Τη δεύτερη προσφυγή κατά του ειδικού τέλους ακινήτων, που προβλέπεται να εισπραχθεί μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ κατέθεσαν σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) και ο πρόεδρός του, Γιάννης Αδαμόπουλος. Η πρώτη προσφυγή για το ίδιο θέμα, έχει κατατεθεί από το Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι» και την Ανώνυμη Εταιρεία «Eurocapital».
Οι δικηγόροι της Αθήνας υποστηρίζουν ότι η επιβολή του νέου τέλους, που στην ουσία, όμως, πρόκειται για νέο φόρο, όπως αναφέρουν, αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά είναι αντίθετος και σε παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά και στη νομολογία του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Καρλσρούης (Γερμανίας) και του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου.
Υπογραμμίζουν ότι, με το νέο ειδικό τέλος που επιβλήθηκε με την από 10.10.2011 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία είσπραξής του (κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 4021/2011), αποτελεί στην ουσία φόρο, καθώς απουσιάζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανταποδοτικό τέλος.
Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι η επιβολή του νέου φόρου είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στα άρθρα 1, 2, 4, 5, 20, 26, 48, 78 και 101 του Συντάγματος). Είναι αντισυνταγματική, μεταξύ των άλλων, γιατί η είσπραξη του επίμαχου φόρου ανατίθεται στη ΔΕΗ (υπολογισμός και είσπραξη τέλους ακινήτων, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες), ενώ αυτό μπορεί να γίνει μόνο από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμη, παραβιάζεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε φορολογούμενου πολίτη, καθώς η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη.
Παράλληλα, οι δικηγόροι υπογραμμίζουν ότι το νέο τέλος επιβάλλεται αδιακρίτως σε όλους τους ιδιοκτήτες «δομημένων επιφανειών», χωρίς να συνεκτιμά περαιτέρω ουσιώδεις παράγοντες, που προσδιορίζουν την αληθινή φοροδοτική τους ικανότητα.
Ειδικότερα -προσθέτουν οι δικηγόροι- δεν λαμβάνει καθ’ όλου υπ’ όψιν την παραγωγή ή όχι εισοδήματος από την ακίνητη αυτή ιδιοκτησία και, περαιτέρω, το ύψος του εισοδήματος αυτού, ενώ για τη διάγνωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας του ιδιοκτήτη δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν «ούτε το εν γένει αποκτώμενο εξ αυτού εισόδημα, ώστε να εξακριβώνεται η πραγματική δυνατότητά του να καταβάλει τον φόρο, που αντιστοιχεί στην ακίνητη περιουσία του, αλλά και συνολικώς τους φόρους που του αναλογούν». Επιπρόσθετα, για τον υπολογισμό του νέου φόρου λαμβάνονται υπ’ όψιν «μόνο η επιφάνεια του ακινήτου, η τιμή ζώνης αυτού και η παλαιότητα αυτού».
Αντίθετα, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν «άλλοι ουσιώδεις προσδιοριστικοί παράγοντες, όπως ο συντελεστής ορόφου ή ο συντελεστής εμπορικότητας, οι οποίοι, βεβαίως, διαφοροποιούν την αξία των ακινήτων, γι’ αυτό και λαμβάνονται υπ’ όψιν και στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων».
Με τον τρόπο, όμως, αυτό υπολογισμού του νέου φόρου «διαπιστώνεται η παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 4 του Συντάγματος», αναφέρεται στην προσφυγή.
Οι δικηγόροι σημειώνουν ακόμη ότι ο νέος φόρος «αποτελεί τη δεύτερη φορολογική επιβάρυνση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος (2011), καθώς, όσοι έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 200.000 ευρώ επιβαρύνονται και με τον Φ.Α.Π. (άρθρα 27 Ν. 3842/2010), με συνέπεια να σημειώνεται παραβίαση και της αρχής της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, ήτοι της απαγορεύσεως εκ νέου φορολογήσεως της ιδίας φορολογητέας ύλης για την ιδία αιτία».
Οι διατάξεις του Ν. 4021/2011 που προβλέπουν το νέο φόρο, αναφέρουν οι δικηγόροι, «εισάγουν ένα επιπρόσθετο φορολογικό βάρος στην ακίνητη περιουσία και, σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις της ακίνητης περιουσίας, καταλήγουν στη σταδιακή δήμευση αυτής, με αποτέλεσμα να αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.».
Την ίδια στιγμή ο Ν. 4021/2011 προβλέπει ως επιπρόσθετη «κύρωση» για την περίπτωση, στην οποία ο φορολογούμενος δεν προβαίνει στην καταβολή του νέου φόρου, τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος στο ακίνητο, στο οποίο αφορά ο φόρος.
Επαπειλείται, «δηλαδή -χωρίς, μάλιστα, να προβλέπεται τούτο στον Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων, υπό τη μορφή αναγκαστικού μέτρου εισπράξεως- η διακοπή της παροχής ενός κοινωνικού αγαθού, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξαναγκασμός του φορολογουμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση καταβολής του φόρου», αναφέρεται στην αίτηση ακύρωσης.
Με άλλα λόγια -αναφέρουν οι δικηγόροι- «πρόκειται αναντίρρητα, για μια μορφή ψυχολογικής βίας, η οποία προσλαμβάνει μείζονες διαστάσεις απαξίας όταν απευθύνεται σε πρόσωπα οικονομικώς εξαθλιωμένα ή αντιμετωπίζοντα άλλους αντικειμενικούς λόγους αδυναμίας καταβολής (π.χ. ασθενείς)».
Έτσι, όμως, σημειώνεται στην προσφυγή, «διά του ‘μηχανισμού’ της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος στους αδυνατούντες να καταβάλουν την προδήλως αντισυνταγματική και επαχθεστάτη αυτή φορολογική επιβάρυνση, προσβάλλεται ευθέως η ιδία η αξία του ανθρώπου, καθώς τίθεται προ του κινδύνου να στερηθεί ένα ζωτικό αγαθό, απαραίτητο για τη διαβίωσή του». Με τον τρόπο αυτό, «υποβιβάζεται το επίπεδό του κάτω των ορίων του στοιχειωδώς ανεκτού και τίθεται σε κίνδυνο ακόμη και η υγεία, αλλά και η ιδία η επιβίωση αυτού», αναφέρουν οι δικηγόροι και προσθέτουν ότι συνέπεια όλων αυτών είναι «να θίγεται ο πυρήνας των διατάξεων του άρθρου 2 του Συντάγματος».
Τέλος, αναφέρεται στην προσφυγή του ΔΣΑ ότι με την είσπραξη του νέου φόρου από τη ΔΕΗ επιφέρεται συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επέμβαση της Πολιτείας στον συμβατικό δεσμό μεταξύ των Ανωνύμων Εταιρειών, που παρέχουν το ηλεκτρικό ρεύμα, και των αντισυμβαλλομένων τους ιδιωτών».
tvxs.
Οι δικηγόροι της Αθήνας υποστηρίζουν ότι η επιβολή του νέου τέλους, που στην ουσία, όμως, πρόκειται για νέο φόρο, όπως αναφέρουν, αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά είναι αντίθετος και σε παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά και στη νομολογία του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Καρλσρούης (Γερμανίας) και του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου.
Υπογραμμίζουν ότι, με το νέο ειδικό τέλος που επιβλήθηκε με την από 10.10.2011 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία είσπραξής του (κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 4021/2011), αποτελεί στην ουσία φόρο, καθώς απουσιάζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανταποδοτικό τέλος.
Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι η επιβολή του νέου φόρου είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στα άρθρα 1, 2, 4, 5, 20, 26, 48, 78 και 101 του Συντάγματος). Είναι αντισυνταγματική, μεταξύ των άλλων, γιατί η είσπραξη του επίμαχου φόρου ανατίθεται στη ΔΕΗ (υπολογισμός και είσπραξη τέλους ακινήτων, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες), ενώ αυτό μπορεί να γίνει μόνο από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμη, παραβιάζεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε φορολογούμενου πολίτη, καθώς η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη.
Παράλληλα, οι δικηγόροι υπογραμμίζουν ότι το νέο τέλος επιβάλλεται αδιακρίτως σε όλους τους ιδιοκτήτες «δομημένων επιφανειών», χωρίς να συνεκτιμά περαιτέρω ουσιώδεις παράγοντες, που προσδιορίζουν την αληθινή φοροδοτική τους ικανότητα.
Ειδικότερα -προσθέτουν οι δικηγόροι- δεν λαμβάνει καθ’ όλου υπ’ όψιν την παραγωγή ή όχι εισοδήματος από την ακίνητη αυτή ιδιοκτησία και, περαιτέρω, το ύψος του εισοδήματος αυτού, ενώ για τη διάγνωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας του ιδιοκτήτη δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν «ούτε το εν γένει αποκτώμενο εξ αυτού εισόδημα, ώστε να εξακριβώνεται η πραγματική δυνατότητά του να καταβάλει τον φόρο, που αντιστοιχεί στην ακίνητη περιουσία του, αλλά και συνολικώς τους φόρους που του αναλογούν». Επιπρόσθετα, για τον υπολογισμό του νέου φόρου λαμβάνονται υπ’ όψιν «μόνο η επιφάνεια του ακινήτου, η τιμή ζώνης αυτού και η παλαιότητα αυτού».
Αντίθετα, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν «άλλοι ουσιώδεις προσδιοριστικοί παράγοντες, όπως ο συντελεστής ορόφου ή ο συντελεστής εμπορικότητας, οι οποίοι, βεβαίως, διαφοροποιούν την αξία των ακινήτων, γι’ αυτό και λαμβάνονται υπ’ όψιν και στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων».
Με τον τρόπο, όμως, αυτό υπολογισμού του νέου φόρου «διαπιστώνεται η παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 4 του Συντάγματος», αναφέρεται στην προσφυγή.
Οι δικηγόροι σημειώνουν ακόμη ότι ο νέος φόρος «αποτελεί τη δεύτερη φορολογική επιβάρυνση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος (2011), καθώς, όσοι έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 200.000 ευρώ επιβαρύνονται και με τον Φ.Α.Π. (άρθρα 27 Ν. 3842/2010), με συνέπεια να σημειώνεται παραβίαση και της αρχής της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, ήτοι της απαγορεύσεως εκ νέου φορολογήσεως της ιδίας φορολογητέας ύλης για την ιδία αιτία».
Οι διατάξεις του Ν. 4021/2011 που προβλέπουν το νέο φόρο, αναφέρουν οι δικηγόροι, «εισάγουν ένα επιπρόσθετο φορολογικό βάρος στην ακίνητη περιουσία και, σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις της ακίνητης περιουσίας, καταλήγουν στη σταδιακή δήμευση αυτής, με αποτέλεσμα να αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.».
Την ίδια στιγμή ο Ν. 4021/2011 προβλέπει ως επιπρόσθετη «κύρωση» για την περίπτωση, στην οποία ο φορολογούμενος δεν προβαίνει στην καταβολή του νέου φόρου, τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος στο ακίνητο, στο οποίο αφορά ο φόρος.
Επαπειλείται, «δηλαδή -χωρίς, μάλιστα, να προβλέπεται τούτο στον Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων, υπό τη μορφή αναγκαστικού μέτρου εισπράξεως- η διακοπή της παροχής ενός κοινωνικού αγαθού, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξαναγκασμός του φορολογουμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση καταβολής του φόρου», αναφέρεται στην αίτηση ακύρωσης.
Με άλλα λόγια -αναφέρουν οι δικηγόροι- «πρόκειται αναντίρρητα, για μια μορφή ψυχολογικής βίας, η οποία προσλαμβάνει μείζονες διαστάσεις απαξίας όταν απευθύνεται σε πρόσωπα οικονομικώς εξαθλιωμένα ή αντιμετωπίζοντα άλλους αντικειμενικούς λόγους αδυναμίας καταβολής (π.χ. ασθενείς)».
Έτσι, όμως, σημειώνεται στην προσφυγή, «διά του ‘μηχανισμού’ της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος στους αδυνατούντες να καταβάλουν την προδήλως αντισυνταγματική και επαχθεστάτη αυτή φορολογική επιβάρυνση, προσβάλλεται ευθέως η ιδία η αξία του ανθρώπου, καθώς τίθεται προ του κινδύνου να στερηθεί ένα ζωτικό αγαθό, απαραίτητο για τη διαβίωσή του». Με τον τρόπο αυτό, «υποβιβάζεται το επίπεδό του κάτω των ορίων του στοιχειωδώς ανεκτού και τίθεται σε κίνδυνο ακόμη και η υγεία, αλλά και η ιδία η επιβίωση αυτού», αναφέρουν οι δικηγόροι και προσθέτουν ότι συνέπεια όλων αυτών είναι «να θίγεται ο πυρήνας των διατάξεων του άρθρου 2 του Συντάγματος».
Τέλος, αναφέρεται στην προσφυγή του ΔΣΑ ότι με την είσπραξη του νέου φόρου από τη ΔΕΗ επιφέρεται συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επέμβαση της Πολιτείας στον συμβατικό δεσμό μεταξύ των Ανωνύμων Εταιρειών, που παρέχουν το ηλεκτρικό ρεύμα, και των αντισυμβαλλομένων τους ιδιωτών».
tvxs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου