Στις 6 Μαΐου μ’ ένα αποτέλεσμα που μεταφράζεται σ’ ένα αυθόρμητο «Φτάνει! Μέχρι εδώ», καταγράφηκε η δεύτερη χειροπιαστή νίκη της ελληνικής κοινωνίας από τότε που μπήκαμε στη δίνη της κρίσης και των μνημονίων. Η πρώτη ήταν η πρόκληση των ίδιων των εκλογών, που δεν ήθελαν με τίποτα οι δανειστές και στην πραγματικότητα τις επέβαλε η κοινωνία (να θυμηθούμε τι έγινε στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, αλλά και την πίεση που άσκησαν οι μεγάλες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα), αρνούμενη να νομιμοποιήσει την ακολουθούμενη πολιτική. Ακόμα και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η ίδια η κοινωνία που τον ανάγκασε να ωριμάσει πολιτικά και να περάσει από την καταγγελία στην διεκδίκηση της εξουσίας.
Δεν έγιναν ξαφνικά όλοι αριστεροί (ούτε όλο το 17% του ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερό). Ήταν η ανάγκη της κοινωνίας όμως, που την έκανε να στραφεί προς την Αριστερά ζητώντας της μια πιο δίκαιη διακυβέρνηση και να την ξαλαφρώσει από τ’ αβάσταχτα βάρη. Ήταν η κοινωνία που αποφάσισε να τελειώσει με τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν σχεδόν 40 χρόνια τη χώρα με τα γνωστά αποτελέσματα κι έπρεπε να βρει κάποιους άλλους για να βάλει στη θέση τους.
Όταν άρχισε να κοιτάζει προς την Αριστερά όμως, αυτή σφύριζε αδιάφορα, περιχαρακωνόταν κι έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Προτιμούσαν τα κόμματά τους μικρά, κλειστά, ελεγχόμενα. Μέχρι που οι συνεχείς πιέσεις άρχισαν να βρίσκουν ανταπόκριση στον ΣΥΡΙΖΑ, που πρώτος έλαβε τα μηνύματα και άρχισε ν’ αλλάζει, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορείς να καταγγέλλεις κάτι, αν δεν είσαι έτοιμος να βάλεις κάτι άλλο στη θέση του. Και ξαφνικά αποφάσισε πως δεν φοβάται να μεγαλώσει και είναι έτοιμος να πάρει το ρίσκο και ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα της κοινωνίας. Κάπως, έτσι, λίγο βιαστικά, λίγο πρόχειρα -και όχι σαν έτοιμος από καιρό- ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε παρών, έτοιμος ν’ αναλάβει την ευθύνη. Κι ας μην ήταν απολύτως προετοιμασμένος.
Η κοινωνία το γνώριζε. Του ζητά όμως να το αντιμετωπίσει και γι’ αυτό το επόμενο διάστημα θα πρέπει να βαδίσουν μαζί. Ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει τη στήριξή της, αλλά κι εκείνη να του δείξει τον δρόμο (θαυμάσια η κίνηση του Α. Τσίπρα να απευθυνθεί στη ΓΣΕΕ, κρίμα που η ηγεσία της όμως δεν αποτελεί πια γνήσιο εκπρόσωπο των εργαζομένων, αλλά της συνδικαλιστικής παρακμής του ΠΑΣΟΚ που σβήνει). Τα ποσοστά που προέκυψαν από τις κάλπες, ωστόσο, πέρα από τους προφανείς νικητές και ηττημένους, δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα τη δυνατότητα να θεωρεί ότι αυτό μόνο του εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό και μπορεί ν’ αποφασίζει ερήμην του. Από εδώ και πέρα όλες οι αποφάσεις πρέπει να έχουν την έγκριση και τη νομιμοποίηση της κοινωνίας. Αλλά και τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτήν.
Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σεραφείμ Σεφεριάδης, πιστεύει ότι πράγματι «θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού» η κοινωνία, η οποία κινητοποιήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα (απεργίες, συγκεντρώσεις κ.λπ) και «θα βρεθεί υποχρεωμένη να κινητοποιηθεί και το επόμενο». Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα δύο τελευταία χρόνια «είναι μία περίοδος εξαιρετικών κινητοποιήσεων της ελληνικής κοινωνίας (έχουν γίνει 17 γενικές απεργίες με πολιτικά αιτήματα, καθώς και οι συγκεντρώσεις της Πλατείας Συντάγματος), η οποία επιχειρεί εδώ και λίγο καιρό να επανοικειοποιηθεί την πολιτική, να την κάνει δική της υπόθεση».
Αλλά και ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Μενέλαος Γκίβαλος, εκτιμά ότι είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που η κοινωνία βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με την πολιτική εξουσία και για πρώτη φορά πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι πολίτες. «Για να δοθούν λύσεις θα χρειαστεί να κινητοποιηθεί ο λαός, να οργανωθεί συλλογικά». Τελείωσαν λοιπόν οι σωτήρες και κανένας μεσσίας δεν πρόκειται να εμφανιστεί, παρά μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να πιέσει, να δείξει κατευθύνσεις και να στείλει τα μηνύματα.
Όσοι μέχρι πρότινος έλεγχαν την εξουσία αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα και να υπερασπιστούν το κοινωνικό συμφέρον, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να τη διατηρήσουν, υποχωρώντας στις οξύτατες κοινωνικές πιέσεις. Τα δύο κόμματα εξουσίας ωστόσο, σε συνεργασία με την τρόικα, οργανώνονται και επιχειρούν να ελέγξουν και πάλι τις εξελίξεις. Πέρα από τις παγίδες που προσπαθούν να στήσουν στην Αριστερά και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ που ψήλωσε πολύ κι ενοχλεί ακόμα περισσότερο, γιατί «αυτός είναι που απειλεί να βάλει μπουρλότο στο πολιτικό σύστημα» όπως τον κατηγορούν, έχουν ξεκινήσει ήδη στο παρασκήνιο μία απόπειρα λεηλασίας βουλευτών της Αριστεράς, προκειμένου να περάσουν από το αντιμνημονιακό στρατόπεδο στο δικό τους. Ίσως αυτό να έχει στο μυαλό του και ο καθηγητής Πολιτικών Θεωριών, Νίκος Κοτζιάς, όταν αναφέρει ότι «με άλλα κόμματα και αριθμό βουλευτών θα μπούμε σ’ αυτή τη Βουλή και με άλλον θα κλείσει». Βέβαια ο ίδιος έχει πει ότι και από τα κόμματα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ περιμένει να φύγουν βουλευτές, που δεν θα αντέξουν άλλο να στηρίζουν αντιλαϊκές πολιτικές.
Όσο για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις της Αριστεράς, γι’ αυτές λέει ότι «οφείλουν να ωριμάσουν σ’ ένα μικρό πυκνό χρόνο, καθώς δεν θα δοθεί ξανά αυτή η προοπτική». Σχολιάζοντας τη στάση του ΚΚΕ, ισχυρίζεται ότι αν συνεχίσει να επιμένει στην άρνηση συγκρότησης αντιμνημονιακής κυβέρνησης, παρά τη σαφή εντολή του λαού, «θα πρέπει να ξαναδιαβάσει δημιουργικά τα αποτελέσματα και να αναστοχαστεί πάνω στην πολιτική του γραμμή» διαφορετικά προβλέπει μεγάλη κρίση στο εσωτερικό του. Η τακτική, πάντως, των ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και τρόικας είναι να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία σε απογοήτευση, επιχειρώντας να την πείσουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση, επειδή για άλλη μια φορά αυτή είναι ένοχη. Και φταίει γιατί έδωσε τόσο πολλές ψήφους σε αντιμνημονιακές δυνάμεις, ώστε δεν μπορεί να προκύψει η περίφημη «σταθερή κυβέρνηση ( που είχε προσυμφωνηθεί).
Όλα τα προηγούμενα διλήμματα, εκβιασμοί κι εκφοβισμοί προς την ελληνική κοινωνία επεστράφησαν. Μένει να δούμε τι θα γίνει με τα επόμενα. Μέχρι τότε ωστόσο, θα μπορούσε να αναλάβει η ίδια πρωτοβουλίες, ζητώντας π.χ. δημοψήφισμα για το μνημόνιο, έλεγχο του χρέους κ.ά. με συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις που να αναδεικνύουν συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα.
Δεν έγιναν ξαφνικά όλοι αριστεροί (ούτε όλο το 17% του ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερό). Ήταν η ανάγκη της κοινωνίας όμως, που την έκανε να στραφεί προς την Αριστερά ζητώντας της μια πιο δίκαιη διακυβέρνηση και να την ξαλαφρώσει από τ’ αβάσταχτα βάρη. Ήταν η κοινωνία που αποφάσισε να τελειώσει με τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν σχεδόν 40 χρόνια τη χώρα με τα γνωστά αποτελέσματα κι έπρεπε να βρει κάποιους άλλους για να βάλει στη θέση τους.
Όταν άρχισε να κοιτάζει προς την Αριστερά όμως, αυτή σφύριζε αδιάφορα, περιχαρακωνόταν κι έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Προτιμούσαν τα κόμματά τους μικρά, κλειστά, ελεγχόμενα. Μέχρι που οι συνεχείς πιέσεις άρχισαν να βρίσκουν ανταπόκριση στον ΣΥΡΙΖΑ, που πρώτος έλαβε τα μηνύματα και άρχισε ν’ αλλάζει, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορείς να καταγγέλλεις κάτι, αν δεν είσαι έτοιμος να βάλεις κάτι άλλο στη θέση του. Και ξαφνικά αποφάσισε πως δεν φοβάται να μεγαλώσει και είναι έτοιμος να πάρει το ρίσκο και ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα της κοινωνίας. Κάπως, έτσι, λίγο βιαστικά, λίγο πρόχειρα -και όχι σαν έτοιμος από καιρό- ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε παρών, έτοιμος ν’ αναλάβει την ευθύνη. Κι ας μην ήταν απολύτως προετοιμασμένος.
Η κοινωνία το γνώριζε. Του ζητά όμως να το αντιμετωπίσει και γι’ αυτό το επόμενο διάστημα θα πρέπει να βαδίσουν μαζί. Ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει τη στήριξή της, αλλά κι εκείνη να του δείξει τον δρόμο (θαυμάσια η κίνηση του Α. Τσίπρα να απευθυνθεί στη ΓΣΕΕ, κρίμα που η ηγεσία της όμως δεν αποτελεί πια γνήσιο εκπρόσωπο των εργαζομένων, αλλά της συνδικαλιστικής παρακμής του ΠΑΣΟΚ που σβήνει). Τα ποσοστά που προέκυψαν από τις κάλπες, ωστόσο, πέρα από τους προφανείς νικητές και ηττημένους, δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα τη δυνατότητα να θεωρεί ότι αυτό μόνο του εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό και μπορεί ν’ αποφασίζει ερήμην του. Από εδώ και πέρα όλες οι αποφάσεις πρέπει να έχουν την έγκριση και τη νομιμοποίηση της κοινωνίας. Αλλά και τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτήν.
Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σεραφείμ Σεφεριάδης, πιστεύει ότι πράγματι «θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού» η κοινωνία, η οποία κινητοποιήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα (απεργίες, συγκεντρώσεις κ.λπ) και «θα βρεθεί υποχρεωμένη να κινητοποιηθεί και το επόμενο». Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα δύο τελευταία χρόνια «είναι μία περίοδος εξαιρετικών κινητοποιήσεων της ελληνικής κοινωνίας (έχουν γίνει 17 γενικές απεργίες με πολιτικά αιτήματα, καθώς και οι συγκεντρώσεις της Πλατείας Συντάγματος), η οποία επιχειρεί εδώ και λίγο καιρό να επανοικειοποιηθεί την πολιτική, να την κάνει δική της υπόθεση».
Αλλά και ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Μενέλαος Γκίβαλος, εκτιμά ότι είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που η κοινωνία βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με την πολιτική εξουσία και για πρώτη φορά πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι πολίτες. «Για να δοθούν λύσεις θα χρειαστεί να κινητοποιηθεί ο λαός, να οργανωθεί συλλογικά». Τελείωσαν λοιπόν οι σωτήρες και κανένας μεσσίας δεν πρόκειται να εμφανιστεί, παρά μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να πιέσει, να δείξει κατευθύνσεις και να στείλει τα μηνύματα.
Όσοι μέχρι πρότινος έλεγχαν την εξουσία αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα και να υπερασπιστούν το κοινωνικό συμφέρον, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να τη διατηρήσουν, υποχωρώντας στις οξύτατες κοινωνικές πιέσεις. Τα δύο κόμματα εξουσίας ωστόσο, σε συνεργασία με την τρόικα, οργανώνονται και επιχειρούν να ελέγξουν και πάλι τις εξελίξεις. Πέρα από τις παγίδες που προσπαθούν να στήσουν στην Αριστερά και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ που ψήλωσε πολύ κι ενοχλεί ακόμα περισσότερο, γιατί «αυτός είναι που απειλεί να βάλει μπουρλότο στο πολιτικό σύστημα» όπως τον κατηγορούν, έχουν ξεκινήσει ήδη στο παρασκήνιο μία απόπειρα λεηλασίας βουλευτών της Αριστεράς, προκειμένου να περάσουν από το αντιμνημονιακό στρατόπεδο στο δικό τους. Ίσως αυτό να έχει στο μυαλό του και ο καθηγητής Πολιτικών Θεωριών, Νίκος Κοτζιάς, όταν αναφέρει ότι «με άλλα κόμματα και αριθμό βουλευτών θα μπούμε σ’ αυτή τη Βουλή και με άλλον θα κλείσει». Βέβαια ο ίδιος έχει πει ότι και από τα κόμματα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ περιμένει να φύγουν βουλευτές, που δεν θα αντέξουν άλλο να στηρίζουν αντιλαϊκές πολιτικές.
Όσο για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις της Αριστεράς, γι’ αυτές λέει ότι «οφείλουν να ωριμάσουν σ’ ένα μικρό πυκνό χρόνο, καθώς δεν θα δοθεί ξανά αυτή η προοπτική». Σχολιάζοντας τη στάση του ΚΚΕ, ισχυρίζεται ότι αν συνεχίσει να επιμένει στην άρνηση συγκρότησης αντιμνημονιακής κυβέρνησης, παρά τη σαφή εντολή του λαού, «θα πρέπει να ξαναδιαβάσει δημιουργικά τα αποτελέσματα και να αναστοχαστεί πάνω στην πολιτική του γραμμή» διαφορετικά προβλέπει μεγάλη κρίση στο εσωτερικό του. Η τακτική, πάντως, των ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και τρόικας είναι να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία σε απογοήτευση, επιχειρώντας να την πείσουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση, επειδή για άλλη μια φορά αυτή είναι ένοχη. Και φταίει γιατί έδωσε τόσο πολλές ψήφους σε αντιμνημονιακές δυνάμεις, ώστε δεν μπορεί να προκύψει η περίφημη «σταθερή κυβέρνηση ( που είχε προσυμφωνηθεί).
Όλα τα προηγούμενα διλήμματα, εκβιασμοί κι εκφοβισμοί προς την ελληνική κοινωνία επεστράφησαν. Μένει να δούμε τι θα γίνει με τα επόμενα. Μέχρι τότε ωστόσο, θα μπορούσε να αναλάβει η ίδια πρωτοβουλίες, ζητώντας π.χ. δημοψήφισμα για το μνημόνιο, έλεγχο του χρέους κ.ά. με συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις που να αναδεικνύουν συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου