του Serge Halimi
Οι ιθύνοντες της πολιτικής αρέσκονται στο να επικαλούνται την «πολυπλοκότητα» του κόσμου, για να εξηγήσουν ότι είναι μάλλον τρελός όποιος θέλει να τον αλλάξει. Αλλά, κάτω από ορισμένες συνθήκες, όλα γίνονται πολύ απλά. Όπως, για παράδειγμα, όταν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους εξανάγκασε τους πάντες να επιλέξουν ανάμεσα σε «εμάς και τους τρομοκράτες».
Στην Τυνησία, η επιλογή τέθηκε κυρίως ανάμεσα σε έναν φίλο δικτάτορα κι «ένα καθεστώς τύπου Ταλιμπάν στη Βόρεια Αφρική(1)». Διλήμματα τέτοιου τύπου ενισχύουν τους πρωταγωνιστές κι ο δικτάτορας προβάλλεται ως το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στους ισλαμιστές. Οι δε ισλαμιστές, καταγράφονται ως οι μόνοι εχθροί του δικτάτορα.
Όμως το μπαλέτο απορυθμίζεται μόλις ένα κοινωνικό ή δημοκρατικό κίνημα φέρνει στην επιφάνεια κάποιους νέους πρωταγωνιστές, τους οποίους κρατούσε αιωνίως στην αφάνεια μια αυστηρά δομημένη χορογραφία. Τότε, η κλυδωνιζόμενη εξουσία αφουγκράζεται ακόμα και το παραμικρό ίχνος «ανατρεπτικού δακτύλου» στη λαϊκή δυσαρέσκεια. Εάν υπάρχει, το εκμεταλλεύεται. Στην αντίθετη περίπτωση, το εφευρίσκει......
Έτσι, στις 13 του περασμένου Γενάρη, την παραμονή της φυγής του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι, απέναντι στον Μεζρί Χαντάντ, πρεσβευτή της Τυνησίας στην UNESCO, βρισκόταν ο Νεζίμπ Σέμπι, ένας κοσμικός αντικαθεστωτικός, ο οποίος κατέκρινε «το μοντέλο ανάπτυξης που χρησιμοποιεί τους χαμηλούς μισθούς ως το μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό(2)». Κατακεραύνωσε «την προκλητική συσσώρευση παράνομου πλούτου στις μεγάλες πόλεις» και τόνισε ότι «ένας ολόκληρος λαός αποκηρύσσει το καθεστώς». Ο Χαντάντ έχασε την ψυχραιμία του με όλα αυτά: «Θα έρθουν σε λίγο στο παλάτι στη Λα Μάρσα και θα το λεηλατήσουν, γιατί αυτή είναι η πρακτική όλων των κοινωνιών που δεν φοβούνται πια τον χωροφύλακα. [...] Ο Μπεν Αλι έσωσε την Τυνησία, το 1987, από τις ορδές των φανατικών και των εξτρεμιστών. [...] Πρέπει να παραμείνει στην εξουσία ό,τι κι αν γίνει, γιατί αυτή η χώρα κινδυνεύει από τα φανατισμένα πλήθη και τους νεομπολσεβίκους, τον νέο στρατηγικό τους σύμμαχο».
Λίγες ώρες αργότερα, πάντως, ο Χαντάντ ανακοίνωνε την αναχώρηση του «σωτήρα της Τυνησίας». Και, στις 16 Ιανουαρίου, ο Σέμπι γινόταν υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης της χώρας του... Οι αραβικοί λαοί δεν κάνουν κάθε μέρα επαναστάσεις, αλλά, όταν το αποφασίζουν, τις κάνουν στα γρήγορα. Πράγματι, δεν μεσολάβησε καλά καλά ούτε ένας μήνας από την αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι και τα δελτία παραπόνων των άνεργων πτυχιούχων μέχρι την πτώση των ανακτόρων της Καρχηδόνας, της οικογένειας Τραμπέλσι(3), την απελευθέρωση των κρατουμένων και την κάθοδο των αγροτών στην Τύνιδα για να απαιτήσουν την κατάργηση των μονοπωλίων.
Χωρίς να παραπέμπει υποχρεωτικά στη Γαλλική Επανάσταση, ο ιστορικός κύκλος που βιώνει η Τυνησία μοιάζει οικείος. Ενα αυθόρμητο κίνημα εξαπλώνεται, συσπειρώνοντας γύρω του τα πλέον ανόμοια κοινωνικά στρώματα και ο απολυταρχισμός κλυδωνίζεται. Πολύ σύντομα, πρέπει να επιλέξει: ή θα σταματήσει το παιχνίδι και θα μαζέψει τα κέρδη ή θα διπλασιάσει το στοίχημα. Αυτή τη στιγμή, ένα κομμάτι της κοινωνίας (η φιλελεύθερη αστική τάξη) ενεργοποιείται προκειμένου το ποτάμι να γυρίσει πίσω. Ενα άλλο κομμάτι της (αγρότες, εργαζόμενοι δίχως μέλλον, εργάτες δίχως δουλειά, απόκληροι φοιτητές) στοιχηματίζει ότι το κύμα της διαμαρτυρίας θα σαρώσει κάτι παραπάνω από μια γερασμένη ολιγαρχία και μια συγκεντρωτική κλίκα.
Αυτή η τελευταία υπόθεση, βάσει της οποίας ο αγώνας εναντίον μιας δικτατορίας που προσωποποιείται στην οικογένεια Μπεν Αλι θα μπορούσε να επεκταθεί και εναντίον της οικονομικής κυριαρχίας μιας ολιγαρχίας, δεν ενθουσιάζει ούτε τους ταξιδιωτικούς πράκτορες, ούτε τις οικονομικές αγορές ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ολοι αυτοί αγαπούν την ελευθερία μόνο όταν αφορά τους τουρίστες, τις ζώνες με τα αφορολόγητα και την κίνηση των κεφαλαίων. Αλλωστε, από τις 19 Ιανουαρίου, ο οίκος αξιολόγησης Moody's υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τυνησίας, με πρόσχημα «την αστάθεια στη χώρα, η οποία οφείλεται στην πρόσφατη απρόσμενη αλλαγή του καθεστώτος».
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Η ίδια απουσία ενθουσιασμού παρατηρείται και στο Αλγέρι, στην Τρίπολη, στο Πεκίνο και στα κυβερνητικά μέγαρα της Δύσης. Την ίδια στιγμή που κάποια πλήθη, στην πλειονότητά τους μουσουλμανικά, διεκδικούσαν ελευθερία και ισότητα, η Γαλλία διαφώτιζε με τον δικό της τρόπο τη «διαμάχη» γύρω από τη συμβατότητα μεταξύ δημοκρατίας και Ισλάμ, προτείνοντας στο ετοιμόρροπο καθεστώς του Μπεν Αλι «την εμπειρία των δικών μας δυνάμεων ασφαλείας»...
Οι ολιγαρχίες της εξουσίας, είτε είναι μουσουλμανικές, κοσμικές ή χριστιανικές, αποδεικνύονται αλληλέγγυες όταν ξυπνούν οι λαοί τους. Ο πρώην πρόεδρος της Τυνησίας προέβαλε εαυτόν ως πυλώνα του κοσμικού κράτους και των δικαιωμάτων των γυναικών απέναντι στους ισλαμιστές. Ηταν πρόεδρος ενός κόμματος μέλους της Σοσιαλιστικής Διεθνούς: τέλος, βρήκε καταφύγιο... στη Σαουδική Αραβία.
Ας φανταστούμε ότι στην Τεχεράνη ή στο Καράκας έχουν περισυλλεχθεί τους τελευταίους μήνες τα πτώματα περίπου εκατό διαδηλωτών, οι οποίοι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες της αστυνομίας... Πριν από 30 και πλέον χρόνια, σε ένα άρθρο που έγραψε ιστορία, μια αμερικανίδα πανεπιστημιακός που τότε ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα, η Τζιν Κιρκπάτρικ, απέρριπτε εκ προοιμίου μια τέτοια σύγκριση (4). Κατά τη γνώμη της, τα «αυταρχικά» φιλοδυτικά καθεστώτα ήταν όντως προτιμότερα (και όπως πίστευε, περισσότερο επιρρεπή στις μεταρρυθμίσεις) από τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα που απειλούσαν να τα διαδεχθούν.
Η ανάλυσή της, η οποία δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 1979, ενθουσίασε σε τέτοιο βαθμό τον τότε υποψήφιο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ώστε μόλις εξελέγη, διόρισε τη συγγραφέα του άρθρου πρέσβειρα στα Ηνωμένα Εθνη. Η Κιρκπάτρικ είχε μελετήσει δύο ήττες στρατηγικής σημασίας, τις οποίες υπέστη η Ουάσιγκτον μέσα στην ίδια χρονιά: την ιρανική επανάσταση και την επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Σε κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις, επιχειρηματολογούσε, οι Ηνωμένες Πολιτείες του προέδρου Κάρτερ, στην επιθυμία τους να προωθήσουν τη δημοκρατία, «είχαν συνεργαστεί ενεργά στην αντικατάσταση μετριοπαθών αυταρχικών ηγετών φίλα προσκείμενων στα αμερικανικά συμφέροντα [ο σάχης της Περσίας και ο Αουγούστο Σομόσα] από εξτρεμιστές αυταρχικούς ηγέτες λιγότερο φιλικούς απέναντί μας».
Βέβαια, τα δύο καθεστώτα που κατέρρευσαν δεν ήταν άμεμπτα. «Οι επικεφαλής τους ήταν άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν εκλεγεί, [...] οι οποίοι ορισμένες φορές προσέτρεχαν στον στρατιωτικό νόμο για να συλλάβουν, να φυλακίσουν, να εξορίσουν και, ενίοτε, όπως λέγεται, να βασανίσουν τους αντιπάλους τους». Ναι μεν, αλλά «ήταν όντως φιλικά διακείμενοι απέναντι στις ΗΠΑ, έστελναν τα παιδιά τους στα δικά μας πανεπιστήμια, ψήφιζαν μαζί με εμάς στα Ηνωμένα Εθνη, στήριζαν τακτικά τα αμερικανικά συμφέροντα, ακόμη κι όταν αυτό τους κόστιζε. Οι πρεσβείες των δύο κυβερνήσεων υποδέχονταν Αμερικανούς με επιρροή. Ο σάχης και ο Σομόσα ήταν ευπρόσδεκτοι στην πατρίδα μας, στην οποία μετρούσαν πολλούς φίλους».
ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ
Υστερα, «η κυβέρνηση Κάρτερ, δέσμια μιας σύγχρονης εκδοχής της ιδέας περί προόδου, η οποία έχει σημαδέψει τη δυτική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού», ενθάρρυνε την αλλαγή του πολιτεύματος. Ολέθριο σφάλμα: «Η Ουάσιγκτον υπερεκτίμησε την πολιτική πολυμορφία της αντιπολίτευσης -ιδιαίτερα τη δύναμη των "μετριοπαθών" και των "δημοκρατών"- υποτίμησε την αδιαλλαξία των ακραίων και την ισχύ τους στους κόλπους του κινήματος και έκανε λάθος εκτίμηση σχετικά με την επιρροή των ΗΠΑ στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση». Με αποτέλεσμα τη θεοκρατία των αγιατολάχ στη μία περίπτωση και τους Σαντινίστας στην άλλη.
Οπως βλέπουμε, η λογική «του μη χείρον βέλτιστον» απέναντι σε μια δικτατορία φιλοδυτική και επιδεκτική στο να βελτιωθεί κάποια μέρα (υπό τον όρο ότι θα της διαθέσουν την αιωνιότητα για να το πετύχει), ο φόβος μήπως εντοπιστούν τίποτα φονταμενταλιστές (άλλοτε ήταν οι κομμουνιστές) κρυμμένοι πίσω από τους δημοκρατικούς διαδηλωτές, όλα αυτά δεν ξεκίνησαν χθες. Ομως, τις τελευταίες εβδομάδες, το φάντασμα της Τζιν Κιρκπάτρικ μοιάζει να στοιχειώνει περισσότερο το Παρίσι παρά την Ουάσιγκτον. Κι αυτό, διότι, ο αμελητέος ρόλος των ισλαμιστών στον ξεσηκωμό της Τυνησίας -ο οποίος ευνόησε τη σύνταξη ενός ευρέος κοινωνικού και πολιτικού μετώπου κατά του Μπεν Αλι- καθησύχασε τις ΗΠΑ. Το WikiLeaks είχε αποκαλύψει τα συναισθήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη «σχεδόν μαφία» και το «αρτηριοσκληρωτικό καθεστώς» της κλίκας που βρισκόταν στην εξουσία. Ο Λευκός Οίκος τούς εγκατέλειψε στην τύχη τους, σίγουρος για την προοπτική μιας φιλελεύθερης, αστικού χαρακτήρα αλλαγή φρουράς.Αλλά ο ξεσηκωμός της Τυνησίας βρίσκει απήχηση πέρα από τον αραβικό κόσμο. Και αλλού βρίσκονται πολλοί εκρηκτικοί μηχανισμοί: μια άνιση ανάπτυξη, υψηλή ανεργία, διαμαρτυρίες που καταπνίγονται από υπερμεγέθεις κατασταλτικούς μηχανισμούς, μια νεολαία μορφωμένη αλλά χωρίς επαγγελματική διέξοδο, κάποιες παρασιτικές αστικές τάξεις που ζουν σαν τουρίστες στην ίδια τους την πατρίδα. Οι Τυνήσιοι μπορεί να μη νίκησαν συγχρόνως όλα αυτά τα δεινά, τουλάχιστον όμως αποτίναξαν τον ζυγό της μοιρολατρίας. «Δεν υπάρχει εναλλακτική», τους φώναζαν οι σειρήνες... Αυτοί μας απάντησαν ότι «μερικές φορές, συμβαίνει και το αδύνατο» (5)...
1) Δήλωση του Νικολά Σαρκοζί στην Τύνιδα, στις 28 Απριλίου του 2008.
2) «L' invite de Bourdin & Co», RMC, 13 Ιανουαρίου 2011.
3) (ΣτΜ): Η οικογένεια της Λεϊλά Τραμπέλσι, της συζύγου του Μπεν Αλι, η οποία ήταν γνωστή και ως Ιμέλντα Μάρκος της Τυνησίας.
4) Jeane Kirkpatrick, «Dictatorships & double standards», Commentary, Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1979.
5) Slavoj Ζ―iz―ek, «Για να ξεφύγουμε από τα δίχτυα όπου έχουμε παγιδευτεί», «Le Monde Diplomatique»-«Κ.Ε.», 21-11-10, http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article294 tvxs.gr
*Άρθρο του Serge Halimi για την εφημερίδα Le Monde, που δημοσιεύτηκε από την «Ελευθεροτυπία» στις 20/02/2011
ostria
Οι ιθύνοντες της πολιτικής αρέσκονται στο να επικαλούνται την «πολυπλοκότητα» του κόσμου, για να εξηγήσουν ότι είναι μάλλον τρελός όποιος θέλει να τον αλλάξει. Αλλά, κάτω από ορισμένες συνθήκες, όλα γίνονται πολύ απλά. Όπως, για παράδειγμα, όταν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους εξανάγκασε τους πάντες να επιλέξουν ανάμεσα σε «εμάς και τους τρομοκράτες».
Στην Τυνησία, η επιλογή τέθηκε κυρίως ανάμεσα σε έναν φίλο δικτάτορα κι «ένα καθεστώς τύπου Ταλιμπάν στη Βόρεια Αφρική(1)». Διλήμματα τέτοιου τύπου ενισχύουν τους πρωταγωνιστές κι ο δικτάτορας προβάλλεται ως το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στους ισλαμιστές. Οι δε ισλαμιστές, καταγράφονται ως οι μόνοι εχθροί του δικτάτορα.
Όμως το μπαλέτο απορυθμίζεται μόλις ένα κοινωνικό ή δημοκρατικό κίνημα φέρνει στην επιφάνεια κάποιους νέους πρωταγωνιστές, τους οποίους κρατούσε αιωνίως στην αφάνεια μια αυστηρά δομημένη χορογραφία. Τότε, η κλυδωνιζόμενη εξουσία αφουγκράζεται ακόμα και το παραμικρό ίχνος «ανατρεπτικού δακτύλου» στη λαϊκή δυσαρέσκεια. Εάν υπάρχει, το εκμεταλλεύεται. Στην αντίθετη περίπτωση, το εφευρίσκει......
Έτσι, στις 13 του περασμένου Γενάρη, την παραμονή της φυγής του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι, απέναντι στον Μεζρί Χαντάντ, πρεσβευτή της Τυνησίας στην UNESCO, βρισκόταν ο Νεζίμπ Σέμπι, ένας κοσμικός αντικαθεστωτικός, ο οποίος κατέκρινε «το μοντέλο ανάπτυξης που χρησιμοποιεί τους χαμηλούς μισθούς ως το μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό(2)». Κατακεραύνωσε «την προκλητική συσσώρευση παράνομου πλούτου στις μεγάλες πόλεις» και τόνισε ότι «ένας ολόκληρος λαός αποκηρύσσει το καθεστώς». Ο Χαντάντ έχασε την ψυχραιμία του με όλα αυτά: «Θα έρθουν σε λίγο στο παλάτι στη Λα Μάρσα και θα το λεηλατήσουν, γιατί αυτή είναι η πρακτική όλων των κοινωνιών που δεν φοβούνται πια τον χωροφύλακα. [...] Ο Μπεν Αλι έσωσε την Τυνησία, το 1987, από τις ορδές των φανατικών και των εξτρεμιστών. [...] Πρέπει να παραμείνει στην εξουσία ό,τι κι αν γίνει, γιατί αυτή η χώρα κινδυνεύει από τα φανατισμένα πλήθη και τους νεομπολσεβίκους, τον νέο στρατηγικό τους σύμμαχο».
Λίγες ώρες αργότερα, πάντως, ο Χαντάντ ανακοίνωνε την αναχώρηση του «σωτήρα της Τυνησίας». Και, στις 16 Ιανουαρίου, ο Σέμπι γινόταν υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης της χώρας του... Οι αραβικοί λαοί δεν κάνουν κάθε μέρα επαναστάσεις, αλλά, όταν το αποφασίζουν, τις κάνουν στα γρήγορα. Πράγματι, δεν μεσολάβησε καλά καλά ούτε ένας μήνας από την αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι και τα δελτία παραπόνων των άνεργων πτυχιούχων μέχρι την πτώση των ανακτόρων της Καρχηδόνας, της οικογένειας Τραμπέλσι(3), την απελευθέρωση των κρατουμένων και την κάθοδο των αγροτών στην Τύνιδα για να απαιτήσουν την κατάργηση των μονοπωλίων.
Χωρίς να παραπέμπει υποχρεωτικά στη Γαλλική Επανάσταση, ο ιστορικός κύκλος που βιώνει η Τυνησία μοιάζει οικείος. Ενα αυθόρμητο κίνημα εξαπλώνεται, συσπειρώνοντας γύρω του τα πλέον ανόμοια κοινωνικά στρώματα και ο απολυταρχισμός κλυδωνίζεται. Πολύ σύντομα, πρέπει να επιλέξει: ή θα σταματήσει το παιχνίδι και θα μαζέψει τα κέρδη ή θα διπλασιάσει το στοίχημα. Αυτή τη στιγμή, ένα κομμάτι της κοινωνίας (η φιλελεύθερη αστική τάξη) ενεργοποιείται προκειμένου το ποτάμι να γυρίσει πίσω. Ενα άλλο κομμάτι της (αγρότες, εργαζόμενοι δίχως μέλλον, εργάτες δίχως δουλειά, απόκληροι φοιτητές) στοιχηματίζει ότι το κύμα της διαμαρτυρίας θα σαρώσει κάτι παραπάνω από μια γερασμένη ολιγαρχία και μια συγκεντρωτική κλίκα.
Αυτή η τελευταία υπόθεση, βάσει της οποίας ο αγώνας εναντίον μιας δικτατορίας που προσωποποιείται στην οικογένεια Μπεν Αλι θα μπορούσε να επεκταθεί και εναντίον της οικονομικής κυριαρχίας μιας ολιγαρχίας, δεν ενθουσιάζει ούτε τους ταξιδιωτικούς πράκτορες, ούτε τις οικονομικές αγορές ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ολοι αυτοί αγαπούν την ελευθερία μόνο όταν αφορά τους τουρίστες, τις ζώνες με τα αφορολόγητα και την κίνηση των κεφαλαίων. Αλλωστε, από τις 19 Ιανουαρίου, ο οίκος αξιολόγησης Moody's υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τυνησίας, με πρόσχημα «την αστάθεια στη χώρα, η οποία οφείλεται στην πρόσφατη απρόσμενη αλλαγή του καθεστώτος».
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Η ίδια απουσία ενθουσιασμού παρατηρείται και στο Αλγέρι, στην Τρίπολη, στο Πεκίνο και στα κυβερνητικά μέγαρα της Δύσης. Την ίδια στιγμή που κάποια πλήθη, στην πλειονότητά τους μουσουλμανικά, διεκδικούσαν ελευθερία και ισότητα, η Γαλλία διαφώτιζε με τον δικό της τρόπο τη «διαμάχη» γύρω από τη συμβατότητα μεταξύ δημοκρατίας και Ισλάμ, προτείνοντας στο ετοιμόρροπο καθεστώς του Μπεν Αλι «την εμπειρία των δικών μας δυνάμεων ασφαλείας»...
Οι ολιγαρχίες της εξουσίας, είτε είναι μουσουλμανικές, κοσμικές ή χριστιανικές, αποδεικνύονται αλληλέγγυες όταν ξυπνούν οι λαοί τους. Ο πρώην πρόεδρος της Τυνησίας προέβαλε εαυτόν ως πυλώνα του κοσμικού κράτους και των δικαιωμάτων των γυναικών απέναντι στους ισλαμιστές. Ηταν πρόεδρος ενός κόμματος μέλους της Σοσιαλιστικής Διεθνούς: τέλος, βρήκε καταφύγιο... στη Σαουδική Αραβία.
Ας φανταστούμε ότι στην Τεχεράνη ή στο Καράκας έχουν περισυλλεχθεί τους τελευταίους μήνες τα πτώματα περίπου εκατό διαδηλωτών, οι οποίοι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες της αστυνομίας... Πριν από 30 και πλέον χρόνια, σε ένα άρθρο που έγραψε ιστορία, μια αμερικανίδα πανεπιστημιακός που τότε ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα, η Τζιν Κιρκπάτρικ, απέρριπτε εκ προοιμίου μια τέτοια σύγκριση (4). Κατά τη γνώμη της, τα «αυταρχικά» φιλοδυτικά καθεστώτα ήταν όντως προτιμότερα (και όπως πίστευε, περισσότερο επιρρεπή στις μεταρρυθμίσεις) από τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα που απειλούσαν να τα διαδεχθούν.
Η ανάλυσή της, η οποία δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 1979, ενθουσίασε σε τέτοιο βαθμό τον τότε υποψήφιο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ώστε μόλις εξελέγη, διόρισε τη συγγραφέα του άρθρου πρέσβειρα στα Ηνωμένα Εθνη. Η Κιρκπάτρικ είχε μελετήσει δύο ήττες στρατηγικής σημασίας, τις οποίες υπέστη η Ουάσιγκτον μέσα στην ίδια χρονιά: την ιρανική επανάσταση και την επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Σε κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις, επιχειρηματολογούσε, οι Ηνωμένες Πολιτείες του προέδρου Κάρτερ, στην επιθυμία τους να προωθήσουν τη δημοκρατία, «είχαν συνεργαστεί ενεργά στην αντικατάσταση μετριοπαθών αυταρχικών ηγετών φίλα προσκείμενων στα αμερικανικά συμφέροντα [ο σάχης της Περσίας και ο Αουγούστο Σομόσα] από εξτρεμιστές αυταρχικούς ηγέτες λιγότερο φιλικούς απέναντί μας».
Βέβαια, τα δύο καθεστώτα που κατέρρευσαν δεν ήταν άμεμπτα. «Οι επικεφαλής τους ήταν άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν εκλεγεί, [...] οι οποίοι ορισμένες φορές προσέτρεχαν στον στρατιωτικό νόμο για να συλλάβουν, να φυλακίσουν, να εξορίσουν και, ενίοτε, όπως λέγεται, να βασανίσουν τους αντιπάλους τους». Ναι μεν, αλλά «ήταν όντως φιλικά διακείμενοι απέναντι στις ΗΠΑ, έστελναν τα παιδιά τους στα δικά μας πανεπιστήμια, ψήφιζαν μαζί με εμάς στα Ηνωμένα Εθνη, στήριζαν τακτικά τα αμερικανικά συμφέροντα, ακόμη κι όταν αυτό τους κόστιζε. Οι πρεσβείες των δύο κυβερνήσεων υποδέχονταν Αμερικανούς με επιρροή. Ο σάχης και ο Σομόσα ήταν ευπρόσδεκτοι στην πατρίδα μας, στην οποία μετρούσαν πολλούς φίλους».
ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ
Υστερα, «η κυβέρνηση Κάρτερ, δέσμια μιας σύγχρονης εκδοχής της ιδέας περί προόδου, η οποία έχει σημαδέψει τη δυτική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού», ενθάρρυνε την αλλαγή του πολιτεύματος. Ολέθριο σφάλμα: «Η Ουάσιγκτον υπερεκτίμησε την πολιτική πολυμορφία της αντιπολίτευσης -ιδιαίτερα τη δύναμη των "μετριοπαθών" και των "δημοκρατών"- υποτίμησε την αδιαλλαξία των ακραίων και την ισχύ τους στους κόλπους του κινήματος και έκανε λάθος εκτίμηση σχετικά με την επιρροή των ΗΠΑ στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση». Με αποτέλεσμα τη θεοκρατία των αγιατολάχ στη μία περίπτωση και τους Σαντινίστας στην άλλη.
Οπως βλέπουμε, η λογική «του μη χείρον βέλτιστον» απέναντι σε μια δικτατορία φιλοδυτική και επιδεκτική στο να βελτιωθεί κάποια μέρα (υπό τον όρο ότι θα της διαθέσουν την αιωνιότητα για να το πετύχει), ο φόβος μήπως εντοπιστούν τίποτα φονταμενταλιστές (άλλοτε ήταν οι κομμουνιστές) κρυμμένοι πίσω από τους δημοκρατικούς διαδηλωτές, όλα αυτά δεν ξεκίνησαν χθες. Ομως, τις τελευταίες εβδομάδες, το φάντασμα της Τζιν Κιρκπάτρικ μοιάζει να στοιχειώνει περισσότερο το Παρίσι παρά την Ουάσιγκτον. Κι αυτό, διότι, ο αμελητέος ρόλος των ισλαμιστών στον ξεσηκωμό της Τυνησίας -ο οποίος ευνόησε τη σύνταξη ενός ευρέος κοινωνικού και πολιτικού μετώπου κατά του Μπεν Αλι- καθησύχασε τις ΗΠΑ. Το WikiLeaks είχε αποκαλύψει τα συναισθήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη «σχεδόν μαφία» και το «αρτηριοσκληρωτικό καθεστώς» της κλίκας που βρισκόταν στην εξουσία. Ο Λευκός Οίκος τούς εγκατέλειψε στην τύχη τους, σίγουρος για την προοπτική μιας φιλελεύθερης, αστικού χαρακτήρα αλλαγή φρουράς.Αλλά ο ξεσηκωμός της Τυνησίας βρίσκει απήχηση πέρα από τον αραβικό κόσμο. Και αλλού βρίσκονται πολλοί εκρηκτικοί μηχανισμοί: μια άνιση ανάπτυξη, υψηλή ανεργία, διαμαρτυρίες που καταπνίγονται από υπερμεγέθεις κατασταλτικούς μηχανισμούς, μια νεολαία μορφωμένη αλλά χωρίς επαγγελματική διέξοδο, κάποιες παρασιτικές αστικές τάξεις που ζουν σαν τουρίστες στην ίδια τους την πατρίδα. Οι Τυνήσιοι μπορεί να μη νίκησαν συγχρόνως όλα αυτά τα δεινά, τουλάχιστον όμως αποτίναξαν τον ζυγό της μοιρολατρίας. «Δεν υπάρχει εναλλακτική», τους φώναζαν οι σειρήνες... Αυτοί μας απάντησαν ότι «μερικές φορές, συμβαίνει και το αδύνατο» (5)...
1) Δήλωση του Νικολά Σαρκοζί στην Τύνιδα, στις 28 Απριλίου του 2008.
2) «L' invite de Bourdin & Co», RMC, 13 Ιανουαρίου 2011.
3) (ΣτΜ): Η οικογένεια της Λεϊλά Τραμπέλσι, της συζύγου του Μπεν Αλι, η οποία ήταν γνωστή και ως Ιμέλντα Μάρκος της Τυνησίας.
4) Jeane Kirkpatrick, «Dictatorships & double standards», Commentary, Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1979.
5) Slavoj Ζ―iz―ek, «Για να ξεφύγουμε από τα δίχτυα όπου έχουμε παγιδευτεί», «Le Monde Diplomatique»-«Κ.Ε.», 21-11-10, http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article294 tvxs.gr
*Άρθρο του Serge Halimi για την εφημερίδα Le Monde, που δημοσιεύτηκε από την «Ελευθεροτυπία» στις 20/02/2011
ostria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου