της Ελένης Π. Καλογερίνη
Η Βέρα Πέτσα-Βασιλείου, σημαντική και αθόρυβη θα έλεγα λογοτέχνις, καταφέρνει με την πρώτη της κιόλας ποιητική συλλογή, Σαράντα μίλια σιωπή, να χαρτογραφήσει αλλά και να ανασυντάξει αξιόμαχα τη θεματική του Χρόνου και της Σιωπής. Το άφατο και το οριακό. Τις ρωγμές ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει – σύμβολα ενός αγώνα εσωτερικού χωρίς βερμπαλισμούς και παραληρηματικές εκστάσεις. Ποίηση οντολογική, με κλητικές και ερωτηματικά, έρχεται να δώσει σχήμα στη σιωπή, να μεταμορφώσει τη ρευστότητά της, να φωτίσει έκκεντρα τα πρόσωπα και τα σώματα που «καίγονται» στην απουσία του Χρόνου – εκείνου που αξιωθήκαμε να χάσουμε, αλλά και εκείνου που μόνο ως διαρκή και ενεργό παρουσία μπορούμε να τον αρθρώσουμε.
Παρών πάντα ο χρόνος-θάλασσα, ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως σύμβολο που επιτείνει τους φόβους –«πως εμπιστεύτηκα τη θάλασσα/ πως παγιδεύτηκα στην πέτρα»– αλλά και ως αξιόπιστη οθόνη προβολής της συνείδησης, προκειμένου η ποιήτρια να φτάσει στο δικό της εσωτερικό Τοπίο, σε αυτό που λένε πως ονομάζεται αλήθεια....
Κυρίως όμως λειτουργεί ως κοίτη ροής του χρόνου, όπου όλα συνδιαλέγονται ακατάπαυτα σε ένα ενιαίο σύνολο πραγματικοτήτων. «Σαράντα μίλια σιωπή» δεν φθάνουν όμως για να επιστρέψει στον απωλεσθέντα παράδεισο της αθωότητας, γι’ αυτό προτρέπει στο όνειρο –τη μοναδική αλήθεια που λειτουργεί ως σύνοψη της αιωνιότητας– οξυγονώνοντας το ανέφικτο με μιαν ευχή: «Γιε μου/ Απ’ το παράθυρο αγνάντευε τα όνειρα/ και τις ελπίδες –που ολοένα έρχονται–/κι άμποτε/ με νικητήριες δάφνες/ από την πόρτα να περάσεις». Η αλήθεια όμως είναι πολυπρόσωπη, βρίσκεται πολύ κοντά στο εμπράγματο εδώ και η Βασιλείου προσπαθεί να τη διευρύνει, αλλά η ένταση της σιωπής παραμένει η ίδια. Από το άπειρο μικρό ως το απέραντο μεγάλο που είναι ο έρωτας. Ο έρωτας και οι σιωπές του, καθώς προσπαθεί «ανυποψίαστα» να καθρεφτιστεί στο πρόσωπο-φάντασμα του αγαπημένου άλλου.
«Τι ομορφιά όταν σωπαίνεις/ Ανυποψίαστα το βλέμμα σου εξομολογείται». Θα μπορούσε αυτός ο στίχος να είναι η άλλη όψη της ευτυχίας, εκείνης της μέθης της αιωνιότητας καθώς (μας) επιβάλλει το δικό της αναστάσιμο πένθος. Θα μπορούσε ίσως να είναι ο ορισμός μιας νέας αληθινής επανάστασης, εκείνης των βλεμμάτων. Θα μπορούσε ακόμα να ιστορεί τη χρησιμότητα της σιωπής. «Σιωπά όποιος το μάταιο γνωρίζει» προοικονομεί η ποιήτρια. Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Μια λέξη απόλυτα ταυτισμένη με το χρόνο και την ενδελέχειά του: «ανυποψίαστα». Ανυποψίαστα, λοιπόν, μέχρι ο χρόνος να γίνει παρατατικός φορώντας τις προηγούμενες ομιλούσες σιωπές μας. Μέχρι να γίνουμε «ο ήχος της σιωπής» – πρόσωπα καθημερινά, μοναχικά, σαν τους ήρωες του Χάρολντ Πίντερ, σαν το τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ. Μέχρι να «γίνουμε αντίλαλοι, λήθη, τίποτα» όπως λέει ο Μπόρχες, μέχρι να γίνουμε «ξενιτιά» κατά τον Νερούντα, μέχρι να «βυθιστούμε στην Πέτρα» του Σεφέρη, μέχρι να χαθούμε στην ερημία των ανθρώπων.
«Για τη μεγάλη έρημο/ που μέλλεται να διασχίσεις να φοβάσαι/ αυτήν που προεκτείνεται/ δυτικά της αφιέρωσης «για πάντα μαζί»/ στον πίσω χάρτη μιας φωτογραφίας». Για αυτήν την ερημία αγωνιά η ποιήτρια, για την προβλέψιμότητά της, για το φόβο της, για τη σιωπή που βασιλεύει στον προσωπικό μας Άδη, το δέος και το χρόνο. Την αγωνία, εντέλει, μήπως και δεν καταφέρουμε να κερδίσουμε τη μάχη μαζί του, ώστε δοξαστικά να μπούμε στην κατευναστική κοινωνία της αγάπης: μήπως απορφανιστούμε, αποξενωθούμε, γίνουμε επαίτες, μήπως γίνουμε πληγή. Οι λέξεις όμως αγωνιούν, πάσχουν, αναζητούν την ανθρώπινη συνθήκη κι ας γνωρίζουν την παγίδα της ερήμου. Γι’ αυτό φωνάζουν: «Πληγή ας είσαι./ Μόνο εδώ να είσαι».
Ωστόσο, η αίσθηση του χρόνου είναι παρούσα και στο προηγούμενο εγχείρημά της, πεζό αυτή τη φορά: Μην περάσεις το ποτάμι ο τίτλος του, όπου η ηρωίδα έχει να αντιπαλέψει όχι μόνο με την εικονογραφία τής τότε μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά κυρίως με τους δικούς της φόβους, οι οποίοι συμβολίζονται και εδώ με το υδάτινο στοιχείο. Ο έρωτας όμως είναι αυτός που θα δημιουργήσει μέσα της ένα χώρο ενέργειας και ουσίας, γι’ αυτό (μετέπειτα) θα γράψει στην προμετωπίδα της ποιητικής της συλλογής: «Ύστερα θα σου μιλήσω/ Για έναν άγριο άνεμο. Ανάστροφα γυρίζει τις σελίδες/ Του ημεροδείκτη/ Έρωτα τον ονομάζουν οι άνθρωποι».
Ο έρωτας όμως, όπως και ο χρόνος, έχει πάντα ένα κόστος. Όπως και η Ιστορία των πραγμάτων. Όπως και η ποίηση. Ο χρόνος πάλι φωνάζει, απειλεί επειδή τον υποθηκεύσαμε, τον εξαγοράσαμε, τον χρεώσαμε με πανάκριβα λύτρα πολιτικής και οικονομικής εξαθλίωσης. Τον καταργήσαμε, με άλλα λόγια. Γι’ αυτό η ποιήτρια, έχοντας επίγνωση της κυρίαρχης νοοτροπίας της εποχής, δεδομένου ότι ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των γραφιάδων που έζησαν έστω και λειψά την πολιτιστική άνοιξη της μεταπολίτευσης, υπονομεύει την επικράτεια της σιωπής, ακροβατεί στην άκρη της και ανεβαίνει επιλεκτικά μία μία τις κλίμακες της σημερινής «μεταλλικής πραγματικότητας». Καλωδιώνεται, σερφάρει, συνομιλεί μαζί σας και μαζί μου, ενίοτε ώρες μεταμεσονύχτιες, και «εναρμονίζει το χθες στο σήμερα» στεριώνοντας στα πλήκτρα τις Κυριακές της ουτοπίας της με μια αισιόδοξη υπέρβαση: «Βουτηγμένη/ Στης Κυριακής τη θλίψη/ εκλιπαρώ/ το δευτεριάτικο πρωινό να γρηγορέψει. Ας πάρει μαζί του/ νάρδους να λούσω το κορμί μου/ μύρα και βάλσαμο να νίψω την ψυχή μου/ Δε μου ταιριάζει η λύπη».
Η Ελένη Π. Καλογερίνη είναι δημοσιογράφος.
Σαράντα μίλια σιωπή
Βέρα Πέτσα-Βασιλείου
Ιωλκός
Σελ. 64
Τιμή € 10,00
diastixo
Η Βέρα Πέτσα-Βασιλείου, σημαντική και αθόρυβη θα έλεγα λογοτέχνις, καταφέρνει με την πρώτη της κιόλας ποιητική συλλογή, Σαράντα μίλια σιωπή, να χαρτογραφήσει αλλά και να ανασυντάξει αξιόμαχα τη θεματική του Χρόνου και της Σιωπής. Το άφατο και το οριακό. Τις ρωγμές ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει – σύμβολα ενός αγώνα εσωτερικού χωρίς βερμπαλισμούς και παραληρηματικές εκστάσεις. Ποίηση οντολογική, με κλητικές και ερωτηματικά, έρχεται να δώσει σχήμα στη σιωπή, να μεταμορφώσει τη ρευστότητά της, να φωτίσει έκκεντρα τα πρόσωπα και τα σώματα που «καίγονται» στην απουσία του Χρόνου – εκείνου που αξιωθήκαμε να χάσουμε, αλλά και εκείνου που μόνο ως διαρκή και ενεργό παρουσία μπορούμε να τον αρθρώσουμε.
Παρών πάντα ο χρόνος-θάλασσα, ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως σύμβολο που επιτείνει τους φόβους –«πως εμπιστεύτηκα τη θάλασσα/ πως παγιδεύτηκα στην πέτρα»– αλλά και ως αξιόπιστη οθόνη προβολής της συνείδησης, προκειμένου η ποιήτρια να φτάσει στο δικό της εσωτερικό Τοπίο, σε αυτό που λένε πως ονομάζεται αλήθεια....
Κυρίως όμως λειτουργεί ως κοίτη ροής του χρόνου, όπου όλα συνδιαλέγονται ακατάπαυτα σε ένα ενιαίο σύνολο πραγματικοτήτων. «Σαράντα μίλια σιωπή» δεν φθάνουν όμως για να επιστρέψει στον απωλεσθέντα παράδεισο της αθωότητας, γι’ αυτό προτρέπει στο όνειρο –τη μοναδική αλήθεια που λειτουργεί ως σύνοψη της αιωνιότητας– οξυγονώνοντας το ανέφικτο με μιαν ευχή: «Γιε μου/ Απ’ το παράθυρο αγνάντευε τα όνειρα/ και τις ελπίδες –που ολοένα έρχονται–/κι άμποτε/ με νικητήριες δάφνες/ από την πόρτα να περάσεις». Η αλήθεια όμως είναι πολυπρόσωπη, βρίσκεται πολύ κοντά στο εμπράγματο εδώ και η Βασιλείου προσπαθεί να τη διευρύνει, αλλά η ένταση της σιωπής παραμένει η ίδια. Από το άπειρο μικρό ως το απέραντο μεγάλο που είναι ο έρωτας. Ο έρωτας και οι σιωπές του, καθώς προσπαθεί «ανυποψίαστα» να καθρεφτιστεί στο πρόσωπο-φάντασμα του αγαπημένου άλλου.
«Τι ομορφιά όταν σωπαίνεις/ Ανυποψίαστα το βλέμμα σου εξομολογείται». Θα μπορούσε αυτός ο στίχος να είναι η άλλη όψη της ευτυχίας, εκείνης της μέθης της αιωνιότητας καθώς (μας) επιβάλλει το δικό της αναστάσιμο πένθος. Θα μπορούσε ίσως να είναι ο ορισμός μιας νέας αληθινής επανάστασης, εκείνης των βλεμμάτων. Θα μπορούσε ακόμα να ιστορεί τη χρησιμότητα της σιωπής. «Σιωπά όποιος το μάταιο γνωρίζει» προοικονομεί η ποιήτρια. Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Μια λέξη απόλυτα ταυτισμένη με το χρόνο και την ενδελέχειά του: «ανυποψίαστα». Ανυποψίαστα, λοιπόν, μέχρι ο χρόνος να γίνει παρατατικός φορώντας τις προηγούμενες ομιλούσες σιωπές μας. Μέχρι να γίνουμε «ο ήχος της σιωπής» – πρόσωπα καθημερινά, μοναχικά, σαν τους ήρωες του Χάρολντ Πίντερ, σαν το τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ. Μέχρι να «γίνουμε αντίλαλοι, λήθη, τίποτα» όπως λέει ο Μπόρχες, μέχρι να γίνουμε «ξενιτιά» κατά τον Νερούντα, μέχρι να «βυθιστούμε στην Πέτρα» του Σεφέρη, μέχρι να χαθούμε στην ερημία των ανθρώπων.
«Για τη μεγάλη έρημο/ που μέλλεται να διασχίσεις να φοβάσαι/ αυτήν που προεκτείνεται/ δυτικά της αφιέρωσης «για πάντα μαζί»/ στον πίσω χάρτη μιας φωτογραφίας». Για αυτήν την ερημία αγωνιά η ποιήτρια, για την προβλέψιμότητά της, για το φόβο της, για τη σιωπή που βασιλεύει στον προσωπικό μας Άδη, το δέος και το χρόνο. Την αγωνία, εντέλει, μήπως και δεν καταφέρουμε να κερδίσουμε τη μάχη μαζί του, ώστε δοξαστικά να μπούμε στην κατευναστική κοινωνία της αγάπης: μήπως απορφανιστούμε, αποξενωθούμε, γίνουμε επαίτες, μήπως γίνουμε πληγή. Οι λέξεις όμως αγωνιούν, πάσχουν, αναζητούν την ανθρώπινη συνθήκη κι ας γνωρίζουν την παγίδα της ερήμου. Γι’ αυτό φωνάζουν: «Πληγή ας είσαι./ Μόνο εδώ να είσαι».
Ωστόσο, η αίσθηση του χρόνου είναι παρούσα και στο προηγούμενο εγχείρημά της, πεζό αυτή τη φορά: Μην περάσεις το ποτάμι ο τίτλος του, όπου η ηρωίδα έχει να αντιπαλέψει όχι μόνο με την εικονογραφία τής τότε μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά κυρίως με τους δικούς της φόβους, οι οποίοι συμβολίζονται και εδώ με το υδάτινο στοιχείο. Ο έρωτας όμως είναι αυτός που θα δημιουργήσει μέσα της ένα χώρο ενέργειας και ουσίας, γι’ αυτό (μετέπειτα) θα γράψει στην προμετωπίδα της ποιητικής της συλλογής: «Ύστερα θα σου μιλήσω/ Για έναν άγριο άνεμο. Ανάστροφα γυρίζει τις σελίδες/ Του ημεροδείκτη/ Έρωτα τον ονομάζουν οι άνθρωποι».
Ο έρωτας όμως, όπως και ο χρόνος, έχει πάντα ένα κόστος. Όπως και η Ιστορία των πραγμάτων. Όπως και η ποίηση. Ο χρόνος πάλι φωνάζει, απειλεί επειδή τον υποθηκεύσαμε, τον εξαγοράσαμε, τον χρεώσαμε με πανάκριβα λύτρα πολιτικής και οικονομικής εξαθλίωσης. Τον καταργήσαμε, με άλλα λόγια. Γι’ αυτό η ποιήτρια, έχοντας επίγνωση της κυρίαρχης νοοτροπίας της εποχής, δεδομένου ότι ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των γραφιάδων που έζησαν έστω και λειψά την πολιτιστική άνοιξη της μεταπολίτευσης, υπονομεύει την επικράτεια της σιωπής, ακροβατεί στην άκρη της και ανεβαίνει επιλεκτικά μία μία τις κλίμακες της σημερινής «μεταλλικής πραγματικότητας». Καλωδιώνεται, σερφάρει, συνομιλεί μαζί σας και μαζί μου, ενίοτε ώρες μεταμεσονύχτιες, και «εναρμονίζει το χθες στο σήμερα» στεριώνοντας στα πλήκτρα τις Κυριακές της ουτοπίας της με μια αισιόδοξη υπέρβαση: «Βουτηγμένη/ Στης Κυριακής τη θλίψη/ εκλιπαρώ/ το δευτεριάτικο πρωινό να γρηγορέψει. Ας πάρει μαζί του/ νάρδους να λούσω το κορμί μου/ μύρα και βάλσαμο να νίψω την ψυχή μου/ Δε μου ταιριάζει η λύπη».
Η Ελένη Π. Καλογερίνη είναι δημοσιογράφος.
Σαράντα μίλια σιωπή
Βέρα Πέτσα-Βασιλείου
Ιωλκός
Σελ. 64
Τιμή € 10,00
diastixo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου