Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

17 Αυγούστου 1944: Το μπλόκο της Κοκκινιάς

Οι γερμανοτσολιάδες σε ώρα «υπηρεσίας»
“ Οι κουκουλοφόροι σαν τα φίδια σέρνονται μέσα στο πλήθος και διαλέγουν ..και ο δήμιος εκτελεί. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. Χαρακτηριστικό της ανδρείας, του υψηλού φρονήματος των εκτελεσθέντων είναι ότι λίγο πριν το θάνατο και με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή, κανείς δεν πρόδωσε άλλο συναγωνιστή του. Ενώ πολλοί ήταν αυτοί που πριν πέσουν νεκροί έδιναν θάρρος στους υπόλοιπους προτρέποντάς τους να αγωνιστούν ενάντια στο φασισμό. ”
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς έχει μείνει στην ιστορία ως τραγωδία για την Νίκαια, κατά την οποία διεξήχθησαν ομαδικές εκτελέσεις στην περιοχή από τα κατοχικά στρατεύματα των Γερμανών.
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει το χρονικό των γεγονότων της 17ης Αυγούστου στην Κοκκινιά, όταν δυνάμεις του γερμανικού στρατού μαζί με τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας απέκλεισαν την ευρύτερη περιοχή στήνοντας το λεγόμενο μπλόκο. Η αφήγηση περιλαμβάνει μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, επέζησαν της επίθεσης που πραγματοποιήθηκε, έχασαν συγγενείς και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας.
Περιγράφεται η σημασία της Κοκκινιάς ως περιοχή με έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα, με μαζικές εργατικές και άλλες κινητοποιήσεις, ένοπλη δράση και διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με αποκορύφωμα τους μήνες που μεσολάβησαν από το τέλος του 1943 και μέχρι τον Αύγουστο του 1944.


Αντιστοίχως παρουσιάζονται τα γεγονότα της 17ης Αυγούστου όπως βιώθηκαν από τους κατοίκους της Κοκκινιάς, η έλευση των κατοχικών δυνάμεων, η συνεργασία των Ταγμάτων Ασφαλείας, η συγκέντρωση των ανδρών στην πλατεία της Οσίας Ξένης, το έργο των κουκουλοφόρων καταδοτών, οι εκτελέσεις των αγωνιστών στην παρακείμενη μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή, οι οδομαχίες στην ευρύτερη περιοχή και οι απεγνωσμένες προσπάθειες των γυναικών της Κοκκινιάς να βοηθήσουν τους αιχμαλώτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση του ΣΩΤΗΡΗ ΚΥΒΕΛΟΥ, αξιωματικού του ΕΛΑΣ, ο οποίος περιγράφει το πλαίσιο των συγκρούσεων με τις κατοχικές δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και εκείνη του αστυνομικού και αγωνιστή του ΕΛΑΣ, ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΝΑΓΝΟΥ, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με το έργο της μεταφοράς των σωρών των 78 εκτελεσθέντων και την ταφή τους.

Η ταινία καταγράφει τις αναμνήσεις των επιζώντων του μπλόκου και των αντιστασιακών που μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στο Χαϊδάρι και στο Ρουφ και ακολούθως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, αλλά και γυναικών-συγγενών των θυμάτων που περιγράφουν το θρήνο και την απόγνωση για τους ανθρώπους που εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν.

Το ιστορικό

Κοντά στις 2:30 το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής σφαγής που θα ακολουθήσει όταν ανέβει ο ήλιος ψηλά. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές που περικλείουν την Κοκκινιά, από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά, ο κλοιός σφίγγει. Μαζί με τους Ναζί κατακτητές καταφθάνει στην προσφυγούπολη του Πειραιά, τη «Μικρή Μόσχα», όπως είχαν βαπτίσει την Κοκκινιά, και το μηχανοκίνητο τμήμα του δοσίλογου Ν. Μπουραντά. Περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την πόλη που εκείνη την ώρα κοιμάται.

Μετά τις 6:00 π.μ. ακούγονται τα «χωνιά» στους δρόμους της Κοκκινιάς. Όχι τα χωνιά της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ που καλούσαν κάθε τόσο τον Κοκκινιώτικο λαό σε αντίσταση και του έδιναν κουράγιο, μα τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός σε κάθε σπίτι και σε κάθε δρόμο της πόλης. Μερικοί κρύβονται όπως-όπως σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, όπου βρουν. Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των φτωχών παραγκόσπιτων και με βρισιές και κλωτσιές σέρνονται κυριολεκτικά προς τον τόπο του Μαρτυρίου, εκατοντάδες συμπολίτες μας αγωνιστές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή και εκτελέστηκαν επί τόπου στα σπίτια τους.

Οι γυναίκες με τα παιδιά κλαίνε και οδύρονται ακολουθώντας με αγωνία τους δικούς τους ανθρώπους. Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Οι ταγματασφαλίτες μπαίνουν στα σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν, καταστρέφουν, καίνε, βρίζουν και χτυπούν τα γυναικόπαιδα. Η μικρή αντίσταση που πρόλαβαν να δεχτούν από ομάδες ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα. Οι πρώτοι νεκροί πέφτουν σε διάφορους δρόμους.

Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσίας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι, έχουν γεμίσει από κόσμο. Περίπου 25.000 άτομα. Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους για να μπορούν οι δήμιοι και να υποδεικνύουν όποιον θέλουν. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι. Η ζέστη αφόρητη και αρκετοί είναι αυτοί που λιποθυμούν και ζητούν εναγωνίως λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους προσφέροντάς τους από τις πήλινες στάμνες λίγο νερό, κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Οι γερμανοτσολιάδες πιάνουν δουλειά.

Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Ο ρόλος τους είναι συγκεκριμένος, ως γνήσιοι προδότες υποδεικνύουν ποιους να εκτελέσουν. Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά «τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα. Αφού με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει. Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού ήταν «Ψηλά το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ»!!!.

Οι κουκουλοφόροι σαν τα φίδια σέρνονται μέσα στο πλήθος και διαλέγουν ..και ο δήμιος εκτελεί. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. Χαρακτηριστικό της ανδρείας, του υψηλού φρονήματος των εκτελεσθέντων είναι ότι λίγο πριν το θάνατο και με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή, κανείς δεν πρόδωσε άλλο συναγωνιστή του. Ενώ πολλοί ήταν αυτοί που πριν πέσουν νεκροί έδιναν θάρρος στους υπόλοιπους προτρέποντάς τους να αγωνιστούν ενάντια στο φασισμό.

Ο τόπος εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου , στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών. Η μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή γεμίζει με παλικάρια. Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει συνέχεια ούζο και με το όπλο του συνεχώς εκτελεί. Πίνει , βρίζει, εκτελεί και συνεχώς αναφωνεί «άλλες κόμουνιστ καπούτ», («Όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»).

Την ώρα των ομαδικών εκτελέσεων μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τους την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης σε σπίτια συναγωνιστών τους. Ξαφνικά γερμανικά καμιόνια ζώνουν την περιοχή και αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Από τα 90 σπίτια της περιοχής καίγονται τα 80. Για το λόγο αυτό η συνοικία του 4ου Καραβά ονομάστηκε «Καμένα». Γύρω στις 11:00 π.μ., οι Γερμανοί πληροφορούνται ότι στη Νεάπολη προδόθηκε το κρησφύγετο μιας ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στην οποία συμμετείχε η Διαμάντω Κουμπάκη. Η χαρά των Γερμανών ήταν μεγάλη διότι κατάφεραν να την συλλάβουν. Καθώς τη χτυπούσαν κατευθυνόμενοι προς τη Μάντρα η Διαμάντω τους έβριζε και τους απαντούσε «σαν και εσάς προδότες εγώ έφαγα 65!».

Παρά το άγριο ξυλοδαρμό της με τους υποκόπανους των όπλων, φθάνοντας στη Μάντρα του μαρτυρίου και λίγο πριν την εκτελέσουν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει «Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν». Παρόμοια κατάληξη θα έχει και μια άλλη αντάρτισσα, η Αθηνά Μαύρου. Καθώς την έσερναν βίαια στην Οσία Ξένη, για να μαρτυρήσει όσους γνώριζε, φώναξε: «αδέλφια το κεφάλι ψηλά, δε γνωρίζω κανέναν και ας με φάει το βόλι του Γερμανού».

Την ώρα που η Κουμπάκη και η Μαύρου έπεφταν στα χέρια των Γερμανών για να βρουν τραγικό θάνατο στην ίδια περιοχή μια ομάδα ΕΛΑΣιτών με επικεφαλής το Θεόδωρο Μακρή συνεχίζει να δίνει γενναία μάχη. Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν από το γερμανικό κλοιό. Νεκροί πέφτουν ο Θεόδωρος Μακρής και ο Ιταλός Αντιφασίστας που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ Νίνο ή Πέτρος. Στην πλατεία Οσίας Ξένης συνεχίζεται η τραγωδία. Εκατοντάδες γυναίκες προσπαθούν να ανακουφίσουν τον πόνο των αγωνιστών και με στάμνες κουβαλούν λίγο νερό και λίγο ψωμί. Οι δήμιοι σπάνε τις στάμνες, κλωτσάνε τις γυναίκες και βρίζουν.. Τα παιδιά κλαίνε και σπαράζουν: Η ζέστη, η δίψα, ο φόβος έχει σκεπάσει τα πρόσωπα ψυχές όλων. Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους χαμογελούν σαρκαστικά.

Η αγωνία της διαλογής συνεχίζεται, οι ριπές στη Μάντρα συνεχίζονται, το Μαρτύριο τελειωμό δεν έχει. Τη στιγμή αυτή ξεχωρίζει ο ηρωισμός του αγωνιστή Κώστα Περιβόλα ο οποίος, την ώρα που τον διαλέγουν για εκτέλεση, ορμά πάνω στον χαφιέ Ι.Πλυντζανόπουλο, τον έπιασε από το λαιμό και του βγάζει την κουκούλα. Ο δήμιος προλαβαίνει και τον εκτελεί επί τόπου. Λίγο μετά το μεσημέρι σταματούν οι εκτελέσεις. Έχουν προηγηθεί κι άλλες ομαδικές εκτελέσεις στα Καμένα, στη συμβολή των οδών Ακροπόλεως και Αρτέμιδος. Εκεί εκτελούνται 46 οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή με καμιόνια από την Οσία Ξένη.

Στο χώρο της Μάντρας η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο. Το αίμα δύο πήχες έγλυφε το πάτωμα. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη ορμούν πάνω στα κουφάρια των ηρώων και αρχίζουν να τους παίρνουν ότι αντικείμενα αξίας είχαν πάνω τους. Ρολόγια, δαχτυλίδια , βέρες κ.α. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο ανοσιούργημά τους και οι ίδιοι οι Γερμανοί εκτέλεσαν κάποιους από αυτούς επί τόπου..

Η αυλαία αυτής της τραγωδίας έκλεισε γύρω στις 6:00 μ.μ. με ένα ξεδιάλεγμα περίπου 8.000 Κοκκινιωτών ομήρων. Ένα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι ξεκίνησε από την Κοκκινιά για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι όμηροι οδηγούνται, σε φάλαγγα ανά τέσσερις, και σ΄ αυτή την απόσταση, περίπου 7 χιλιομέτρων όσοι πέφτουν κάτω από την εξάντληση, τη δίψα ή τη ζέστη, βασανίζονται αμέσως. Σε όλους τους δρόμους της Κοκκινιάς ακούς μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων και παιδιών, ενώ από παντού ρέει αίμα και η πόλη μυρίζει θάνατο.

Όπως αναφέρει ο μαχητής του ΕΛΑΣ Αγ. Σοφίας Πειραιά, Μιχάλης Γρηγοράκης, ο οποίος συμμετείχε σ΄ αυτήν την πορεία, ένας από τους ταγματασφαλίτες που τους συνόδευαν, καθ΄ όλη τη διαδρομή φώναζε «Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ. Η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι και θα πεθάνετε όλοι σας». Από το Χαϊδάρι γύρω στα 1.800 άτομα σέρνονται στα κολαστήρια της Γερμανίας. Κοκκινιώτες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μανχάϊμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Μπίπλις, Άουσβιτς και αλλού.

* Koκκινιά: το ιστορικό όνομα της περιοχής που περιλαμβάνει την Παλιά Κοκκινιά, Νίκαια, Κορυδαλλό και χωρίστηκε διοικητικά (για εκλογικούς λόγους, πολύ κόκκινη) το 1941.

Δείτε το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ:

ΠΗΓΗ: left.gr
via periodista

1 σχόλιο:

pluton είπε...

Στην γειτονιά μου υπήρχε μια οικογένεια (τον πατέρα τους τον πρόλαβα μικρό παιδάκι, τον φώναζαν καπετάνιο, ήταν στο βουνό). Τα δύο αγόρια της οικογένειας τα έπιασαν από τους τελευταίους και τα έστησαν στην μάντρα (ό ένας έφαγε σφαίρες και έπεσε, ο άλλος λιποθύμησε και έπεσε πάνω στον αδελφό του, με το αίμα του οποίου βράχηκε όλοκληρος). Προφανώς μέσα σε εκείνο το σφαγείο θεωρήθηκε νεκρός. Στην συνέχεια ήρθε το κάρο να μαζέψει τα πτώματα να τα πάει στο Γ νεκροταφείο, απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων (συνοδεία ένοπλων ταγματασφαλίτων), ο λιποθυμισμένος όταν τον πλησίασε ο καραγωγέας του ψυθήρισε "Είμαι ζωντανός μη με θάψεις".

Ο αμαξάς φρόντισε να φορτώσει τους νεκρούς προτελευταίο έβαλε τον λιποθυμισμένο και από πάνω του έριξε κάποιο νεκρό, τους οδήγησε στο νεκροταφείο και φρόντισε να ρίξει στον ομαδικό τάφο όλους τους νεκρούς και τελευταίο τον λιποθυμισμένο, έριξε λίγο χώμα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να ανασαίνει και έφυγε με την υπόσχεση στους ταγματασφαλίτες ότι θα επιστρέψει μετά να ολοκληρώσει την ταφή.

Στο σπίτι του η οικογένεια (όπως όλες οι οικογένειες των εκτελεσμένων) θρηνούσε σε άδεια φέρετρα. αργά το βράδυ άκουσαν χτύπους στην πόρτα άνοιξαν και είδαν μπροστά τους τον λιποθυμισμένο ( φαντάζεσται το χάλι της εμφάνισής του ).

Ο λιποθυμισμένος ήταν παδικός φίλος του πατέρα μου, παιδάκι θυμάμαι σε μια πορεία ειρήνης (δεκαετία 60) όταν τον συνάντησε πως είχαν αγκαλιαστει.

Βέβαια υπήρχε και το δράμα των οικογενειών των κουκουλοφόρων και εδώ υπάρχουν συνταρακτικά γεγονότα, αναπόφευκτα, που αμαυρώνουν την Εθνική Αντίσταση (επί αυτής της πτυχής θα ήταν σωστό να αναφερθεί κανείς).