Πρωινό στο Πεδίον ΄Αρεως...
Το ζευγάρι με το μικρό τους παιδάκι, πέρασε δίπλα από το άγαλμα του γαλαζοαίματου, ακολούθησε το δρομάκι με την αλέα και κάθισε στο ξύλινο παγκάκι.
Ο άντρας, ψηλός γεροδε μένος, φορούσε μαύρη μπλούζα και μαύρα γυαλιά ηλίου.Η γυναίκα, με ξανθιά -σκούπα μαλλιά, σκέπαζε κι εκείνη το πρόσωπό της με τεράστια γυαλιά ηλίου -τύπου πεταλούδας.Το μικρό αγοράκι τους, έτρωγε λαίμαργα τα μπισκοτάκια που κρατούσε στις χούφτες του κι όλο γκρίνιαζε.
Στο διπλανό παγκάκι, ήταν ήδη καθισμένο 'αλλο ζευγάρι με το παιδάκι τους.Ο μελαμψός άντρας, μιλούσε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας τα τεράστια ολόμαυρα μάτια της γυναίκας του, που τα πλαισίωνε-σχεδόν τα κάλυπτε- τό ύφασμα μιας πολύχρωμης μαντήλας. Το κοριτσάκι τους, κρατούσε ένα πλαστικό μπουκαλάκι με εμφιαλωμένο νερό κι όλο στριφογύριζε γύρω τους και τους άγγιζε με τα χε
ράκια του, πίνοντας κάθε τόσο μια γουλιά νερό...
Ξαφνικά, η ξανθιά γυναίκα ,φώναξε πανικόβλητη:- Νίκο, το παιδί!
Ο μικρός, είχε βάλει πολλά μπισκότα μαζί στο στόμα και έφραξε το λαρύγγι του. Τα ματάκια του γούρλωσαν.
Η μάνα του, άρπαξε το μπουκάλι του νερού από το κοριτσάκι και το έφερε κοντά στο στόμα του παιδιού της.
-Τι κάνεις εκεί, μωρή, από το πακιστανάκι δίνεις νερό στο παιδί μας; ούρλιαξε ο άντρας-μασίστας και πέταξε με δύναμη μακριά το μπουκάλι του νερού.
Το ασθενοφόρο-όπως συνήθως- άργησε νά έρθει. Πρόλαβα να δώ το κατάχλωμο αγοράκι με τα γουρλωμένα μάτια και τον πατέρα που σήκωνε ''περήφανα'' με τα γεροδεμένα μπράτσα του, το άψυχο κορμάκι του παιδιού του, λίγο πριν το εναποθέσει στο καθυστερημένο όχημα. ΄Εσφιξα τις γροθιές μου, όταν είδα στην πλάτη της μαύρης μπλούζας που φορούσε, αναγραμμένες με άσπρα γράμματα, δυο λέξεις: ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ...
Το ζευγάρι με το μικρό τους παιδάκι, πέρασε δίπλα από το άγαλμα του γαλαζοαίματου, ακολούθησε το δρομάκι με την αλέα και κάθισε στο ξύλινο παγκάκι.
Ο άντρας, ψηλός γεροδε μένος, φορούσε μαύρη μπλούζα και μαύρα γυαλιά ηλίου.Η γυναίκα, με ξανθιά -σκούπα μαλλιά, σκέπαζε κι εκείνη το πρόσωπό της με τεράστια γυαλιά ηλίου -τύπου πεταλούδας.Το μικρό αγοράκι τους, έτρωγε λαίμαργα τα μπισκοτάκια που κρατούσε στις χούφτες του κι όλο γκρίνιαζε.
Στο διπλανό παγκάκι, ήταν ήδη καθισμένο 'αλλο ζευγάρι με το παιδάκι τους.Ο μελαμψός άντρας, μιλούσε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας τα τεράστια ολόμαυρα μάτια της γυναίκας του, που τα πλαισίωνε-σχεδόν τα κάλυπτε- τό ύφασμα μιας πολύχρωμης μαντήλας. Το κοριτσάκι τους, κρατούσε ένα πλαστικό μπουκαλάκι με εμφιαλωμένο νερό κι όλο στριφογύριζε γύρω τους και τους άγγιζε με τα χε
ράκια του, πίνοντας κάθε τόσο μια γουλιά νερό...
Ξαφνικά, η ξανθιά γυναίκα ,φώναξε πανικόβλητη:- Νίκο, το παιδί!
Ο μικρός, είχε βάλει πολλά μπισκότα μαζί στο στόμα και έφραξε το λαρύγγι του. Τα ματάκια του γούρλωσαν.
Η μάνα του, άρπαξε το μπουκάλι του νερού από το κοριτσάκι και το έφερε κοντά στο στόμα του παιδιού της.
-Τι κάνεις εκεί, μωρή, από το πακιστανάκι δίνεις νερό στο παιδί μας; ούρλιαξε ο άντρας-μασίστας και πέταξε με δύναμη μακριά το μπουκάλι του νερού.
Το ασθενοφόρο-όπως συνήθως- άργησε νά έρθει. Πρόλαβα να δώ το κατάχλωμο αγοράκι με τα γουρλωμένα μάτια και τον πατέρα που σήκωνε ''περήφανα'' με τα γεροδεμένα μπράτσα του, το άψυχο κορμάκι του παιδιού του, λίγο πριν το εναποθέσει στο καθυστερημένο όχημα. ΄Εσφιξα τις γροθιές μου, όταν είδα στην πλάτη της μαύρης μπλούζας που φορούσε, αναγραμμένες με άσπρα γράμματα, δυο λέξεις: ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ...
Βέρα Βασιλείου-Πέτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου