Μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του τρόπου λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους δείχνει με σαφήνεια το μοναδικό ίσως τρόπο να προσεγγιστεί το πώς ορίζονται οι δημόσιες ανάγκες και, συνεπώς, και τα δημόσια αγαθά.
Ας δούμε, όμως, συγκεκριμένα πώς τίθεται το ζήτημα. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιες υπηρεσίες προκύπτουν από τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διαιρετές, σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις, ή για αγαθά και υπηρεσίες που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια δραστηριότητα. Τα γνήσια δημόσια αγαθά έχουν δύο βασικές ιδιότητες: Η πρώτη, ότι δεν είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους. Η δεύτερη, ότι δεν είναι επιθυμητό να περιοριστεί η χρήση τους. Έτσι υπάρχουν αγαθά που μπορεί να έχουν και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά ή αγαθά που, ενώ είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους, δεν είναι επιθυμητό (μη γνήσια δημόσια αγαθά). Στη δεύτερη περίπτωση, το κριτήριο είναι οικονομικό και αναφέρεται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές το οριακό κόστος υπερβαίνει το οριακό έσοδο. Συγχρόνως, υπάρχουν σειρά από αγαθά, τα οποία, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ανήκουν στα ιδιωτικά, αλλά παράγονται και προσφέρονται δημοσίως. Ονοματιζόμενα ως ιδιωτικά, δεν παρουσιάζουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των δημοσίων αγαθών, που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πρόκειται για αγαθά, επομένως, που κάλλιστα μπορεί να παραχθούν και να προμηθευτούν ιδιωτικά. Οι λόγοι που σε διάφορες χρονικές συγκυρίες παράγονται και προμηθεύονται δημόσια ανήκουν σε άλλους -και όχι σε οικονομικούςπαράγοντες. Οι «άλλοι» δεν μπορεί παρά να είναι λόγοι που συνάδουν με το Πολιτικόν, που με αποφασιστικό τρόπο ονοματίζει το τι είναι Δημόσιο και τι είναι Ιδιωτικό. Η παραδοχή ότι το Πολιτικόν είναι η θεσπίζουσα οντότητα με όπλο την ισχύ κλονίζει τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας, ανατρέποντας άρδην την όποια συστηματική επιστημοσύνη προβάλλει η τελευταία. Για το λόγο αυτόν, αντιπαραθέτει ως επιστημονική την άποψή της περί τεχνικής αδιαιτερότητας της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας οιανδήποτε άποψη περί ισχύος. Η προσπάθεια της οικονομικής θεωρίας να αντικειμενοποιήσει τα κριτήρια ορισμού των δημόσιων αγαθών, υπάγοντάς τα κατά βάση στην τεχνική φύση και στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής, αποτελεί ένα έωλο επιχείρημα από την πλευρά της. Με το συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος προσπαθεί να επιτύχει δύο στόχους: Αφενός, να αφήσει αλώβητη τη βασική της προκείμενη περί του αγοραίου χαρακτήρα όλων των αγαθών και, συγχρόνως, να μπορεί στο μέλλον την όποια διαφοροποίηση παρατηρηθεί να τη δικαιολογήσει αποδίδοντάς τη στις τεχνολογικές εξελίξεις και να τη χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, ακριβώς όπως πράττει σήμερα. Αφετέρου, να υποκρύψει ότι ο χαρακτηρισμός των διαφόρων αγαθών ως δημοσίων αποτελεί αντικείμενο κυριαρχικής δημόσιας θέσπισης και να της αποδοθεί ο εξ αντικειμένου «φυσικός» καθορισμός.
Όμως αυτή η «αντικειμενικότητα» όχι μόνο δεν είναι πραγματική, αλλά είναι και επιπλέον διαστρεβλωτική της πραγματικότητας. Όμως, ως γνωστό, δεν είναι η «φυσική» μη διαιρεσιμότητά τους ούτε η «αντικειμενική» μη διαπραγματευσιμότητά τους, που τα καθιστά δημόσια, αλλά, αντίθετα, με τη συμβολική ανάδειξή τους σε δημόσια, σηματοδοτούνται ως αδιαίρετα και ως μη αγοραία... Με την έννοια αυτή, τα δημόσια αγαθά αποτελούν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θεμελιώδη έκφραση των κυρίαρχων ηθικών και πολιτισμικών αντιλήψεων για το τι «είναι» και τι συμβολίζει η «κοινότητα». Με την έννοια αυτή, και άλλα αγαθά ή υπηρεσίες μπορεί να θεσπιστούν ως δημόσια, ανεξάρτητα από το κατά πόσο είναι ή δεν είναι καθαυτά διαιρετά. Η διαδικασία ονομασίας τους σε δημόσια αγαθά είναι εξόχως πολιτική και μόνο πολιτική. Έτσι, δεν έχει τόση σημασία εάν τα αγαθά είναι από τη φύση τους διαιρετά και, επομένως, εάν είναι κατά περιεχόμενο διαφορετικά από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων: Πράγματι, τα οποιαδήποτε καταστατικά εξωαγοραία αγαθά, που παρέχονται σε όλους επί ίσοις όροις, δεν είναι εμπορεύματα, δεν οδηγούν σε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους χρήστες τους και, επομένως, δεν δομούνται στο πλαίσιο μιας κατασκευασμένης οικονομικής στενότητας.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου