Του Παναγιώτη Μαυροειδή
Οι σκέψεις που διατυπώνονται σε αυτό το σημείωμα βασίζονται σε ένα ξαναδιάβασμα εκτιμήσεων του Ντ. Χάρβεϊ για τον ιμπεριαλισμό και την κρίση, πριν αυτή εκδηλωθεί. Ο Ντ. Χάρβεϊ, είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό στο ελληνικό κοινό, καθώς έχουν εκδοθεί πολλά από τα βιβλία του στην Ελλάδα. Στο έργο του ‘’Ο νέος ιμπεριαλισμός’’(2003), επιχειρεί να διατυπώσει μια νέα θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και να τον ερμηνεύσει υπό τις παρούσες, εξαιρετικά σύνθετες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ακόμη ενδιαφέρουσες πλευρές, που πρέπει να συζητηθούν ξανά και τίθενται με πρωτότυπο τρόπο. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το βιβλίο γράφηκε όχι μόνο πριν από την πρόσφατη εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και πριν ακόμη εκδηλωθεί ο πόλεμος των αμερικανών στο Ιράκ.
Η αντοχή πολλών μεθοδολογικών παρατηρήσεων και εκτιμήσεων στο χρόνο και την αδυσώπητη κρίση των μετέπειτα θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, τονίζει το στέρεο βάθρο των προσεγγίσεων του Ντ. Χάρβεϊ.
Ο όρος της εδαφικής λογικής στον ιμπεριαλισμό χρησιμοποιείται για να τονιστούν οι πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές τις οποίες χρησιμοποιεί το κράτος (ή κάποια κράτη που λειτουργούν ως συνασπισμός πολιτικής ισχύος) καθώς παλεύει για να επιβεβαιώσει τα συμφέροντα του και να πετύχει τους στόχους του στον κόσμο γενικά.
Αντίστοιχα η καπιταλιστική λογική στον ιμπεριαλισμό αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους η οικονομική δύναμη διαχέεται απ’ άκρον σ’ άκρο και μέσω του συνεχούς χώρου προς ή από εδαφικές οντότητες (όπως κράτη ή περιφερειακούς συνασπισμούς) μέσω των καθημερινών πρακτικών της παραγωγής, των ανταλλαγών, του εμπορίου, των ροών κεφαλαίου, των μεταβιβάσεων χρήματος, της μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, της μεταβίβασης τεχνολογίας, της νομισματικής κερδοσκοπίας, των ροών πληροφοριών, των πολιτισμικών ωθήσεων και τα παρόμοια.
Ο Ντ. Χάρβεϊ επισημαίνει και τεκμηριώνει ότι η εδαφική και η καπιταλιστική λογική της εξουσίας είναι διακριτές μεταξύ τους. Εντούτοις, τονίζει ότι οι δύο λογικές συνυφαίνονται με πολύπλοκους και μερικές φορές αντιφατικούς τρόπους. Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τον πόλεμο στο Βιετνάμ ή την εισβολή στο Ιράκ, για παράδειγμα, αποκλειστικά βάσει των άμεσων απαιτήσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως, ταυτοχρόνως είναι δύσκολο να εξηγούμε τη γενική εδαφική στρατηγική της ανάσχεσης της σοβιετικής δύναμης την οποία ακολουθούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο -στρατηγική που δημιούργησε το έδαφος για την επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ- χωρίς ν’ αναγνωρίζουμε την ακαταμάχητη ανάγκη των επιχειρηματικών συμφερόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ανοιχτό στη συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω της επέκτασης των ανταλλαγών, του εμπορίου και των ευκαιριών για ξένες επενδύσεις.
Επομένως, θα πρέπει να θεωρούμε πως η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο λογικές είναι μάλλον προβληματική και συχνά αντιφατική (δηλαδή, διαλεκτική) παρά λειτουργική ή μονόπλευρη. Αυτή η διαλεκτική σχέση αποτελεί τη βάση για ν’ αναλύσουμε τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό με όρους διατομής αυτών των δύο διακριτών αλλά συνυφαινόμενων λογικών εξουσίας.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό από άλλες αντιλήψεις περί αυτοκρατορίας – συνοψίζει ο Ν. Χάρβεϊ- είναι ότι τυπικά κυριαρχεί η καπιταλιστική λογική, αν και υπάρχουν φορές που βγαίνει στο προσκήνιο εδαφική λογική
Αν οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να τις επιστρατεύσουν διεθνώς και αν η ηγεσία τους δεν μπορούσε να ασκηθεί με τρόπο που να γεννά ‘’συλλογικά οφέλη’’, τότε οι ΗΠΑ θα είχαν πάψει από καιρό να είναι ηγεμονική δύναμη. Οι ΗΠΑ πρέπει να δρουν με αυτό τον τρόπο για να μπορούν να αξιώνουν ότι δρουν για το εύλογο για τους άλλους γενικό συμφέρον, ακόμη και όταν, όπως υποψιάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι, δρουν με βάση το στενό ίδιον συμφέρον τους. Αυτό σημαίνει άσκηση της ηγεσίας μέσω της συναίνεσης.
Από αυτή την άποψη ο ψυχρός πόλεμος παρείχε φυσικά στις ΗΠΑ μια χρυσή ευκαιρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσηλωμένες στη συνεχή συσσώρευση του κεφαλαίου, ήταν προετοιμασμένες να συσσωρεύσουν πολιτική και στρατιωτική ισχύ, προκειμένου να υπερασπίζονται και να προάγουν αυτή τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου σε όλη την υδρόγειο εναντίον της κομουνιστικής απειλής. Σε όλο τον κόσμο οι κάτοχοι ατομικής ιδιοκτησίας, αντιμέτωποι με την προοπτική του διεθνούς σοσιαλισμού, μπορούσαν να ενωθούν και να βρουν καταφύγιο πίσω από αυτή τη δύναμη την οποία στήριζαν.
Ενώ ξέρουμε αρκετά για τις αποφάσεις τις οποίες πήρε το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ΗΠΑ έθεταν πάντα πρώτα τα δικά τους συμφέροντα. Από αυτές τις αποφάσεις απέρρεαν επαρκή οφέλη για τις ιδιοκτήτριες τάξεις σε αρκετές χώρες, καθιστώντας έτσι αξιόπιστους τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι δρουν για το οικουμενικό (διάβαζε «των ιδιοκτητών») συμφέρον και επιτρέποντας στις ΗΠΑ να συμπαρατάσσουν πίσω τους ευγνώμονες υποτελείς ομάδες και κράτη πελάτες.
Η πιο γενική αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ ασκούν ταυτοχρόνως καταναγκαστικές και ηγεμονικές πρακτικές, αν και η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο όψεις στην άσκηση της ισχύος μπορεί να μεταβάλλεται από τη μια περίοδο στην άλλη.
Επί πολλά χρόνια, οι ΗΠΑ ασκούσαν την ηγεσία εκείνου του τμήματος του κόσμου που ήταν προσηλωμένο στη συνεχή συσσώρευση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια διέδωσαν πολύ πλατιά τους δικούς τους τρόπους-άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, σύρθηκε πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά στην παγκοσμιοποίηση μέσω της αμερικανοποίησης.
Η μίμηση του καταναλωτισμού, των τρόπων ζωής, των πολιτισμικών μορφών, των πολιτικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών των ΗΠΑ έχει συμβάλει στη διαδικασία της συνεχούς συσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
‘’Το χρήμα, η παραγωγική ικανότητα και η στρατιωτική ισχύς είναι τα τρία πόδια στα οποία στηρίζεται η ηγεμονία στον καπιταλισμό’’, διατυπώνει ρητά ο συγγραφέας.
Αυτά τα πλεονάσματα μπορούν δυνητικά να απορροφηθούν α) μέσω της χρονικής μετάθεσης με επενδύσεις σε μακροπρόθεσμα σχέδια του κεφαλαίου ή σε κοινωνικές δαπάνες (όπως παιδεία και έρευνα), που μεταθέτουν στο μέλλον την επαναφορά των κεφαλαιακών αξιών στην κυκλοφορία, β) μέσω χωρικών μετατοπίσεων με το άνοιγμα νέων αγορών, νέων παραγωγικών ικανοτήτων, νέων πόρων και κοινωνικών και εργασιακών δυνατοτήτων αλλού, και γ) μέσω κάποιου συνδυασμού του α και του β.
Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η ευρύτερη πολιτική διαχείριση των κρίσεων. Στις εξωτερικές υποθέσεις οι ΗΠΑ παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως τονκύριο υπερασπιστή της ελευθερίας (που γίνεται αντιληπτή με όρους ελεύθερων αγορών) και των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι ΗΠΑ παρέχουν οικονομική και στρατιωτική προστασία στις ιδιοκτήτριες τάξεις ή στις πολιτικές/στρατιωτικές ελίτ όπου και αν βρίσκονται. Σε αντάλλαγμα αυτές οι ιδιοκτήτριες τάξεις και οι ελίτ αποτελούν το κέντρο φιλοαμερικανικών πολιτικών σε όποια χώρα κι αν βρίσκονται.
Σε ότι αφορά την εσωτερική στρατηγική, οι δύο κύριες αρχές της καθορίστηκαν στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου και έκτοτε έμειναν αναλλοίωτες: Πρώτον, η κοινωνική τάξη πραγμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παραμείνει σταθερή. Δεν είναι ανεκτές καμιά αναδιανομή του πλούτου ή της εξουσίας και καμιά αμφισβήτηση της ελίτ και/ή του ελέγχου της καπιταλιστικής τάξης. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει συνεχής επέκταση της εσωτερικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κατανάλωσης προκειμένου να εξασφαλίζονται η εσωτερική ειρήνη, η ευημερία και η κοινωνική γαλήνη.
Ο χρυσός εγκαταλείφθηκε ως υλική βάση των χρηματικών αξιών και στο εξής ο κόσμος ήταν υποχρεωμένος να ζει με ένα αποϋλοποιημένο νομισματικό σύστημα απίστευτης ευημερίας και επιδεικτικής κατανάλωσης τη δεκαετία του 1990). Απειλούμενες στη σφαίρα της παραγωγής, οι ΗΠΑ αντεπιτέθηκαν επιβεβαιώνοντας την ηγεμονία τους μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όμως, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά αυτό το σύστημα, οι αγορές γενικά και οι κεφαλαιαγορές ιδιαίτερα έπρεπε να είναι ανοιχτές στο διεθνές εμπόριο (βραδεία διαδικασία που απαίτησε τη λυσσώδη πίεση των ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζονταν στη χρήση διεθνών μοχλών, όπως το ΔΝΤ, και στην εξίσου λυσσώδη προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος έγινε το νέο ορθόδοξο οικονομικό δόγμα). Συνεπαγόταν επίσης τη μετατόπιση της ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων εντός της αστικής τάξης από τις παραγωγικές δραστηριότητες στους θεσμούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η οργάνωση εξ ολοκλήρου νέων εδαφικών καταμερισμών εργασίας, το άνοιγμα νέων και φθηνότερων συμπλεγμάτων πλουτοπαραγωγικών πόρων και νέων περιφερειών ως δυναμικών χώρων για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και η διείσδυση σε προϋπάρχοντες κοινωνικούς σχηματισμούς των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και θεσμικών διευθετήσεων (όπως κανόνες που αφορούν τις συμβάσεις και διευθετήσεις της ατομικής ιδιοκτησίας) παρέχουν σημαντικούς τρόπους για την απορρόφηση των πλεονασμάτων κεφαλαίου και εργασίας.
Ωστόσο, αυτές οι γεωγραφικές επεκτάσεις, αναδιοργανώσεις και ανοικοδομήσεις απειλούν συχνά τις αξίες που είναι ήδη καθηλωμένες στο χώρο (εμπεδωμένες στη γη), αλλά δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Αυτή η αντίφαση είναι αναπόφευκτη και μπορεί να επαναλαμβάνεται συνεχώς, επειδή οι νέες περιφέρειες απαιτούν επίσης πάγιο κεφάλαιο σε φυσικές υποδομές και σε δομημένο περιβάλλον, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Όμως, η προσφυγή στο πιστωτικό σύστημα καθιστά ταυτοχρόνως τις εδαφικές οντότητες ευάλωτες σε ροές κερδοσκοπικών και πλασματικών κεφαλαίων, που μπορούν τόσο να ωθήσουν όσο και να υπονομεύσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και ακόμη, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, να χρησιμοποιηθούν για να επιβάλουν άγριες υποτιμήσεις. Μετά το 1980 η χρέωση εδαφικών οντοτήτων έγινε όλο και περισσότερο παγκόσμιο πρόβλημα και πολλές από τις φτωχότερες χώρες (ακόμη και μερικές σημαντικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία το 1998 και η Αργεντινή μετά το 2001) αδυνατούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους, απειλώντας με κίνδυνο μη πληρωμής τους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία, δημιουργήθηκε μια μόνιμη οργάνωση δεκαεννέα πιστωτριών χωρών, η οποία είναι γνωστή ως η Λέσχη του Παρισιού προκειμένου να ορίζει τους κανόνες επαναδιαπραγμάτευσης των δανείων με παράταση και διακανονισμό των οφειλόμενων τόκων για χώρες που ήταν ανίκανες να εξοφλήσουν τους πιστωτές τους.
Από το 2000 περίπου τριάντα εφτά χώρες υποχρεώθηκαν να πάρουν αυτό το δρόμο και αυξάνονται οι πιέσεις που ασκούνται στη Λέσχη του Παρισιούγ για να καταργήσει εντελώς το χρέος για μερικές από τις φτωχότερες χώρες.
Η «παγίδα του χρέους» είναι μια διαδικασία «αγκίστρωσης» ακόμη και των φτωχότερων χωρών στο σύστημα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, έτσι ώστε να μπορούν να είναι διαθέσιμες ως «οχετοί» για τα πλεονάζοντα κεφάλαια για τα οποία κρίνονται υπόχρεες.
Η χώρα υποδοχής είναι υποχρεωμένη να αποζημιώνει για οποιαδήποτε υποτίμηση του κεφαλαίου και η πιστώτρια χώρα προστατεύεται από την υποτίμηση. Στη συνέχεια, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι των χωρών υποδοχής μπορούν εύκολα να λεηλατηθούν μέσω των δρακόντειων κανόνων αποπληρωμής του χρέους.
Αυτό το κέντρο εξουσίας μπορεί να λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί επειδή ο υπόλοιπος κόσμος είναι «αγκιστρωμένος» μέσω των πιστωτικών διευθετήσεων σε ένα διαρθρωμένο πλαίσιο αλληλοσυνδεόμενων χρηματοπιστωτικών και κυβερνητικών οργανισμών (στους οποίους περιλαμβάνονται υπερεθνικοί οργανισμοί).
Η γενική εικόνα που αναδύεται είναι εκείνη ενός δικτυωμένου χωροχρονικού κόσμου χρηματοπιστωτικών ροών πλεονάζοντος κεφαλαίου μ συγκεντρώσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας σε βασικά κομβικά σημεία (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τόκιο), τα οποία επιδιώκουν είτε τη διάχυση και την απορρόφηση των πλεονασμάτων, κατευθύνοντας τα σε παραγωγικά μονοπάτια, τις περισσότερες φορές σε μακροπρόθεσμα σχέδια σε ποικίλους χώρους (από το Μπαγκλαντές μέχρι τη Βραζιλία ή την Κίνα), είτε να χρησιμοποιούν την κερδοσκοπική δύναμη για να απαλλάσσουν το σύστημα από την υπερ-συσσώρευση μέσω κρίσεων υποτίμησης σε ευάλωτα εδάφη.
Οι πληθυσμοί αυτών των ευάλωτων εδαφών είναι φυσικά εκείνοι που πρέπει να πληρώσουν το αναπόφευκτο τίμημα με όρους απώλειας περιουσιακών στοιχείων, θέσεων εργασίας και οικονομικής ασφάλειας, για να μη μιλήσουμε για την απώλεια της αξιοπρέπειας και της ελπίδας.
Και με την ίδια λογική που πλήττονται πρώτα οι πιο ευάλωτες περιοχές, εντός αυτών των περιοχών οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί είναι εκείνοι που σηκώνουν το βάρος.
Αν πιστέψουμε την επίσημη ρητορική, το πλέγμα των θεσμικών διευθετήσεων που διαμεσολαβούν τώρα στις ροές του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να οργανώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί και να στηρίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή (οικονομική μεγέθυνση), να αποτρέπει οποιαδήποτε τάση για κρίσεις και να αντιμετωπίζει σοβαρά το πρόβλημα της μείωσης της φτώχειας. Όμως, αν αυτό το σχέδιο αποτύχει, μπορεί να επιδιωχθεί η συσσώρευση με άλλα μέσα.
Όπως και ο πόλεμος σε σχέση με τη διπλωματία είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, έτσι και η παρέμβαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τη στήριξη της κρατικής εξουσίας ισοδυναμεί συχνά με συσσώρευση με άλλα μέσα.
Μια ανίερη συμμαχία ανάμεσα σε κρατικές δυνάμεις και τις αρπακτικές μερίδες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σχηματίζει την αιχμή του σύγχρονου «αρπακτικού καπιταλισμού».
Συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι ότι τα μη καπιταλιστικά εδάφη θα πρέπει να υποχρεώνονται να είναι ανοιχτά όχι μόνο στο εμπόριο (που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο), αλλά επίσης να επιτρέπουν στο κεφάλαιο να επενδύει σε κερδοφόρες επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας φθηνότερη εργατική δύναμη, φθηνότερες πρώτες ύλες, γη χαμηλού κόστους και τα παρόμοια.
Η γενική ώθηση οποιασδήποτε καπιταλιστικής λογικής της εξουσίας δεν είναι να εμποδίζει τις εδαφικές οντότητες να μπουν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ν’ ανοίγουν συνεχώς σ’ αυτή.
Αυτό στην ουσία αποτελεί και μια απάντηση του συγγραφέα σε θεωρίες υπανάπτυξης. ‘’Υπό αυτή την οπτική γωνία- γράφει σχετικά- η αποικιοκρατική καταστολή του είδους που αναμφίβολα αναπτύχθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πρέπει να ερμηνευθεί ως αυτοκαταστροφική, ως περίπτωση στην οποία η εδαφική λογική εμποδίζει την καπιταλιστική λογική’’. Για να συνεχίσει με ένα καλό παράδειγμα: ‘’ο φόβος της άμιλλας οδήγησε τη Βρετανία να εμποδίσει την Ινδία ν’ αναπτύξει μια σθεναρή καπιταλιστική δυναμική και επομένως εμπόδισε τις δυνατότητες χωροχρονικών σταθερών σ’ εκείνη την περιφέρεια. Η ανοιχτή δυναμική της ατλαντικής οικονομίας πρόσφερε πολύ περισσότερα στη Βρετανία από ό.τι η καταπιεστική αποικιακή αυτοκρατορία στην Ινδία, από την οποία η Βρετανία κατάφερνε σίγουρα να αποσπά υπεραξία, αλλά η οποία ποτέ δεν λειτούργησε ως σημαντικό πεδίο για την ανάπτυξη του βρετανικού πλεονάζοντος κεφαλαίου’’.
Ο Ν. Χάρβεϊ, προτείνει να εξετάσουμε λεπτομερώς την άποψη της Λούξεμπουργκ ότι ο καπιταλισμός πρέπει να έχει διαρκώς κάτι «έξω από τον εαυτό του», προκειμένου να σταθεροποιείται.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσει και το επιχείρημα του Μαρξ σχετικά με τη δημιουργία βιομηχανικού εφεδρικού στρατού.
Όταν απουσιάζουν ισχυρές τάσεις για τεχνολογική αλλαγή με την οποία εξοικονομείται εργασία, η συσσώρευση του κεφαλαίου απαιτεί αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Η αύξηση του πληθυσμού είναι σημαντική αν και το κεφάλαιο μπορεί επίσης να επιστρατεύσει «λανθάνοντα αποθέματα» από την αγροτιά ή κατ’ επέκταση να επιστρατεύσει φθηνό εργατικό δυναμικό από τις αποικίες και άλλες εξωτερικές πηγές.
Αν αποτύχει να το κάνει, ο καπιταλισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για τεχνολογική αλλαγή και επενδύσεις για να προκαλέσει ανεργία (απολύσεις), δημιουργώντας έτσι άμεσα ένα βιομηχανικό εφεδρικό στρατό ανέργων. Αυτή η ανεργία έχει την τάση να πιέζει προς τα κάτω τους μισθούς και επομένως δημιουργεί νέες ευκαιρίες κερδοφόρας ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο καπιταλισμός χρειάζεται πράγματι κάτι «έξω από τον εαυτό του», προκειμένου να συσσωρεύει, αλλά στην τελευταία περίπτωση, στην πραγματικότητα, πετά εργάτες έξω από το σύστημα κάποια χρονική στιγμή, προκειμένου να τους έχει στο χέρι για σκοπούς συσσώρευσης σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή.
Στη γλώσσα της σύγχρονης μεταμοντέρνας πολιτικής θεωρίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί αναγκαστικά και πάντοτε τον δικό του «άλλο». Επομένως έχει σημασία η άποψη ότι κάποιου είδους «εξωτερικός άλλος» είναι αναγκαίος για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού.
Όμως, ο καπιταλισμός μπορεί είτε να χρησιμοποιήσει κάποιον προϋπάρχοντα «εξωτερικό άλλον» (μη καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή κάποιον τομέα εντός του καπιταλισμού, όπως η εκπαίδευση, που δεν έχει ακόμη προλεταριοποιηθεί) είτε να τον κατασκευάσει με δική του παρέμβαση.
Ο Μαρξ οικοδόμησε τη γενική θεωρία του για τη συσσώρευση του κεφαλαίου στη βάση ορισμένων κρίσιμων αρχικών υποθέσεων, που αντιστοιχούν ευρέως σ’ εκείνες της κλασικής πολιτικής οικονομίας.
Αυτές οι υποθέσεις είναι: ελεύθερα λειτουργούσες ανταγωνιστικές αγορές με θεσμικές διευθετήσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, ατομισμός με νομική υπόσταση, ελευθερία σύμβασης και κατάλληλες δομές δικαίου και διακυβέρνησης τις οποίες εγγυάται ένα «διευκολύνον» κράτος, το οποίο εξασφαλίζει επίσης την ακεραιότητα του χρήματος ως έκφρασης συσσωρευμένης αξίας και ως μέσου κυκλοφορίας. Ο ρόλος του καπιταλιστή στην παραγωγή και ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ήδη καλά εδραιωμένος και η εργατική δύναμη έχει γίνει εμπόρευμα που πουλιέται γενικά στην πρέπουσα αξία του. Η πρωταρχική» ή «αρχική» συσσώρευση έχει συντελεστεί ήδη και τώρα η συσσώρευση συντελείται ως διευρυμένη αναπαραγωγή.
Κατά τον Χάρβεϊ, το μειονέκτημα αυτών των υποθέσεων είναι ότι παραπέμπουν τη συσσώρευση που βασίζεται στη διαρπαγή, στην απάτη και στη βία σ’ ένα «αρχικό στάδιο», που θεωρείται ότι δεν ισχύει πια ή ότι είναι κάπως «έξω από» τον καπιταλισμό ως κλειστό σύστημα, όπως πιστεύει η Λούξεμπουργκ.
‘’Επειδή φαίνεται παράξενο ν’ αποκαλούμε «πρωταρχική» ή «αρχική» μια διαδικασία που συνεχίζεται’’, ο Χάρβεϊ αντικαθιστά αυτούς τους όρους με την έννοια της «συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους».
Παρά αυτή την διαφοροποίηση σημειώνει πως ‘’όλα τα γνωρίσματα της πρωταρχικής συσσώρευσης τα οποία αναφέρει ο Μαρξ διατηρούν ισχυρή παρουσία εντός της ιστορικής γεωγραφίας του καπιταλισμού μέχρι τώρα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η εκδίωξη αγροτικών πληθυσμών και ο σχηματισμός ενός άκληρου προλεταριάτου επιταχύνθηκαν σε χώρες όπως το Μεξικό και η Ινδία, πολλοί πόροι που προηγουμένως ήταν κοινή ιδιοκτησία, όπως το νερό, ιδιωτικοποιήθηκαν (συχνά μετά από επιμονή της Παγκόσμιας Τράπεζας) και εντάχθηκαν στην καπιταλιστική λογική της συσσώρευσης, εναλλακτικές (αυτόχθονες και ακόμη, στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, μικροεμπορευματικές) μορφές παραγωγής και κατανάλωσης εξαφανίστηκαν. Εθνικοποιημένες βιομηχανίες ιδιωτικοποιήθηκαν. Οικογενειακά αγροκτήματα εξαγοράστηκαν από αγροβιομηχανίες. Ακόμη και η δουλεία δεν εξαφανίστηκε (ιδιαίτερα στο εμπόριο του σεξ)’’.
Επισημαίνονται ωστόσο κάποια κενά, τα οποία χρειάζεται να διορθωθούν. Η διαδικασία της προλεταριοποίησης, για παράδειγμα, συνεπάγεται ένα μείγμα εξαναγκασμών και ιδιοποίησης προ-καπιταλιστικών δεξιοτήτων, κοινωνικών σχέσεων, γνώσεων, αντιλήψεων και πεποιθήσεων εκείνων που προλεταριοποιούνται. Δομές συγγένειας, οικογενειακές και οικιακές διευθετήσεις, σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και σχέσεις εξουσίας (που περιλαμβάνουν τις σχέσεις οι οποίες ασκούνται μέσω της θρησκείας και των θεσμών της) παίζουν όλες το ρόλο τους.
Οι συνθήκες της πάλης και του σχηματισμού της εργατικής τάξης ποικίλλουν σε εξαιρετικό βαθμό και επομένως, όπως επιμένει ο Τόμσον μεταξύ άλλων, με μια έννοια η εργατική τάξη «δημιουργεί τον εαυτό της», αν και φυσικά ποτέ δεν το κάνει σε συνθήκες τις οποίες επιλέγει η ίδια. Το αποτέλεσμα είναι οι προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις ν’ αφήνουν τα ίχνη τους στη διαμόρφωση της εργατικής τάξης και να δημιουργούνται διακριτές γεωγραφικές, ιστορικές και ανθρωπολογικές διαφοροποιήσεις ως προς τον ορισμό της εργατικής τάξης. Ανεξάρτητα από το πόσο οικουμενική είναι η διαδικασία της προλεταριοποίησης, το αποτέλεσμα δεν είναι η δημιουργία ενός ομοιογενούς προλεταριάτου.
Επίσης, σημειώνει ο συγγραφέας, ‘’μερικοί από τους μηχανισμούς της πρωταρχικής συσσώρευσης στους οποίους έδινε βάρος ο Μαρξ έχουν προσαρμοστεί (…) έτσι ώστε τώρα παίζουν ακόμη σημαντικότερο ρόλο από ό,τι στο παρελθόν. Το πιστωτικό σύστημα και το χρηματιστικό κεφάλαιο έγιναν, όπως παρατηρούσαν ο Λένιν, ο Χίλ-φερντινγκ και η Λούξεμπουργκ στις αρχές του εικοστού αιώνα, σημαντικοί μοχλοί αρπαγής, απάτης και κλεψιάς. Η διαδικασία υποταγής της οικονομίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα που ξεκίνησε μετά το 1973 υπήρξε θεαματική τόσο για τον κερδοσκοπικό όσο και για τον αρπακτικό χαρακτήρα της’’.
Επιπρόσθετα, κατά τον Χάρβει, έχουν δημιουργηθεί εντελώς νέοι μηχανισμοί συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους.
Η έμφαση στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας η οποία δόθηκε στις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ (η αποκαλούμενη συμφωνία TRIPS) δείχνει τους τρόπους με τους οποίους τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και οι άδειες χρήσης για γενετικό υλικό, αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και άλλα προϊόντα μπορούν σήμερα να χρησιμοποιούνται εναντίον ολόκληρων πληθυσμών που οι πρακτικές τους έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των υλικών.
Η βιοπειρατεία είναι έρπουσα και το απόθεμα γενετικού υλικού σε όλο τον κόσμο καταληστεύεται προς όφελος μερικών μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Παρόμοια, η κλιμακούμενη μείωση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών κοινών αγαθών (γη. αέρας, νερό) και η πολλαπλασιαζόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που αποκλείουν όλους τους άλλους τρόπους αγροτικής παραγωγής εκτός από την αγροτική παραγωγή έντασης κεφαλαίου, έχουν προκύψει επίσης από τη γενική εμπορευματοποίηση της φύσης σε όλες τις μορφές της.
Η εμπορευματοποίηση πολιτισμικών μορφών, ιστοριών και της πνευματικής δημιουργικότητας συνεπάγεται τη γενική αφαίρεση πόρων από άλλους (η μουσική βιομηχανία είναι διαβόητη για την ιδιοποίηση και την εκμετάλλευση της λαϊκής κουλτούρας και δημιουργικότητας).
Η ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων που μέχρι τώρα ήταν δημόσια (όπως τα πανεπιστήμια) και η μετατροπή τους σε εταιρείες, για να μη μιλήσουμε για το κύμα ιδιωτικοποιήσεων (της ύδρευσης και δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών όλων των ειδών) που σάρωσε τον κόσμο δείχνουν ότι είμαστε μπροστά σε ένα νέο κύμα «περίφραξης των κοινοτικών γαιών».
Όπως και στο παρελθόν, η δύναμη του κράτους χρησιμοποιείται συχνά για να επιβάλει αυτές τις διαδικασίες ακόμη και ενάντια στη λαϊκή θέληση. Η υποχώρηση των ρυθμιστικών πλαισίων που είχαν σχεδιαστεί για να προστατεύουν την εργασία και το περιβάλλον από την υποβάθμιση έχει ως συνέπεια την απώλεια δικαιωμάτων. Η μεταφορά δικαιωμάτων κοινής ιδιοκτησίας, που είχαν κερδηθεί με μακρόχρονη σκληρή ταξική πάλη (το δικαίωμα στην κρατική σύνταξη, στην κοινωνική πρόνοια, στην εθνική φροντίδα υγείας), στον ιδιωτικό τομέα υπήρξε μια από τις πιο διαβόητες πολιτικές για την αφαίρεση πόρων από άλλους.
Ο καπιταλισμός εσωτερικεύει κανιβαλικές, καθώς και αρπακτικές και δόλιες πρακτικές. Όμως, όπως παρατηρούσε πειστικά η Λούξεμπουργκ, «απαιτείται προσπάθεια για ν’ ανακαλύψουμε σ’ αυτό το ανακάτωμα πολιτικής βίας και ανταγωνισμών ισχύος τους άτεγκτους νόμους της οικονομικής διαδικασίας».
‘’Επομένως, πώς η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους βοηθά στη λύση του προβλήματος της υπερσυσσώρευσης;’’, ρωτάει ο Ν. Χάρβεϊ. Ας θυμηθούμε ότι η υπερσυσσώρευση είναι μια κατάσταση στην οποία πλεονάσματα κεφαλαίου (που συνοδεύονται ενδεχομένως από πλεονάσματα εργασίας) αρ γούν, χωρίς να υπάρχουν στον ορίζοντα κερδοφόρες διέξοδοι. Η συσσώρευ ση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους απελευθερώνει ένα σύνολο πε ριουσιακών στοιχείων (που περιλαμβάνουν την εργατική δύναμη) σε πολύ χαμηλό (και σε μερικές περιπτώσεις μηδενικό) κόστος. Το υπερσυσσωρευ μένο κεφάλαιο μπορεί ν’ αρπάξει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και να τα μετατρέψει αμέσως σε κερδοφόρα χρήση.
Στην περίπτωση της πρωταρχι κής συσσώρευσης όπως την περιέγραφε ο Μαρξ, αυτό συνεπαγόταν το να παίρνουν τη γη, να την περιφράσσουν και να εκδιώκουν τον πληθυσμό που διέμενε εκεί, προκειμένου να δημιουργήσουν άκληρο προλεταριάτο, και κατόπιν να προσφέρουν τη γη στο ιδιωτικοποιημένο κυρίαρχο ρεύμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα τελευταία χρόνια η ιδιωτικοποίηση (των κοινωνικών κατοικιών, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, του ύδατος κλπ, στη Βρετανία, για παράδειγμα) άνοιξε πλατιά πεδία τα οποία άδραξε το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατόπιν το άνοιγμα της Κίνας συνεπάγονταν τη μαζική απελευθέρωση μη διαθέσιμων μέχρι τώρα περιουσιακών στοιχείων και την προσφορά τους στην καπιταλιστική συσσώρευση.
Περιφερειακές κρίσεις και εξαιρετικά εντοπισμένες τοπικά υποτιμήσεις αναδεικνύονται σε πρωταρχικά μέσα με τα οποία ο καπιταλισμός δημιουργεί τον δικό του «άλλο», προκειμένου να τροφοδοτείται από αυτόν. Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας την περίοδο 1997-98 ήταν κλασική περίπτωση αυτού του φαινομένου. Η σύγκριση με τη δημιουργία βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, που πετά ανθρώπους από την εργασία, είναι ακριβής. Πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία πετιούνται εκτός κυκλοφορίας και υποτιμούνται. Παραμένουν αχρησιμοποίητα και σε ύπνωση μέχρι να τα αδράξει το πλεονάζον κεφάλαιο, για να εμφυσήσει νέα ζωή στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος αυτές οι κρίσεις να παραταθούν εκτός ελέγχου και να γενικευτούν ή η δημιουργία του «άλλου» να προκαλέσει εξέγερση εναντίον του συστήματος που τον δημιουργεί. Μια από τις κύριες λειτουργίες των παρεμβάσεων του κράτους και των διεθνών οργανισμών είναι να ενορχηστρώνουν τις υποτιμήσεις με τέτοιους τρόπους που να επιτρέπουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους, χωρίς να πυροδοτούν γενική κατάρρευση. Αυτή είναι η ουσία των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής τα οποία διαχειρίζεται το ΔΝΤ.
Ο Μαρξ απέδιδε ελάχιστη, αν όχι καμιά αξία στις κοινωνικές μορφές τις οποίες κατέστρεφε η πρωταρχική συσσώρευση. Επίσης δεν υποστήριζε τη διαιώνιση του status quo και σίγουρα δεν υποστήριζε οποιαδήποτε επιστροφή σε προ-καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και παραγωγικές μορφές. Είχε την άποψη ότι υπήρχε κάτι το προοδευτικό στην καπιταλιστική ανάπτυξη και αυτό ίσχυε ακόμη και για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό στην Ινδία.
Με τον ίδιο τολμηρό τρόπο, ο Χάρβεϊ αναρωτιέται: ‘’Είναι συζητήσιμο αν το πρόβλημα στην Ινδονησία, για παράδειγμα, ήταν οι επιπτώσεις τις οποίες είχε η ταχεία καπιταλιστική εκβιομηχάνιση στους τρόπους ζωής τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ή η υποτίμηση και η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκαν μέσω της χρηματοοικονομικής κρίσης της περιόδου 1997-98, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος αυτών που είχε πετύχει η εκβιομηχάνιση. Ποιο ήταν λοιπόν το σοβαρότερο πρόβλημα: η εισαγωγή και η ενσωμάτωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της διευρυμένης αναπαραγωγής στην οικονομία της Ινδονησίας ή η πλήρης διάλυση αυτής της δραστηριότητας διά της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους;’’. Αλλά και απαντά: ‘’Ενώ είναι προφανώς αληθές ότι η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους ήταν λογικό επιστέγασμα της εισαγωγής και της ενσωμάτωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην ινδονησιακή οικονομία και ότι η πραγματική τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι μέσα σε σύντομο διάστημα ολόκληροι πληθυσμοί σύρονται (μερικές φορές βίαια) στο προλεταριάτο, για να εκδιωχθούν σε λίγο ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό, πιστεύω επίσης εύλογα ότι το δεύτερο βήμα έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στις μακροπρόθεσμες ελπίδες, βλέψεις και δυνατότητες των μαζών του φτωχού πληθυσμού από ό,τι το πρώτο βήμα.’’
Στα πλαίσια της μαρξιστικής/κομουνιστικής επαναστατικής παράδοσης, θεωρούνταν συχνά ότι ήταν αναγκαίο να οργανωθεί το ισοδύναμο της πρωταρχικής συσσώρευσης, προκειμένου να εφαρμοστούν προγράμματα εκσυγχρονισμού σ’ εκείνες τις χώρες που δεν είχαν περάσει από τη μύηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό σήμαινε μερικές φορές παρόμοια επίπεδα τρομακτικής βίας, όπως συνέβη με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας στη Σοβιετική Ένωση (εξόντωση των κουλάκων), στην Κίνα και στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι πολιτικές δεν είχαν μεγάλη επιτυχία και πυροδότησαν πολιτικές αντιστάσεις, που σε μερικές περιπτώσεις συντρίφτηκαν αλύπητα.
Επομένως, ενώ οι αγώνες εναντίον της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορούσαν ν’ αποτελέσουν, λόγω της δυσαρέσκειας που δημιουργούνταν, φυτώρια για κινήματα εξέγερσης, στα οποία περιλαμβάνονταν κινήματα βασισμένα στην αγροτιά, ο στόχος των σοσιαλιστικών πολιτικών δεν ήταν να προστατεύσουν την παλιά τάξη πραγμάτων, αλλά να κτυπήσουν άμεσα τις ταξικές σχέσεις και μορφές της κρατικής εξουσίας τις οποίες προσπαθούσαν να μετασχηματίσουν και έτσι να καταλήξουν σε μια εντελώς διαφορετική διαμόρφωση ταξικών σχέσεων και κρατικών εξουσιών. Αυτή η ιδέα κατείχε κεντρική θέση σε πολλά από τα επαναστατικά κινήματα που σάρωσαν τον αναπτυσσόμενο κόσμο την επαύριον του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Πάλευαν εναντίον του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, αλλά το έκαναν στο όνομα μιας εναλλακτικής νεωτερικότητας παρά στο όνομα της υπεράσπισης της παράδοσης. Μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκαν συχνά να είναι αντίθετα ή να αντιμετωπίζουν την αντίθεση εκείνων οι οποίοι επιδίωκαν να προστατεύσουν ή ακόμη και να αναζωογονήσουν παραδοσιακά συστήματα παραγωγής, παραδοσιακούς πολιτισμικούς κανόνες και παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις.
Για αυτούς και άλλους λόγους, πολλά εξεγερσιακά κινήματα εναντίον της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων, ακολούθησαν γενικά διαφορετικό πολιτικό δρόμο, σε μερικές περιπτώσεις πολύ εχθρικό στις σοσιαλιστικές πολιτικές.
Κάθε άλλο παρά πρόκειται για περιθωριακά κινήματα: Αγώνες του λαού Ογκόνι εναντίον της ρύπανσης των εδαφών τους από την Shell Oil. Μακρόχρονοι αγώνες εναντίον των υποστηριζόμενων από την Παγκόσμια Τράπεζα σχεδίων για την κατασκευή φραγμάτων στην Ινδία και στη Λατινική Αμερική· Αγροτικά κινήματα εναντίον της βιοπειρατείας. Αγώνες εναντίον των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και για την αυθεντικότητα των τοπικών συστημάτων παραγωγής. Αγώνες για να διαφυλαχθεί η πρόσβαση των αυτοχθόνων πληθυσμών στα δάση και να περιοριστούν οι δραστηριότητες των εταιρειών ξυλείας. Πολιτικοί αγώνες εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων κινήματα για την εξασφάλιση εργατικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων για τις γυναίκες στις αναπτυσσό μενες χώρες. Εκστρατείες για την προστασία της βιοποικιλότητας και για να εμποδιστεί η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Αγροτικά κινήματα για την απόκτηση γης. Διαμαρτυρίες εναντίον της κατασκευής αυτοκινητο δρόμων και αεροδρομίων. Εκατοντάδες διαμαρτυρίες εναντίον των προγραμμάτων λιτότητας που επιβάλλει το ΔΝΤ.
Το θέμα της συνολικής πολιτικής στρατηγικής, δεν είναι λιγότερο σύνθετο στο φόντο της ανάδυσης αυτών των κινημάτων.
Το κίνημα των Ζαπατίστας για παράδειγμα, σημειώνει ο Χάρβεϊ, δεν επιδίωκε να πάρει την κρατική εξουσία ή να πραγματο ποιήσει πολιτική επανάσταση. Αντίθετα επιδίωκε πολιτικές ενσωμάτωσης, για να εργαστεί μέσα από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών σε μια πιο ανοιχτή και ρευστή αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, οι οποίες θα μεριμνούσαν για τις ειδικές ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και θα τους επέτρεπαν να βελτιώσουν την τύχη τους. Οργανωτικά αυτή η εξέγερση απέφευγε να παίξει το ρόλο πρωτοπορίας και αρνούνταν να πάρει τη
μορφή πολιτικού κόμματος. Αντίθετα προτιμούσε να παραμείνει κοινωνικό κίνημα στα πλαίσια του κράτους, προσπαθώντας να σχηματίσει έναν
συνασπισμό πολιτικής εξουσίας στον οποίο οι πολιτισμοί των αυτοχθόνων
θα ήταν μάλλον κεντρικοί παρά περιφερειακοί. Επομένως, επιδίωκε να εκπληρώσει κάτι που συγγένευε με παθητική επανάσταση στα πλαίσια της εδαφικής λογικής της εξουσίας την οποία διηύθυνε ο κρατικός μηχανισμόςτου Μεξικού.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των κινημάτων ήταν να απομακρυνθεί το πεδίο της πολιτικής οργάνωσης από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις των εργαζομένων και να μετατοπιστεί σε μια λιγότερο εστιασμένη πολιτική δυναμική κοινωνικής δράσης σε όλο το φάσμα της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό που έχασε τούτο το κίνημα ως προς την εστίαση του το κέρδισε με όρους σύνδεσης του με τις πολιτικές της καθημερινής ζωής. Αντλούσε τις δυνάμεις του από αυτή τη σύνδεση, αλλά έ τσι του ήταν συχνά δύσκολο να αποσπαστεί από το τοπικό και το ειδικό και να κατανοήσει τις μακροπολιτικές της ‘’συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους’’.
Εν κατακλείδει ο συγγραφέας θέτει το συνολικότερο πολιτικό προβληματισμό του, που συμπυκνώνει τα προηγούμενα και αυτός αφορά συνολικά το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο.
Η κλασική άποψη της μαρξιστικής/σοσιαλιστικής Αριστεράς ήταν ότι το προλεταριάτο, το οποίο ορίζεται ως οι μισθωτοί εργαζόμενοι που δεν έχουν πρόσβαση ή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ήταν ο βασικός φορέας κοινωνικής αλλαγής. Η κεντρική αντίθεση ήταν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας εντός και περί την παραγωγή. Τα κύρια εργαλεία οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα, τα οποία είχαν· ως στόχο ν’ αποκτήσουν κρατική εξουσία, προκειμένου είτε να ρυθμίσουν· είτε να καταργήσουν την καπιταλιστική ταξική κυριαρχία. Επομένως, το κεντρικό ζήτημα ήταν οι ταξικές σχέσεις και οι ταξικοί αγώνες στο πεδίο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που νοούνταν ως διευρυμένη αναπαραγωγή. Όλες οι άλλες μορφές αγώνα θεωρούνταν επικουρικές, δευτερεύουσες ή ακόμη απορρίπτονταν ως περιφερειακές ή άσχετες. Οι αγώνες που έγιναν μ’ αυτό το στόχο είχαν σημαντικά αποτελέσματα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, ιδίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ενώ δεν συντελέστηκαν επαναστατικοί μετασχηματισμοί, η αυξανόμενη δύναμη των οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις στο επίπεδο της υλικής διαβίωσης, καθώς και τη θεσμοθέτηση μέτρων κοινωνικής προστασίας ευρείας κλίμακας.
Μαζί με την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης ο Χάρβεϊ επισημαίνει κριτικά ότι ‘’Οι πολιτικές που απέρρεαν από το χώρο εργασίας και τον τόπο παραγωγής κυριαρχούσαν στις πολιτικές του χώρου κατοικίας. Κοινωνικά κινήματα όπως ο φεμινισμός και ο περιβαλλοντισμός παρέμεναν έξω από το πεδίο της παραδοσιακής Αριστεράς. Και η σχέση των εσωτερικών αγώνων για κοινωνική βελτίωση με τις εξωτερικές μετατοπίσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον ιμπεριαλισμό έτεινε να αγνοείται (με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του εργατικού κινήματος στις προηγμένες χώρες να πέσει στην παγίδα του να δρα ως εργατική αριστοκρατία, προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμια του, μέσω του ιμπεριαλισμού αν ήταν αναγκαίο). Οι αγώνες εναντίον της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων ανά άλλους θεωρούνταν κάτι που δεν αφορούσε το εργατικό κίνημα. Αυτή η μονομερής επικέντρωση μεγάλου μέρους της μαρξιστικής και κομουνιστικής Αριστεράς στους προλεταριακούς αγώνες, αποκλείοντας όλα τα άλλα, ήταν μοιραίο λάθος. Και αυτό γιατί, εφόσον οι δύο μορφές αγώνα συνδέονται οργανικά μεταξύ τους στα πλαίσια της ιστορικής γεωγραφίας του καπιταλισμού, η Αριστερά όχι μόνο αποδυναμωνόταν, αλλά επίσης ακρωτηρίαζε τις αναλυτικές και προγραμματικές ικανότητες της, αγνοώντας εξ ολοκλήρου τη μία πλευρά αυτής της δυαδικής σχέσης’’.
Κατά τον ίδιο τρόπο που η απόρριψη του «οργανικού δεσμού» ανάμεσα στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους και στη διευρυμένη αναπαραγωγή αποδυνάμωσε και περιόρισε το όραμα της παραδοσιακής Αριστεράς, η προσφυγή στην έννοια του μεταμοντέρνου αγώνα έχει τις ίδιες επιπτώσεις στα κινήματα που εμφανίζονται τώρα εναντίον της ‘’συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων’’, επισημαίνει ο Χάρβεϊ. Μια ολόκληρη πτέρυγα αυτού του κινήματος θεωρεί ότι ο αγώνας για την κατάκτηση της διεύθυνσης το κρατικού μηχανισμού όχι μόνο είναι άνευ σημασίας αλλά και απατηλός αντιπερισπασμός. Η απάντηση βρίσκεται κατά τη γνώμη τους στην τοπικοποίηση των πάντων.
Ιδιαίτερο γνώρισμα αυτού του κόσμου είναι το γεγονός ότι μια όλο και πιο υπερεθνική καπιταλιστική τάξη χρηματιστών, διευθυνόντων συμβούλων και καπιταλιστών εισοδηματιών προσβλέπει στον εδαφικό ηγεμόνα, για να προστατεύει τα συμφέροντα της και να οικοδομήσει εκείνο το είδος θεσμικής αρχιτεκτονικής στα πλαίσια του οποίου θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τον πλούτο του κόσμου για τους εαυτούς τους.
Αυτή η τάξη ελάχιστη σημασία δίνει στην αφοσίωση στον τόπο της, στην εθνική νομιμοφροσύνη ή στις παραδόσεις. Μπορεί να είναι πολυφυλετική, πολυεθνοτική, πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη. Αν οι χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις και η αναζήτηση κέρδους απαιτούν το κλείσιμο εργοστασίων και τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας δεν τους νοιάζει, ακόμη και για τη δική τους αυλή. Για παράδειγμα, τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ήταν τελείως ικανοποιημένα με το να υπονομεύουν την ηγεμονία των ΗΠΑ στην παραγωγή.
Ο νεοφιλελεύθερος ιμπεριαλισμός στο εξωτερικό, έχει την τάση να παράγει χρόνια ανασφάλεια στο εσωτερικό. Πολλά στοιχεία των μεσαίων τάξεων στρέφονται στην υπεράσπιση του εδάφους, του έθνους και της παράδοσης ως τρόπο για να οπλιστούν εναντίον του αρπακτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Επιδιώκουν να επιστρατεύσουν την εδαφική λογική της εξουσίας, για να προστατευθούν από τα αποτελέσματα του αρπακτικού κεφαλαίου. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός, που άλλοτε συνέδεαν το έθνος-κράτος και την αυτοκρατορία, επανεμφανίστηκαν στη μικροαστική και την εργατική τάξη ως όπλο για να οργανωθούν εναντίον του κοσμοπολιτισμού του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Εφόσον η επίρριψη της ευθύνης για τα προβλήματα στους μετανάστες ήταν βολικός αντιπερισπασμός για τα συμφέροντα των ελίτ, οι πολιτικές αποκλεισμού στη βάση της φυλής, της εθνοτικής ομάδας και της θρησκείας άνθησαν, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου νεοφασιστικά κινήματα άρχισαν να συγκεντρώνουν σημαντική λαϊκή στήριξη.
Ο αδηφάγος καταναλωτισμός δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ, προκειμένου να συνάπτουν διμερείς εμπορικές συμφωνίες, επειδή η προνομιούχα πρόσβαση στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ σημαίνει πάρα πολλά, ιδιαίτερα για μικρότερα κράτη (όπως η Χιλή ή η Ταϊβάν). Η εξάρτηση του υπόλοιπου κόσμου από την καταναλωτική αγορά των ΗΠΑ είναι σίγουρα σημαντικό γνώρισμα των παγκόσμιων συσχετισμών δύναμης. Όμως το τελευταίο κύμα του καταναλωτισμού στις ΗΠΑ χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσω του χρέους. Σχεδόν μηδένισε το εσωτερικό καθαρό ποσοστό αποταμιεύσεων (ίσως ακόμη να το κατέστησε αρνητικό, αν πάρουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο ο πρόσφατος καταναλωτισμός στηρίχθηκε στην επαναχρηματοδότηση των ενυπόθηκων χρεών από τις διογκωμένες τιμές των κατοικιών). Είναι επίσης ταξικά μεροληπτικός, αφού ο καταναλωτισμός των ΗΠΑ στηρίζεται όλο και περισσότερο στις καταναλωτικές συνήθειες του ανώτερου 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ που συγκεντρώνει σε τεράστιο βαθμό τον πλούτο και το εισόδημα.
Η ελεύθερη πτώση στη χρέωση βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ η χρηματοπιστωτική εικόνα συνεχίζει να επιδεινώνεται γρήγορα.
Τα αυξανόμενα ελλείμματα στις ΗΠΑ δεν μπορούν να διατηρηθούν χωρίς: είτε την άρνηση πληρωμής, είτε μια χρόνια κατάσταση εξάρτησης από τη γενναιοδωρία των ξένων. Ήδη ξένοι κατέχουν περίπου το 40% των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και το ένα πέμπτο των περιουσιακών στοιχείων της Γουόλ Στριτ. Η ημερήσια εισροή κεφαλαίου για να καλυφθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια ημερησίως και το έλλειμμα είναι ανερχόμενο! Μήπως χρειάζονται ΔΝΤ;
aristeroblog
Οι σκέψεις που διατυπώνονται σε αυτό το σημείωμα βασίζονται σε ένα ξαναδιάβασμα εκτιμήσεων του Ντ. Χάρβεϊ για τον ιμπεριαλισμό και την κρίση, πριν αυτή εκδηλωθεί. Ο Ντ. Χάρβεϊ, είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό στο ελληνικό κοινό, καθώς έχουν εκδοθεί πολλά από τα βιβλία του στην Ελλάδα. Στο έργο του ‘’Ο νέος ιμπεριαλισμός’’(2003), επιχειρεί να διατυπώσει μια νέα θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και να τον ερμηνεύσει υπό τις παρούσες, εξαιρετικά σύνθετες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ακόμη ενδιαφέρουσες πλευρές, που πρέπει να συζητηθούν ξανά και τίθενται με πρωτότυπο τρόπο. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το βιβλίο γράφηκε όχι μόνο πριν από την πρόσφατη εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και πριν ακόμη εκδηλωθεί ο πόλεμος των αμερικανών στο Ιράκ.
Η αντοχή πολλών μεθοδολογικών παρατηρήσεων και εκτιμήσεων στο χρόνο και την αδυσώπητη κρίση των μετέπειτα θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, τονίζει το στέρεο βάθρο των προσεγγίσεων του Ντ. Χάρβεϊ.
Εδαφική και καπιταλιστική λογική στον ιμπεριαλισμό
Ο ιμπεριαλισμός για τον Ντ. Χάρβεϊ, βασίζεται αφενός στον έλεγχο του εδάφους και στην ικανότητα κινητοποίησης των ανθρώπινων και φυσικών πόρων του για πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς σκοπούς και αφετέρου στις διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου στο χώρο και στο χρόνο στις οποίες έχουν την πρωτοκαθεδρία ο έλεγχος και η χρήση του κεφαλαίου. Ο όρος της εδαφικής λογικής στον ιμπεριαλισμό χρησιμοποιείται για να τονιστούν οι πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές τις οποίες χρησιμοποιεί το κράτος (ή κάποια κράτη που λειτουργούν ως συνασπισμός πολιτικής ισχύος) καθώς παλεύει για να επιβεβαιώσει τα συμφέροντα του και να πετύχει τους στόχους του στον κόσμο γενικά.
Αντίστοιχα η καπιταλιστική λογική στον ιμπεριαλισμό αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους η οικονομική δύναμη διαχέεται απ’ άκρον σ’ άκρο και μέσω του συνεχούς χώρου προς ή από εδαφικές οντότητες (όπως κράτη ή περιφερειακούς συνασπισμούς) μέσω των καθημερινών πρακτικών της παραγωγής, των ανταλλαγών, του εμπορίου, των ροών κεφαλαίου, των μεταβιβάσεων χρήματος, της μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, της μεταβίβασης τεχνολογίας, της νομισματικής κερδοσκοπίας, των ροών πληροφοριών, των πολιτισμικών ωθήσεων και τα παρόμοια.
Ο Ντ. Χάρβεϊ επισημαίνει και τεκμηριώνει ότι η εδαφική και η καπιταλιστική λογική της εξουσίας είναι διακριτές μεταξύ τους. Εντούτοις, τονίζει ότι οι δύο λογικές συνυφαίνονται με πολύπλοκους και μερικές φορές αντιφατικούς τρόπους. Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τον πόλεμο στο Βιετνάμ ή την εισβολή στο Ιράκ, για παράδειγμα, αποκλειστικά βάσει των άμεσων απαιτήσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως, ταυτοχρόνως είναι δύσκολο να εξηγούμε τη γενική εδαφική στρατηγική της ανάσχεσης της σοβιετικής δύναμης την οποία ακολουθούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο -στρατηγική που δημιούργησε το έδαφος για την επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ- χωρίς ν’ αναγνωρίζουμε την ακαταμάχητη ανάγκη των επιχειρηματικών συμφερόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ανοιχτό στη συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω της επέκτασης των ανταλλαγών, του εμπορίου και των ευκαιριών για ξένες επενδύσεις.
Επομένως, θα πρέπει να θεωρούμε πως η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο λογικές είναι μάλλον προβληματική και συχνά αντιφατική (δηλαδή, διαλεκτική) παρά λειτουργική ή μονόπλευρη. Αυτή η διαλεκτική σχέση αποτελεί τη βάση για ν’ αναλύσουμε τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό με όρους διατομής αυτών των δύο διακριτών αλλά συνυφαινόμενων λογικών εξουσίας.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό από άλλες αντιλήψεις περί αυτοκρατορίας – συνοψίζει ο Ν. Χάρβεϊ- είναι ότι τυπικά κυριαρχεί η καπιταλιστική λογική, αν και υπάρχουν φορές που βγαίνει στο προσκήνιο εδαφική λογική
ΗΠΑ: Άσκηση ηγεμονίας ή επιβολή κυριαρχίας;
Ο Ν. Χάρβεϊ δεν μασάει τα λόγια του όταν πρόκειται να στιγματίσει τις θηριωδίες των αμερικάνων στην υδρόγειο για να εδραιώσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Ωστόσο, προσεγγίζοντας ολόπλευρα το ζήτημα επισημαίνει ότι ο καταναγκασμός και η εξόντωση του εχθρού αποτελούν μόνο εν μέρει τη βάση -που μερικές φορές μάλιστα είναι αντιπαραγωγική- της δύναμης των ΗΠΑ. Η συναίνεση και η συνεργασία είναι εξίσου σημαντικές.Αν οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να τις επιστρατεύσουν διεθνώς και αν η ηγεσία τους δεν μπορούσε να ασκηθεί με τρόπο που να γεννά ‘’συλλογικά οφέλη’’, τότε οι ΗΠΑ θα είχαν πάψει από καιρό να είναι ηγεμονική δύναμη. Οι ΗΠΑ πρέπει να δρουν με αυτό τον τρόπο για να μπορούν να αξιώνουν ότι δρουν για το εύλογο για τους άλλους γενικό συμφέρον, ακόμη και όταν, όπως υποψιάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι, δρουν με βάση το στενό ίδιον συμφέρον τους. Αυτό σημαίνει άσκηση της ηγεσίας μέσω της συναίνεσης.
Από αυτή την άποψη ο ψυχρός πόλεμος παρείχε φυσικά στις ΗΠΑ μια χρυσή ευκαιρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσηλωμένες στη συνεχή συσσώρευση του κεφαλαίου, ήταν προετοιμασμένες να συσσωρεύσουν πολιτική και στρατιωτική ισχύ, προκειμένου να υπερασπίζονται και να προάγουν αυτή τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου σε όλη την υδρόγειο εναντίον της κομουνιστικής απειλής. Σε όλο τον κόσμο οι κάτοχοι ατομικής ιδιοκτησίας, αντιμέτωποι με την προοπτική του διεθνούς σοσιαλισμού, μπορούσαν να ενωθούν και να βρουν καταφύγιο πίσω από αυτή τη δύναμη την οποία στήριζαν.
Ενώ ξέρουμε αρκετά για τις αποφάσεις τις οποίες πήρε το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ΗΠΑ έθεταν πάντα πρώτα τα δικά τους συμφέροντα. Από αυτές τις αποφάσεις απέρρεαν επαρκή οφέλη για τις ιδιοκτήτριες τάξεις σε αρκετές χώρες, καθιστώντας έτσι αξιόπιστους τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι δρουν για το οικουμενικό (διάβαζε «των ιδιοκτητών») συμφέρον και επιτρέποντας στις ΗΠΑ να συμπαρατάσσουν πίσω τους ευγνώμονες υποτελείς ομάδες και κράτη πελάτες.
Η πιο γενική αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ ασκούν ταυτοχρόνως καταναγκαστικές και ηγεμονικές πρακτικές, αν και η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο όψεις στην άσκηση της ισχύος μπορεί να μεταβάλλεται από τη μια περίοδο στην άλλη.
Επί πολλά χρόνια, οι ΗΠΑ ασκούσαν την ηγεσία εκείνου του τμήματος του κόσμου που ήταν προσηλωμένο στη συνεχή συσσώρευση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια διέδωσαν πολύ πλατιά τους δικούς τους τρόπους-άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, σύρθηκε πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά στην παγκοσμιοποίηση μέσω της αμερικανοποίησης.
Η μίμηση του καταναλωτισμού, των τρόπων ζωής, των πολιτισμικών μορφών, των πολιτικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών των ΗΠΑ έχει συμβάλει στη διαδικασία της συνεχούς συσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
‘’Το χρήμα, η παραγωγική ικανότητα και η στρατιωτική ισχύς είναι τα τρία πόδια στα οποία στηρίζεται η ηγεμονία στον καπιταλισμό’’, διατυπώνει ρητά ο συγγραφέας.
Η καπιταλιστική κρίση και η αστική απάντηση σε αυτήν
Ο Ν. Χάρβεϊ ορίζει την καπιταλιστική κρίση ως κρίση καπιταλιστικής υπερ-συσσώρευσης, που ορίζεται πρωταρχικά ως πλεόνασμα κεφαλαίου (ή/και προιόντων, καθώς και εργατικού δυναμικού) το οποίο στερείται κερδοφόρα μέσα χρησιμοποίησης του.Αυτά τα πλεονάσματα μπορούν δυνητικά να απορροφηθούν α) μέσω της χρονικής μετάθεσης με επενδύσεις σε μακροπρόθεσμα σχέδια του κεφαλαίου ή σε κοινωνικές δαπάνες (όπως παιδεία και έρευνα), που μεταθέτουν στο μέλλον την επαναφορά των κεφαλαιακών αξιών στην κυκλοφορία, β) μέσω χωρικών μετατοπίσεων με το άνοιγμα νέων αγορών, νέων παραγωγικών ικανοτήτων, νέων πόρων και κοινωνικών και εργασιακών δυνατοτήτων αλλού, και γ) μέσω κάποιου συνδυασμού του α και του β.
Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η ευρύτερη πολιτική διαχείριση των κρίσεων. Στις εξωτερικές υποθέσεις οι ΗΠΑ παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως τονκύριο υπερασπιστή της ελευθερίας (που γίνεται αντιληπτή με όρους ελεύθερων αγορών) και των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι ΗΠΑ παρέχουν οικονομική και στρατιωτική προστασία στις ιδιοκτήτριες τάξεις ή στις πολιτικές/στρατιωτικές ελίτ όπου και αν βρίσκονται. Σε αντάλλαγμα αυτές οι ιδιοκτήτριες τάξεις και οι ελίτ αποτελούν το κέντρο φιλοαμερικανικών πολιτικών σε όποια χώρα κι αν βρίσκονται.
Σε ότι αφορά την εσωτερική στρατηγική, οι δύο κύριες αρχές της καθορίστηκαν στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου και έκτοτε έμειναν αναλλοίωτες: Πρώτον, η κοινωνική τάξη πραγμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παραμείνει σταθερή. Δεν είναι ανεκτές καμιά αναδιανομή του πλούτου ή της εξουσίας και καμιά αμφισβήτηση της ελίτ και/ή του ελέγχου της καπιταλιστικής τάξης. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει συνεχής επέκταση της εσωτερικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κατανάλωσης προκειμένου να εξασφαλίζονται η εσωτερική ειρήνη, η ευημερία και η κοινωνική γαλήνη.
Η τομή του 1970: Τέλος των παχιών αγελάδων για την καπιταλιστική ανάπτυξη
Ο Ν. Χάρβει ονομάζει την περίοδο 1945-1970 ‘’δεύτερο στάδιο της παγκόσμιας εξουσίας της αστικής τάξης’’ και θεωρεί ότι τελείωσε γύρω στο 1970. Τα προβλήματα ήταν πολλών ειδών.- Κατ’ αρχάς υπήρχε το κλασικό πρόβλημα όλων των αυτοκρατορικών καθεστώτων: της υπερεκτίμησης των δυνάμεων τους.
- Η ανάσχεση (και η προσπάθεια ανατροπής) του κομουνισμού αποδείχθηκαν περισσότερο δαπανηρές για τις Ηνωμένες Πολιτείες απ’ ό,τι αναμενόταν.
- Η στήριξη του αυξανόμενου κόστους της στρατιωτικής σύγκρουσης στο Βιετνάμ, όταν συνδυάστηκε με τον χρυσό κανόνα του συνεχώς αναπτυσσόμενου εγχώριου καταναλωτισμού (μια πολιτική όπλων και βουτύρου), αποδείχθηκε αδύνατη, αφού οι στρατιωτικές δαπάνες παρείχαν μόνο βραχυπρόθεσμες διεξόδους για το πλεονάζον κεφάλαιο και πρόσφεραν λίγα για τη μακροπρόθεσμη άμβλυνση των εσωτερικών αντιφάσεων της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
- Το αποτέλεσμα ήταν η δημοσιονομική κρίση του αναπτυξιακού κράτους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- Η άμεση απάντηση των ΗΠΑ ήταν να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα κοπής νομίσματος και να τυπώσουν περισσότερα δολάρια. Αυτό οδήγησε σε παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις.
- Η συνέπεια ήταν, η έκρηξη της ποσότητας του «πλασματικού» κεφαλαίου που μπήκε στην κυκλοφορία χωρίς οποιαδήποτε προοπτική ελέγχου, ένα κύμα χρεοκοπιών (που εστιάζονταν αρχικά στα περιουσιακά στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος), πληθωριστικές πιέσεις που δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν και η κατάρρευση των πάγιων διεθνών διευθετήσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
- Στο μεταξύ, η αυξανόμενη δύναμη του οργανωμένου εργατικού κινήματος στα κράτη που αποτελούσαν τον πυρήνα του παγκόσμιου συστήματος ώθησε προς τα πάνω το επίπεδο των κοινωνικών δαπανών, καθώς και το μισθολογικό κόστος, περιορίζοντας έτσι τα κέρδη.
- Το αποτέλεσμα ήταν ο στασιμοπληθωρισμός. Οι ευκαιρίες για κέρδη εξαφανίστηκαν και εμφανίστηκε κρίση υπερ-συσσώρευσης του κεφαλαίου.
- Το υπερβολικό χρέος πολλών κυβερνήσεων λόγω των μεγάλων επενδύσεων σε φυσικές και κοινωνικές υποδομές παρήγαγε δημοσιονομική κρίση του κράτους (που κορυφώθηκε στη θεαματική χρεοκοπία της πόλης της Νέας Υόρκης το 1975).
- Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η ανταγωνιστική δύναμη των αναζωογονημένων ιαπωνικών και γερμανικών βιομηχανιών που σε ορισμένους τομείς αμφισβήτησαν και ξεπέρασαν την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παραγωγή. Η άμιλλα στη βιομηχανική παραγωγή έκοβε ένα από τα βασικά πόδια της ηγεμονία των ΗΠΑ. Φαινόταν πως οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την οικονομική θέση τους. Πλεονάζοντα κεφάλαια κατέκλυσαν την παγκόσμια αγορά και ολόκληρη η χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική του συστήματος του Μπρετόν Γουντς κατέρρευσε.
1970-2000: Νεοφιλελεύθερη ηγεμονία
Αναδύθηκε ένα διαφορετικό είδος συστήματος, σε μεγάλο βαθμό υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ.Ο χρυσός εγκαταλείφθηκε ως υλική βάση των χρηματικών αξιών και στο εξής ο κόσμος ήταν υποχρεωμένος να ζει με ένα αποϋλοποιημένο νομισματικό σύστημα απίστευτης ευημερίας και επιδεικτικής κατανάλωσης τη δεκαετία του 1990). Απειλούμενες στη σφαίρα της παραγωγής, οι ΗΠΑ αντεπιτέθηκαν επιβεβαιώνοντας την ηγεμονία τους μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όμως, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά αυτό το σύστημα, οι αγορές γενικά και οι κεφαλαιαγορές ιδιαίτερα έπρεπε να είναι ανοιχτές στο διεθνές εμπόριο (βραδεία διαδικασία που απαίτησε τη λυσσώδη πίεση των ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζονταν στη χρήση διεθνών μοχλών, όπως το ΔΝΤ, και στην εξίσου λυσσώδη προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος έγινε το νέο ορθόδοξο οικονομικό δόγμα). Συνεπαγόταν επίσης τη μετατόπιση της ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων εντός της αστικής τάξης από τις παραγωγικές δραστηριότητες στους θεσμούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η αστική απάντηση για την επίλυση των κρίσεων στον καπιταλισμό
Μέσα από το σχήμα της «χωροχρονικής σταθεράς» ο Ν. Χάρβεϊ, αποτυπώνει τις καπιταλιστικές διεξόδους επίλυσης των κρίσεων: είτε μέσω της χρονικής αναβολής, είτε μέσω της ‘’γεωγραφικής’’ επέκτασης.Η οργάνωση εξ ολοκλήρου νέων εδαφικών καταμερισμών εργασίας, το άνοιγμα νέων και φθηνότερων συμπλεγμάτων πλουτοπαραγωγικών πόρων και νέων περιφερειών ως δυναμικών χώρων για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και η διείσδυση σε προϋπάρχοντες κοινωνικούς σχηματισμούς των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και θεσμικών διευθετήσεων (όπως κανόνες που αφορούν τις συμβάσεις και διευθετήσεις της ατομικής ιδιοκτησίας) παρέχουν σημαντικούς τρόπους για την απορρόφηση των πλεονασμάτων κεφαλαίου και εργασίας.
Ωστόσο, αυτές οι γεωγραφικές επεκτάσεις, αναδιοργανώσεις και ανοικοδομήσεις απειλούν συχνά τις αξίες που είναι ήδη καθηλωμένες στο χώρο (εμπεδωμένες στη γη), αλλά δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Αυτή η αντίφαση είναι αναπόφευκτη και μπορεί να επαναλαμβάνεται συνεχώς, επειδή οι νέες περιφέρειες απαιτούν επίσης πάγιο κεφάλαιο σε φυσικές υποδομές και σε δομημένο περιβάλλον, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Από την άλλη, αν εντός ενός δεδομένου εδάφους (όπως ένα έθνος-κράτος ή μια περιφέρεια) υπάρχουν πλεονάσματα κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού και δεν μπορούν να απορροφηθούν εσωτερικά, τότε πρέπει να σταλούν αλλού για να βρουν καινούργιο πεδίο νια την κερδοφόρα πραγματοποίησή τους προκειμένου να μην υποτιμηθούν. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Αγορές για πλεονάζοντα εμπορεύματα μπορούν να βρεθούν αλλού. Όμως, οι χώροι στους οποίους αποστέλλονται τα πλεονάσματα πρέπει να διαθέτουν μέσα πληρωμής, όπως χρυσός, συναλλαγματικά αποθέματα (π.χ. δολάρια) ή εμπορεύσιμα αγαθά. Στέλνονται πλεονάσματα εμπορευμάτων και επανέρχονται χρήμα ή εμπορεύματα. Το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης μετριάζεται μόνο βραχυπρόθεσμα (απλώς το πλεόνασμα μετατρέπεται από εμπόρευμα σε χρήμα ή σε διαφορετικές μορφές εμπορευμάτων, παρότι αν αυτές οι διαφορετικές μορφές εμπορευμάτων είναι, όπως συμβαίνει συχνά, φθηνότερες πρώτες ύλες ή άλλες εισροές, μπορεί να υπάρξουν καινούργιες ευκαιρίες για δημιουργία κέρδους). Αν τα μέρη στα οποία στέλνονται τα πλεονάσματα δεν διαθέτουν συναλλαγματικά αποθέματα η εμπορεύματα για ανταλλαγή, πρέπει είτε να τα βρουν (όπως τον δέκατο ένατο αιώνα η Βρετανία υποχρέωσε την Ινδία ν’ αναπτύξει το εμπόριο οπίου με την Κίνα και έτσι αποσπούσε τον κινεζικό άργυρο μέσω του οπίου που καλλιεργούνταν στην Ινδία) ή να τους δοθούν πιστώσεις ή βοήθεια.
Η κρυφή πλευρά της ‘’παγίδας του χρέους’’
Στην τελευταία περίπτωση, δίνεται δάνειο ή βοήθεια σε χρήμα σ’ αυτή την ξένη χώρα, προκειμένου ν’ αγοράζει τα πλεονάζοντα εμπορεύματα που παράγονται στο εσωτερικό. Αυτό έκαναν οι Βρετανοί με την Αργεντινή κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, ενώ κατά τη δεκαετία του 1990 τα ιαπωνικά εμπορικά πλεονάσματα απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσω δανείων της Ιαπωνίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να στηριχθεί η κατανάλωση μέσω της αγοράς ιαπωνικών προϊόντων. Μια από τις τακτικές τις οποίες χρησιμοποιούν οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής όπλων είναι να ωθούν την κυβέρνηση για λόγους «ασφάλειας», να δανείζει σε κυβερνήσεις στο εξωτερικό, προκειμένου αυτές να αγοράζουν στρατιωτικό εξοπλισμό κατασκευασμένο στις ΗΠΑ.Όμως, η προσφυγή στο πιστωτικό σύστημα καθιστά ταυτοχρόνως τις εδαφικές οντότητες ευάλωτες σε ροές κερδοσκοπικών και πλασματικών κεφαλαίων, που μπορούν τόσο να ωθήσουν όσο και να υπονομεύσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και ακόμη, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, να χρησιμοποιηθούν για να επιβάλουν άγριες υποτιμήσεις. Μετά το 1980 η χρέωση εδαφικών οντοτήτων έγινε όλο και περισσότερο παγκόσμιο πρόβλημα και πολλές από τις φτωχότερες χώρες (ακόμη και μερικές σημαντικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία το 1998 και η Αργεντινή μετά το 2001) αδυνατούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους, απειλώντας με κίνδυνο μη πληρωμής τους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία, δημιουργήθηκε μια μόνιμη οργάνωση δεκαεννέα πιστωτριών χωρών, η οποία είναι γνωστή ως η Λέσχη του Παρισιού προκειμένου να ορίζει τους κανόνες επαναδιαπραγμάτευσης των δανείων με παράταση και διακανονισμό των οφειλόμενων τόκων για χώρες που ήταν ανίκανες να εξοφλήσουν τους πιστωτές τους.
Από το 2000 περίπου τριάντα εφτά χώρες υποχρεώθηκαν να πάρουν αυτό το δρόμο και αυξάνονται οι πιέσεις που ασκούνται στη Λέσχη του Παρισιούγ για να καταργήσει εντελώς το χρέος για μερικές από τις φτωχότερες χώρες.
Η «παγίδα του χρέους» είναι μια διαδικασία «αγκίστρωσης» ακόμη και των φτωχότερων χωρών στο σύστημα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, έτσι ώστε να μπορούν να είναι διαθέσιμες ως «οχετοί» για τα πλεονάζοντα κεφάλαια για τα οποία κρίνονται υπόχρεες.
Η χώρα υποδοχής είναι υποχρεωμένη να αποζημιώνει για οποιαδήποτε υποτίμηση του κεφαλαίου και η πιστώτρια χώρα προστατεύεται από την υποτίμηση. Στη συνέχεια, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι των χωρών υποδοχής μπορούν εύκολα να λεηλατηθούν μέσω των δρακόντειων κανόνων αποπληρωμής του χρέους.
Οι ‘’αγορές’’ έχουν όνομα: Wall street+Υπουργείο οικονομικών ΗΠΑ
Η εμφάνιση εντός των Ηνωμένων Πολιτειών του συμπλέγματος «Wall street-υπουργείο Οικονομικών», το οποίο είναι ικανό να ελέγχει οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και να ασκεί ευρεία χρηματοπιστωτική εξουσία στον κόσμο μέσω ενός δικτύου άλλων χρηματοπιστωτικών και κυβερνητικών οργανισμών, άσκησε μεγάλη επιρροή στις δυναμικές του παγκόσμιου καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια.Αυτό το κέντρο εξουσίας μπορεί να λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί επειδή ο υπόλοιπος κόσμος είναι «αγκιστρωμένος» μέσω των πιστωτικών διευθετήσεων σε ένα διαρθρωμένο πλαίσιο αλληλοσυνδεόμενων χρηματοπιστωτικών και κυβερνητικών οργανισμών (στους οποίους περιλαμβάνονται υπερεθνικοί οργανισμοί).
Η γενική εικόνα που αναδύεται είναι εκείνη ενός δικτυωμένου χωροχρονικού κόσμου χρηματοπιστωτικών ροών πλεονάζοντος κεφαλαίου μ συγκεντρώσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας σε βασικά κομβικά σημεία (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τόκιο), τα οποία επιδιώκουν είτε τη διάχυση και την απορρόφηση των πλεονασμάτων, κατευθύνοντας τα σε παραγωγικά μονοπάτια, τις περισσότερες φορές σε μακροπρόθεσμα σχέδια σε ποικίλους χώρους (από το Μπαγκλαντές μέχρι τη Βραζιλία ή την Κίνα), είτε να χρησιμοποιούν την κερδοσκοπική δύναμη για να απαλλάσσουν το σύστημα από την υπερ-συσσώρευση μέσω κρίσεων υποτίμησης σε ευάλωτα εδάφη.
Οι πληθυσμοί αυτών των ευάλωτων εδαφών είναι φυσικά εκείνοι που πρέπει να πληρώσουν το αναπόφευκτο τίμημα με όρους απώλειας περιουσιακών στοιχείων, θέσεων εργασίας και οικονομικής ασφάλειας, για να μη μιλήσουμε για την απώλεια της αξιοπρέπειας και της ελπίδας.
Και με την ίδια λογική που πλήττονται πρώτα οι πιο ευάλωτες περιοχές, εντός αυτών των περιοχών οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί είναι εκείνοι που σηκώνουν το βάρος.
Όταν η καταστροφή ονομάζεται ‘’σωτηρία’’…
Επομένως ο καπιταλισμός δεν επιβιώνει μόνο μέσα από επανατοποθετήσεις και απορρόφηση πλεοναζόντων κεφαλαίων, αλλά επίσης με υποτίμηση και καταστροφή, που χρησιμοποιούνται ως διορθωτική ιατρική γι’ αυτό που παρουσιάζεται γενικά ως δημοσιονομική ασωτία εκείνων οι οποίοι δανείζονται.Αν πιστέψουμε την επίσημη ρητορική, το πλέγμα των θεσμικών διευθετήσεων που διαμεσολαβούν τώρα στις ροές του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να οργανώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί και να στηρίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή (οικονομική μεγέθυνση), να αποτρέπει οποιαδήποτε τάση για κρίσεις και να αντιμετωπίζει σοβαρά το πρόβλημα της μείωσης της φτώχειας. Όμως, αν αυτό το σχέδιο αποτύχει, μπορεί να επιδιωχθεί η συσσώρευση με άλλα μέσα.
Όπως και ο πόλεμος σε σχέση με τη διπλωματία είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, έτσι και η παρέμβαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τη στήριξη της κρατικής εξουσίας ισοδυναμεί συχνά με συσσώρευση με άλλα μέσα.
Μια ανίερη συμμαχία ανάμεσα σε κρατικές δυνάμεις και τις αρπακτικές μερίδες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σχηματίζει την αιχμή του σύγχρονου «αρπακτικού καπιταλισμού».
Πρωταρχική συσσώρευση ή συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους
Ο Ν. Χάρβεϊ δεν υιοθετεί την ανάλυση της Ρ. Λούξεμπουργκ για τις καπιταλιστικές κρίσεις, σύμφωνα με την οποία αυτές εκδηλώνονται λόγω της υποκατανάλωσης, δηλαδή της γενικής έλλειψης επαρκούς ζήτησης η οποία να απορροφά την αύξηση των εκροών που γεννά ο καπιταλισμός. Η παρατήρηση της ωστόσο ότι για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα προσφοράς και ζήτησης, ο καπιταλισμός καταφεύγει στο εμπόριο με τους μη-καπιταλιστικούς σχηματισμούς, τον βρίσκει σύμφωνο αν και σε μια σχετικά τροποποιημένη και διευρυμένη ερμηνεία.Συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι ότι τα μη καπιταλιστικά εδάφη θα πρέπει να υποχρεώνονται να είναι ανοιχτά όχι μόνο στο εμπόριο (που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο), αλλά επίσης να επιτρέπουν στο κεφάλαιο να επενδύει σε κερδοφόρες επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας φθηνότερη εργατική δύναμη, φθηνότερες πρώτες ύλες, γη χαμηλού κόστους και τα παρόμοια.
Η γενική ώθηση οποιασδήποτε καπιταλιστικής λογικής της εξουσίας δεν είναι να εμποδίζει τις εδαφικές οντότητες να μπουν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ν’ ανοίγουν συνεχώς σ’ αυτή.
Αυτό στην ουσία αποτελεί και μια απάντηση του συγγραφέα σε θεωρίες υπανάπτυξης. ‘’Υπό αυτή την οπτική γωνία- γράφει σχετικά- η αποικιοκρατική καταστολή του είδους που αναμφίβολα αναπτύχθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πρέπει να ερμηνευθεί ως αυτοκαταστροφική, ως περίπτωση στην οποία η εδαφική λογική εμποδίζει την καπιταλιστική λογική’’. Για να συνεχίσει με ένα καλό παράδειγμα: ‘’ο φόβος της άμιλλας οδήγησε τη Βρετανία να εμποδίσει την Ινδία ν’ αναπτύξει μια σθεναρή καπιταλιστική δυναμική και επομένως εμπόδισε τις δυνατότητες χωροχρονικών σταθερών σ’ εκείνη την περιφέρεια. Η ανοιχτή δυναμική της ατλαντικής οικονομίας πρόσφερε πολύ περισσότερα στη Βρετανία από ό.τι η καταπιεστική αποικιακή αυτοκρατορία στην Ινδία, από την οποία η Βρετανία κατάφερνε σίγουρα να αποσπά υπεραξία, αλλά η οποία ποτέ δεν λειτούργησε ως σημαντικό πεδίο για την ανάπτυξη του βρετανικού πλεονάζοντος κεφαλαίου’’.
Ο Ν. Χάρβεϊ, προτείνει να εξετάσουμε λεπτομερώς την άποψη της Λούξεμπουργκ ότι ο καπιταλισμός πρέπει να έχει διαρκώς κάτι «έξω από τον εαυτό του», προκειμένου να σταθεροποιείται.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσει και το επιχείρημα του Μαρξ σχετικά με τη δημιουργία βιομηχανικού εφεδρικού στρατού.
Όταν απουσιάζουν ισχυρές τάσεις για τεχνολογική αλλαγή με την οποία εξοικονομείται εργασία, η συσσώρευση του κεφαλαίου απαιτεί αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Η αύξηση του πληθυσμού είναι σημαντική αν και το κεφάλαιο μπορεί επίσης να επιστρατεύσει «λανθάνοντα αποθέματα» από την αγροτιά ή κατ’ επέκταση να επιστρατεύσει φθηνό εργατικό δυναμικό από τις αποικίες και άλλες εξωτερικές πηγές.
Αν αποτύχει να το κάνει, ο καπιταλισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για τεχνολογική αλλαγή και επενδύσεις για να προκαλέσει ανεργία (απολύσεις), δημιουργώντας έτσι άμεσα ένα βιομηχανικό εφεδρικό στρατό ανέργων. Αυτή η ανεργία έχει την τάση να πιέζει προς τα κάτω τους μισθούς και επομένως δημιουργεί νέες ευκαιρίες κερδοφόρας ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο καπιταλισμός χρειάζεται πράγματι κάτι «έξω από τον εαυτό του», προκειμένου να συσσωρεύει, αλλά στην τελευταία περίπτωση, στην πραγματικότητα, πετά εργάτες έξω από το σύστημα κάποια χρονική στιγμή, προκειμένου να τους έχει στο χέρι για σκοπούς συσσώρευσης σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή.
Στη γλώσσα της σύγχρονης μεταμοντέρνας πολιτικής θεωρίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί αναγκαστικά και πάντοτε τον δικό του «άλλο». Επομένως έχει σημασία η άποψη ότι κάποιου είδους «εξωτερικός άλλος» είναι αναγκαίος για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού.
Όμως, ο καπιταλισμός μπορεί είτε να χρησιμοποιήσει κάποιον προϋπάρχοντα «εξωτερικό άλλον» (μη καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή κάποιον τομέα εντός του καπιταλισμού, όπως η εκπαίδευση, που δεν έχει ακόμη προλεταριοποιηθεί) είτε να τον κατασκευάσει με δική του παρέμβαση.
Ο Μαρξ οικοδόμησε τη γενική θεωρία του για τη συσσώρευση του κεφαλαίου στη βάση ορισμένων κρίσιμων αρχικών υποθέσεων, που αντιστοιχούν ευρέως σ’ εκείνες της κλασικής πολιτικής οικονομίας.
Αυτές οι υποθέσεις είναι: ελεύθερα λειτουργούσες ανταγωνιστικές αγορές με θεσμικές διευθετήσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, ατομισμός με νομική υπόσταση, ελευθερία σύμβασης και κατάλληλες δομές δικαίου και διακυβέρνησης τις οποίες εγγυάται ένα «διευκολύνον» κράτος, το οποίο εξασφαλίζει επίσης την ακεραιότητα του χρήματος ως έκφρασης συσσωρευμένης αξίας και ως μέσου κυκλοφορίας. Ο ρόλος του καπιταλιστή στην παραγωγή και ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ήδη καλά εδραιωμένος και η εργατική δύναμη έχει γίνει εμπόρευμα που πουλιέται γενικά στην πρέπουσα αξία του. Η πρωταρχική» ή «αρχική» συσσώρευση έχει συντελεστεί ήδη και τώρα η συσσώρευση συντελείται ως διευρυμένη αναπαραγωγή.
Κατά τον Χάρβεϊ, το μειονέκτημα αυτών των υποθέσεων είναι ότι παραπέμπουν τη συσσώρευση που βασίζεται στη διαρπαγή, στην απάτη και στη βία σ’ ένα «αρχικό στάδιο», που θεωρείται ότι δεν ισχύει πια ή ότι είναι κάπως «έξω από» τον καπιταλισμό ως κλειστό σύστημα, όπως πιστεύει η Λούξεμπουργκ.
‘’Επειδή φαίνεται παράξενο ν’ αποκαλούμε «πρωταρχική» ή «αρχική» μια διαδικασία που συνεχίζεται’’, ο Χάρβεϊ αντικαθιστά αυτούς τους όρους με την έννοια της «συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους».
Παρά αυτή την διαφοροποίηση σημειώνει πως ‘’όλα τα γνωρίσματα της πρωταρχικής συσσώρευσης τα οποία αναφέρει ο Μαρξ διατηρούν ισχυρή παρουσία εντός της ιστορικής γεωγραφίας του καπιταλισμού μέχρι τώρα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η εκδίωξη αγροτικών πληθυσμών και ο σχηματισμός ενός άκληρου προλεταριάτου επιταχύνθηκαν σε χώρες όπως το Μεξικό και η Ινδία, πολλοί πόροι που προηγουμένως ήταν κοινή ιδιοκτησία, όπως το νερό, ιδιωτικοποιήθηκαν (συχνά μετά από επιμονή της Παγκόσμιας Τράπεζας) και εντάχθηκαν στην καπιταλιστική λογική της συσσώρευσης, εναλλακτικές (αυτόχθονες και ακόμη, στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, μικροεμπορευματικές) μορφές παραγωγής και κατανάλωσης εξαφανίστηκαν. Εθνικοποιημένες βιομηχανίες ιδιωτικοποιήθηκαν. Οικογενειακά αγροκτήματα εξαγοράστηκαν από αγροβιομηχανίες. Ακόμη και η δουλεία δεν εξαφανίστηκε (ιδιαίτερα στο εμπόριο του σεξ)’’.
Επισημαίνονται ωστόσο κάποια κενά, τα οποία χρειάζεται να διορθωθούν. Η διαδικασία της προλεταριοποίησης, για παράδειγμα, συνεπάγεται ένα μείγμα εξαναγκασμών και ιδιοποίησης προ-καπιταλιστικών δεξιοτήτων, κοινωνικών σχέσεων, γνώσεων, αντιλήψεων και πεποιθήσεων εκείνων που προλεταριοποιούνται. Δομές συγγένειας, οικογενειακές και οικιακές διευθετήσεις, σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και σχέσεις εξουσίας (που περιλαμβάνουν τις σχέσεις οι οποίες ασκούνται μέσω της θρησκείας και των θεσμών της) παίζουν όλες το ρόλο τους.
Οι συνθήκες της πάλης και του σχηματισμού της εργατικής τάξης ποικίλλουν σε εξαιρετικό βαθμό και επομένως, όπως επιμένει ο Τόμσον μεταξύ άλλων, με μια έννοια η εργατική τάξη «δημιουργεί τον εαυτό της», αν και φυσικά ποτέ δεν το κάνει σε συνθήκες τις οποίες επιλέγει η ίδια. Το αποτέλεσμα είναι οι προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις ν’ αφήνουν τα ίχνη τους στη διαμόρφωση της εργατικής τάξης και να δημιουργούνται διακριτές γεωγραφικές, ιστορικές και ανθρωπολογικές διαφοροποιήσεις ως προς τον ορισμό της εργατικής τάξης. Ανεξάρτητα από το πόσο οικουμενική είναι η διαδικασία της προλεταριοποίησης, το αποτέλεσμα δεν είναι η δημιουργία ενός ομοιογενούς προλεταριάτου.
Επίσης, σημειώνει ο συγγραφέας, ‘’μερικοί από τους μηχανισμούς της πρωταρχικής συσσώρευσης στους οποίους έδινε βάρος ο Μαρξ έχουν προσαρμοστεί (…) έτσι ώστε τώρα παίζουν ακόμη σημαντικότερο ρόλο από ό,τι στο παρελθόν. Το πιστωτικό σύστημα και το χρηματιστικό κεφάλαιο έγιναν, όπως παρατηρούσαν ο Λένιν, ο Χίλ-φερντινγκ και η Λούξεμπουργκ στις αρχές του εικοστού αιώνα, σημαντικοί μοχλοί αρπαγής, απάτης και κλεψιάς. Η διαδικασία υποταγής της οικονομίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα που ξεκίνησε μετά το 1973 υπήρξε θεαματική τόσο για τον κερδοσκοπικό όσο και για τον αρπακτικό χαρακτήρα της’’.
Επιπρόσθετα, κατά τον Χάρβει, έχουν δημιουργηθεί εντελώς νέοι μηχανισμοί συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους.
Η έμφαση στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας η οποία δόθηκε στις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ (η αποκαλούμενη συμφωνία TRIPS) δείχνει τους τρόπους με τους οποίους τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και οι άδειες χρήσης για γενετικό υλικό, αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και άλλα προϊόντα μπορούν σήμερα να χρησιμοποιούνται εναντίον ολόκληρων πληθυσμών που οι πρακτικές τους έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των υλικών.
Η βιοπειρατεία είναι έρπουσα και το απόθεμα γενετικού υλικού σε όλο τον κόσμο καταληστεύεται προς όφελος μερικών μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Παρόμοια, η κλιμακούμενη μείωση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών κοινών αγαθών (γη. αέρας, νερό) και η πολλαπλασιαζόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που αποκλείουν όλους τους άλλους τρόπους αγροτικής παραγωγής εκτός από την αγροτική παραγωγή έντασης κεφαλαίου, έχουν προκύψει επίσης από τη γενική εμπορευματοποίηση της φύσης σε όλες τις μορφές της.
Η εμπορευματοποίηση πολιτισμικών μορφών, ιστοριών και της πνευματικής δημιουργικότητας συνεπάγεται τη γενική αφαίρεση πόρων από άλλους (η μουσική βιομηχανία είναι διαβόητη για την ιδιοποίηση και την εκμετάλλευση της λαϊκής κουλτούρας και δημιουργικότητας).
Η ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων που μέχρι τώρα ήταν δημόσια (όπως τα πανεπιστήμια) και η μετατροπή τους σε εταιρείες, για να μη μιλήσουμε για το κύμα ιδιωτικοποιήσεων (της ύδρευσης και δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών όλων των ειδών) που σάρωσε τον κόσμο δείχνουν ότι είμαστε μπροστά σε ένα νέο κύμα «περίφραξης των κοινοτικών γαιών».
Όπως και στο παρελθόν, η δύναμη του κράτους χρησιμοποιείται συχνά για να επιβάλει αυτές τις διαδικασίες ακόμη και ενάντια στη λαϊκή θέληση. Η υποχώρηση των ρυθμιστικών πλαισίων που είχαν σχεδιαστεί για να προστατεύουν την εργασία και το περιβάλλον από την υποβάθμιση έχει ως συνέπεια την απώλεια δικαιωμάτων. Η μεταφορά δικαιωμάτων κοινής ιδιοκτησίας, που είχαν κερδηθεί με μακρόχρονη σκληρή ταξική πάλη (το δικαίωμα στην κρατική σύνταξη, στην κοινωνική πρόνοια, στην εθνική φροντίδα υγείας), στον ιδιωτικό τομέα υπήρξε μια από τις πιο διαβόητες πολιτικές για την αφαίρεση πόρων από άλλους.
Ο καπιταλισμός εσωτερικεύει κανιβαλικές, καθώς και αρπακτικές και δόλιες πρακτικές. Όμως, όπως παρατηρούσε πειστικά η Λούξεμπουργκ, «απαιτείται προσπάθεια για ν’ ανακαλύψουμε σ’ αυτό το ανακάτωμα πολιτικής βίας και ανταγωνισμών ισχύος τους άτεγκτους νόμους της οικονομικής διαδικασίας».
‘’Επομένως, πώς η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους βοηθά στη λύση του προβλήματος της υπερσυσσώρευσης;’’, ρωτάει ο Ν. Χάρβεϊ. Ας θυμηθούμε ότι η υπερσυσσώρευση είναι μια κατάσταση στην οποία πλεονάσματα κεφαλαίου (που συνοδεύονται ενδεχομένως από πλεονάσματα εργασίας) αρ γούν, χωρίς να υπάρχουν στον ορίζοντα κερδοφόρες διέξοδοι. Η συσσώρευ ση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους απελευθερώνει ένα σύνολο πε ριουσιακών στοιχείων (που περιλαμβάνουν την εργατική δύναμη) σε πολύ χαμηλό (και σε μερικές περιπτώσεις μηδενικό) κόστος. Το υπερσυσσωρευ μένο κεφάλαιο μπορεί ν’ αρπάξει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και να τα μετατρέψει αμέσως σε κερδοφόρα χρήση.
Στην περίπτωση της πρωταρχι κής συσσώρευσης όπως την περιέγραφε ο Μαρξ, αυτό συνεπαγόταν το να παίρνουν τη γη, να την περιφράσσουν και να εκδιώκουν τον πληθυσμό που διέμενε εκεί, προκειμένου να δημιουργήσουν άκληρο προλεταριάτο, και κατόπιν να προσφέρουν τη γη στο ιδιωτικοποιημένο κυρίαρχο ρεύμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα τελευταία χρόνια η ιδιωτικοποίηση (των κοινωνικών κατοικιών, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, του ύδατος κλπ, στη Βρετανία, για παράδειγμα) άνοιξε πλατιά πεδία τα οποία άδραξε το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατόπιν το άνοιγμα της Κίνας συνεπάγονταν τη μαζική απελευθέρωση μη διαθέσιμων μέχρι τώρα περιουσιακών στοιχείων και την προσφορά τους στην καπιταλιστική συσσώρευση.
Περιφερειακές κρίσεις και εξαιρετικά εντοπισμένες τοπικά υποτιμήσεις αναδεικνύονται σε πρωταρχικά μέσα με τα οποία ο καπιταλισμός δημιουργεί τον δικό του «άλλο», προκειμένου να τροφοδοτείται από αυτόν. Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας την περίοδο 1997-98 ήταν κλασική περίπτωση αυτού του φαινομένου. Η σύγκριση με τη δημιουργία βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, που πετά ανθρώπους από την εργασία, είναι ακριβής. Πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία πετιούνται εκτός κυκλοφορίας και υποτιμούνται. Παραμένουν αχρησιμοποίητα και σε ύπνωση μέχρι να τα αδράξει το πλεονάζον κεφάλαιο, για να εμφυσήσει νέα ζωή στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος αυτές οι κρίσεις να παραταθούν εκτός ελέγχου και να γενικευτούν ή η δημιουργία του «άλλου» να προκαλέσει εξέγερση εναντίον του συστήματος που τον δημιουργεί. Μια από τις κύριες λειτουργίες των παρεμβάσεων του κράτους και των διεθνών οργανισμών είναι να ενορχηστρώνουν τις υποτιμήσεις με τέτοιους τρόπους που να επιτρέπουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους, χωρίς να πυροδοτούν γενική κατάρρευση. Αυτή είναι η ουσία των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής τα οποία διαχειρίζεται το ΔΝΤ.
Αντικαπιταλιστικός ή αντιιμπεριαλιστικός αγώνας;
Ο Χάρβεϊ δεν μένει στην ασφάλεια των θεωρητικών προσεγγίσεων, αλλά αγγίζει κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στον προσανατολισμό του κινήματος. Τα ζητήματα που θέτει, δεν θα ικανοποιήσουν όσους δίνουν εύκολες και προφανείς απαντήσεις, όπως ότι πρέπει να συνδυαστεί η αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική πάλη. Το ερώτημα είναι ‘’πως;’’. Και οι δυσκολίες είναι πολλές.Ο Μαρξ απέδιδε ελάχιστη, αν όχι καμιά αξία στις κοινωνικές μορφές τις οποίες κατέστρεφε η πρωταρχική συσσώρευση. Επίσης δεν υποστήριζε τη διαιώνιση του status quo και σίγουρα δεν υποστήριζε οποιαδήποτε επιστροφή σε προ-καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και παραγωγικές μορφές. Είχε την άποψη ότι υπήρχε κάτι το προοδευτικό στην καπιταλιστική ανάπτυξη και αυτό ίσχυε ακόμη και για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό στην Ινδία.
Με τον ίδιο τολμηρό τρόπο, ο Χάρβεϊ αναρωτιέται: ‘’Είναι συζητήσιμο αν το πρόβλημα στην Ινδονησία, για παράδειγμα, ήταν οι επιπτώσεις τις οποίες είχε η ταχεία καπιταλιστική εκβιομηχάνιση στους τρόπους ζωής τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ή η υποτίμηση και η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκαν μέσω της χρηματοοικονομικής κρίσης της περιόδου 1997-98, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος αυτών που είχε πετύχει η εκβιομηχάνιση. Ποιο ήταν λοιπόν το σοβαρότερο πρόβλημα: η εισαγωγή και η ενσωμάτωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της διευρυμένης αναπαραγωγής στην οικονομία της Ινδονησίας ή η πλήρης διάλυση αυτής της δραστηριότητας διά της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους;’’. Αλλά και απαντά: ‘’Ενώ είναι προφανώς αληθές ότι η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους ήταν λογικό επιστέγασμα της εισαγωγής και της ενσωμάτωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην ινδονησιακή οικονομία και ότι η πραγματική τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι μέσα σε σύντομο διάστημα ολόκληροι πληθυσμοί σύρονται (μερικές φορές βίαια) στο προλεταριάτο, για να εκδιωχθούν σε λίγο ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό, πιστεύω επίσης εύλογα ότι το δεύτερο βήμα έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στις μακροπρόθεσμες ελπίδες, βλέψεις και δυνατότητες των μαζών του φτωχού πληθυσμού από ό,τι το πρώτο βήμα.’’
Στα πλαίσια της μαρξιστικής/κομουνιστικής επαναστατικής παράδοσης, θεωρούνταν συχνά ότι ήταν αναγκαίο να οργανωθεί το ισοδύναμο της πρωταρχικής συσσώρευσης, προκειμένου να εφαρμοστούν προγράμματα εκσυγχρονισμού σ’ εκείνες τις χώρες που δεν είχαν περάσει από τη μύηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό σήμαινε μερικές φορές παρόμοια επίπεδα τρομακτικής βίας, όπως συνέβη με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας στη Σοβιετική Ένωση (εξόντωση των κουλάκων), στην Κίνα και στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι πολιτικές δεν είχαν μεγάλη επιτυχία και πυροδότησαν πολιτικές αντιστάσεις, που σε μερικές περιπτώσεις συντρίφτηκαν αλύπητα.
Επομένως, ενώ οι αγώνες εναντίον της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορούσαν ν’ αποτελέσουν, λόγω της δυσαρέσκειας που δημιουργούνταν, φυτώρια για κινήματα εξέγερσης, στα οποία περιλαμβάνονταν κινήματα βασισμένα στην αγροτιά, ο στόχος των σοσιαλιστικών πολιτικών δεν ήταν να προστατεύσουν την παλιά τάξη πραγμάτων, αλλά να κτυπήσουν άμεσα τις ταξικές σχέσεις και μορφές της κρατικής εξουσίας τις οποίες προσπαθούσαν να μετασχηματίσουν και έτσι να καταλήξουν σε μια εντελώς διαφορετική διαμόρφωση ταξικών σχέσεων και κρατικών εξουσιών. Αυτή η ιδέα κατείχε κεντρική θέση σε πολλά από τα επαναστατικά κινήματα που σάρωσαν τον αναπτυσσόμενο κόσμο την επαύριον του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Πάλευαν εναντίον του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, αλλά το έκαναν στο όνομα μιας εναλλακτικής νεωτερικότητας παρά στο όνομα της υπεράσπισης της παράδοσης. Μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκαν συχνά να είναι αντίθετα ή να αντιμετωπίζουν την αντίθεση εκείνων οι οποίοι επιδίωκαν να προστατεύσουν ή ακόμη και να αναζωογονήσουν παραδοσιακά συστήματα παραγωγής, παραδοσιακούς πολιτισμικούς κανόνες και παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις.
Για αυτούς και άλλους λόγους, πολλά εξεγερσιακά κινήματα εναντίον της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων, ακολούθησαν γενικά διαφορετικό πολιτικό δρόμο, σε μερικές περιπτώσεις πολύ εχθρικό στις σοσιαλιστικές πολιτικές.
Κάθε άλλο παρά πρόκειται για περιθωριακά κινήματα: Αγώνες του λαού Ογκόνι εναντίον της ρύπανσης των εδαφών τους από την Shell Oil. Μακρόχρονοι αγώνες εναντίον των υποστηριζόμενων από την Παγκόσμια Τράπεζα σχεδίων για την κατασκευή φραγμάτων στην Ινδία και στη Λατινική Αμερική· Αγροτικά κινήματα εναντίον της βιοπειρατείας. Αγώνες εναντίον των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και για την αυθεντικότητα των τοπικών συστημάτων παραγωγής. Αγώνες για να διαφυλαχθεί η πρόσβαση των αυτοχθόνων πληθυσμών στα δάση και να περιοριστούν οι δραστηριότητες των εταιρειών ξυλείας. Πολιτικοί αγώνες εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων κινήματα για την εξασφάλιση εργατικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων για τις γυναίκες στις αναπτυσσό μενες χώρες. Εκστρατείες για την προστασία της βιοποικιλότητας και για να εμποδιστεί η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Αγροτικά κινήματα για την απόκτηση γης. Διαμαρτυρίες εναντίον της κατασκευής αυτοκινητο δρόμων και αεροδρομίων. Εκατοντάδες διαμαρτυρίες εναντίον των προγραμμάτων λιτότητας που επιβάλλει το ΔΝΤ.
Το θέμα της συνολικής πολιτικής στρατηγικής, δεν είναι λιγότερο σύνθετο στο φόντο της ανάδυσης αυτών των κινημάτων.
Το κίνημα των Ζαπατίστας για παράδειγμα, σημειώνει ο Χάρβεϊ, δεν επιδίωκε να πάρει την κρατική εξουσία ή να πραγματο ποιήσει πολιτική επανάσταση. Αντίθετα επιδίωκε πολιτικές ενσωμάτωσης, για να εργαστεί μέσα από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών σε μια πιο ανοιχτή και ρευστή αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, οι οποίες θα μεριμνούσαν για τις ειδικές ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και θα τους επέτρεπαν να βελτιώσουν την τύχη τους. Οργανωτικά αυτή η εξέγερση απέφευγε να παίξει το ρόλο πρωτοπορίας και αρνούνταν να πάρει τη
μορφή πολιτικού κόμματος. Αντίθετα προτιμούσε να παραμείνει κοινωνικό κίνημα στα πλαίσια του κράτους, προσπαθώντας να σχηματίσει έναν
συνασπισμό πολιτικής εξουσίας στον οποίο οι πολιτισμοί των αυτοχθόνων
θα ήταν μάλλον κεντρικοί παρά περιφερειακοί. Επομένως, επιδίωκε να εκπληρώσει κάτι που συγγένευε με παθητική επανάσταση στα πλαίσια της εδαφικής λογικής της εξουσίας την οποία διηύθυνε ο κρατικός μηχανισμόςτου Μεξικού.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των κινημάτων ήταν να απομακρυνθεί το πεδίο της πολιτικής οργάνωσης από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις των εργαζομένων και να μετατοπιστεί σε μια λιγότερο εστιασμένη πολιτική δυναμική κοινωνικής δράσης σε όλο το φάσμα της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό που έχασε τούτο το κίνημα ως προς την εστίαση του το κέρδισε με όρους σύνδεσης του με τις πολιτικές της καθημερινής ζωής. Αντλούσε τις δυνάμεις του από αυτή τη σύνδεση, αλλά έ τσι του ήταν συχνά δύσκολο να αποσπαστεί από το τοπικό και το ειδικό και να κατανοήσει τις μακροπολιτικές της ‘’συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους’’.
Εν κατακλείδει ο συγγραφέας θέτει το συνολικότερο πολιτικό προβληματισμό του, που συμπυκνώνει τα προηγούμενα και αυτός αφορά συνολικά το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο.
Η κλασική άποψη της μαρξιστικής/σοσιαλιστικής Αριστεράς ήταν ότι το προλεταριάτο, το οποίο ορίζεται ως οι μισθωτοί εργαζόμενοι που δεν έχουν πρόσβαση ή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ήταν ο βασικός φορέας κοινωνικής αλλαγής. Η κεντρική αντίθεση ήταν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας εντός και περί την παραγωγή. Τα κύρια εργαλεία οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα, τα οποία είχαν· ως στόχο ν’ αποκτήσουν κρατική εξουσία, προκειμένου είτε να ρυθμίσουν· είτε να καταργήσουν την καπιταλιστική ταξική κυριαρχία. Επομένως, το κεντρικό ζήτημα ήταν οι ταξικές σχέσεις και οι ταξικοί αγώνες στο πεδίο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που νοούνταν ως διευρυμένη αναπαραγωγή. Όλες οι άλλες μορφές αγώνα θεωρούνταν επικουρικές, δευτερεύουσες ή ακόμη απορρίπτονταν ως περιφερειακές ή άσχετες. Οι αγώνες που έγιναν μ’ αυτό το στόχο είχαν σημαντικά αποτελέσματα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, ιδίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ενώ δεν συντελέστηκαν επαναστατικοί μετασχηματισμοί, η αυξανόμενη δύναμη των οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις στο επίπεδο της υλικής διαβίωσης, καθώς και τη θεσμοθέτηση μέτρων κοινωνικής προστασίας ευρείας κλίμακας.
Μαζί με την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης ο Χάρβεϊ επισημαίνει κριτικά ότι ‘’Οι πολιτικές που απέρρεαν από το χώρο εργασίας και τον τόπο παραγωγής κυριαρχούσαν στις πολιτικές του χώρου κατοικίας. Κοινωνικά κινήματα όπως ο φεμινισμός και ο περιβαλλοντισμός παρέμεναν έξω από το πεδίο της παραδοσιακής Αριστεράς. Και η σχέση των εσωτερικών αγώνων για κοινωνική βελτίωση με τις εξωτερικές μετατοπίσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον ιμπεριαλισμό έτεινε να αγνοείται (με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του εργατικού κινήματος στις προηγμένες χώρες να πέσει στην παγίδα του να δρα ως εργατική αριστοκρατία, προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμια του, μέσω του ιμπεριαλισμού αν ήταν αναγκαίο). Οι αγώνες εναντίον της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων ανά άλλους θεωρούνταν κάτι που δεν αφορούσε το εργατικό κίνημα. Αυτή η μονομερής επικέντρωση μεγάλου μέρους της μαρξιστικής και κομουνιστικής Αριστεράς στους προλεταριακούς αγώνες, αποκλείοντας όλα τα άλλα, ήταν μοιραίο λάθος. Και αυτό γιατί, εφόσον οι δύο μορφές αγώνα συνδέονται οργανικά μεταξύ τους στα πλαίσια της ιστορικής γεωγραφίας του καπιταλισμού, η Αριστερά όχι μόνο αποδυναμωνόταν, αλλά επίσης ακρωτηρίαζε τις αναλυτικές και προγραμματικές ικανότητες της, αγνοώντας εξ ολοκλήρου τη μία πλευρά αυτής της δυαδικής σχέσης’’.
Κατά τον ίδιο τρόπο που η απόρριψη του «οργανικού δεσμού» ανάμεσα στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους και στη διευρυμένη αναπαραγωγή αποδυνάμωσε και περιόρισε το όραμα της παραδοσιακής Αριστεράς, η προσφυγή στην έννοια του μεταμοντέρνου αγώνα έχει τις ίδιες επιπτώσεις στα κινήματα που εμφανίζονται τώρα εναντίον της ‘’συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων’’, επισημαίνει ο Χάρβεϊ. Μια ολόκληρη πτέρυγα αυτού του κινήματος θεωρεί ότι ο αγώνας για την κατάκτηση της διεύθυνσης το κρατικού μηχανισμού όχι μόνο είναι άνευ σημασίας αλλά και απατηλός αντιπερισπασμός. Η απάντηση βρίσκεται κατά τη γνώμη τους στην τοπικοποίηση των πάντων.
Επιστροφή στον αγνό εθνικό καπιταλισμό;
Με την ίδια κατηγορηματικότητα που ο Ν. Χάρβεϊ δεν συμμερίζεται στην προσκόλληση στην παράδοση και την νοσταλγία πολλών κινημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες για τις προ-καπιταλιστικές μορφές οικονομίας, στέκεται κριτικά απέναντι και σε αντίστοιχα ρεύματα που συγκροτούνται εντός του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.Ιδιαίτερο γνώρισμα αυτού του κόσμου είναι το γεγονός ότι μια όλο και πιο υπερεθνική καπιταλιστική τάξη χρηματιστών, διευθυνόντων συμβούλων και καπιταλιστών εισοδηματιών προσβλέπει στον εδαφικό ηγεμόνα, για να προστατεύει τα συμφέροντα της και να οικοδομήσει εκείνο το είδος θεσμικής αρχιτεκτονικής στα πλαίσια του οποίου θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τον πλούτο του κόσμου για τους εαυτούς τους.
Αυτή η τάξη ελάχιστη σημασία δίνει στην αφοσίωση στον τόπο της, στην εθνική νομιμοφροσύνη ή στις παραδόσεις. Μπορεί να είναι πολυφυλετική, πολυεθνοτική, πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη. Αν οι χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις και η αναζήτηση κέρδους απαιτούν το κλείσιμο εργοστασίων και τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας δεν τους νοιάζει, ακόμη και για τη δική τους αυλή. Για παράδειγμα, τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ήταν τελείως ικανοποιημένα με το να υπονομεύουν την ηγεμονία των ΗΠΑ στην παραγωγή.
Ο νεοφιλελεύθερος ιμπεριαλισμός στο εξωτερικό, έχει την τάση να παράγει χρόνια ανασφάλεια στο εσωτερικό. Πολλά στοιχεία των μεσαίων τάξεων στρέφονται στην υπεράσπιση του εδάφους, του έθνους και της παράδοσης ως τρόπο για να οπλιστούν εναντίον του αρπακτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Επιδιώκουν να επιστρατεύσουν την εδαφική λογική της εξουσίας, για να προστατευθούν από τα αποτελέσματα του αρπακτικού κεφαλαίου. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός, που άλλοτε συνέδεαν το έθνος-κράτος και την αυτοκρατορία, επανεμφανίστηκαν στη μικροαστική και την εργατική τάξη ως όπλο για να οργανωθούν εναντίον του κοσμοπολιτισμού του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Εφόσον η επίρριψη της ευθύνης για τα προβλήματα στους μετανάστες ήταν βολικός αντιπερισπασμός για τα συμφέροντα των ελίτ, οι πολιτικές αποκλεισμού στη βάση της φυλής, της εθνοτικής ομάδας και της θρησκείας άνθησαν, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου νεοφασιστικά κινήματα άρχισαν να συγκεντρώνουν σημαντική λαϊκή στήριξη.
Το χρέος των ΗΠΑ
Πολύ αποκαλυπτικές, όσο και προφητικές είναι οι αναφορές που γίνονται στο αυξανόμενο χρέος των ΗΠΑ και την στενή σχέση του με τον καταναλωτισμό στη μητρόπολη του καπιταλισμού.Ο αδηφάγος καταναλωτισμός δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ, προκειμένου να συνάπτουν διμερείς εμπορικές συμφωνίες, επειδή η προνομιούχα πρόσβαση στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ σημαίνει πάρα πολλά, ιδιαίτερα για μικρότερα κράτη (όπως η Χιλή ή η Ταϊβάν). Η εξάρτηση του υπόλοιπου κόσμου από την καταναλωτική αγορά των ΗΠΑ είναι σίγουρα σημαντικό γνώρισμα των παγκόσμιων συσχετισμών δύναμης. Όμως το τελευταίο κύμα του καταναλωτισμού στις ΗΠΑ χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσω του χρέους. Σχεδόν μηδένισε το εσωτερικό καθαρό ποσοστό αποταμιεύσεων (ίσως ακόμη να το κατέστησε αρνητικό, αν πάρουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο ο πρόσφατος καταναλωτισμός στηρίχθηκε στην επαναχρηματοδότηση των ενυπόθηκων χρεών από τις διογκωμένες τιμές των κατοικιών). Είναι επίσης ταξικά μεροληπτικός, αφού ο καταναλωτισμός των ΗΠΑ στηρίζεται όλο και περισσότερο στις καταναλωτικές συνήθειες του ανώτερου 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ που συγκεντρώνει σε τεράστιο βαθμό τον πλούτο και το εισόδημα.
Η ελεύθερη πτώση στη χρέωση βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ η χρηματοπιστωτική εικόνα συνεχίζει να επιδεινώνεται γρήγορα.
Τα αυξανόμενα ελλείμματα στις ΗΠΑ δεν μπορούν να διατηρηθούν χωρίς: είτε την άρνηση πληρωμής, είτε μια χρόνια κατάσταση εξάρτησης από τη γενναιοδωρία των ξένων. Ήδη ξένοι κατέχουν περίπου το 40% των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και το ένα πέμπτο των περιουσιακών στοιχείων της Γουόλ Στριτ. Η ημερήσια εισροή κεφαλαίου για να καλυφθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια ημερησίως και το έλλειμμα είναι ανερχόμενο! Μήπως χρειάζονται ΔΝΤ;
aristeroblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου