκε στη Μεσολογγίου από μπάτσο». Τότε ήμουν 19 χρονών. Δεν κατάλαβα πολλά από το μήνυμα. Κατάλαβα τα πάντα, όμως, όταν είδα τη φωτογραφία του «παιδιού». Όταν είδα τη φωτογραφία του Αλέξη, εκείνη με το μπλουζάκι των Sex Pistols που είχε κλειστά τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο παιδικό του πρόσωπο. Ήταν ένα παιδάκι που φαινόταν τόσο χαρούμενο, τόσο αθώο, τόσο νέο. Και σκέφτηκα ότι τώρα είναι νεκρός. Δεν ζει. Δεν θα τον γνωρίσω ποτέ, δεν θα αράξουμε ποτέ μαζί να πιούμε ένα καφέ. Γιατί; Τί κακό έκανε και έχασε τη ζωή του; Ένα μικρό παιδάκι ήταν. Πόσα πράγματα δεν έζησε… Τα πρώτα μεθύσια με τη παρέα του, τη πενθήμερη, το πρώτο ραντεβού με τη κοπέλα που κυνηγάει τόσο καιρό…
Αν δεν ήσουν νέος το Δεκέμβρη δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αυτή την οργή, τη θλίψη, το βάρος στο στήθος. Αυτό το παιδί θα μπορούσα να ήμουν εγώ, ο κολλητός μου, ο αδερφός μου. Το όπλο του αστυνομικού σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά.
Δευτέρα βράδυ: η Αθήνα ήταν ήσυχη. Εκείνο το μπρούτζινο χρώμα της σε συνδυασμό με τα καπνογόνα στην ατμόσφαιρα, τους καμένους κάδους σε κάθε γωνία και τις περιστασιακές εκρήξεις από μολότοφ ή βόμβες κρότου-λάμψης, έκαναν τη βραδιά τόσο ξεχωριστή. Υπήρχαν μητέρες. Πολλές μητέρες που έβριζαν την αστυνομία και πονούσαν τη μάνα του Αλέξη. Και αυτές τις ακούμπησε ο Δεκέμβρης.
Εκείνο το βράδυ δεν έγινε ακριβώς πορεία. Έγινε σύγκρουση. Σύγκρουση μεταξύ του κόσμου και της αστυνομίας. Μίας αστυνομίας που δεν σου περνούσε αδιάφορη. Τη μισούσες. Έβλεπες το χακί και ήθελες να ξεσπάσεις, να βρίσεις, να πιάσεις έναν από αυτούς και να τον ρωτήσεις «δε ντρέπεσαι ρε;». Ο αστυνομικός με τα χακί και το κράνος δεν είχε πρόσωπο. Ήταν όλοι ίδιοι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Αθήνα εκείνων τον ημερών. Ήταν η μοναδική φορά που η φωνή μου και η καρδιά μου ενώθηκε με το πλήθος και αισθάνθηκα ότι τώρα εμείς έχουμε τη δύναμη και εκείνοι φοβούνται. Ότι όλους μαζί δεν μπορεί να μας ακουμπήσει κανένας.
Ίσως αυτό το άρθρο να μην έχει καμία ιδιαίτερη συνοχή, ούτε σχέδιο. Αλλά ούτε εκείνες οι μέρες είχαν. Δεν θέλω να πω κάτι άλλο. Μόνο μία παράκληση: όταν ακούτε «Δεκέμβρης ‘08» μην σκέφτεστε τις φωτιές και τις σπασμένες βιτρίνες. Θυμηθείτε εκείνο το παιδικό χαμόγελο του Αλέξη με τα κλειστά μάτια και αναλογιστείτε τη στιγμή που η σφαίρα σταμάτησε τους χτύπους της καρδιάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου