Οι καμπάνες ηχούν, χωρίς κωδωνοκρούστες.
Οι άγγελοι μάχονται -ανυποχώρητα- τους διαβόλους, μ’ ακούμε μόνο τους δεύτερους, πού ’ναι κοντύτερα.
Έφτασε -εκείνος- ο χρόνος.
«Όλοι’ οι Έλληνες μια λέσχη»... να μείνουν έξω οι προσκυνημένοι.
«Όλοι’ οι ‘Έλληνες μια οργάνωση»... ν’ απωθηθούν οι επιβουλείς.
Μας ενώνει το ’περήφανο έθνος. Μας ενώνει η μακρά ιστορία. Μας ενώνει η πολύτιμη παράδοση... κι’ έχωμε χρέος στη’ συνέχειά τους.
Μας καλεί το παρόν.
Μας περιμένει το μέλλον μας, που είναι απόλυτα διαυγές.
Μας θολώνουν την οπτική. Παραγράφουν και παραχαράσσουν το παρελθόν μας. Αλλοιώνουν το παρόν μας. Προδιαγράφουν και μηχανεύονται ένα διαρκές αρνητικό παρόν για ’μάς, για ένα διεστραμμένο -αποκλειστικά- δικό τους μέλλον. Οι άφρονες.
Είναι ’λίγοι, πολύ ’λίγοι. Κι’ είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί. Είμαστε κι’ έχωμε το «χρήμα» κι’ είναι το νόμισμα.
Αποθρασύνθηκε η εικόνα κι’ επιβουλεύεται την πραγματικότητα. Όπως, τότε, ο εκπεσών -τελικά- διάβολος, το’ δημιουργό του Θεό.
Κι’ εμείς «άγγελοι» και «διάβολοι» είμαστε... κι’ ηχούν οι καμπάνες για διαχωρισμό κι’ ανασύνταξη. Ένθεν κακείθεν.
Είναι πιο δύσκολη -η ανασύνταξη- κι’ απ’ τη’ σύρραξη την ίδια.
Οι άγγελοι ποτέ δε’ μετασχηματίζονται, όπως οι διάβολοι, που μεταμορφώνονται συνεχώς. Κι’ έχουν πολλές «περιβολές». Προσποιούνται συχνά και τους αγγέλους ακόμη, μόνο που δεν έχουν την -αόρατη- αύρα τους. Εκείνων ευωδιά φωτεινή ενώ αυτών είναι σκοτεινή κι’ αφόρητα δύσοσμη.
Έργο τους είναι να μη βλέπωμε, να μην ακούμε, να μη μυρίζωμε, να μη γευόμαστε, να μην απτόμαστε, να μη διαισθανόμαστε, να μην αντιλαμβανόμαστε, να μη σκεπτόμαστε, να μη κρίνωμε, να μην επικοινωνούμε με το περιβάλλον και με το είναι μας, ως νά ’μασταν -τρισυπόστατα- νεκροί.
Οι καμπάνες χτυπούν από μόνες*
(*) ... ν’ ακούσωμε όλοι μας, μα πρώτοι οι «λειτουργοί» μας
Οι άγγελοι μάχονται -ανυποχώρητα- τους διαβόλους, μ’ ακούμε μόνο τους δεύτερους, πού ’ναι κοντύτερα.
Έφτασε -εκείνος- ο χρόνος.
«Όλοι’ οι Έλληνες μια λέσχη»... να μείνουν έξω οι προσκυνημένοι.
«Όλοι’ οι ‘Έλληνες μια οργάνωση»... ν’ απωθηθούν οι επιβουλείς.
Μας ενώνει το ’περήφανο έθνος. Μας ενώνει η μακρά ιστορία. Μας ενώνει η πολύτιμη παράδοση... κι’ έχωμε χρέος στη’ συνέχειά τους.
Μας καλεί το παρόν.
Μας περιμένει το μέλλον μας, που είναι απόλυτα διαυγές.
Μας θολώνουν την οπτική. Παραγράφουν και παραχαράσσουν το παρελθόν μας. Αλλοιώνουν το παρόν μας. Προδιαγράφουν και μηχανεύονται ένα διαρκές αρνητικό παρόν για ’μάς, για ένα διεστραμμένο -αποκλειστικά- δικό τους μέλλον. Οι άφρονες.
Είναι ’λίγοι, πολύ ’λίγοι. Κι’ είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί. Είμαστε κι’ έχωμε το «χρήμα» κι’ είναι το νόμισμα.
Αποθρασύνθηκε η εικόνα κι’ επιβουλεύεται την πραγματικότητα. Όπως, τότε, ο εκπεσών -τελικά- διάβολος, το’ δημιουργό του Θεό.
Κι’ εμείς «άγγελοι» και «διάβολοι» είμαστε... κι’ ηχούν οι καμπάνες για διαχωρισμό κι’ ανασύνταξη. Ένθεν κακείθεν.
Είναι πιο δύσκολη -η ανασύνταξη- κι’ απ’ τη’ σύρραξη την ίδια.
Οι άγγελοι ποτέ δε’ μετασχηματίζονται, όπως οι διάβολοι, που μεταμορφώνονται συνεχώς. Κι’ έχουν πολλές «περιβολές». Προσποιούνται συχνά και τους αγγέλους ακόμη, μόνο που δεν έχουν την -αόρατη- αύρα τους. Εκείνων ευωδιά φωτεινή ενώ αυτών είναι σκοτεινή κι’ αφόρητα δύσοσμη.
Έργο τους είναι να μη βλέπωμε, να μην ακούμε, να μη μυρίζωμε, να μη γευόμαστε, να μην απτόμαστε, να μη διαισθανόμαστε, να μην αντιλαμβανόμαστε, να μη σκεπτόμαστε, να μη κρίνωμε, να μην επικοινωνούμε με το περιβάλλον και με το είναι μας, ως νά ’μασταν -τρισυπόστατα- νεκροί.
Οι καμπάνες χτυπούν από μόνες*
(*) ... ν’ ακούσωμε όλοι μας, μα πρώτοι οι «λειτουργοί» μας
...ιστορικά εναύσματα, νοητικής αυτοπεριήγησης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου