Με αφετηρία το βιβλίο του Ε. Χομπσμπάουμ «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Αρχίζω από τον τίτλο του βιβλίου: Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Αναφέρεται, το ξέρουμε όλοι, στη γνωστή θέση του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ: οι φιλόσοφοι δεν αρκεί απλώς να κατανοήσουν τον κόσμο, πρέπει να τον αλλάξουν. Πρόκειται βέβαια για ένα σύνθημα, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και το ερώτημα πώς να αλλάξουμε τον κόσμο είναι, σήμερα, εξαιρετικά επείγον.
Το βιβλίο θέτει ορισμένα κεφαλαιώδη ερωτήματα. Κανείς δεν γνωρίζει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι ή ποια μπορεί να είναι τα νέα συλλογικά υποκείμενα. Θα είναι οι τάξεις; Ο Χομπσμπάουμ μας λέει κάπου ότι η ερμηνεία των συγκρούσεων πρέπει να είναι ταξική, ακόμα και αν δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τις τάξεις. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ξεπερνάει όλη αυτή τη μεγάλη φιλολογία, η οποία απασχόλησε έντονα τη μαρξιστική επιστήμη, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σχετικά με το τι είναι τάξη· δεν τον ενδιαφέρει τόσο τι είναι τάξη, αλλά το ότι εάν δεν αντιληφθούμε τις συγκρούσεις των ανθρώπων ως ταξικές δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε πώς κινείται η Ιστορία.
Και, μέσα από την ιδιοφυΐα και την ιστορική του ευαισθησία, αντιπαρέρχεται όλες αυτές τις, σε ένα βαθμό, σχολαστικές αλτουσεριανές συζητήσεις.
Ποιες είναι οι τάξεις σήμερα; Το προλεταριάτο, ο Χομπσμπάουμ το λέει ρητά, δεν υπάρχει πια ως σημαίνον συλλογικό υποκείμενο. Τίθεται επίσης το μείζον ερώτημα κατά πόσον είναι δυνατόν, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, να επιζήσουν ως συλλογικά υποκείμενα τα έθνη-κράτη. Και, ακόμα, αυτή η περίφημη κατηγορία της αστικής κοινωνιολογίας, τα λεγόμενα μεσαία στρώματα, τα οποία υπήρξαν ως τώρα το στήριγμα της δημοκρατίας και της καλώς νοούμενης δυτικής κοινωνίας απειλούνται, σε σημείο που κινδυνεύουν να εκλείψουν.
Εμείς οι Έλληνες βρισκόμαστε, ίσως, από αναλυτικής απόψεως, σε πλεονεκτική θέση: συμβαίνουν στην Ελλάδα εκείνα που πολύ πιθανόν να επισυμβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αύριο. Ο Μαρξ, στην εισαγωγή του στη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου, λέει: εξετάζω την Αγγλία, αλλά απευθύνομαι στους Γερμανούς. Κι αν ο γερμανός αναγνώστης μου πει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά στη χώρα του, τότε πρέπει να του φωνάξω «De te fabula naratur!» [σε σένα αναφέρεται η αφήγηση].
Το πρόβλημα λοιπόν που τίθεται σήμερα είναι πώς θα αλλάξει ο κόσμος. Και πιστεύω, ακριβώς, ότι η κατανόηση του κόσμου, όπως την εννοεί ο Μαρξ, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση: αλλιώς δεν είναι δυνατόν να χαραχθεί οποιαδήποτε πολιτική εξόδου από αυτή την κρίση.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή, θα έλεγα, στην ιστορία, διαδικασία ανακατανομής των πόρων υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι το κύριο πρόταγμα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το οποίο επικρατεί ουσιαστικά σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα, ξέρουμε πολύ καλά ότι το πρόταγμα της προόδου, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί εσωτερικευμένη προϋπόθεση του δυτικού πολιτισμού, αρχίζει να καταρρέει. Ένας από τους λόγους είναι ότι ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονταν με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης των εθνικών εισοδημάτων ήταν συνεχείς, παρ’ όλα αυτά, ακόμα και πριν την κρίση, το ποσοστό που πήγαινε στους εργαζόμενους ελαττωνόταν. Και, βέβαια, αυτή η δυσαναλογία εντείνεται ακόμα περισσότερο υπό το κράτος της κρίσης.
Αυτή η αστάθεια, την οποία ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ήδη το 2008, έχει γίνει σήμερα δομικό στοιχείο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν ξέρω αν θα καταρρεύσει ο καπιταλισμός. Αλλά δεν είναι δυνατόν να αλλάξουμε τον κόσμο, αν δεν κατανοήσουμε τις νέες δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να διαμορφώνουν ένα σύστημα που δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτό που γνωρίσαμε. Καπιταλισμός βέβαια υπάρχει. Εκείνο που αλλάζει είναι, πρώτα-πρώτα, οι ιδεολογικές, αξιακές και ηθικές μορφές, οι οποίες αναπτύσσονται στο λεγόμενο, μαρξικά, εποικοδόμημα. Ιδέες όπως η επιείκεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ανακατανομή του εισοδήματος, η αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου, όλα αυτά που αποτελούσαν θεμελιώδες μέρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και Διαφωτισμού τα τελευταία διακόσια χρόνια, έχουν περίπου εξαφανιστεί από την πολιτική γλώσσα. Και αν ακόμα ορισμένοι αναφέρονται σ’ αυτά, είτε δεν τα πιστεύουν είτε λειτουργούν σαν άλλοθι. Δεν υπάρχει πρόταγμα προς καλύτερες και πιο δίκαιες κοινωνίες· συμβαίνει το αντίθετο: η δυναμική της Ιστορίας σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι η αύξηση των ανισοτήτων, η αύξηση της αδικίας, η ένταση των ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ένα κεφάλαιο που κινείται ελεύθερα σε όλο τον κόσμο και τους εργαζόμενους.
Πού θα καταλήξει όλο αυτό; Δεν ξέρω, αλλά θα ήθελα να επισημάνω και έναν άλλον κίνδυνο, ο οποίος για μένα είναι πολύ σημαντικός. Σήμερα, μέσα στο παγκόσμιο σύστημα, όλοι μας, δημοκράτες και μη, ανεπτυγμένοι και φτωχοί, Κίνα, Ινδία, Αμερική, Ευρώπη, όλοι ζούμε υπό τον αστερισμό της ανταγωνιστικότητας. Αυτή είναι η θαυμαστή λέξη που φαίνεται να κινεί τα πάντα: η ανταγωνιστικότητα. Στις επιταγές της οφείλουν να υποκλιθούν όλες, χωρίς εξαίρεση, οι άλλες αξιακές προδιαγραφές της Δύσης. Εάν λοιπόν σκεφτούμε ότι η μεσαία τάξη, ακόμα και αν δεν εξαφανίζεται, φθίνει (στο σύνολό της: είτε των υπαλλήλων είτε των μικροαστών είτε εκείνων που είναι μικροεπιχειρηματίες και μικροεπιτηδευματίες), τότε, επίσης, φοβούμαι, φθίνει και η εσωτερική συνοχή της θεμελιώδους αξίας που κουβαλάμε όλοι μας: της δημοκρατίας. Η δημοκρατία, από την εποχή του Ρουσώ σημαίνει συναίνεση, κοινωνικό συμβόλαιο, μια κοινωνία που συμφωνεί βασικά στις προϋποθέσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Από τη στιγμή όμως που αυτές οι προϋποθέσεις δεν έχουν μέσα τους το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της επιείκειας και της ανακατανομής, τότε κινδυνεύει να καταρρεύσει η συναίνεση. Δεν ξέρω ποια θα είναι η κατάληξη. Ούτε ξέρουμε, κι αυτό το τονίζει ο Χομπσμπάουμ, ποιες μπορεί να είναι οι νέες μορφές συλλογικών υποκειμένων, οι οποίες θα κινήσουν την Ιστορία.
Εάν δεν κατανοήσουμε –και με αυτό θέλω να κλείσω– τις εξαιρετικά σύνθετες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, την εξέλιξη των ιδεών και των αξιών και στη διαφαινόμενη εξέλιξη των πολιτικών συστημάτων (για να γυρίσω πάλι στον Μαρξ, αυτό είναι στοιχειώδες κομμάτι της σφαιρικής αντιμετώπισής του, της ιστορίας δηλαδή του γίγνεσθαι)· εάν δεν γίνει κατανοητή η εξαιρετικά περίπλοκη αυτή σχέση η οποία μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τις ηθικές και αξιακές αφετηρίες του Διαφωτισμού, μέρος των οποίων είναι και ο μαρξισμός, τότε φοβάμαι ότι θα βρεθούμε προ εκπλήξεων. Η δημοκρατία προϋποθέτει συναίνεση. Αν χάσουμε τη συναίνεση, αν η οικονομική απληστία και αλαζονεία των λεγόμενων αγορών οδηγήσει σε μείωση ή παρακμή της συνοχής των κοινωνιών, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πού θα πάει το πράγμα. Και –εγώ δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος– σε αυτή την ανάγκη αναδιατύπωσης και ανακατανόησης των νέων πραγματικοτήτων στο οικονομικό, το πολιτικό, το αξιακό πεδίο έγκειται και η αναγκαία προϋπόθεση για να αλλάξουμε τον κόσμο, όπως μας λέει ο Χομπσμπάουμ, ενενήντα πέντε χρονών σήμερα, και μας πείθει ότι πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια.
Από την άποψη αυτή, καθώς και εγώ παραμένω αμετανόητος μαρξιστής, η πίστη του Χομπσμπάουμ λειτούργησε, κατά κάποιον τρόπο, ως βάλσαμο μέσα μου. Εις πείσμα των καιρών, εις πείσμα της εξαιρετικά δυσάρεστης συγκυρίας, δεν χρειάζεται, τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς, να μετανιώνουμε που όταν ήμασταν νέοι ελπίζαμε στο μέλλον.
Η ελληνική έκδοση της συλλογής δοκιμίων του Έρικ Χομπσμπάουμ Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Ιστορίες του Μαρξ και του μαρξισμού (μετ.: Μάνια Μεζίτη, εκδ. Θεμέλιο) παρουσιάστηκε την Τρίτη 20.12, από τον Σπ. Ι. Ασδραχά, τον Γ. Βούλγαρη, τον Π. Ιωακειμίδη, τον Ν. Καραπιδάκη, τον Η. Νικολακόπουλο και τον Κ. Τσουκαλά. Το παραπάνω κείμενο, που δημοσίευσαν τα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, αποτελεί την παρέμβαση του Κ. Τσουκαλά στην εκδήλωση. Ο τίτλος είναι των Ενθεμάτων.
Πηγή: Ενθέματα
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Αρχίζω από τον τίτλο του βιβλίου: Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Αναφέρεται, το ξέρουμε όλοι, στη γνωστή θέση του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ: οι φιλόσοφοι δεν αρκεί απλώς να κατανοήσουν τον κόσμο, πρέπει να τον αλλάξουν. Πρόκειται βέβαια για ένα σύνθημα, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και το ερώτημα πώς να αλλάξουμε τον κόσμο είναι, σήμερα, εξαιρετικά επείγον.
Το βιβλίο θέτει ορισμένα κεφαλαιώδη ερωτήματα. Κανείς δεν γνωρίζει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι ή ποια μπορεί να είναι τα νέα συλλογικά υποκείμενα. Θα είναι οι τάξεις; Ο Χομπσμπάουμ μας λέει κάπου ότι η ερμηνεία των συγκρούσεων πρέπει να είναι ταξική, ακόμα και αν δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τις τάξεις. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ξεπερνάει όλη αυτή τη μεγάλη φιλολογία, η οποία απασχόλησε έντονα τη μαρξιστική επιστήμη, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σχετικά με το τι είναι τάξη· δεν τον ενδιαφέρει τόσο τι είναι τάξη, αλλά το ότι εάν δεν αντιληφθούμε τις συγκρούσεις των ανθρώπων ως ταξικές δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε πώς κινείται η Ιστορία.
Και, μέσα από την ιδιοφυΐα και την ιστορική του ευαισθησία, αντιπαρέρχεται όλες αυτές τις, σε ένα βαθμό, σχολαστικές αλτουσεριανές συζητήσεις.
Ποιες είναι οι τάξεις σήμερα; Το προλεταριάτο, ο Χομπσμπάουμ το λέει ρητά, δεν υπάρχει πια ως σημαίνον συλλογικό υποκείμενο. Τίθεται επίσης το μείζον ερώτημα κατά πόσον είναι δυνατόν, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, να επιζήσουν ως συλλογικά υποκείμενα τα έθνη-κράτη. Και, ακόμα, αυτή η περίφημη κατηγορία της αστικής κοινωνιολογίας, τα λεγόμενα μεσαία στρώματα, τα οποία υπήρξαν ως τώρα το στήριγμα της δημοκρατίας και της καλώς νοούμενης δυτικής κοινωνίας απειλούνται, σε σημείο που κινδυνεύουν να εκλείψουν.
Εμείς οι Έλληνες βρισκόμαστε, ίσως, από αναλυτικής απόψεως, σε πλεονεκτική θέση: συμβαίνουν στην Ελλάδα εκείνα που πολύ πιθανόν να επισυμβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αύριο. Ο Μαρξ, στην εισαγωγή του στη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου, λέει: εξετάζω την Αγγλία, αλλά απευθύνομαι στους Γερμανούς. Κι αν ο γερμανός αναγνώστης μου πει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά στη χώρα του, τότε πρέπει να του φωνάξω «De te fabula naratur!» [σε σένα αναφέρεται η αφήγηση].
Το πρόβλημα λοιπόν που τίθεται σήμερα είναι πώς θα αλλάξει ο κόσμος. Και πιστεύω, ακριβώς, ότι η κατανόηση του κόσμου, όπως την εννοεί ο Μαρξ, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση: αλλιώς δεν είναι δυνατόν να χαραχθεί οποιαδήποτε πολιτική εξόδου από αυτή την κρίση.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή, θα έλεγα, στην ιστορία, διαδικασία ανακατανομής των πόρων υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι το κύριο πρόταγμα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το οποίο επικρατεί ουσιαστικά σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα, ξέρουμε πολύ καλά ότι το πρόταγμα της προόδου, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί εσωτερικευμένη προϋπόθεση του δυτικού πολιτισμού, αρχίζει να καταρρέει. Ένας από τους λόγους είναι ότι ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονταν με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης των εθνικών εισοδημάτων ήταν συνεχείς, παρ’ όλα αυτά, ακόμα και πριν την κρίση, το ποσοστό που πήγαινε στους εργαζόμενους ελαττωνόταν. Και, βέβαια, αυτή η δυσαναλογία εντείνεται ακόμα περισσότερο υπό το κράτος της κρίσης.
Αυτή η αστάθεια, την οποία ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ήδη το 2008, έχει γίνει σήμερα δομικό στοιχείο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν ξέρω αν θα καταρρεύσει ο καπιταλισμός. Αλλά δεν είναι δυνατόν να αλλάξουμε τον κόσμο, αν δεν κατανοήσουμε τις νέες δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να διαμορφώνουν ένα σύστημα που δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτό που γνωρίσαμε. Καπιταλισμός βέβαια υπάρχει. Εκείνο που αλλάζει είναι, πρώτα-πρώτα, οι ιδεολογικές, αξιακές και ηθικές μορφές, οι οποίες αναπτύσσονται στο λεγόμενο, μαρξικά, εποικοδόμημα. Ιδέες όπως η επιείκεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ανακατανομή του εισοδήματος, η αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου, όλα αυτά που αποτελούσαν θεμελιώδες μέρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και Διαφωτισμού τα τελευταία διακόσια χρόνια, έχουν περίπου εξαφανιστεί από την πολιτική γλώσσα. Και αν ακόμα ορισμένοι αναφέρονται σ’ αυτά, είτε δεν τα πιστεύουν είτε λειτουργούν σαν άλλοθι. Δεν υπάρχει πρόταγμα προς καλύτερες και πιο δίκαιες κοινωνίες· συμβαίνει το αντίθετο: η δυναμική της Ιστορίας σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι η αύξηση των ανισοτήτων, η αύξηση της αδικίας, η ένταση των ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ένα κεφάλαιο που κινείται ελεύθερα σε όλο τον κόσμο και τους εργαζόμενους.
Πού θα καταλήξει όλο αυτό; Δεν ξέρω, αλλά θα ήθελα να επισημάνω και έναν άλλον κίνδυνο, ο οποίος για μένα είναι πολύ σημαντικός. Σήμερα, μέσα στο παγκόσμιο σύστημα, όλοι μας, δημοκράτες και μη, ανεπτυγμένοι και φτωχοί, Κίνα, Ινδία, Αμερική, Ευρώπη, όλοι ζούμε υπό τον αστερισμό της ανταγωνιστικότητας. Αυτή είναι η θαυμαστή λέξη που φαίνεται να κινεί τα πάντα: η ανταγωνιστικότητα. Στις επιταγές της οφείλουν να υποκλιθούν όλες, χωρίς εξαίρεση, οι άλλες αξιακές προδιαγραφές της Δύσης. Εάν λοιπόν σκεφτούμε ότι η μεσαία τάξη, ακόμα και αν δεν εξαφανίζεται, φθίνει (στο σύνολό της: είτε των υπαλλήλων είτε των μικροαστών είτε εκείνων που είναι μικροεπιχειρηματίες και μικροεπιτηδευματίες), τότε, επίσης, φοβούμαι, φθίνει και η εσωτερική συνοχή της θεμελιώδους αξίας που κουβαλάμε όλοι μας: της δημοκρατίας. Η δημοκρατία, από την εποχή του Ρουσώ σημαίνει συναίνεση, κοινωνικό συμβόλαιο, μια κοινωνία που συμφωνεί βασικά στις προϋποθέσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Από τη στιγμή όμως που αυτές οι προϋποθέσεις δεν έχουν μέσα τους το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της επιείκειας και της ανακατανομής, τότε κινδυνεύει να καταρρεύσει η συναίνεση. Δεν ξέρω ποια θα είναι η κατάληξη. Ούτε ξέρουμε, κι αυτό το τονίζει ο Χομπσμπάουμ, ποιες μπορεί να είναι οι νέες μορφές συλλογικών υποκειμένων, οι οποίες θα κινήσουν την Ιστορία.
Εάν δεν κατανοήσουμε –και με αυτό θέλω να κλείσω– τις εξαιρετικά σύνθετες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, την εξέλιξη των ιδεών και των αξιών και στη διαφαινόμενη εξέλιξη των πολιτικών συστημάτων (για να γυρίσω πάλι στον Μαρξ, αυτό είναι στοιχειώδες κομμάτι της σφαιρικής αντιμετώπισής του, της ιστορίας δηλαδή του γίγνεσθαι)· εάν δεν γίνει κατανοητή η εξαιρετικά περίπλοκη αυτή σχέση η οποία μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τις ηθικές και αξιακές αφετηρίες του Διαφωτισμού, μέρος των οποίων είναι και ο μαρξισμός, τότε φοβάμαι ότι θα βρεθούμε προ εκπλήξεων. Η δημοκρατία προϋποθέτει συναίνεση. Αν χάσουμε τη συναίνεση, αν η οικονομική απληστία και αλαζονεία των λεγόμενων αγορών οδηγήσει σε μείωση ή παρακμή της συνοχής των κοινωνιών, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πού θα πάει το πράγμα. Και –εγώ δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος– σε αυτή την ανάγκη αναδιατύπωσης και ανακατανόησης των νέων πραγματικοτήτων στο οικονομικό, το πολιτικό, το αξιακό πεδίο έγκειται και η αναγκαία προϋπόθεση για να αλλάξουμε τον κόσμο, όπως μας λέει ο Χομπσμπάουμ, ενενήντα πέντε χρονών σήμερα, και μας πείθει ότι πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια.
Από την άποψη αυτή, καθώς και εγώ παραμένω αμετανόητος μαρξιστής, η πίστη του Χομπσμπάουμ λειτούργησε, κατά κάποιον τρόπο, ως βάλσαμο μέσα μου. Εις πείσμα των καιρών, εις πείσμα της εξαιρετικά δυσάρεστης συγκυρίας, δεν χρειάζεται, τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς, να μετανιώνουμε που όταν ήμασταν νέοι ελπίζαμε στο μέλλον.
Η ελληνική έκδοση της συλλογής δοκιμίων του Έρικ Χομπσμπάουμ Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Ιστορίες του Μαρξ και του μαρξισμού (μετ.: Μάνια Μεζίτη, εκδ. Θεμέλιο) παρουσιάστηκε την Τρίτη 20.12, από τον Σπ. Ι. Ασδραχά, τον Γ. Βούλγαρη, τον Π. Ιωακειμίδη, τον Ν. Καραπιδάκη, τον Η. Νικολακόπουλο και τον Κ. Τσουκαλά. Το παραπάνω κείμενο, που δημοσίευσαν τα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, αποτελεί την παρέμβαση του Κ. Τσουκαλά στην εκδήλωση. Ο τίτλος είναι των Ενθεμάτων.
Πηγή: Ενθέματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου