Το ριζοσπαστικό κίνημα των Επτανήσων ήταν άμεσα επηρεασμένο από τις ιδέες των Πιερ Ζοζέφ Προυντον, Σαιν Σιμόν, Τζουζέπε Ματσίνι και τα διδάγματα των επαναστατικών κινημάτων του 1848-1849. Ωστόσο, παρά το λαϊκό και κοινωνικό του χαρακτήρα, η ηγεσία του ριζοσπαστικού κινήματος αποτελείτο από τα προοδευτικά, φιλελεύθερα και δημοκρατικά στοιχεία της υπό διαμόρφωση τοπικής αστικής τάξης και της διανόησης. Δηλαδή, έμποροι, καραβοκύρηδες, διανοούμενοι και σπουδαγμένοι στην Ευρώπη επιστήμονες, ήσαν αυτοί που σήκωσαν όλο το βάρος της ανάπτυξης του κινήματος αυτού και της αντίστασης στην αγγλική κατοχή και κυριαρχία.
Πρωταρχική και θεμελιώδης αρχή του ριζοσπαστικού κινήματος ήταν η πάλη για τα φυσικά και απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, της ελευθερίας και της ευημερίας.
Οι ριζοσπάστες θεωρούσαν τη λαϊκή κυριαρχία τη μόνη πραγματική και δυνατή πηγή πολιτικής εξουσίας και γι’ αυτό οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες του κινήματος δεν ξεχώριζαν τη λαϊκή κυριαρχία από το αίτημα της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, θεωρώντας ότι το ένα πρέπει να συμβαδίζει με το άλλο, αλλιώς η ελευθερία ή η ένωση από μόνες τους θα ήσαν χίμαιρα και απάτη. Το κίνημα βρέθηκε σε σχεδόν πλήρη ιδεολογική συμπόρευση με κάθε επαναστατικό κίνημα της Ευρώπης της εποχής εκείνης. Τα κινήματα αυτά είχαν κοινούς στόχους, όπως την οικοδόμηση μιας γνήσια ελεύθερης κοινωνίας ισότητας και την ένωση όλων των λαών πέρα από εθνικούς και άλλους διαχωρισμούς.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΦΙΕΡΩΜΑ στην ΕΝΩΣΗ: Ηλίας Τουμασάτος: «Ο λίβανος εκάη ήδη…»
Ένας επιτάφιος λόγος για τον Γεράσιμο Λειβαδά από τον Χαραλάμπη ΆννινοΗ εξέταση ενός επιταφίου λόγου του 19ου αιώνα, πέρα από τη «φιλολογική διαστροφή» του υπογράφοντος μπορεί και να κρύβει περισσότερα πράγματα απ’ όσα κατ’ αρχήν θα μπορούσε να υποδηλώσει. Όχι επειδή στον εξεταζόμενο λόγο θα ανακαλύψει κανείς ένα φοβερό μυστικό που θ’ αλλάξει το ρου της Ιστορίας. Ένας λόγος που εξυπηρετεί μια κοινωνική σύμβαση, που γράφεται συχνά «στο πόδι» και εκφωνείται υπό το κράτος της συναισθηματικής φόρτισης όχι μόνο αυτού που τον έχει συνθέσει αλλά και του ακροατηρίου είναι εύλογο να
εκπληρώνει το στόχο του με την εκφώνησή του – κι έπειτα να χάνεται στη λήθη. Όπως ένας θεατρικός μονόλογος «πεθαίνει» όταν πέσει η αυλαία, έτσι κι ένας τέτοιος λόγος ακολουθεί οριστικά εκείνον στον οποίο αφορά μετά την εκφώνησή του. Μόνο που, στην περίπτωση του επιτάφιου λόγου αυτό γίνεται άπαξ – είναι δηλαδή κυριολεκτικά «μιάς χρήσεως» - απλά καταγράφεται ως μια λεπτομέρεια του βασικού ιστορικού γεγονότος, που είναι ο θάνατος του προσώπου στο οποίο αφορά. Είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που οι λόγοι αυτοί αποκτούν έναν ιδιαίτερο ιστορικό συμβολισμό, και ξεπερνούν τα όρια της «λεπτομέρειας» που προαναφέραμε (ας θυμηθούμε απλώς τη φράση «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει όλη η Ελλάδα»).
Η σημασία του επιτάφιου λόγου μεταβάλλεται με το πέρας της πρακτικής του χρησιμότητας: Είναι ένα κείμενο (ανεξάρτητο πια από το γεγονός και τη συναισθηματική του φόρτιση), η ερμηνεία του οποίου, πέρα από την με στενή έννοια φιλολογική του αποτίμηση, μας αποκαλύπτει στοιχεία, πέρα από τον νεκρό στον οποίο αφορά και για αυτόν που τον συνέθεσε, αλλά και για την κοινωνία της εποχής του. Είναι ένα κοινωνικό στιγμιότυπο, που, σαν μια φωτογραφία από την κηδεία, μπορεί να μας δώσει πολλές πληροφορίες, για ό,τι συμβαίνει γύρω από το φέρετρο, με τα μάτια εκείνου που μιλάει (άρα και για τα ίδια εκείνα τα μάτια).
Από αυτή τη σκοπιά θα εξετάσουμε τον Επιτάφιο λόγο που συνέθεσε ο νεαρός τότε Χαραλάμπης Άννινος (1852-1834) και εκφώνησε στο νεκροταφείο του Δραπάνου, στο Αργοστόλι, στις 28 Ιουνίου 1876, κατά την ταφή του εκ των κορυφαίων του Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού Γεράσιμου Λειβαδά (Αγκώνας 1789- Αργοστόλι 1876). Ο επιτάφιος αυτός λόγος εκδόθηκε σε φυλλάδιο την ίδια χρονιά «δαπάνη του κοινού» από το κεφαλληνιακό τυπογραφείο «Η Ηχώ». Χάρις σ’ αυτήν την έκδοση έχουμε το πλήρες κείμενο στη διάθεσή μας (1).
Ο νεκρός
Ο Γεράσιμος Λειβαδάς, από τον Αγκώνα της Θηνιάς (2), είναι μια από τις κορυφαίες πολιτικές φυσιογνωμίες στον επτανησιακό χώρο του 19ου αιώνα. Με νομικές σπουδές, μεγάλη περιουσία (οι Λειβαδάδες ήταν ίσως η ευπορότερη οικογένεια της περιοχής της Θηνιάς), ξεκινά τη δράση του με την ένταξή του στο Εθνικό Κομιτάτο της Βενετίας κατά τη διάρκεια των σπουδών του, αλλά και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ο Λειβαδάς διέθεσε μεγάλα ποσά από την περιουσία του υπέρ του αγώνα, ενώ μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους αρχίζει η ενεργός συμμετοχή του στον αγώνα για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, και παράλληλα η σκληρή αντιπολίτευσή του στην Αγγλική Προστασία. Η ιστορία του Λειβαδά έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των πολιτικών που πρωταγωνίστησαν στην προσπάθεια για την Ένωση: αρθρογραφία, ένα σκληρό υπόμνημα προς το Αγγλικό Κοινοβούλιο (3), εξορίες, φυλακίσεις, συμμετοχή στις εξεγέρσεις του 1848 και 1849 στην Κεφαλονιά, εκλογή στην Ιόνιο Βουλή αλλά και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, μετά την Ένωση. Έχει, επίσης, και το ίδιο λυπημένο τέλος: Αποσύρεται από την πολιτική το 1868, έχοντας χάσει όλη την περιουσία του. Τα μετέπειτα του πολιτικού του παροπλισμού θα τα δούμε αργότερα. Ας αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι η μοίρα του Λειβαδά ίσως ήταν καθορισμένη από το χρόνο της γέννησής του: 1789, χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο συντάκτης του επιτάφιου λόγου
Ο Χαραλάμπης Άννινος, νεαρός τότε δημοσιογράφος, μετέπειτα έκανε μια λαμπρή καριέρα, δημοσιογραφική και συγγραφική, στον αθηναϊκό πνευματικό στίβο. Όταν εκφωνεί τον επιτάφιο είναι 24 χρόνων – νέος και φέρελπις, ανήκει σε μια καινούρια γενιά: ήταν δώδεκα χρόνων όταν έγινε η Ένωση. Ο Άννινος δεν είχε σπουδάσει, όπως ο Λειβαδάς, στο εξωτερικό, είχε όμως ήδη προλάβει να κάνει τα πρώτα του ταξίδια στην Αθήνα και την Ιταλία, να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα (τη συλλογή «Λυκαυγές», το 1871, που πήρε έπαινο στον Βουτσιναίο διαγωνισμό, και να εκδώσει τη σατιρική εφημερίδα «Η Γλώσσα». Είναι ένας νέος άνθρωπος με ιδιαίτερες πνευματικές ανησυχίες, που επιχειρεί να δώσει το δικό του στίγμα στον πνευματικό βίο.
Το γεγονός
Η κηδεία του Γεράσιμου Λειβαδά, αν συμβουλευτούμε τις μαρτυρίες της εποχής (4), δεν θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί «τυπική διαδικασία». Το προλογικό σημείωμα του επιτάφιου λόγου, μας δίνει μια δημοσιογραφική περιγραφή (5): ο Λειβαδάς πεθαίνει το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1876 στο Αργοστόλι. Η είδηση του θανάτου του προκαλεί αίσθηση στην πόλη. Αμέσως συστήνεται επιτροπή για να φροντίσει τα σχετικά με την κηδεία: η επιτροπή αποτελείται από τους Λεωνίδα Μηλιαρέση, Γεράσιμο Βαλσαμάκη και Σωκράτη Η. Ζερβό. Η σορός του Λειβαδά θα μεταφερθεί στον Μητροπολιτικό Ναό του Αργοστολίου, τον Ι.Ν. του Σωτήρος, που βρισκόταν στο (σημερινό) Λιθόστρωτο, κοντά στην Πλατεία Καμπάνας, συνοδευόμενη από πλήθος κόσμου (6), τις αρχές, όλους τους ιερείς της πόλης, τις Φιλαρμονικές Αργοστολίου και Ληξουρίου και τους εν ζωή ευρισκόμενους «συναδέλφους του αγωνιστού» (Ιωσήφ Μομφερράτο, αδελφούς Ιακωβάτους). Στην εκκλησία θα εκφωνηθούν δύο επικήδειοι λόγοι, από δύο δικηγόρους του Αργοστολίου, τους Γεράσιμο Μουσούρη και Διονύσιο Σπινέλλη. Ο πρώτος λόγος θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Ο Φίλος του Λαού» (7). Ο λόγος του νεαρού Χαραλάμπη θα εκφωνηθεί λίγο αργότερα, στο νεκροταφείο του Δραπάνου. Ο τάφος είχε χορηγηθεί τιμητικά από το Δήμο Κρανίων, ενώ η Κυβέρνηση είχε διατάξει η κηδεία να γίνει δημοσία δαπάνη.
Η κηδεία διήρκεσε τέσσερις ώρες και η συμμετοχή των πολιτών ήταν μεγάλη. Οι ίδιες πηγές (8)αναφέρουν ότι η κηδεία είχε και χαρακτήρα πολιτικής διαδήλωσης. Δώδεκα χρόνια μετά την Ένωση και καθώς, φευ, πολλές από τις προσδοκίες και τα οράματα των Επτανησίων έδειχναν να διαψεύδονται στη νέα πραγματικότητα μιας Πολιτείας που αγόταν και φερόταν από τις πολιτικές των ξένων δυνάμεων αλλά και των ενδροφατριακών συγκρούσεων, οι Κεφαλλονίτες, αποτίοντας φόρο τιμής σ’ έναν από τους πρωταγωνιστές της Ένωσης ήθελαν να τονίσουν ότι δεν είχαν μετανιώσει γι’ αυτόν τον αγώνα, ότι το πατριωτικό τους φρόνημα ήταν ζωηρό και ακμαίο.
Το σκοτεινό σημείο
Για την ερμηνεία του κειμένου του επιτάφιου λόγου μας χρειάζεται ένα ακόμη στοιχείο – που είναι ξέχωρο από το γεγονός της κηδείας καθαυτό. Σχετίζεται, για την ακρίβεια, με την αμέσως προηγούμενη περίοδο και αφορά το βίο του Λειβαδά ως το θάνατό του. Η μεγάλη περιουσία της οικογένειας Λειβαδά εξανεμίστηκε κατά την περίοδο που ο αγωνιστής υποστήριζε την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και στα χρόνια κατά τα οποία εργαζόταν υπέρ της Ενώσεως (αν υπολογίσουμε το οικονομικό κόστος για τον ίδιο και την οικογένειά του των διώξεων, των φυλακίσεων, της απαγόρευσης εξάσκησης του επαγγέλματός του. Η Ένωση βρίσκει τον Λειβαδά πάμπτωχο. Ο Α. Κουμουνδούρος εισηγείται το Εθνικό Κοινοβούλιο να δοθεί σύνταξη στον Λειβαδά, λέγοντας: «Μεταξύ ημών υπάρχει εις άνθρωπος εις το έσχατον πτωχός, και η πτωχία του κάμνει τιμήν και εις αυτόν και εις την πατρίδα του, δια τούτο δημοσία την ανακηρύττω, διότι, επαναλαμβάνω, τω κάμνει τιμήν, και ο άνθρωπος αυτός είναι ο συνάδελφός μας Γεράσιμος Λειβαδάς, ο οποίος κατέστρεψε την περιουσίαν του υπέρ της Ενώσεως. Νομίζω ότι είναι δίκαιον και ορθόν η Βουλή να συστήση προς την Κυβέρνησιν να παρουσιάση ένα νόμον συντάξεως υπέρ αυτού»(9). Η Κυβέρνηση δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, και χορήγησε ένα εξευτελιστικό βοήθημα στον αγωνιστή.
Ο λόγος
Με όλα αυτά τα συγκείμενα, μπορούμε να μελετήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή τον επιτάφιο λόγο του Άννινου. Ο ίδιος ο συγγραφέας χωρίζει το λόγο σε έξι ενότητες, οι οποίες αδρομερώς θα μπορούσαν αν περιγραφούν ως εξής:
Α. Εισαγωγή (10). Με ύφος μεγαλοπρεπές ο Άννινος ξεκινά με μια τυπική εισαγωγή – και αρκετά γενικόλογη «Και άλλο μνήμα ηνεώχθη σήμερον. Ο λίβανος εκάη ήδη». Αλλά ο νεκρός δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Είναι ο «πρωταθλητής των ελευθεριών μας», ο «ήρωας της εποποιΐας της πάλης», ο «θεις τον πρώτον και ακρογωνιαίον λίθον του υψηλού οικοδομήματος της απελευθερώσεώς μας». Είναι ο Γεράσιμος Λειβαδάς.
Β. Το δεύτερο μέρος (11) παρέχει την απαραίτητη (και ίσως κάτι παραπάνω) έξαρση λυρισμού που υπαγορεύει η περίσταση: κλισαρισμένες εκφράσεις, ρητορικά σχήματα που έχουν σκοπό όχι να μιλήσουν για τον εκλιπόντα, αλλά να «ντοπάρουν» το ακροατήριο με αρκετή συγκίνηση. Το κείμενο θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιανδήποτε μεγάλη μορφή που αγωνίστηκε για την πατρίδα, που σταδιοδρόμησε με λαμπρότητα στον εθνικό συλλογικό βίο. Αναφορές στην κρίση των νεκρών στην Αρχαία Αίγυπτο προσδίδουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα: «Ότι ετελείτο εις την Μέμφιν και τας εκατομπύλους Θήβας προ αμνημονεύτων χρόνων, τελείται ακριβώς και σήμερον παρ’ ημών, εν ελάσσονι μεν πομπή και επιδείξει, αλλ’ εν ίση και μείζονι ίσως, δικαιοσύνη και αμεροληψία». Μια φιλοσοφική διάθεση με ύφος τόσο πομπώδες που μάλλον καθυποβάλλει το ακροατήριο. Προς το τέλος του β΄μέρους ο Άννινος αρχίζει να εξειδικεύει λέγοντας πως ο Λειβαδάς δεν περίμενε το θάνατο για να αποτιμήσει τη ζωή του. Το έργο του «διαχωρίζεται» από το φθαρτό σώμα. Ο Λειβαδάς, αφού ολοκλήρωσε το έργο του «επορεύθη προ καιρού και έστη υπό την ιτέαν του μνήματός του όπως αναπαυθή και εκείθεν ανέβλεψε γαλήνιος και μειδιών προς τους επερχομένους και ανέμεινε». Η ρομαντική εικονοποιΐα του δεύτερου μέρους κλείνει με μια σκηνή τελική μεν, γαλήνια δε – το έργο του Λειβαδά απέδωσε καρπούς.
Γ. Το τρίτο μέρος (12) είναι η περιγραφή του saga του νεκρού – μια σύντομη αναφορά στην ιστορική του πορεία. Συνοπτικά ο Άννινος αναφέρεται στους αγώνες και τις διώξεις του Λειβαδά, αλλά και στην τελική νίκη του ριζοσπαστισμού, «έργον αληθώς τιτάνειον, έξοχον, του οποίου την λαμπρότητα ουδέποτε θα δυνηθή ν’ αμαυρώση ο χρόνος».
Δ. Το τέταρτο μέρος (13) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεταβατικό. Ο Άννινος τελειώνει σιγά σιγά με μία-μία τις συμβατικές υποχρεώσεις του Επιτάφιου λόγου. Έχει εκφωνήσει τις απαραίτητες μεγαλόστομες «σάλτσες», έχει αναφερθεί στο βίο του εκλιπόντος, είναι λοιπόν ώρα να πει και αυτά που θέλει περισσότερο. Και, υπό τύπον εισαγωγής, αναφέρεται στη λαμπρή σταδιοδρομία του Λειβαδά τόσο στην Ιόνιο όσο και στην Ελληνική Βουλή, αλλά και το τέλος της ζωής του: «Ν’ αναφέρω περί του ιδιωτικού βίου του, ν’ αναφέρω περί των κακουχιών του, ν’ αναφέρω περί της πενίας του δεν τολμώ». Η περιουσία του Λειβαδά εξανεμίστηκε. Αλλά «οι υπό αγίου πυρός φλεγόμενοι και δρώντες δεν αποβλέπουσιν ουδ’ εις αμοιβήν ευτελή, ουδ’ εις υστεροφημίαν.»
Ε. Το πέμπτο μέρος του επιτάφιου λόγου (14) είναι ίσως και το σημαντικότερο απ’ όλα, Έχοντας εκθέσει όλα τα πραγματικά περιστατικά στα δύο προηγούμενα μέρη, και τη στιγμή που θα μπορούσε να τερματίσει εκεί, έχοντας αφήσει και τις αιχμές του, ο Άννινος προχωρεί σε μια βαθύτατα πολιτική τοποθέτηση. Ένα μανιφέστο, το οποίο δείχνει ν’ αφουγκράζεται αυτό που η κοινή γνώμη θέλει να ακούσει. Τι αισθήματα, αναρωτιέται, μας γεννά η θέα του ανοιχτού τάφου;
Το πρώτο αίσθημα (σε μια διαφαινόμενη κλίμακα ως προς την ένταση) είναι συνάμα και μια θλιβερή διαπίστωση: η γενιά των ριζοσπαστών σιγά σιγά φεύγει. Και τίποτα αντάξιο, ή έστω ελπιδοφόρα παρόμοιο, δεν έρχεται στη θέση της. Οι άνθρωποι αυτοί, λέει ο Άννινος, θα έπρεπε να μένουν αθάνατοι, για να μπορεί το έθνος να τους βλέπει και να τους συγκρίνει με τους «μικροπρεπείς και ανοσίους πολιτικούς» που τους διαδέχθηκαν, των οποίων η πολιτική αποδεικνύεται «μωρά» και «άλογος», παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα του έθνους συνεχίζονται. Ο Άννινος μονομιάς μας μεταφέρει από το υψηλής στάθμης παρελθόν των αγώνων του Λειβαδά στο άγονο σκηνικό της πολιτικής κονίστρας του καιρού του. Η οργή του νεαρού συγγραφέα επιτείνεται όταν αυτό το συγκριτικό σχήμα αναστρέφεται: Αυτοί, που είναι ασύγκριτα κατώτεροι από το Λειβαδά, αυτοί, οι εθνοπατέρες του σήμερα, απέναντί του διέπραξαν το μεγαλύτερο αμάρτημα: Την αγνωμοσύνη. Εκείνοι, που σπαταλούν «άπειρα ποσά προς διατροφήν των κηφήνων, των μωρών, των απλήστων», απέδωσαν «ελεεινά ψιχία προς τον γηραιόν πατριώτην», και ο Γεράσιμος Λειβαδάς «απέθανε εν πενία και στερήσει».
Η οργή του Άννινου ξεχειλίζει στην τρίτη και τελευταία παράγραφο αυτής της ενότητας: «Θεωρήσατε τα στήθη ταύτα! Είνε γυμνά, δεν τα κοσμεί ουδέν παράσημον! Τα στήθη εις τα οποία πρώτα ηκούσθη ο άδολος παλμός της ελευθερίας, μέγιστε Θεέ!» Καμμία τιμή από εκείνους που (σε μια πολύ δυνατή εικόνα) φαίνονται να τρώνε στο τραπέζι που έστρωσαν ο Λειβαδάς και οι άλλοι αγωνιστές, ενώ τα χέρια των τελευταίων, που έστρωσαν το τραπέζι της ελευθερίας, τώρα τείνουν χείρα ελεημοσύνης. Αλλά, καταλήγει ο νεαρός δημοσιογράφος, τα σπουδαία τους παράσημα είναι τα έργα τους. Και ο οβολός που απονέμει ο λαός στο απλωμένο τους χέρι είναι η ευγνωμοσύνη. Αυτή που δεν προσέφεραν οι μεγάλοι, οι κυβερνώντες.
ΣΤ. Το έκτο και τελευταίο μέρος του λόγου (15) κλείνει με ακριβώς αυτή την αντίφαση – αντιπαράθεση, περιτυλιγμένη και πάλι σ’ ένα λυρικό πέπλο. Οι τόνοι του θυμού πρέπει τώρα να καταλαγιάσουν. Το ακροατήριο χρειάζεται ακόμη λίγο λυρισμό για το τέλος. Η ευγνωμοσύνη των πολλών επισκιάζει την αγνωμοσύνη των ολίγων υψηλά ισταμένων. Ο «γολγοθάς», όπου «κατέπεσεν, φέρων του μαρτυρίου τον σταυρόν» μετατρέπεται σε όχημα και εφαλτήριο για τη συλλογική μνήμη. «Λυδία λίθος η αφάνεια και η στέρησις, σε ανέδειξαν γνήσιον και τιμαλφές μέταλλον». Ο λόγος κλείνει με την ελπίδα ότι κάποτε το έθνος θα αναγείρει Πάνθεον, στο οποίο θα φιλοξενηθούν όσοι θυσιάστηκαν γι’ αυτό (ένα Πάνθεον, το οποίο ακόμη, εκατόν τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Λειβαδά, εξ’ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει ακόμη θεμελιωθεί).
Κάποιες σκέψεις…
Δώδεκα χρόνια μετά την Ένωση λοιπόν, ένας νεαρός ενθουσιώδης δημοσιογράφος, ο Χαραλάμπης Άννινος, προφανώς εμφορούμενος από πατριωτικές και δημοκρατικές ιδέες, μιλά για τον Λειβαδά, που έφυγε υπέργηρος και πάμπτωχος, καταγγέλλοντας την αγνωμοσύνη και την εξαθλίωση της σύγχρονής του πολιτικής ζωής, αναφερόμενος προφανώς τόσο στην τοπική όσο και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κι όμως, είμαστε ένα χρόνο περίπου μετά τη διακήρυξη στην Ελληνική Βουλή της περίφημης «αρχής της δεδηλωμένης πλειοψηφίας» (1875) με την οποία οι δημοκρατικές ιδέες αρχίζουν να βρίσκουν εφαρμογή και το κοινοβουλευτικό σύστημα να εγκαθιδρύεται ουσιαστικά στην Ελλάδα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης αναδεικνύεται σιγά σιγά σε κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία, μα ο καημός των Επτανησίων από τη σκληρή διαδικασία της ενσωμάτωσης φαίνεται πως είναι πολύ μεγαλύτερος από την όποια αισιοδοξία θα μπορούσαν να προκαλέσουν εξελίξεις σαν τις παραπάνω. Ο Άννινος ανήκει σε μία γενιά που έζησε την πολιτειακή μεταβολή σε τρυφερή ηλικία (ήταν 12 ετών), και είναι δεδομένο ότι οι αγώνες των ριζοσπαστών για τη γενιά του αποτελούν πρότυπο. Τα ίδια τα πρόσωπα έχουν μυθοποιηθεί, και η μυθοποίηση επιτείνεται από τη σύγκριση με την πολιτική πραγματικότητα που βιώνουν, της οποίας μπορούν να γευθούν όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά. Ο Άννινος δεν είναι σύγχρονος του Λειβαδά ούτε φαίνεται να διακατέχεται από σοβαρές πολιτικές φιλοδοξίες (παρότι είναι σαφώς πολιτικοποιημένος), επομένως δεν έχει το (ανθρώπινο) άγχος της σύγκρισης με έναν εκπρόσωπο της ίδιας γενιάς ή, έστω, του ιδίου στίβου (πολιτικού ή λογοτεχνικού). Είναι πολύ εύκολο θα θαυμάσεις μέχρι λατρείας κάποιον που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ (συνήθως μόλις αυτό συμβεί κάτι από το ίνδαλμα αρχίζει να καταρρέει – και αυτό ισχύει ενίοτε και για τα εθνικά οράματα, όπως η Ένωση ή η Μεγάλη Ιδέα: όταν εκπληρώνονται αρχίζουν να διαφαίνονται τα κρυφά τους αγκάθια, που αναπόδραστα υπάρχουν).
Ο Χαραλάμπης Άννινος ανήκει σε μια γενιά και βρίσκεται σε μια ηλικία και μια κοινωνία που έχουν ανάγκη, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας που φέρνουν οι νέες πραγματικότητες και οι εποχές αστάθειας, από οράματα και πρότυπα. Ο ανιδιοτελής αγώνας του Λειβαδά είναι μια ιδανική περίπτωση αυτοθυσίας ανθρώπου, που καταστρέφεται επαγγελματικά, προσωπικά και οικονομικά για τις ιδέες του, για την επίτευξη ενός στόχου που ξεπερνά τον ίδιο τον εαυτό του, και που δεν προσδοκά προσωπική ανταπόδοση. Όσο πιο μεγάλη είναι μια θυσία, σαν κι αυτή του Λειβαδά, τόσο περισσότερο τη θαυμάζουμε, ασφαλώς όχι επειδή προσδοκούμε να τη μιμηθούμε, αλλά επειδή κατά βάθος ξέρουμε ότι μας ξεπερνά τόσο πολύ που αποκλείεται να μπούμε ποτέ στον πειρασμό να την υποστούμε.
Ίσως να είμαι άδικος με τον Άννινο, επειδή προσπαθώ να ερμηνεύσω τον δικαιολογημένο ενθουσιασμό του και τον καταγγελτικό του λόγο με τα μέτρα της δικής μας εποχής (αν και δεν νομίζω ότι ο ψυχισμός και οι μύχιες σκέψεις των ανθρώπων αλλάζουν ανά τους αιώνες – αυτό που μεταβάλλεται είναι οι τρόποι έκφρασής τους). Σκεφτείτε έναν εικοσιτετράχρονο, διψασμένο για ζωή και καριέρα νεαρό δημοσιογράφο, που στα σχολικά του χρόνια συνέπαιρνε τους συμμαθητές και φίλους του με τις εγκυκλοπαιδικές και φιλολογικές του γνώσεις, να έχει ξαφνικά την ευκαιρία να μιλήσει μπροστά στις αρχές, και σε όλη την πόλη του Αργοστολίου, για μια προσωπικότητα του βεληνεκούς του Γεράσιμου Λειβαδά! Τι κάνει κανείς μπροστά σε μια τέτοια πρόκληση; Ασφαλώς, βάζει τα δυνατά του να αρέσει όσο γίνεται περισσότερο, να κερδίσει, να δονήσει, να συγκινήσει το ακροατήριο (πράγμα που, όπως φαίνεται, πέτυχε). Ο Χαραλάμπης Άννινος αυτό ήθελε από παιδί, αυτό ήθελε τη στιγμή εκείνη, κι αυτό θα θέλει καθ’ όλη τη διάρκεια της μετέπειτα λαμπρής δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας: Γράφει για να τον αγαπήσει το κοινό, κι αυτό θα κάνει σε όλη του τη ζωή. Κι αυτό δεν είναι ούτε κακό, ούτε μεμπτό.
Απλά, είναι κι αυτό ένα δείγμα μιας καινούριας εποχής. Μιας εποχής, που η συγγραφή δεν είναι «στρατευμένη» απαραίτητα στον εθνικό ή ιδεολογικό στόχο (ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό). Μιας εποχής που η γραφή αρχίζει να επιθυμεί σφόδρα να γίνει δημοφιλής, χωρίς απαραίτητα να χάσει την ιδεολογική της φόρτιση. Μιας εποχής που ο δημόσιος λόγος επιδιώκει να φέρει περισσότερο το βάρος της υπογραφής του από εκείνο των ιδεών του. Μιας εποχής, που όπως λέει και ο ίδιος ο Άννινος, «το τραπέζι είναι στρωμένο». Και, με το τραπέζι στρωμένο, μπορείς να σκέφτεσαι και του τραπεζιού τα εδέσματα, αλλά και του λόγου τα ηδύσματα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Άννινος, Χαραλάμπης. Λόγος Επιτάφιος απαγγελθείς την 28 Ιουνίου 1876 επί του νεκρού του Γερασίμου Λειβαδά. Εν Κεφαλληνία: τυπ. «Η Ηχώ», 1876, σελίδες 12. Ο λόγος αναδημοσιεύεται τρία χρόνια αργότερα, μαζί με πολλά άλλα κείμενα που αφορούν το Λειβαδά, τους αγώνες του και τη μεταχείρισή του από την Ελληνική κυβέρνηση, σε φυλλάδιο που εκδίδει ο γιος του αγωνιστή Παναγιώτης Λειβαδάς: Λειβαδάς, Παναγιώτης Γ.: Οι αγώνες του Γερασίμου Λειβαδά εκτιμώμενοι παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Εν Κεφαλληνία: τυπ. «Η Ηχώ», 1879 (σσ. 23-32).
(2) Για τον Γεράσιμο Λειβαδά βλ. εντελώς ενδεικτικά: Γρατσιάτος, Παύλος. Βιογραφία Γερασίμου Λειβαδά. Εν Κεφαλληνία: τυπ. «Η Ηχώ», 1877 (βιογραφικό κείμενο για τον Λειβαδά λίγο μετά το θάνατό του, που αποτελεί επεξεργασμένη μορφή εργασίας του Θεοδώρου Καρούσου.). Πιο συστηματικά βιογραφεί τον Λειβαδά o Ηλίας Τσιτσέλης (Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος 1, Αθήνα: Λεωνής, 1904, σσ. 294-303. Η Βαρβάρα Θεοδωροπούλου-Λειβαδά επιχειρεί μια πιο αναλυτική βιογραφία, με αρκετά λογοτεχνίζον ύφος (Γεράσιμος Λειβαδάς. Ο εγκαινιαστής και πρώτος σπορεύς του Ριζοσπαστισμού. Αθήναι: χ.ο., 1966, σελίδες 95). Ανέκδοτα στοιχεία σχετικά με δικαστικές περιπέτειες του Λειβαδά έφερε στο φως ο Αγγελο-Διονύσης Δεμπόνος («Άγνωστες δικαστικές περιπέτειες του ριζοσπάστη Γεράσιμου Λειβαδά από ανέκδοτα έγγραφα». Παρνασσός, τόμος 20 (1978), σσ. 593-601.
(3)Το υπόμνημα δημοσιεύτηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του Λειβαδά από το γιο του Παναγιώτη Γ. Λειβαδά. (Λειβαδάς, Γεράσιμος. Υπόμνημα περί των Ιονίων Νήσων προς το Αγγλικόν Κοινοβούλιον, διαβιβασθέν εν έτει 1852. Κεφαλληνία: τυπ. «Η Πρόοδος», 1878, σελίδες στ+36.
(4) Βλ. Γρατσιάτος, Παύλος, ό.π., σσ. 43-45. Λειβαδάς, Παναγιώτης, Οι αγώνες του Γ. Λειβαδά, ό.π., σσ. 13-16.
(5)Βλ. Άννινος, Χαραλάμπης, ό.π., σσ. 1-2. Το προλογικό σημείωμα φαίνεται πως δεν έχει συνταχθεί από τον Άννινο (καθώς αναφέρεται σε αυτόν σε τρίτο πρόσωπο), και δεν φέρει άλλη υπογραφή ή έστω αρχικά.
(6)Ο Παναγιώτης Λειβαδάς (Οι αγώνες του Γερασίμου Λειβαδά,ό.π., σσ. 13-14) αναδημοσιεύει άρθρο της εφημερίδας «Φίλος του Λαού», στο οποίο αναφέρεται ότι το πλήθος του κόσμου που παρέστη στην κηδεία ανερχόταν σε τρεις χιλιάδες.
(7)Ο λόγος του Γεράσιμου Μουσούρη κυκλοφόρησε επίσης σε δωδεκασέλιδο φυλλάδιο: Μουσούρης, Γεράσιμος: Λόγος εκφωνηθείς κατά την κηδείαν του Γερασίμου Λειβαδά. Εν Κεφαλληνία: τυπ. «Η Κεφαλληνία», 1876. Αναδημοσιεύεται επίσης από τον Παναγιώτη Λειβαδά (Οι αγώνες του Γ. Λειβαδά, ό.π., σσ..16-23). Ο λόγος του Μουσούρη αναφέρεται κυρίως στους αγώνες του Λειβαδά για την Ένωση, και είναι δωρικότερος σε σχέση με αυτόν του Άννινου. Ο Π. Λειβαδάς (ό.π., σ. 23) αναφέρει χαρακτηριστικά «Μετά τον ευφραδή τούτον λόγον του Κ. Μουσούρη, εν ολίγοις και πιστώς συνοψίσαντα την ιστορίαν του ριζοσπαστικού αγώνος, ο ποιητής Κ.Χ. (sic) Άννινος απήγγειλεν τον κάτωθι επιτάφιον συντεταγμένον μετά διαπύρου πάθους και ποιητικής δυνάμεως και αποσπάσαντα τα συγκινητικά δάκρυα των εκλεκτών συνακροατών του».
(8) Γρατσιάτος, ό.π., Άννινος Χ., προλογικό σημείωμα στον επιτάφιο λόγο, ό.π.
(9) Γρατσιάτος, ό.π. σσ. 42-43. Εκτενέστερα στις σχετικές συζητήσεις στο Ελληνικό κοινοβούλιο και την αγνώμονα στάση που επέδειξε το Ελληνικό Κράτος έναντι του Γεράσιμου Λειβαδά αναφέρεται ο γιος του Παναγιώτης (Οι αγώνες του Γερασίμου Λειβαδά, ό.π., σσ. 3-11). Ανάμεσα στα άλλα κείμενα περιλαμβάνεται και μια παρακλητική (και ιδιαίτερα συγκινητική) επιστολή της συζύγου του Λειβαδά, Άννας Λειβαδά προς τον Πρωθυπουργό της χώρας, με ημερομηνία 22-2-1867. Η επιστολή αποτελεί μια χαρακτηριστική μαρτυρία της συμβολής των γυναικών στον αγώνα για την Ένωση, για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε, που μας υπενθυμίζει ότι οι γυναίκες υπέφεραν παράλληλα με τις διώξεις των ανδρών τους, καθώς έπρεπε να αναπληρώσουν τον ρόλο του συζύγου στην οικογένεια και να επιβιώσουν οικονομικά.
(10) Άννινος, Χαραλάμπης, Λόγος επιτάφιος, ό.π., σσ. 3.
(11) Άννινος, Χαραλάμπης, ό.π., σ. 3-6.
(12) Άννινος, Χαραλάμπης, ό.π., σ. 6-8.
(13) Άννινος Χαραλάμπης, ό.π., σσ. 8-10.
(14) Άννινος, Χαραλάμπης, ό.π., σσ. 10-12.
(15) Άννινος, Χαραλάμπης, ό.π., σσ. 12.
Hλίας Τουμασάτος για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου