«Ίσως έχει δίκιο τελικά η Αριστερά...»
Του Κωνσταντίνου Καραλή
Στις αρχές Αυγούστου δημοσιεύθηκε σε μεγάλη ευρωπαϊκή εφημερίδα ένα άρθρο με τίτλο «Αρχίζω να πιστεύω ότι ίσως τελικά η Αριστερά να έχει δίκιο». Όχι, το άρθρο δεν το έγραψε κάποιος μετανοημένος σοσιαλδημοκράτης, από αυτούς που, ασχέτως ρητορείας, προωθούν με συνέπεια το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, έχοντας συνειδητοποιήσει την γενικευμένη οικονομική κρίση στην οποία αυτό έχει οδηγήσει, όσο και τον εργασιακό μεσαίωνα που έχει επιφέρει η κατάργηση των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες τόσων δεκαετιών. Αντίθετα, ο συγγραφέας του, ο Τσαρλς Μουρ, προέρχεται από τις γραμμές της Δεξιάς, της Δεξιάς που θριαμβεύει τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας, όσο και σε αυτό της καθημερινής πολιτικής και οικονομικής πράξης, όπως για παράδειγμα είδαμε με την πίεση των ρεπουμπλικάνων στον Ομπάμα, στο πρόσφατο ζήτημα του χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Ο Τσαρλς Μουρ είναι συντηρητικός, με 20 χρόνια δημοσιογραφική θητεία σε συντηρητικές εφημερίδες με τελευταία την «Νταίηλη Τέλεγκραφ». Επίσης είναι πιστός Καθολικός, επισκέπτης του Πάπα και επίσημος βιογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ...
(της οποίας η βιογραφία θα κυκλοφορήσει μετά θάνατον). Στο περί ού ο λόγος άρθρο του λοιπόν ο Μουρ έγραψε πως «χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια για να θέσω αυτήν την ερώτηση, αλλά τώρα πρέπει να το κάνω: Έχει πράγματι δίκιο η Αριστερά;».
Η ελεύθερη αγορά
δεν οδηγεί στην ελευθερία
Όταν παλιότερα η αριστερή φρασεολογία ήταν της μόδας, μια εύσχημη δικαιολογία για να αποφύγει κανείς τα δύσκολα (δηλαδή να δείχνει ότι δεν διαφωνεί με τις αριστερές θέσεις χωρίς ωστόσο και να τις ασπάζεται) έδινε η χρήση της φράσης-κλισέ: «ο κομμουνισμός είναι καλός στη θεωρία αλλά υπάρχουν προβλήματα όταν εφαρμόζεται στην πράξη». Τώρα όμως είναι οι θεωρίες της Δεξιάς (και των συναφών ιδεολογημάτων) που έρχεται η πράξη να αμφισβητήσει. Και ως πράξη εννοούμε τα αποτελέσματα που επέφερε η κυριαρχία της δεξιάς ιδεολογίας που καθόρισε τις πολιτικές στο χώρο της οικονομίας και της κοινωνίας στον «Δυτικό κόσμο» και όχι μόνο. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Μουρ, μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, ενώ οι μισθοί (σε σταθερές τιμές) μειώθηκαν. Ως συνέπεια, «η ελευθερία» (την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της Δεξιάς) «είναι μόνο η δική τους ελευθερία» (των πλουσίων). «Σχεδόν όλοι οι άλλοι εργάζονται τώρα πιο σκληρά και ζουν σε ανασφάλεια και λίγοι μόνο κολυμπούν στα πλούτη. Η Δημοκρατία, η οποία θα έπρεπε να υπηρετεί τον λαό γεμίζει τις τσέπες των Τραπεζιτών, των βαρόνων των ΜΜΕ και των άλλων δισεκατομμυριούχων». Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, την οποία εξακολουθεί να υποστηρίζει η Δεξιά, αν και η πράξη οδηγεί σε τελείως διαφορετικούς δρόμους από αυτούς που προβλέπει η ρητορεία της, ο Μουρ τονίζει ότι αντίθετα «η δύναμη των αναλύσεων των Αριστερών βρίσκεται στο ότι έχουν καταλάβει πώς οι Ισχυροί χρησιμοποιούν την φιλελεύθερη-συντηρητική γλώσσα ως καμουφλάζ, για να διασφαλίζουν τα πλεονεκτήματά τους». Για παράδειγμα, ενώ η παγκοσμιοποίηση δεν θα έπρεπε να σημαίνει αρχικά τίποτα περισσότερο από το ελεύθερο εμπόριο σε παγκόσμια κλίμακα, στην εποχή μας πρέπει να συνδέεται επίσης με το ότι «οι Τράπεζες κρατάνε το κέρδος από τις διεθνείς τους επιτυχίες για τον εαυτό τους ενώ μοιράζουν τις ζημιές στους φορολογούμενους των διαφόρων κρατών. Οι τράπεζες επιστρέφουν μόνο τότε στο «σπίτι τους», όταν δεν έχουν πλέον χρήματα. Τότε οι κυβερνήσεις μας τους δίνουν πάλι». Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την – καθαρά - αριστερή άποψη πως το πολιτικό σύστημα υπηρετεί μόνο τους πλούσιους, ενώ, όπως σημειώνει ο Μουρ, ο ίδιος υποστήριζε κατά τη δεκαετία του 80 τη Θάτσερ που διευκόλυνε τη λειτουργία των χρηματαγορών την ίδια στιγμή που κατάστρεφε τα εργατικά συνδικάτα. Τι έγινε όμως η ελευθερία της αγοράς που κερδήθηκε με αυτές τις επιλογές; «Η κρίση του πιστωτικού συστήματος μας έχει δείξει πώς αυτή η ελευθερία έχει απαχθεί: οι τράπεζες αποτελούν ένα πεδίο στο οποίο ορισμένοι επιχειρηματίες γίνονται πλούσιοι ακόμα κι όταν χάνουν δισεκατομμύρια. Ο ρόλος όλων των άλλων είναι να πληρώνουν τον λογαριασμό».
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους δεν φαίνεται μόνο στο χώρο της οικονομίας: ο Μουρ φέρνει ως παράδειγμα τον Ρούπερτ Μέρντοχ, ο οποίος «επιχειρηματολογούσε πάντοτε για τα δικαιώματα των αναγνωστών. Όμως η πληροφόρηση που παρέχουν οι εφημερίδες του είναι αξιολύπητη. Δίνουν ισχύ στον ίδιο και όχι στους αναγνώστες του».
Η καταστροφική
οικονομική πολιτική
της Δεξιάς
Ενώ λοιπόν μετά το 1989 μαζί με το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και όλοι μιλούσαν για τον θρίαμβο του καπιταλισμού, με τον νεαρό Φράνσις Φουκουγιάμα να γράφει για «το τέλος της Ιστορίας», σήμερα επανέρχεται η συζήτηση για τον καπιταλισμό, ακόμα και στον χώρο της Δεξιάς, με τον βουλευτή των Τόρρυδων Ντάγκλας Κάρσγουελ, να συνοψίζει την κριτική σε αναλογία με τον Μουρ, υποστηρίζοντας πως η ελεύθερη αγορά, όλο και πιο συχνά μετατρέπεται σε μια καθόλου ελεύθερη αγορά, που αποτελεί πεδίο δράσης για λίγους.
Ο καπιταλισμός, έγραψε πέρσι ο φιλόσοφος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, είναι ένα σύστημα που στην καλύτερη των περιπτώσεων δημιουργεί προβλήματα, δεν τα επιλύει. Η σημερινή κρίση, η χειρότερη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μας δείχνει πώς τα προβλήματα αυτά εντείνονται από την οικονομική πολιτική της Δεξιάς, κρίση που οφείλεται στην τυφλή απορρύθμιση της Οικονομίας και των χρηματαγορών και συνεχίζεται με την τυφλή πολιτική των περικοπών των κρατικών δαπανών μαζί με την συρρίκνωση των αμοιβών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά και την αύξηση της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε σήμερα πως στις κοινωνίες της Δύσης μειώνονται συνέχεια οι πιθανότητες για τους νέους να βρουν μια καλή δουλειά με καλό μισθό και εργασιακή ασφάλεια, να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, να έχουν μια καλή σύνταξη και να μπορούν να εξασφαλίσουν μια καλή αρχή για τα παιδιά τους. Κι αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τις σπουδές και τις ικανότητές τους. Παράλληλα, η σημερινή κρίση χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, ή της υγείας δείχνει πως το αποτέλεσμα της κυριαρχίας της οικονομικής πολιτικής της Δεξιάς (με την πίστη στην ελευθερία των αγορών και την απορρύθμιση της οικονομίας) οδήγησε ακόμα και αυτές τις ισχυρές οικονομίες του Δυτικού κόσμου σε αδυναμία να παρέχουν Παιδεία και Υγεία στους πολίτες τους, οι οποίοι την ίδια στιγμή βυθίζονται στην ανασφάλεια και την ανέχεια, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια ολιγαρχία πλουσίων.
Προσοχή όμως σε μία σημαντική παρανόηση: όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Μουρ, ορισμένοι θεώρησαν ότι με την κριτική του υποστήριξε πως έχουν δίκιο οι Εργατικοί (και κατ’ επέκταση, προσθέτουμε, οι σοσιαλδημοκράτες). Όμως, όπως ο ίδιος δηλώνει κατηγορηματικά, δεν διαχωρίζει μεταξύ Εργατικών και Συντηρητικών, θεωρώντας ότι όλοι τους υπηρετούν τις αστικές ιδέες, ενώ «Εγώ μιλάω για αστικές (από τη μια πλευρά) και για αριστερές ιδέες (από την άλλη) ».
epohi.
Του Κωνσταντίνου Καραλή
Στις αρχές Αυγούστου δημοσιεύθηκε σε μεγάλη ευρωπαϊκή εφημερίδα ένα άρθρο με τίτλο «Αρχίζω να πιστεύω ότι ίσως τελικά η Αριστερά να έχει δίκιο». Όχι, το άρθρο δεν το έγραψε κάποιος μετανοημένος σοσιαλδημοκράτης, από αυτούς που, ασχέτως ρητορείας, προωθούν με συνέπεια το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, έχοντας συνειδητοποιήσει την γενικευμένη οικονομική κρίση στην οποία αυτό έχει οδηγήσει, όσο και τον εργασιακό μεσαίωνα που έχει επιφέρει η κατάργηση των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες τόσων δεκαετιών. Αντίθετα, ο συγγραφέας του, ο Τσαρλς Μουρ, προέρχεται από τις γραμμές της Δεξιάς, της Δεξιάς που θριαμβεύει τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας, όσο και σε αυτό της καθημερινής πολιτικής και οικονομικής πράξης, όπως για παράδειγμα είδαμε με την πίεση των ρεπουμπλικάνων στον Ομπάμα, στο πρόσφατο ζήτημα του χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Ο Τσαρλς Μουρ είναι συντηρητικός, με 20 χρόνια δημοσιογραφική θητεία σε συντηρητικές εφημερίδες με τελευταία την «Νταίηλη Τέλεγκραφ». Επίσης είναι πιστός Καθολικός, επισκέπτης του Πάπα και επίσημος βιογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ...
(της οποίας η βιογραφία θα κυκλοφορήσει μετά θάνατον). Στο περί ού ο λόγος άρθρο του λοιπόν ο Μουρ έγραψε πως «χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια για να θέσω αυτήν την ερώτηση, αλλά τώρα πρέπει να το κάνω: Έχει πράγματι δίκιο η Αριστερά;».
Η ελεύθερη αγορά
δεν οδηγεί στην ελευθερία
Όταν παλιότερα η αριστερή φρασεολογία ήταν της μόδας, μια εύσχημη δικαιολογία για να αποφύγει κανείς τα δύσκολα (δηλαδή να δείχνει ότι δεν διαφωνεί με τις αριστερές θέσεις χωρίς ωστόσο και να τις ασπάζεται) έδινε η χρήση της φράσης-κλισέ: «ο κομμουνισμός είναι καλός στη θεωρία αλλά υπάρχουν προβλήματα όταν εφαρμόζεται στην πράξη». Τώρα όμως είναι οι θεωρίες της Δεξιάς (και των συναφών ιδεολογημάτων) που έρχεται η πράξη να αμφισβητήσει. Και ως πράξη εννοούμε τα αποτελέσματα που επέφερε η κυριαρχία της δεξιάς ιδεολογίας που καθόρισε τις πολιτικές στο χώρο της οικονομίας και της κοινωνίας στον «Δυτικό κόσμο» και όχι μόνο. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Μουρ, μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, ενώ οι μισθοί (σε σταθερές τιμές) μειώθηκαν. Ως συνέπεια, «η ελευθερία» (την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της Δεξιάς) «είναι μόνο η δική τους ελευθερία» (των πλουσίων). «Σχεδόν όλοι οι άλλοι εργάζονται τώρα πιο σκληρά και ζουν σε ανασφάλεια και λίγοι μόνο κολυμπούν στα πλούτη. Η Δημοκρατία, η οποία θα έπρεπε να υπηρετεί τον λαό γεμίζει τις τσέπες των Τραπεζιτών, των βαρόνων των ΜΜΕ και των άλλων δισεκατομμυριούχων». Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, την οποία εξακολουθεί να υποστηρίζει η Δεξιά, αν και η πράξη οδηγεί σε τελείως διαφορετικούς δρόμους από αυτούς που προβλέπει η ρητορεία της, ο Μουρ τονίζει ότι αντίθετα «η δύναμη των αναλύσεων των Αριστερών βρίσκεται στο ότι έχουν καταλάβει πώς οι Ισχυροί χρησιμοποιούν την φιλελεύθερη-συντηρητική γλώσσα ως καμουφλάζ, για να διασφαλίζουν τα πλεονεκτήματά τους». Για παράδειγμα, ενώ η παγκοσμιοποίηση δεν θα έπρεπε να σημαίνει αρχικά τίποτα περισσότερο από το ελεύθερο εμπόριο σε παγκόσμια κλίμακα, στην εποχή μας πρέπει να συνδέεται επίσης με το ότι «οι Τράπεζες κρατάνε το κέρδος από τις διεθνείς τους επιτυχίες για τον εαυτό τους ενώ μοιράζουν τις ζημιές στους φορολογούμενους των διαφόρων κρατών. Οι τράπεζες επιστρέφουν μόνο τότε στο «σπίτι τους», όταν δεν έχουν πλέον χρήματα. Τότε οι κυβερνήσεις μας τους δίνουν πάλι». Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την – καθαρά - αριστερή άποψη πως το πολιτικό σύστημα υπηρετεί μόνο τους πλούσιους, ενώ, όπως σημειώνει ο Μουρ, ο ίδιος υποστήριζε κατά τη δεκαετία του 80 τη Θάτσερ που διευκόλυνε τη λειτουργία των χρηματαγορών την ίδια στιγμή που κατάστρεφε τα εργατικά συνδικάτα. Τι έγινε όμως η ελευθερία της αγοράς που κερδήθηκε με αυτές τις επιλογές; «Η κρίση του πιστωτικού συστήματος μας έχει δείξει πώς αυτή η ελευθερία έχει απαχθεί: οι τράπεζες αποτελούν ένα πεδίο στο οποίο ορισμένοι επιχειρηματίες γίνονται πλούσιοι ακόμα κι όταν χάνουν δισεκατομμύρια. Ο ρόλος όλων των άλλων είναι να πληρώνουν τον λογαριασμό».
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους δεν φαίνεται μόνο στο χώρο της οικονομίας: ο Μουρ φέρνει ως παράδειγμα τον Ρούπερτ Μέρντοχ, ο οποίος «επιχειρηματολογούσε πάντοτε για τα δικαιώματα των αναγνωστών. Όμως η πληροφόρηση που παρέχουν οι εφημερίδες του είναι αξιολύπητη. Δίνουν ισχύ στον ίδιο και όχι στους αναγνώστες του».
Η καταστροφική
οικονομική πολιτική
της Δεξιάς
Ενώ λοιπόν μετά το 1989 μαζί με το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και όλοι μιλούσαν για τον θρίαμβο του καπιταλισμού, με τον νεαρό Φράνσις Φουκουγιάμα να γράφει για «το τέλος της Ιστορίας», σήμερα επανέρχεται η συζήτηση για τον καπιταλισμό, ακόμα και στον χώρο της Δεξιάς, με τον βουλευτή των Τόρρυδων Ντάγκλας Κάρσγουελ, να συνοψίζει την κριτική σε αναλογία με τον Μουρ, υποστηρίζοντας πως η ελεύθερη αγορά, όλο και πιο συχνά μετατρέπεται σε μια καθόλου ελεύθερη αγορά, που αποτελεί πεδίο δράσης για λίγους.
Ο καπιταλισμός, έγραψε πέρσι ο φιλόσοφος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, είναι ένα σύστημα που στην καλύτερη των περιπτώσεων δημιουργεί προβλήματα, δεν τα επιλύει. Η σημερινή κρίση, η χειρότερη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μας δείχνει πώς τα προβλήματα αυτά εντείνονται από την οικονομική πολιτική της Δεξιάς, κρίση που οφείλεται στην τυφλή απορρύθμιση της Οικονομίας και των χρηματαγορών και συνεχίζεται με την τυφλή πολιτική των περικοπών των κρατικών δαπανών μαζί με την συρρίκνωση των αμοιβών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά και την αύξηση της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε σήμερα πως στις κοινωνίες της Δύσης μειώνονται συνέχεια οι πιθανότητες για τους νέους να βρουν μια καλή δουλειά με καλό μισθό και εργασιακή ασφάλεια, να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, να έχουν μια καλή σύνταξη και να μπορούν να εξασφαλίσουν μια καλή αρχή για τα παιδιά τους. Κι αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τις σπουδές και τις ικανότητές τους. Παράλληλα, η σημερινή κρίση χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, ή της υγείας δείχνει πως το αποτέλεσμα της κυριαρχίας της οικονομικής πολιτικής της Δεξιάς (με την πίστη στην ελευθερία των αγορών και την απορρύθμιση της οικονομίας) οδήγησε ακόμα και αυτές τις ισχυρές οικονομίες του Δυτικού κόσμου σε αδυναμία να παρέχουν Παιδεία και Υγεία στους πολίτες τους, οι οποίοι την ίδια στιγμή βυθίζονται στην ανασφάλεια και την ανέχεια, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια ολιγαρχία πλουσίων.
Προσοχή όμως σε μία σημαντική παρανόηση: όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Μουρ, ορισμένοι θεώρησαν ότι με την κριτική του υποστήριξε πως έχουν δίκιο οι Εργατικοί (και κατ’ επέκταση, προσθέτουμε, οι σοσιαλδημοκράτες). Όμως, όπως ο ίδιος δηλώνει κατηγορηματικά, δεν διαχωρίζει μεταξύ Εργατικών και Συντηρητικών, θεωρώντας ότι όλοι τους υπηρετούν τις αστικές ιδέες, ενώ «Εγώ μιλάω για αστικές (από τη μια πλευρά) και για αριστερές ιδέες (από την άλλη) ».
epohi.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου