Όσο περνούν οι... μέρες, ο δημοσκοπικός κατήφορος της Ν.Δ. γίνεται
κατρακύλα. Όχι τόσο στην πρόθεση ψήφου, όσο στα άλλα, τα κρίσιμα «ποιοτικά» στοιχεία.
Στην εξαμηνιαία συνδρομητική έρευνα «Τάσεις» της MRB, για παράδειγμα, η οποία δημοσιεύθηκε χθες ολόκληρη από το real.gr, στην πρόθεση ψήφου ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται με 21,9% έναντι 21% της Ν.Δ. (ακολουθούν: Χρυσή Αυγή 8,9%, ΚΚΕ 5%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 4,8%, ΠΑΣΟΚ 4,7%, ΔΗΜΑΡ 3,1% και Οικολόγοι Πράσινοι 1,5%).
Μέχρι εδώ όλα μοιάζουν ήδη γνωστά. Ωστόσο πλέον στα κομματικά επιτελεία μετρούν κι άλλα πράγματα. Στη Ν.Δ., για παράδειγμα, θέλουν πάση θυσία το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να μείνει κάτω από το 30%. Το ψηφίο «3» γνωρίζουν ότι μπορεί να πυροδοτήσει μια άνοδο που μπορεί να φτάσει έως την αυτοδυναμία.
Στην εκτίμηση ψήφου λοιπόν τα νέα είναι άσχημα για Συγγρού και Ρηγίλλης: ΣΥΡΙΖΑ 29,1% (μια... ανάσα από το απευκταίο 30%), Ν.Δ. 27,9%, Χρυσή Αυγή 11,8%, ΚΚΕ 6,6%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 6,4%, ΠΑΣΟΚ 6,3%, ΔΗΜΑΡ 4,1% και «Άλλο Κόμμα» 7,8%.
Επιπλέον, όπως εδώ και χρόνια έχει πιστοποιηθεί, η παράσταση νίκης είναι ένας σχετικά ασφαλής δείκτης του πολιτικού κλίματος. Αυτός ο δείκτης αποτελούσε για καιρό την επικοινωνιακή άμυνα της Ν.Δ. κάθε φορά που οι δημοσκοπήσεις ήταν κακές.
Τώρα τα πράγματα αλλάζουν και στο σημείο αυτό, καθώς στον εν λόγω δείκτη ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει 39,6% και η Ν.Δ. 34,7% - διαφορά σχεδόν 5%.
Ένα άλλο «κάστρο» της Ν.Δ. πέφτει σε αυτή τη δημοσκόπηση ολοκληρώνοντας την εικόνα κατάρρευσης: πρόκειται για την «ικανότητα διακυβέρνησης», όπου ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε στα όρια του στατιστικού λάθους την παλαιότερη διαφορά του από τη Ν.Δ., αφού η διαφορά αυτή βρίσκεται πλέον στο 0,8% (Ν.Δ. 27% - ΣΥΡΙΖΑ 26,2%).
Η βεβαιότητα μιας καθαρής και ίσως ευρείας ήττας του κόμματος του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά όμως δεν είναι ισχυρή μόνο στους αριθμούς, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζονται οι «ναυαρχίδες» των ελληνικών ΜΜΕ.
Τυπικό παράδειγμα – αν όχι και «βαρόμετρο» της κρατούσας αντίληψης για την πολιτική προοπτική μιας κυβέρνησης – αποτελεί πάντα το «Βήμα της Κυριακής». Διαβάζουμε, λοιπόν, μεταξύ άλλων, στο προχθεσινό άρθρο του εκδότη της εφημερίδας Σταύρου Ψυχάρη με τίτλο «Ο “μεγάλος συνασπισμός”»:
«Τα σενάρια των εξελίξεων είναι πολλά και καλύπτουν όλα όσα ενδεχομένως μπορούν να συμβούν. Είναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι ο κ. Τσίπρας φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να συνεργασθεί ακόμη και με τη Νέα Δημοκρατία για τη συγκρότηση κυβερνήσεως σε περίπτωση που οι εκλογές δεν θα έχουν δώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Φαντάζει απίθανο, αλλά είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συζητούν μετεκλογικές συνεργασίες οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διασπάσεις. Ομάδες βουλευτών μπορεί να κινηθούν δεξιότερα ή αριστερότερα. Και να προκύψει ακόμη και “μεγάλος συνασπισμός”».
Αν λάβουμε υπ’ όψιν τον ρυθμό με τον οποίο καταρρέουν μία προς μία οι επικοινωνιακές άμυνες της συγκυβέρνησης, αλλά και τη σαθρότητα των θεωρούμενων ως σημαντικότερων από αυτές (με κορυφαίο παράδειγμα την απέραντη «κενολογία» περί των «58» και της «Κεντροαριστεράς»), το ότι ανοίγει επισήμως και η συζήτηση για τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι ενδεικτικό άτακτης υποχώρησης.
Το σενάριο είναι γνωστό από καιρό. Είναι επίσης γνωστό ότι εκδοτικά συγκροτήματα και πολιτικά think tanks εργάζονται από μηνών επ’ αυτού. Είναι επίσης γνωστή η χιλιοειπωμένη ατάκα του Τσίπρα και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι, ακόμη και σε περίπτωση αυτοδυναμίας, θα αναζητήσουν ευρύτερες συνεργασίες.
Προφανώς παραμένει άγνωστο τι θα βγάλουν οι κάλπες, αν και οι περισσότεροι μάλλον καταλαβαίνουμε ότι το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά κακό για τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως ανέλπιστα (αυτή την ώρα τουλάχιστον) καλό για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως σημασία δεν έχουν οι προβλέψεις, αλλά η διαχείρισή τους από ένα πολιτικό και επικοινωνιακό σύστημα το οποίο διαβλέπει ήδη ότι βαδίζουμε για μεγάλες ανακατατάξεις. Η σύγχυση – ενδεχομένως και η διάθεση για μια... πολιτική στροφή – είναι προφανής.
Όμως η σύγχυση είναι κυρίαρχη. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος το ότι χθες ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια για να συζητήσει μαζί του, μεταξύ άλλων, ποιες ευπαθείς ομάδες και με ποιον τρόπο θα ανακουφίσει το... πρωτογενές πλεόνασμα;
Ρωτούμε διότι την ίδια ώρα η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωνε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου, εμφανίζει σε ταμιακή βάση πρωτογενές έλλειμμα 4 δισ. ευρώ.
Όμως στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους εμφανίζουν πλεόνασμα ύψους 3,1 δισ. ευρώ. Πώς επιτυγχάνεται αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ; Εάν συμπεριληφθούν έσοδα ύψους 1,5 δισ. ευρώ από τη μεταφορά των αποδόσεων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από τις κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος και αφαιρεθούν δαπάνες ύψους περίπου 5.638 εκατ. ευρώ που αφορούν την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Κάπως έτσι, όμως, με ανάλογη «δημιουργική λογιστική», διαμορφώνεται και το... μιντιακό πλεόνασμα της κυβέρνησης.
Σταύρος Χριστακόπουλος
ΠΟΝΤΙΚΙ
Στην εξαμηνιαία συνδρομητική έρευνα «Τάσεις» της MRB, για παράδειγμα, η οποία δημοσιεύθηκε χθες ολόκληρη από το real.gr, στην πρόθεση ψήφου ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται με 21,9% έναντι 21% της Ν.Δ. (ακολουθούν: Χρυσή Αυγή 8,9%, ΚΚΕ 5%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 4,8%, ΠΑΣΟΚ 4,7%, ΔΗΜΑΡ 3,1% και Οικολόγοι Πράσινοι 1,5%).
Μέχρι εδώ όλα μοιάζουν ήδη γνωστά. Ωστόσο πλέον στα κομματικά επιτελεία μετρούν κι άλλα πράγματα. Στη Ν.Δ., για παράδειγμα, θέλουν πάση θυσία το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να μείνει κάτω από το 30%. Το ψηφίο «3» γνωρίζουν ότι μπορεί να πυροδοτήσει μια άνοδο που μπορεί να φτάσει έως την αυτοδυναμία.
Στην εκτίμηση ψήφου λοιπόν τα νέα είναι άσχημα για Συγγρού και Ρηγίλλης: ΣΥΡΙΖΑ 29,1% (μια... ανάσα από το απευκταίο 30%), Ν.Δ. 27,9%, Χρυσή Αυγή 11,8%, ΚΚΕ 6,6%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 6,4%, ΠΑΣΟΚ 6,3%, ΔΗΜΑΡ 4,1% και «Άλλο Κόμμα» 7,8%.
Επιπλέον, όπως εδώ και χρόνια έχει πιστοποιηθεί, η παράσταση νίκης είναι ένας σχετικά ασφαλής δείκτης του πολιτικού κλίματος. Αυτός ο δείκτης αποτελούσε για καιρό την επικοινωνιακή άμυνα της Ν.Δ. κάθε φορά που οι δημοσκοπήσεις ήταν κακές.
Τώρα τα πράγματα αλλάζουν και στο σημείο αυτό, καθώς στον εν λόγω δείκτη ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει 39,6% και η Ν.Δ. 34,7% - διαφορά σχεδόν 5%.
Ένα άλλο «κάστρο» της Ν.Δ. πέφτει σε αυτή τη δημοσκόπηση ολοκληρώνοντας την εικόνα κατάρρευσης: πρόκειται για την «ικανότητα διακυβέρνησης», όπου ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε στα όρια του στατιστικού λάθους την παλαιότερη διαφορά του από τη Ν.Δ., αφού η διαφορά αυτή βρίσκεται πλέον στο 0,8% (Ν.Δ. 27% - ΣΥΡΙΖΑ 26,2%).
Η βεβαιότητα μιας καθαρής και ίσως ευρείας ήττας του κόμματος του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά όμως δεν είναι ισχυρή μόνο στους αριθμούς, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζονται οι «ναυαρχίδες» των ελληνικών ΜΜΕ.
Τυπικό παράδειγμα – αν όχι και «βαρόμετρο» της κρατούσας αντίληψης για την πολιτική προοπτική μιας κυβέρνησης – αποτελεί πάντα το «Βήμα της Κυριακής». Διαβάζουμε, λοιπόν, μεταξύ άλλων, στο προχθεσινό άρθρο του εκδότη της εφημερίδας Σταύρου Ψυχάρη με τίτλο «Ο “μεγάλος συνασπισμός”»:
«Τα σενάρια των εξελίξεων είναι πολλά και καλύπτουν όλα όσα ενδεχομένως μπορούν να συμβούν. Είναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι ο κ. Τσίπρας φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να συνεργασθεί ακόμη και με τη Νέα Δημοκρατία για τη συγκρότηση κυβερνήσεως σε περίπτωση που οι εκλογές δεν θα έχουν δώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Φαντάζει απίθανο, αλλά είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συζητούν μετεκλογικές συνεργασίες οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διασπάσεις. Ομάδες βουλευτών μπορεί να κινηθούν δεξιότερα ή αριστερότερα. Και να προκύψει ακόμη και “μεγάλος συνασπισμός”».
Αν λάβουμε υπ’ όψιν τον ρυθμό με τον οποίο καταρρέουν μία προς μία οι επικοινωνιακές άμυνες της συγκυβέρνησης, αλλά και τη σαθρότητα των θεωρούμενων ως σημαντικότερων από αυτές (με κορυφαίο παράδειγμα την απέραντη «κενολογία» περί των «58» και της «Κεντροαριστεράς»), το ότι ανοίγει επισήμως και η συζήτηση για τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι ενδεικτικό άτακτης υποχώρησης.
Το σενάριο είναι γνωστό από καιρό. Είναι επίσης γνωστό ότι εκδοτικά συγκροτήματα και πολιτικά think tanks εργάζονται από μηνών επ’ αυτού. Είναι επίσης γνωστή η χιλιοειπωμένη ατάκα του Τσίπρα και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι, ακόμη και σε περίπτωση αυτοδυναμίας, θα αναζητήσουν ευρύτερες συνεργασίες.
Προφανώς παραμένει άγνωστο τι θα βγάλουν οι κάλπες, αν και οι περισσότεροι μάλλον καταλαβαίνουμε ότι το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά κακό για τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως ανέλπιστα (αυτή την ώρα τουλάχιστον) καλό για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως σημασία δεν έχουν οι προβλέψεις, αλλά η διαχείρισή τους από ένα πολιτικό και επικοινωνιακό σύστημα το οποίο διαβλέπει ήδη ότι βαδίζουμε για μεγάλες ανακατατάξεις. Η σύγχυση – ενδεχομένως και η διάθεση για μια... πολιτική στροφή – είναι προφανής.
Όμως η σύγχυση είναι κυρίαρχη. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος το ότι χθες ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια για να συζητήσει μαζί του, μεταξύ άλλων, ποιες ευπαθείς ομάδες και με ποιον τρόπο θα ανακουφίσει το... πρωτογενές πλεόνασμα;
Ρωτούμε διότι την ίδια ώρα η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωνε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου, εμφανίζει σε ταμιακή βάση πρωτογενές έλλειμμα 4 δισ. ευρώ.
Όμως στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους εμφανίζουν πλεόνασμα ύψους 3,1 δισ. ευρώ. Πώς επιτυγχάνεται αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ; Εάν συμπεριληφθούν έσοδα ύψους 1,5 δισ. ευρώ από τη μεταφορά των αποδόσεων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από τις κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος και αφαιρεθούν δαπάνες ύψους περίπου 5.638 εκατ. ευρώ που αφορούν την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Κάπως έτσι, όμως, με ανάλογη «δημιουργική λογιστική», διαμορφώνεται και το... μιντιακό πλεόνασμα της κυβέρνησης.
Σταύρος Χριστακόπουλος
ΠΟΝΤΙΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου