του Φράνκο Μπεράρντι
Η ατελείωτη και ενοχλητική επιθανάτια αγωνία της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι αναγγέλλει αλλά και παρατείνει την πραγματική σύγκρουση. Το «μεγάλο αφεντικό» ήταν τόσο απασχολημένο με τις δικές του υποθέσεις, που δεν βρήκε καιρό να εκτελέσει τις εντολές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γι’ αυτό τώρα προσπαθούν να τον διώξουν οι ίδιοι που τον υποστήριζαν ή τον ανέχονταν, όταν τα λάθη του περιορίζονταν μόνο στο να διευκολύνει τη Μαφία και τη φοροδιαφυγή, να καταστρέφει τη δημόσια παιδεία, να εξαγοράζει βουλευτές και γερουσιαστές, να διαφθείρει δικαστές, να σπέρνει την άγνοια και τη δουλικότητα μέσα από το μονοπώλιο των μέσων ενημέρωσης που του επετράπη να εξασφαλίσει.
Τώρα λοιπόν που αποδεικνύεται ανίκανος να σφίξει το σχοινί γύρω από το λαιμό της ιταλικής κοινωνίας, που δεν μπορεί να μας στραγγαλίσει γιατί δεν έχει τη δύναμη και την αξιοπιστία, ιδού, εμφανίζονται άξιοι δεσμοφύλακες και παίρνουν σιγά σιγά τη θέση του, γιατί το δικό τους χέρι δεν τρέμει. Υποκινούμενα από έναν Πρόεδρο άκαμπτο μόνο όταν πρόκειται να περισώσει τα συμφέροντα της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, τα σκυλιά αλυχτούν, τραβώντας το λουρί που τα κρατάει.
Θέλουν να δαγκώσουν τους πιστούς της ανελέητης θεότητας που ονομάζεται Αγορά.
Μα δεν υπάρχει πια καμιά αγορά στην πραγματικότητα· μόνο ένα πεδίο μάχης. Στη μια πλευρά, ο επιτιθέμενος στρατός των αρπακτικών συγκεντρώνει τη λεία του: ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες, απολύει, αυξάνει τις ώρες των απλήρωτων υπερωριών, αρνείται τη σύνταξη σε όλους αυτούς που έχουν κάθε δικαίωμα να την διεκδικούν, εξαλείφει άχρηστα έξοδα όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Απέναντι, στην άλλη πλευρά, παραταγμένα τα άτακτα στρατεύματα των εργαζομένων, ένας στρατός που απαρτίζεται πια από επισφαλείς φτωχούς χωρίς ελπίδα, υποχωρεί βγάζοντας κραυγές που υπόσχονται μια εκδίκηση που δεν πρόκειται να ’ρθει, χάνοντας μέρα με τη μέρα τα λιγοστά του περιουσιακά του στοιχεία, όσα χρήματα έχει βάλει στην άκρη, τη δουλειά του, την ελπίδα να μορφώσει τα παιδιά του.
Τα συνδικάτα εξαγγέλλουν απεργίες. Για πολλοστή φορά θα βγούμε στο δρόμο κρατώντας πανό που λένε: –Διεκδικούμε το τάδε, διεκδικούμε το δείνα. Και ποιος νοιάζεται, λένε τα ρετιρέ των πολυκατοικιών, ούτως ή άλλως δεν χρειαζόμαστε πια τις υπηρεσίες τους γιατί τους έχουμε αντικαταστήσει, έναν προς έναν, με σκλάβους που δεν μπορούν να απεργήσουν.
Θα διαδηλώσουμε ειρηνικά στους δρόμους των πόλεων. Και ποιος νοιάζεται, αφού έχουμε ήδη χάσει το λογαριασμό με τις διαδηλώσεις σας που δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν τίποτα, αφού η δημοκρατία δεν υπάρχει πια, κι εσείς είστε οι μόνοι που πιστεύετε ακόμα σ’ αυτή.
Καλά λοιπόν, θα βάλουμε φωτιά στα αυτοκίνητα και θα εφορμήσουμε στις τράπεζες! Και ποιος νοιάζεται, αφού τα αυτοκίνητα που θα βρείτε στο δρόμο είναι των συναδέλφων σας, ενώ στις τράπεζες δεν υπάρχει τίποτα το αξιοπρόσεκτο: η εξουσία βρίσκεται στα καλώδια που συνδέουν τα κομπιούτερ όλου του πλανήτη.
Ετοιμάζεται μια νέα διαδήλωση για τις 11 του Νοέμβρη. Τι θα κάνουμε;
Δεν έχει κοπάσει ακόμα ο αχός της σύγκρουσης της 15ης Οκτωβρίου ανάμεσα στους βίαιους εμπρηστές που έκαψαν αυτοκίνητα και στους ειρηνικούς δημοκρατικούς πολίτες, που σκέφτονται αλλιώς — και ήδη υπόσχονται ομάδες τήρησης της τάξης για να προστατευτούν οι πορείες. Μοιάζει με κήρυξη εμφύλιου πολέμου. Από τη στιγμή που είμαστε ανίκανοι να ανακόψουμε την επιδρομή των αρπακτικών της οικονομίας, ας παίξουμε λίγο ξύλο μεταξύ μας, για να ξεδώσουμε.
Οι καλύτεροι θα ανταμειφθούν μετά με μια θέση στο Κοινοβούλιο. Αλλά θα υπάρχει ακόμα Κοινοβούλιο σ’ έναν χρόνο; Κι υπάρχει ακόμα κανείς που να πιστεύει πραγματικά ότι όσοι βρίσκονται στη Βουλή μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να σιγοντάρουν τους δεσμοφύλακες, που εκτελούν την ετυμηγορία των αρπακτικών;
Και οι κακοί; Οι κακοί θα γλείφουν τις πληγές τους, γιατί είναι φτιαγμένοι για να μεμψιμοιρούν. Σπάνε καμιά βιτρίνα, πετάνε καμιά αυτοσχέδια βόμβα μολότοφ σε κάνα κακομοίρη όπως οι ίδιοι, υψώνουν με φανατισμό τη γροθιά τους στον αέρα και μετά γυρνάνε σπίτι, την παίζουνε κι αρχίζουν την γκρίνια γιατί οι άλλοι δεν τους καταλαβαίνουν.
Τι πρέπει να δείξουμε στις 11 Νοέμβρη; Δεν υπάρχει τίποτα να δείξουμε και κανένας για να του δείξουμε κάτι. Αντιθέτως, πρέπει να ξεκινήσουμε τη δράση για να επανακτήσουμε αυτά που μας έχουν πάρει.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε με την πλειοψηφία του κόσμου, αυτούς που δεν έρχονται στις διαδηλώσεις και πάνε στο σουπερμάρκετ, στο σινεμά, στο θέατρο, στη λειτουργία, στο σχολείο, στην τράπεζα, ανήσυχοι και κάπως λυπημένοι.
Στις 11 του Νοέμβρη πρέπει να πάμε στα σουπερμάρκετ, στα σινεμά, στα θέατρα, στις εκκλησίες, στα σχολεία, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στις τράπεζες. Να καθίσουμε μαζί με άλλες 20.000 ή 100.000 και ν’ ακούσουμε τα λόγια μιας φτωχής εργάτριας ή ενός ερευνητή που μιλάει για τα δίκια των αδικημένων, όλων αυτών που τους εκμεταλλεύονται. Και κάθε φράση θα πρέπει να την επαναλαμβάνουμε με δυνατή φωνή μαζί με άλλους χίλιους, ένα ανθρώπινο μεγάφωνο που εξαπλώνεται παντού, ξέροντας ότι σε μια άλλη τράπεζα, σε ένα άλλο σουπερμάρκετ συμβαίνει το ίδιο.
Πρέπει να μπούμε στο σουπερμάρκετ, να πάρουμε ό,τι χρειαζόμαστε και μετά να πάμε στο ταμείο, λέγοντας ευγενικά στην ταμία: –Δεσποινίς, διαβάστε αυτό το φυλλάδιο. Και το φυλλάδιο, που θα επιγράφεται ΚΑΡΤΑ ΨΩΜΙΟΥ, θα έχει γραμμένο το όνομα, το επώνυμο και τη διεύθυνσή μας. Κι από κάτω θα λέει: «Δεδομένου ότι δεν έχω πια τα μέσα για να ζήσω εμένα και την οικογένειά μου, παρακαλώ δεχθείτε αυτό το έγγραφο σαν εγγύηση για το ότι θα πληρώσω μόλις η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα εξασφαλίσει ένα επαρκές εισόδημα διαβίωσης σε όλους όσους το έχουν ανάγκη».
Πρέπει να πάμε στα πολυτελή εστιατόρια, να κάτσουμε να φάμε με την ησυχία μας και στο τέλος να αφήσουμε στο τραπέζι πέντε ευρώ και μια Κάρτα Ψωμιού με το όνομα, το επώνυμο και τη διεύθυνσή μας, μαζί με την υπόσχεση ότι θα πληρώσουμε μόλις αποκτήσουμε ένα εισόδημα που θα μας το επιτρέπει.
Πρέπει να πάμε στις τελετές έναρξης του ακαδημαϊκού έτους, στις συνελεύσεις του δημοτικού συμβουλίου, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της των τραπεζών και των επιχειρήσεων και να δηλώσουμε ότι όσο δεν αποστασιοποιούνται από τη διαταγή εξόντωσης που προέρχεται από την Κεντρική Τράπεζα, δεν τους επιτρέπουμε να δρουν, να νομοθετούν, να συνεισφέρουν στο έγκλημα.
Πρέπει να ανοίξουμε την πόρτα ενός άδειου κτιρίου, ιδιοκτησίας του Βατικανού ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας, να μπούμε μέσα και να το παραδώσουμε στην ολοένα αυξανόμενη μάζα αυτών που δεν έχουν σπίτι.
Πρέπει να καταλάβουμε τους δρόμους, να στρώσουμε καταμεσίς μεγάλα τραπέζια και να οργανώσουμε λαϊκά συσσίτια, όπου ο καθένας πληρώνει το φαγητό του με όσα μπορεί. Το να τρώμε όλοι μαζί κοστίζει λιγότερο και επανενεργοποιεί τις αγκυλωμένες δομές αλληλεγγύης.
Εμείς δεν θέλουμε τον πόλεμο, ωστόσο μας τον έχουν κηρύξει. Δεν θα πολεμήσουμε στον πόλεμό τους, γιατί θα χάσουμε. Θα ζήσουμε όπως πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, ίσοι και ελεύθεροι. Και αν νόμοι, κόμματα και κοινοβούλια θέλουν να μας κάνουν να υποκύψουμε στον εκβιασμό των αρπακτικών, εμείς δεν θα υπακούσουμε σε νόμους, κόμματα και κοινοβούλια. Προσπαθούν να μας μεταμορφώσουν σε σκλάβους, να μας στερήσουν την αξιοπρέπεια και τη συνείδηση. Κι είναι καλό να το ξέρουμε αυτό: είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, αν οι σκλάβοι σταματήσουν να παραπονιούνται και επαναστατήσουν με ευφυή και αλληλέγγυο τρόπο. Θα σκοτώσουν επειδή ο θεός-Αγορά είναι, γι’ αυτούς, πιο σημαντικός από την ανθρώπινη ζωή.
Περιφρονούμε τη ναζιστοειδή ιδέα του υπερανθρώπου που ασπάζονται όλοι εκείνοι που μας ενθαρρύνουν να δεχτούμε το οικονομικό ρίσκο και τον ανταγωνισμό, πρέπει όμως να μάθουμε, με ταπεινοφροσύνη, να διακινδυνεύουμε τη ζωή μας αν αυτό που διακυβεύεται είναι η αξιοπρέπειά μας ως ανθρώπων και εργαζομένων. Γιατί όποιος πιστεύει ότι είναι καλύτερο να ζήσει σα σκλάβος παρά να διακινδυνεύσει να πεθάνει, θα ζήσει σα σκλάβος και θα πεθάνει σα σκλάβος.
*O Franco «Βifo» Berardi (γενν. 1948) είναι μαρξιστής θεωρητικός και αγωνιστής, εντασσόμενος στην παράδοση της ιταλικής αυτονομίας. Το έργο του εστιάζεται στον ρόλο των μήντια στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Ιδρυτής του περιοδικού A/traverso το 1975 και συνεργάτης του Φελίξ Γκουαταρί, διδάσκει σήμερα κοινωνική ιστορία της ενημέρωσης στην Accademia di belle Arti στο Μιλάνο. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο controlacrissi.org, στις 7.11.2011.
Πηγή: enthemata.wordpress.com
Mετάφραση από τα ιταλικά: Μαρία Δασκαλάκη
tvxs.
Η ατελείωτη και ενοχλητική επιθανάτια αγωνία της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι αναγγέλλει αλλά και παρατείνει την πραγματική σύγκρουση. Το «μεγάλο αφεντικό» ήταν τόσο απασχολημένο με τις δικές του υποθέσεις, που δεν βρήκε καιρό να εκτελέσει τις εντολές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γι’ αυτό τώρα προσπαθούν να τον διώξουν οι ίδιοι που τον υποστήριζαν ή τον ανέχονταν, όταν τα λάθη του περιορίζονταν μόνο στο να διευκολύνει τη Μαφία και τη φοροδιαφυγή, να καταστρέφει τη δημόσια παιδεία, να εξαγοράζει βουλευτές και γερουσιαστές, να διαφθείρει δικαστές, να σπέρνει την άγνοια και τη δουλικότητα μέσα από το μονοπώλιο των μέσων ενημέρωσης που του επετράπη να εξασφαλίσει.
Τώρα λοιπόν που αποδεικνύεται ανίκανος να σφίξει το σχοινί γύρω από το λαιμό της ιταλικής κοινωνίας, που δεν μπορεί να μας στραγγαλίσει γιατί δεν έχει τη δύναμη και την αξιοπιστία, ιδού, εμφανίζονται άξιοι δεσμοφύλακες και παίρνουν σιγά σιγά τη θέση του, γιατί το δικό τους χέρι δεν τρέμει. Υποκινούμενα από έναν Πρόεδρο άκαμπτο μόνο όταν πρόκειται να περισώσει τα συμφέροντα της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, τα σκυλιά αλυχτούν, τραβώντας το λουρί που τα κρατάει.
Θέλουν να δαγκώσουν τους πιστούς της ανελέητης θεότητας που ονομάζεται Αγορά.
Μα δεν υπάρχει πια καμιά αγορά στην πραγματικότητα· μόνο ένα πεδίο μάχης. Στη μια πλευρά, ο επιτιθέμενος στρατός των αρπακτικών συγκεντρώνει τη λεία του: ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες, απολύει, αυξάνει τις ώρες των απλήρωτων υπερωριών, αρνείται τη σύνταξη σε όλους αυτούς που έχουν κάθε δικαίωμα να την διεκδικούν, εξαλείφει άχρηστα έξοδα όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Απέναντι, στην άλλη πλευρά, παραταγμένα τα άτακτα στρατεύματα των εργαζομένων, ένας στρατός που απαρτίζεται πια από επισφαλείς φτωχούς χωρίς ελπίδα, υποχωρεί βγάζοντας κραυγές που υπόσχονται μια εκδίκηση που δεν πρόκειται να ’ρθει, χάνοντας μέρα με τη μέρα τα λιγοστά του περιουσιακά του στοιχεία, όσα χρήματα έχει βάλει στην άκρη, τη δουλειά του, την ελπίδα να μορφώσει τα παιδιά του.
Τα συνδικάτα εξαγγέλλουν απεργίες. Για πολλοστή φορά θα βγούμε στο δρόμο κρατώντας πανό που λένε: –Διεκδικούμε το τάδε, διεκδικούμε το δείνα. Και ποιος νοιάζεται, λένε τα ρετιρέ των πολυκατοικιών, ούτως ή άλλως δεν χρειαζόμαστε πια τις υπηρεσίες τους γιατί τους έχουμε αντικαταστήσει, έναν προς έναν, με σκλάβους που δεν μπορούν να απεργήσουν.
Θα διαδηλώσουμε ειρηνικά στους δρόμους των πόλεων. Και ποιος νοιάζεται, αφού έχουμε ήδη χάσει το λογαριασμό με τις διαδηλώσεις σας που δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν τίποτα, αφού η δημοκρατία δεν υπάρχει πια, κι εσείς είστε οι μόνοι που πιστεύετε ακόμα σ’ αυτή.
Καλά λοιπόν, θα βάλουμε φωτιά στα αυτοκίνητα και θα εφορμήσουμε στις τράπεζες! Και ποιος νοιάζεται, αφού τα αυτοκίνητα που θα βρείτε στο δρόμο είναι των συναδέλφων σας, ενώ στις τράπεζες δεν υπάρχει τίποτα το αξιοπρόσεκτο: η εξουσία βρίσκεται στα καλώδια που συνδέουν τα κομπιούτερ όλου του πλανήτη.
Ετοιμάζεται μια νέα διαδήλωση για τις 11 του Νοέμβρη. Τι θα κάνουμε;
Δεν έχει κοπάσει ακόμα ο αχός της σύγκρουσης της 15ης Οκτωβρίου ανάμεσα στους βίαιους εμπρηστές που έκαψαν αυτοκίνητα και στους ειρηνικούς δημοκρατικούς πολίτες, που σκέφτονται αλλιώς — και ήδη υπόσχονται ομάδες τήρησης της τάξης για να προστατευτούν οι πορείες. Μοιάζει με κήρυξη εμφύλιου πολέμου. Από τη στιγμή που είμαστε ανίκανοι να ανακόψουμε την επιδρομή των αρπακτικών της οικονομίας, ας παίξουμε λίγο ξύλο μεταξύ μας, για να ξεδώσουμε.
Οι καλύτεροι θα ανταμειφθούν μετά με μια θέση στο Κοινοβούλιο. Αλλά θα υπάρχει ακόμα Κοινοβούλιο σ’ έναν χρόνο; Κι υπάρχει ακόμα κανείς που να πιστεύει πραγματικά ότι όσοι βρίσκονται στη Βουλή μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να σιγοντάρουν τους δεσμοφύλακες, που εκτελούν την ετυμηγορία των αρπακτικών;
Και οι κακοί; Οι κακοί θα γλείφουν τις πληγές τους, γιατί είναι φτιαγμένοι για να μεμψιμοιρούν. Σπάνε καμιά βιτρίνα, πετάνε καμιά αυτοσχέδια βόμβα μολότοφ σε κάνα κακομοίρη όπως οι ίδιοι, υψώνουν με φανατισμό τη γροθιά τους στον αέρα και μετά γυρνάνε σπίτι, την παίζουνε κι αρχίζουν την γκρίνια γιατί οι άλλοι δεν τους καταλαβαίνουν.
Τι πρέπει να δείξουμε στις 11 Νοέμβρη; Δεν υπάρχει τίποτα να δείξουμε και κανένας για να του δείξουμε κάτι. Αντιθέτως, πρέπει να ξεκινήσουμε τη δράση για να επανακτήσουμε αυτά που μας έχουν πάρει.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε με την πλειοψηφία του κόσμου, αυτούς που δεν έρχονται στις διαδηλώσεις και πάνε στο σουπερμάρκετ, στο σινεμά, στο θέατρο, στη λειτουργία, στο σχολείο, στην τράπεζα, ανήσυχοι και κάπως λυπημένοι.
Στις 11 του Νοέμβρη πρέπει να πάμε στα σουπερμάρκετ, στα σινεμά, στα θέατρα, στις εκκλησίες, στα σχολεία, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στις τράπεζες. Να καθίσουμε μαζί με άλλες 20.000 ή 100.000 και ν’ ακούσουμε τα λόγια μιας φτωχής εργάτριας ή ενός ερευνητή που μιλάει για τα δίκια των αδικημένων, όλων αυτών που τους εκμεταλλεύονται. Και κάθε φράση θα πρέπει να την επαναλαμβάνουμε με δυνατή φωνή μαζί με άλλους χίλιους, ένα ανθρώπινο μεγάφωνο που εξαπλώνεται παντού, ξέροντας ότι σε μια άλλη τράπεζα, σε ένα άλλο σουπερμάρκετ συμβαίνει το ίδιο.
Πρέπει να μπούμε στο σουπερμάρκετ, να πάρουμε ό,τι χρειαζόμαστε και μετά να πάμε στο ταμείο, λέγοντας ευγενικά στην ταμία: –Δεσποινίς, διαβάστε αυτό το φυλλάδιο. Και το φυλλάδιο, που θα επιγράφεται ΚΑΡΤΑ ΨΩΜΙΟΥ, θα έχει γραμμένο το όνομα, το επώνυμο και τη διεύθυνσή μας. Κι από κάτω θα λέει: «Δεδομένου ότι δεν έχω πια τα μέσα για να ζήσω εμένα και την οικογένειά μου, παρακαλώ δεχθείτε αυτό το έγγραφο σαν εγγύηση για το ότι θα πληρώσω μόλις η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα εξασφαλίσει ένα επαρκές εισόδημα διαβίωσης σε όλους όσους το έχουν ανάγκη».
Πρέπει να πάμε στα πολυτελή εστιατόρια, να κάτσουμε να φάμε με την ησυχία μας και στο τέλος να αφήσουμε στο τραπέζι πέντε ευρώ και μια Κάρτα Ψωμιού με το όνομα, το επώνυμο και τη διεύθυνσή μας, μαζί με την υπόσχεση ότι θα πληρώσουμε μόλις αποκτήσουμε ένα εισόδημα που θα μας το επιτρέπει.
Πρέπει να πάμε στις τελετές έναρξης του ακαδημαϊκού έτους, στις συνελεύσεις του δημοτικού συμβουλίου, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της των τραπεζών και των επιχειρήσεων και να δηλώσουμε ότι όσο δεν αποστασιοποιούνται από τη διαταγή εξόντωσης που προέρχεται από την Κεντρική Τράπεζα, δεν τους επιτρέπουμε να δρουν, να νομοθετούν, να συνεισφέρουν στο έγκλημα.
Πρέπει να ανοίξουμε την πόρτα ενός άδειου κτιρίου, ιδιοκτησίας του Βατικανού ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας, να μπούμε μέσα και να το παραδώσουμε στην ολοένα αυξανόμενη μάζα αυτών που δεν έχουν σπίτι.
Πρέπει να καταλάβουμε τους δρόμους, να στρώσουμε καταμεσίς μεγάλα τραπέζια και να οργανώσουμε λαϊκά συσσίτια, όπου ο καθένας πληρώνει το φαγητό του με όσα μπορεί. Το να τρώμε όλοι μαζί κοστίζει λιγότερο και επανενεργοποιεί τις αγκυλωμένες δομές αλληλεγγύης.
Εμείς δεν θέλουμε τον πόλεμο, ωστόσο μας τον έχουν κηρύξει. Δεν θα πολεμήσουμε στον πόλεμό τους, γιατί θα χάσουμε. Θα ζήσουμε όπως πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, ίσοι και ελεύθεροι. Και αν νόμοι, κόμματα και κοινοβούλια θέλουν να μας κάνουν να υποκύψουμε στον εκβιασμό των αρπακτικών, εμείς δεν θα υπακούσουμε σε νόμους, κόμματα και κοινοβούλια. Προσπαθούν να μας μεταμορφώσουν σε σκλάβους, να μας στερήσουν την αξιοπρέπεια και τη συνείδηση. Κι είναι καλό να το ξέρουμε αυτό: είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, αν οι σκλάβοι σταματήσουν να παραπονιούνται και επαναστατήσουν με ευφυή και αλληλέγγυο τρόπο. Θα σκοτώσουν επειδή ο θεός-Αγορά είναι, γι’ αυτούς, πιο σημαντικός από την ανθρώπινη ζωή.
Περιφρονούμε τη ναζιστοειδή ιδέα του υπερανθρώπου που ασπάζονται όλοι εκείνοι που μας ενθαρρύνουν να δεχτούμε το οικονομικό ρίσκο και τον ανταγωνισμό, πρέπει όμως να μάθουμε, με ταπεινοφροσύνη, να διακινδυνεύουμε τη ζωή μας αν αυτό που διακυβεύεται είναι η αξιοπρέπειά μας ως ανθρώπων και εργαζομένων. Γιατί όποιος πιστεύει ότι είναι καλύτερο να ζήσει σα σκλάβος παρά να διακινδυνεύσει να πεθάνει, θα ζήσει σα σκλάβος και θα πεθάνει σα σκλάβος.
*O Franco «Βifo» Berardi (γενν. 1948) είναι μαρξιστής θεωρητικός και αγωνιστής, εντασσόμενος στην παράδοση της ιταλικής αυτονομίας. Το έργο του εστιάζεται στον ρόλο των μήντια στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Ιδρυτής του περιοδικού A/traverso το 1975 και συνεργάτης του Φελίξ Γκουαταρί, διδάσκει σήμερα κοινωνική ιστορία της ενημέρωσης στην Accademia di belle Arti στο Μιλάνο. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο controlacrissi.org, στις 7.11.2011.
Πηγή: enthemata.wordpress.com
Mετάφραση από τα ιταλικά: Μαρία Δασκαλάκη
tvxs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου