Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Οι θεωρίες του κορπορατισμού και του πλουραλισμού...

H θεωρία περί κορπορατισμού είναι μια θεωρία για τα συνδικάτα που χαρακτηρίζεται ως «ινστιτιουσιοναλιστική», δηλαδή θεσμοκεντρική. Η κεντρική θέση της θεωρίας είναι ότι «η πολιτική, οικονομική ή κοινωνική συμπεριφορά δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά είτε με όρους επιλογών και προτιμήσεων των ατόμων είτε με όρους συνηθειών και καταχρήσεων των δημοσίων φορέων» αλλά με τη μελέτη των συλλογικοτήτων που βρίσκονται μεταξύ κράτους και ατόμων συγκροτούμενες στη βάση της «αυτο-οργάνωσης» και αποτελούν «ημι-δημόσιες» οργανώσεις . Οι οργανώσεις αυτές, αν και θεωρούνται, από τη σκοπιά ενός εξωτερικού παρατηρητή, «άκαμπτες στις απαιτήσεις τους» και «όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στις επιδόσεις τους», επιτελούν σημαντικό έργο εξοικονομώντας δαπάνες έρευνας και...
 πληροφόρησης τόσο για το κράτος όσο και για τις εργοδότριες επιχειρήσεις. Αποτελούν επίσης για τα άτομα που τις απαρτίζουν μια προσωρινή, αν και όχι ιδιαίτερα τελειοποιημένη, λύση έναντι μιας αβέβαιης μελλοντικής προοπτικής.
Προτού όμως προχωρήσουμε στην περιγραφή και κριτική της θεωρίας περί κορπορατισμού θα χρειαστεί να κάνουμε μια μεγάλη παρέκβαση ώστε να ορίσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες το είδος της συλλογικότητας για την οποία έγινε λόγος. Τι είναι λοιπόν τα συνδικάτα; Είναι ομάδες πίεσης ή συμφερόντων ή κοινωνικά κινήματα; Ποια είναι η θέση τους μέσα στο πολιτικό σύστημα και η σχέση τους με άλλες μρφές κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης;
Μια από τις δυσκολότερες όσον αφορά τον ορισμό τους έννοιες στην πολιτική κοινωνιολογία είναι αυτή του «συμφέροντος». Η κατ’ αρχήν προσέγγισή μας θα είναι λεξικογραφική:
Κατά το Cambridge Advanced Learner’s Dictionary, συμφέρον είναι μια κατάσταση «που φέρνει κέρδος ή που θίγει κάποιον ή κάτι» . Μπορεί επίσης να είναι δικαίωμα, τίτλος, ή νόμιμο μερίδιο σε κάτι. Ενδέχεται να είναι η ανάμειξη ή ένα νόμιμο δικαίωμα, που συνήθως σχετίζεται μια εργασία, μια επιχείρηση ή με περιουσία. Τέλος, έννομο συμφέρον είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή αντικείμενο διακύβευσης για τη διατήρηση – ή για την επίδραση σ’ αυτήν – μιας κατάστασης, μιας διευθέτησης ή δράσης. Πρόκειται για τη διατήρηση ενός νόμιμου δικαιώματος για παρούσα ή μελλοντική άσκηση (π.χ. το συμφέρον ενός εργαζομένου σύμφωνα με ένα πρόγραμμα συνταξιοδότησης).
Ο όρος ομάδες συμφερόντων (ή ειδικών συμφερόντων) καλύπτει κάθε σύνολο ατόμων, το οποίο, στη βάση ενός ή περισσότερων κοινών συμφερόντων, διατυπώνει αιτήματα σε ομάδες ή στην κοινωνία γενικώς αποσκοπώντας στην προώθηση των στόχων του.
Ομάδα πίεσης είναι μια οργάνωση που επιδιώκει την εκπροσώπηση των συμφερόντων συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας με σκοπό την επίδραση στη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής. Στην περίπτωση εντελώς στενά νοούμενου συμφέροντος σε μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας η ομάδα πίεσης αναφέρεται ως Lobby.
Τα πολιτικά κόμματα είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς:
α) συναρθρώνουν τη μάζα των συμφερόντων στην κοινωνία, χωρίς την οποία η πολιτική θα κυριαρχούνταν από τα ιδιαίτερα συμφέροντα.
β) στρατολογούν και κοινωνικοποιούν μελλοντικούς πολιτικούς ηγέτες.
γ) τα κομματικά μέλη παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ ηγετών και ψηφοφόρων.
δ) συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικής, εξασφαλίζοντας την εγγραφή νέων ιδεών στην πολιτική ημερήσια διάταξη.
ε) κινητοποιούν τους ψηφοφόρους κατά τη διάρκεια των εκλογικών εκστρατειών.
Η ταξινόμηση των ομάδων πίεσης σε διάφορες κατηγορίες γίνεται ανάλογα με τα διαφορετικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Οι σύγχρονες ομάδες συμφερόντων στις χώρες του βιομηχανικού και του μεταβιομηχανικού κόσμου της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ν.Α. Ασίας ορίζονται ως εθελοντικές ενώσεις ατόμων, εταιρειών, ή μικρότερων ομάδων που ενώνονται με σκοπό να υπερασπίσουν ή να αγωνιστούν για ένα κοινό συμφέρον, με την πρόθεση να επηρεάσουν την πολιτική διαδικασία, χωρίς, όμως, την φιλοδοξία να σχηματίσουν ένα πολιτικό κόμμα (παρ’ όλες τις εξαιρέσεις), όπως τονίσαμε. Οι περισσότερες από αυτές αντιστοιχούν σε έναν από οκτώ τύπους (υπάρχουν όμως και ανάμικτες):
• επαγγελματικές οργανώσεις
• επιχειρηματικές, εμπορικές και βιομηχανικές ομάδες
• εργατικά συνδικάτα
• αγροτικές οργανώσεις
• μονοθεματικές ομάδες
• ομάδες ιδεολογικών συμφερόντων
• ομάδες δημοσίου συμφέροντος
• ομάδες πρόνοιας
Μπορούμε όμως να τις ταξινομήσουμε με διαφορετικά κριτήρια:
α) Οικονομικές ή μη οικονομικές ομάδες πίεσης.
β) Εσωτερικές (insider) ή εξωτερικές (outsider) ομάδες πίεσης. Οι πρώτες θεωρούνται αναγνωρισμένες και νομιμοποιημένες από την κυβέρνηση που τις συμβουλεύεται σε τακτή βάση. Οι δεύτερες είτε δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε σχέση συμβούλου των κρατικών αξιωματούχων είτε δεν μπορούν να κερδίσουν κυβερνητική αναγνώριση και νομιμοποίηση.
γ) Κύριες ή δευτερεύουσες ομάδες πίεσης. Συνήθως αναφέρονται ως κύριες εκείνες οι ομάδες που ενδιαφέρονται για την αντιπροσώπευση των συμφερόντων ή των απόψεων των μελών τους (με μία έννοια αυτές που αναφέρονται άμεσα στην πολιτική) ενώ ως δευτερεύουσες θεωρούνται εκείνες που χαρακτηρίζονται κυρίως από την φροντίδα για παροχή υπηρεσιών στα μέλη τους και μόνο περιστασιακά εισέρχονται στο πολιτικό πεδίο.
Οι ομάδες πίεσης αποτελούν πολιτικό φαινόμενο που αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στις καπιταλιστικές κοινωνίες – ιδίως στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Δύσης- οι οποίες θεωρούνται πιο πολύπλοκες και κατακερματισμένες σε πιο εξειδικευμένες θεσμικές ή/και λειτουργικές ομάδες. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες στοχεύουν στην ικανοποίηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων αναγκών και συμφερόντων τους που είναι συχνά αντικρουόμενα και, πολλές φορές, οι διαφορές τους φαίνονται αγεφύρωτες (zero sum).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι οι ομάδες πίεσης διαφέρουν από τα πολιτικά κόμματα – που και αυτά ενδιαφέρονται για την άσκηση επιρροής στη διαμόρφωση της γνώμης των κρατικών αξιωματούχων και των αρμοδίων δημοσίων λειτουργών κατά τη χάραξη και εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής αλλά πρωταρχικός στόχος τους είναι η επιλογή του πολιτικού προσωπικού που θα κατακτήσει τις κορυφές της εκτελεστικής εξουσίας. Οι ομάδες πίεσης, όμως, δεν είναι σε θέση – και δεν επιθυμούν – να κατακτήσουν και να διαχειριστούν συνολικά την κυβερνητική εξουσία. Αντιθέτως, επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στο να επιδράσουν στην υλοποίηση ιδιαίτερων πολιτικών και δευτερευόντως στην επιλογή πολιτικού προσωπικού. Συμπεραίνουμε, ως εκ τούτου, ότι οι ομάδες πίεσης/συμφερόντων αναλαμβάνουν ουσιαστικά τις λειτουργίες β,γ και δ των πολιτικών κομμάτων Στις λίγες περιπτώσεις που επεμβαίνουν στην εκλογική διαδικασία (λειτουργίες α και ε) επιδιώκουν την υπερψήφιση ορισμένων υποψηφίων που υποστηρίζουν και προωθούν τις θέσεις τους. Τα τελευταία χρόνια κατεβλήθησαν προσπάθειες να υπάρξουν νέα πολιτικά κόμματα ως μετεξέλιξη ομάδων πίεσης.
Η σχέση κομμάτων και ομάδων πίεσης δεν είναι πάντοτε σχέση εξωτερική. Ακόμη και στην περίπτωση που μια ομάδα πίεσης δρα ανεξάρτητα από πολιτικά κόμματα, η δράση της δεν παύει να έχει αντίκτυπο στην εσωτερική πολιτική ζωή των κομμάτων. Υπάρχουν περιπτώσεις όπως αυτή των συνδικάτων στις ΗΠΑ που κινητοποιούνται για την υποστήριξη συγκεκριμένων υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος και για την καταψήφιση άλλων υποψηφίων είτε του ίδιου κόμματος είτε του Ρεπουμπλικανικού. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι επίσης αυτό των ομάδων για το περιβάλλον, για τα πολιτικά δικαιώματα, για τον πυρηνικό αφοπλισμό και την ειρήνη, που δρουν στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος στο Η.Β.
Ομάδες πίεσης και πολιτικά συστήματα
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ομάδων πίεσης είναι η ικανότητα προσαρμογής τους στην εξελισσόμενη κοινωνικο-πολιτική δομή. Παίρνουν υπόψη τους τις ιδιαίτερες συνθήκες του πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο του οποίου δρουν (π.χ. πολιτική αστάθεια στην Ιταλία, ισχυρή και συγκεντρωτική δομή σταθερής κυβέρνησης στο Η.Β., πολλαπλότητα σημείων πρόσβασης στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα άλλες είναι σε θέση να προσαρμοστούν στις αλλαγές των θεσμικών ρυθμίσεων ενώ άλλες όχι.
Από κοινού με τις πολιτικές παραδόσεις, το πολιτικό σύστημα (προεδρικό ή κοινοβουλευτικό) είναι βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της δράσης των ομάδων πίεσης. Στο προεδρικό σύστημα της 5η Γαλλικής Δημοκρατίας η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν – λόγω των πιο καλών προσβάσεών τους – σε πλεονεκτική θέση οι οργανώσεις των επιχειρηματικών τάξεων και των επαγγελματιών σε σχέση με τις εργατικές και τις αγροτικές οργανώσεις που είχαν καλύτερη πρόσβαση στη νομοθετική εξουσία. Επίσης ρόλο σοβαρό παίζουν ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας ενός κράτους και η δικαστική εξουσία.
Σύμφωνα με μια «νέο-θεσμική προσέγγιση», δεν μπορούμε να συλλάβουμε την πολυπλοκότητα των σύγχρονων οργανώσεων αν δεν ξεφύγουμε από τα στενά πλαίσια των διχοτομήσεων «δημόσια – ιδιωτική σφαίρα», «ιεραρχίες – αγορές», και τις διαφορές ως προς το «νομικό status». Η κυβέρνηση θεωρείται συχνά ως ένα συγκρότημα (conglomerate) ημι-ομοσπονδιακών, χαλαρά συνδεδεμένων οργανώσεων, που έχουν τη δική τους υλική ζωή και οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ξεχωριστά με διάφορες ομάδες πολιτών. Αυτή η προσέγγιση διακρίνει μεταξύ «θεσμών» («institutions») και «ομάδων συμφερόντων». Οι θεσμοί έχουν συμφέροντα που από πολιτική και αναλυτική σκοπιά είναι ανεξάρτητα από το συμφέρον των μελών του συγκεκριμένου θεσμού (think tanks, τοπικές κυβερνήσεις, μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκκλησίες, πανεπιστήμια κλπ). Στην πράξη η δημόσια πολιτική είναι το αποτέλεσμα της πολύπλοκης, και συχνά απρόβλεπτης, αλληλεπίδρασης μεταξύ κυβερνητικών θεσμών, μη κυβερνητικών θεσμών και συμβατικών ομάδων μελών. Δεν πρόκειται όμως για το αποτέλεσμα μιας πολιτικής εξισορρόπησης αντιθέσεων ισοδύναμων ομάδων. Αντιθέτως, διατυπώθηκε ένα πρότυπο στο οποίο οι επιρροές για αλλαγή πολιτικής προέρχονται τόσο από το εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και εκτός των ορίων της. Στο παιχνίδι της επιρροής παίζουν πολιτικοί επιχειρηματίες που έχουν ως βάση τους ομάδες συμφερόντων τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου όσο και στα ιδιωτικά ιδρύματα και προσπαθούν να οικειοποιηθούν τη δυσαρέσκεια των πολιτών, να προκαλέσουν την εμφάνιση νέων ομάδων και να αγωνιστούν για τη δική τους εκδοχή περί δημοσίου συμφέροντος.
Η συνεισφορά των ομάδων συμφερόντων στη δημοκρατία
Ποιες είναι όμως οι συνεισφορές των ομάδων συμφερόντων και γενικώς των ενώσεων στη δημοκρατία αυτή καθεαυτή; Υπάρχει επίσης μια γενική παραδοχή ότι η ευρωστία των ομάδων συμφερόντων με τη γενικότερη έννοια παίζει σημαντικό ρόλο για τις αρετές και τη ζωτικότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι οι ομάδες συμβάλλουν στην ενίσχυση της δημοκρατίας με έξι τρόπους:
1. εμπλουτίζουν το πολιτικό σύστημα με την εγγενή αξία της ομαδικής-ενωσιακής ζωής˙
2. προάγουν τις πολιτικές αρετές και διδάσκουν πολιτικές δεξιότητες˙
3. προβάλλουν αντίσταση στην εξουσία και ελέγχουν την κυβέρνηση˙
4. βελτιώνουν την ποιότητα και προωθούν την ισότητα της εκπροσώπησης˙
5. διευκολύνουν τη δημόσια διαβούλευση˙
6. δημιουργούν ευκαιρίες για την άμεση συμμετοχή των πολιτών και των ομάδων στη διακυβέρνηση.
Μετά από αυτή τη μεγάλη παρέκβαση θα επανέλθουμε τώρα στις θεωρίες που επιδιώκουν να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν τη σχέση συνδικάτων και κράτους.
Ο πλουραλισμός αποτελεί την πιο σημαντική από πλευράς επιρροής θεωρία στο χώρο της πολιτικής κοινωνιολογίας στο βαθμό που είναι μια θεωρία άκρως ελαστική ως προς τη λογική της, καθώς οι υποστηρικτές της ανέπτυξαν, και συνεχίζουν να αναπτύσσουν, αντιφατικές και αντιθετικές μεταξύ τους τοποθετήσεις. Η θεωρία του πλουραλισμού έχει ως βασική της αρχή την θέση ότι ο ρόλος των ομάδων πίεσης σε μια κοινωνία είναι να αποτελούν μέσα παροχής πρόσβασης στο πολιτικό σύστημα και ταυτόχρονα να λειτουργούν ως αντίβαρα στις υπερβολικές συγκεντρώσεις εξουσίας. Αυτή η θέση των πλουραλιστών στηρίζεται στο επιχείρημα ότι «το ουσιώδες είναι ο ανταγωνισμός και η συμμετοχή μεταξύ οργανωμένων ομάδων και όχι ατόμων». Στην ουσία, οι πλουραλιστές θεωρούν τη δημοκρατία ως ένα είδος αγοράς που χαρακτηρίζεται από έναν λιγότερο ή περισσότερο ατελή ανταγωνισμό. Οι βάσεις της πλουραλιστικής θεωρίας είναι οι εξής: ισότιμη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, κατακερματισμός της αγοράς, ανταγωνιστική διαδικασία στη διαμόρφωση και στον καθορισμό επιμέρους πολιτικών, ουδετερότητα της κυβέρνησης. Πολλοί υπερασπιστές του πλουραλισμού αλλά και κριτικά σκεπτόμενοι ερευνητές τόνισαν ότι έχουν υπάρξει ορισμένες παραποιήσεις της βασικής θέσης της θεωρίας από ορισμένους επικριτές της και υπενθυμίζουν ότι δέχονται πως η σχέση μεταξύ ομάδων συμφερόντων και κυβερνητικών υπηρεσιών μπορεί να γίνει έντονα αποκλειστική˙ συγχρόνως δεν θεωρούν ότι υπάρχει μια αβίαστη ροή ιδεών και ανταλλαγή απόψεων στο πολιτικό πεδίο ούτε ότι όλες οι ομάδες έχουν ισότιμη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα και είναι ίσες από πλευράς δύναμης. Ο κύριος εκπρόσωπος της πλουραλιστικής θεωρίας R. Dahl επισημαίνει ότι «σε κάθε έναν από μια σειρά νευραλγικών τομέων της δημόσιας πολιτικής, λίγα πρόσωπα ασκούν μεγάλη άμεση επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται ενώ, αντιθέτως, οι περισσότεροι πολίτες φαίνεται ότι ασκούν μάλλον μικρή άμεση επιρροή.» Εν τούτοις, «δεν θα ήταν σοφό να υποεκτιμήσουμε την έκταση στην οποία οι ψηφοφόροι μπορούν να ασκήσουν έμμεση επιρροή στις αποφάσεις των ηγετών μέσω των εκλογών».
Σήμερα, ο πλουραλισμός ασκεί ακόμη μεγάλη επιρροή και έχουν αναπτυχθεί αρκετές εκδοχές που λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στις βορειοαμερικανικές και δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, και ιδιαίτερα τις αγγλοσαξονικές.
Μια κριτική του πλουραλισμού που προκάλεσε μεγάλη συζήτηση και διαμόρφωσε ουσιαστικά μια νέα μέθοδο ήταν αυτή που άσκησε ο Mancur Olson. Αμφισβητώντας τις κεντρικές υποθέσεις της πλουραλιστικής θεωρίας, ο Μ. Olson επικέντρωσε την κριτική του στα λογικά σφάλματά της στην αντιμετώπιση των ομάδων οικονομικών συμφερόντων. Κατ’ αυτόν, το μεμονωμένο μέλος μιας μεγάλης οργάνωσης βρίσκεται σε θέση τέτοια ώστε να μπορεί να περάσει απαρατήρητη η τυπική, και όχι ουσιαστική, συμμετοχή του στις δραστηριότητές της ενώ ταυτόχρονα να απολαμβάνει τα άνευ κόπου ωφελήματα. Πρόκειται για το φαινόμενο του «τσαμπατζή» (“free rider”). Τα μέλη μιας μεγάλης οργάνωσης δεν συμμετέχουν σ’ αυτή λόγω των σκοπών της αλλά λόγω των επιλεκτικών κινήτρων μέσω των δελεαστικών προσφορών υπηρεσιών και άλλων αγαθών που τους παρέχονται. Διευκρίνισε ότι οι θέσεις του αφορούν το χώρο των ομάδων οικονομικών συμφερόντων και όχι αυτών των φιλανθρωπικών ή ιδεολογικά εμφορούμενων ομάδων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Olson τόνισε ότι οι καλύτερα οργανωμένες ομάδες είναι «οι μικρότερες – οι προνομιούχες και οι ενδιάμεσες ομάδες – οι οποίες μπορούν συχνά να νικούν τις μεγαλύτερες – τις λανθάνουσες ομάδες (latent groups) – που κανονικά υποτίθεται ότι επικρατούν σε μια δημοκρατία», δηλαδή οι «ομάδες της επιχειρηματικής κοινότητας».
Τέλος, στα πλαίσια της πλουραλιστικής θεωρίας, εμφανίστηκαν, στην προσπάθεια ανανέωσής της, οι έννοιες των «δικτύων πολιτικής» (“policy networks”) και των «κοινοτήτων πολιτικής» (“policy communities”). Αρχικά δόθηκε έμφαση στους τρόπους με τους οποίους η διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής στη Βρετανία – αλλά και στις ΗΠΑ – αποσυναρθρώνεται σε μια σειρά εξειδικευμένων υποσυστημάτων που δίνει τη δυνατότητα στις ομάδες πίεσης να έχουν άνετη πρόσβαση στα συγκεκριμένα κάθε φορά πεδία λήψης αποφάσεων που τις αφορούν. Υποδηλώνεται με την έννοια αυτή η στενή σχέση μεταξύ ομάδων και υπουργείων, η διαμόρφωση κοινών αντιλήψεων και κοινής γλώσσας για την περιγραφή των συγκεκριμένων προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει η χάραξη της πολιτικής του εν λόγω υπουργείου. Στις κοινότητες πολιτικής συμμετέχουν, ως επί το πλείστον, ομάδες κυβερνητικών φορέων, ομάδες πίεσης, άνθρωποι των ΜΜΕ, και μεμονωμένα ατόμα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν κάποιο συμφέρον και ενδιαφέρονται για ένα ιδιαίτερο πεδίο πολιτικής και προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή πάνω στα μέλη της κοινότητας. Αργότερα τα «δίκτυα πολιτικής» αντικατέστησαν τις «κοινότητες πολιτικής». Πρόκειται για μια διαδικασία διαμόρφωσης και χάραξης πολιτικής που είναι πιο χαλαρά οργανωμένη και, ως εκ τούτου, λιγότερο προβλέψιμες. Τα θεματικά «δίκτυα πολιτικής» χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων με περιορισμένο βαθμό αλληλεξάρτησης. Η σταθερότητα και η συνέχεια είναι είδη εν ανεπαρκεία. Η δομή τείνει στην εξατομίκευση.
Η πρώτη προσέγγιση από την πλευρά των θεωρητικών του κορπορατισμού στη δεκαετία του ’70 εστιαζόταν σε δύο «ιδεοτυπικά» περιγραφόμενες συνθήκες που αφορούσαν τις ιδιότητες των συλλογικοτήτων και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων . Ο κορπορατισμός ορίζεται ως ένα σύστημα τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσώπων του κράτους, της επιχειρηματικής κοινότητας και της οργανωμένης εργασίας .
Σύμφωνα με τον Ph. Schmitter, ο κορπορατισμός είναι:
«σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων συγκροτημένο από περιορισμένο αριθμό μοναδικών, υποχρεωτικών, μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οριοθετημένων και ιεραρχημένων οργανώσεων, που έχουν κρατική αναγνώριση ή άδεια (όταν δεν δημιουργούνται εξ αρχής από το κράτος) και στις οποίες απονέμεται σκόπιμα μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντιστοίχων κατηγοριών, με αντάλλαγμα ορισμένους περιορισμούς στην επιλογή ηγεσίας και στην άρθρωση αιτημάτων» σε αντίθεση με τον πλουραλισμό που είναι «σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων συγκροτημένο από απροσδιόριστο αριθμό πολλαπλών, μη ιεραρχικά οργανωμένων και αυτοπροσδιοριζόμενων (ως προς τον τύπο ή το αντικείμενο του συμφέροντος) οργανώσεων στις οποίες δεν παρέχεται ειδική άδεια, αναγνώριση, επιχορήγηση, ούτε ελέγχονται από το κράτος ως προς την επιλογή ηγεσίας ή ως προς τη συνάρθρωση συμφερόντων και οι οποίες δεν έχουν μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντίστοιχων κατηγοριών τους.»
Συνεπώς, το κορπορατιστικό σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων έχει ορισμένα οργανωτικά χαρακτηριστικά: περιορισμένος αριθμός ανώτατων κοινωνικο-οικονομικών οργανώσεων, μοναδικότητά τους στις κατηγορίες που εκπροσωπούν, ιεραρχική εσωτερική δόμησή τους. Η θεωρία δέχεται ότι υπάρχουν «ιδεοτυπικά» δύο είδη κορπορατισμού, ο κρατικός και ο κοινωνιακός. Στην πρώτη περίπτωση τα αποτελέσματα του κρατικού κορπορατισμού για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο ουσιαστικός έλεγχος από το κράτος της άρθρωσης και της διατύπωσης των αιτημάτων των μισθωτών εργαζομένων. Σε γενικές γραμμές, οι σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων καθορίζονται από τις επιταγές του οικονομικού συστήματος και το κράτος είναι εκείνο που τις ελέγχει όσον αφορά την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους. Στην κλασική περίπτωση του κρατικού κορπορατισμού εντάσσονται τα μεσοπολεμικά αυταρχικά καθεστώτα του Ιταλικού και του Πορτογαλικού φασισμού (στη Γερμανία των Ναζιστών η επιβολή του κράτους ήταν άτεγκτη και απόλυτη) που εκκαθάρισαν τα συνδικάτα από κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθερους και ανεξάρτητους συνδικαλιστές. Στη δεύτερη περίπτωση ο κοινωνιακός κορπορατισμός είναι αποτέλεσμα μιας διαφορετικής ιστορικής συνάρθρωσης και εκπροσώπησης συμφερόντων που προϋποθέτει την αυτόνομη συσπείρωση των μισθωτών εργαζομένων σε συλλογικά σώματα και την ελεύθερη και αβίαστη συναίνεσή τους στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών και τη «συγκεκριμένη διεκπεραίωση των ρητών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τις κοινωνικές ομάδες σε ό,τι αφορά την υλοποίηση αυτών των πολιτικών» . Τα συλλογικά σώματα διατηρούν την αυτονομία τους και την ισχύ τους ενώ το κράτος αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολαβητή.
Μια παραπλήσια άποψη εκφράστηκε από τον Peter Katzenstein που κατέταξε τις χώρες με κορπορατιστικά συστήματα σε δύο τύπους: κοινωνικός και φιλελεύθερος κορπορατισμός. Θεωρεί την επιδίωξη επίτευξης συναίνεσης ως το κοινό χαρακτηριστικό αμφότερων των τύπων. Οι δύο τύποι διαοφοροποιούνται ανάλογα με το βαθμό συγκεντροποίησης, τον κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό και τις πολιτικές τάσεις της κυβέρνησης. Η διαφορά της θέσης του σε σχέση με αυτή του Schmitter συνίσταται στο ότι θεωρεί με βάση μια λειτουργιστική λογική πως προϋπόθεση για την επιτυχία του κορπορατισμού ως συστήματος διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης οικονομικών συμφερόντων είναι το μικρό μέγεθος της επικράτειας.
Η κριτική προς τη θεωρητική προσέγγιση του κορπορατισμού εστιάζεται στο λειτουργιστικό χαρακτήρα της ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ κράτους και ομάδων συμφερόντων. Γι’ αυτό αντιπροτείνεται η μελέτη και η ανάδειξη «της σημασίας της ιστορικής διαμόρφωσης των πολιτικών και οικονομικών θεσμών και της εμπλοκής τους με τη δράση των κοινωνικών κινημάτων και των φορέων εκπροσώπησής τους» . Όμως, πέρα από τα παραδοσιακά πρότυπα τόσο της νεοκλασικής όσο και της κορπορατιστικής προσέγγισης που δεν κατανοούν και, συνεπώς, δεν λαμβάνουν υπόψη την κοινωνική πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, κάτι που είναι χαρακτηριστικό και της παραδοσιακής μαρξιστικής θεωρίας, θα χρειαστεί να παίρνονται υπόψη στην ανάλυσή μας και άλλες μορφές «κοινωνικής περιθωριοποίησης συνδεδεμένες ή όχι με την παραγωγική διαδικασία, η εμφάνιση πολιτικών ή και αντιπολιτικών συλλογικοτήτων με αξίες μεταϋλιστικές, η προϊούσα αποξένωση των ιδιωτικών χώρων του ατόμου από την εργασία, η λειτουργία των μεταρρυθμιστικών πολιτικών ως τρόπων δημιουργίας πολλαπλών και περίπλοκων δευτερογενών προβλημάτων και τα νέα ζητήματα κοινωνικής ολοκλήρωσης» .
Η κριτική του μαρξισμού
Η συνεισφορά του μαρξισμού στην συζήτηση περί κορπορατισμού άφησε σημαντικά ίχνη. Κατά τη δεκαετία του ’70, όταν απογειωνόταν η συζήτηση, μαρξιστές μελετητές του κράτους με διαφορετικές οπτικές όπως ο R. Miliband (εργαλειακή αντίληψη για το κράτος) και ο Ν. Πουλαντζάς (δομιστική αντίληψη για το κράτος), τόνισαν ότι το κράτος αποτελεί θεσμό με δική του εσωτερική λογική που διαμορφώνεται από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δεν είναι ουδέτερες αλλά αποτελούν έκφραση της ισορροπίας αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Συνεπώς, το κράτος αποτελεί πεδίο όπου επιλύονται αυτές οι πολιτικές συγκρούσεις. Κατά συνέπεια, το κράτος έχει σχετική αυτονομία και δεν είναι ούτε απολύτως αυτόνομο και ουδέτερο απέναντι στον ταξικό και κοινωνικό ανταγωνισμό ούτε ένα απλό όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Ο Leo Panitch επισήμανε ότι η γενική προσέγγιση των υποστηρικτών της θεωρίας του κορπορατισμού εμπνεόμενη από την θεωρία των ομάδων υπονοούν ότι ο κορπορατισμός είναι μια έννοια που περιλαμβάνει τα πάντα, δηλαδή εντάσσονται σ’ αυτήν οι δραστηριότητες όλων των κοινωνικών ομάδων συμφερόντων. Περιγράφεται, δηλαδή, ο κορπορατισμός με όρους ιδεολογίας αντί με όρους δομής. Αντιθέτως, ο L. Panitch θεωρεί ότι η μελέτη του κορπορατισμού πρέπει να γίνει από τη σκοπιά της ταξικής ανάλυσης και να περιοριστεί μόνο στις ομάδες εκείνες που σχετίζονται με την οικονομική πολιτική και τις εργασιακές σχέσεις. Ο κορπορατισμός θεωρήθηκε ως «περιορισμένη πολιτική δομή» που αναπτύχθηκε από το καπιταλιστικό κράτος για την προστασία του καπιταλισμού και την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μ’ αυτή την έννοια η κριτική που διατυπώθηκε, σε πρώτη φάση από μαρξιστική σκοπιά, προς τη θεωρία του κορπορατισμού την ενδυνάμωσε στο βαθμό που, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα, ώθησε τους εκπροσώπους της να σχετικοποιήσουν την απολυτότητα της θέσης τους και να αναζητήσουν τις διάφορες εκδοχές του χαρακτήρα και του ρόλου των ομάδων πίεσης (εργοδοτικών και εργατικών) στο πλαίσιο των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνικοπολιτικών δομών, αποδίδοντάς τες στις διαφορές που προκύπτουν από τις ικανότητες ανεξάρτητης οργάνωσης των κρατικών υπηρεσιών. Μια δεκαετία αργότερα, οι Ρ. Schmitter και W. Streeck παραδέχονταν ότι «υπήρξε μια παρακμή του εθνικού κορπορατισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κατά τη δεκαετία του ’80 που είχε τις ρίζες της σε εσωτερικές εξελίξεις όπως οι ποιοτικές μεταβολές στις κοινωνικές δομές, στην οικονομία, και στα πολιτικά συστήματα». Ένας συνδυασμός τριών τάσεων τους οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα: α) η αυξανόμενη διαφοροποίηση των κοινωνικών δομών και των συλλογικών συμφερόντων, β) η αύξηση της αστάθειας και των διακυμάνσεων της αγοράς που ωθεί διαρκώς προς αναζήτηση μεγαλύτερης εταιρικής ευελιξίας όσον αφορά την παραγωγή, τα προϊόντα, την εργασία, την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση, και γ) οι αλλαγές των ρόλων και των δομών των οργανώσεων των συμφερόντων. Θεωρούν ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης συμφερόντων εξελίσσεται με βάση πρότυπα των ΗΠΑ, δηλαδή οδεύει προς έναν «αποδιαρθρωμένο πλουραλισμό» (disjointed pluralism) ή «ανταγωνιστικό φεντεραλισμό» με οργάνωση τριών επιπέδων: περιφέρειες, έθνη-κράτη, «Βρυξέλλες». Λίγο πριν ο P. Schmitter είχε τονίσει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι χειρισμού των συγκρουόμενων συμφερόντων και του συμβιβασμού για τη δημόσια πολιτική στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες χωρίς ένας εξ αυτών να είναι εκ των προτέρων και υποχρεωτικά πιο αποτελεσματικός από τους άλλους.
Σε ζητήματα ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στο πολιτικό σύστημα έχει γίνει αναφορά από τον Γ. Μαυρογορδάτο (1988), ο.ε.π. ο οποίος έθεσε το ζήτημα του «κρατικού κορπορατισμού» ως εξήγηση και ερμηνεία της παντελούς έλλειψης αυτονομίας των ελληνικών συνδικάτων. Στο ίδιο ζήτημα έχει γινει αναφορά από τους Μ. Σπουρδαλάκη και Δ. Γράβαρη οι οποίοι διαφωνώντας με τον προηγούμενο τονίζουν ότι στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους κρατικού κορπορατισμού στο βαθμό που χρειάζεται ένα ενιαίο οργανωτικά, μαζικό και πολιτικοποιημένο κίνημα για να παίξει το ρόλο του αξιοσέβαστου συνομιλητή του κράτους και των εργοδοτών. Αντιθέτως , τονίζουν ότι στην Ελλάδα υπάρχει «ολιγαρχικός πλουραλισμός», βλ. Gravaris D. and Spourdalakis M. (mimeo) “Labor Unions and Welfare Reform in Greece: The Case of Pension Policy (1990-2001), in Petmetzidou et.al. The Challenge of Social Policy Reform in the XXI Century: Towards Integrated Systems of Social Protection, Dulles VA: Bressey’s. Μεταξύ αυτών των δύο «ακραίων» για την ερμηνεία της ελληνικής πραγματικότητας, διακινούνται ενδιάμεσες απόψεις. Ο Ν. Μουζέλης (1987, ο.ε.π.) διαφωνεί με τον ορισμό του κορπορατισμού ως ενσωματωτικό για την ελληνική περίπτωση. Τονίζει ότι δεν είναι ούτε κρατικός ούτε κοινωνικός αλλά, αντιθέτως, συσσωματικός, γιατί ο κρατικός έλεγχος εκ των πραγμάτων γίνεται πάνω σε σωματεία και ενώσεις που είναι ιδιαίτερα αδύναμες και άγονται και φέρονται από την κρατική χειραγώγηση. Ο Κ. Τσουκαλάς (1986, ο.ε.π., σσ. 92-95) ορίζει τον κορπορατισμό ως «πελατειακό». Τονίζει ότι το κράτος προβαίνει σε κορπορατιστικές διευθετήσεις με επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτές οι κορπορατιστικές διευθετήσεις προωθούν τα συμφέροντα τόσο της αστικής τάξης όσο και επιλεγμένων μεσαίων στρωμάτων των πόλεων μέσω επιλεκτικής διανομής κρατικών παροχών και ευκαιριών απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση,αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στους οπαδούς του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος. Μια ακόμη εκδοχή είναι αυτή της Κ. Γκολομάζου-Παπά που εφαρμόζει στην ελληνική περίπτωη την έννοια του «αυταρχικού εξουσιοδοτημένου κορπορατισμού» (authoritarian licensed corporatism) του Peter Williamson [βλ. Williamson P. (1985) Varieties of Corporatism: Theory and Practice, Cambridge: Cambridge University Press και Golomazou-Papas (1991) “The General Confederation of Workers of Greece: A Case of an Intermediary Within an Authoritarian Licensed Corporatist Practice?” in Vryonis S. Jr. (ed.) Greece on the Road to Democracy: From the Junta to PASOK, 1974-1986, New Rochelle, NY: Aristide D. Caratzas, σσ. 247-271]. Τέλος, ο Δ. Σωτηρόπουλος [βλ. Sotiropoulos D. (1995) “The remains of authoritarianism: Bureaucracy and civil society in pos-authoritarian Greece”. Ανακοίνωση στο σεμινάριο 1995/1996 του Center for Advanced Study on the Social Sciences του Juan March Institute in Madrid, 21.10.94, http://www.mmo.gr/pdf/library/Greece/Greek%20bureaucracy1995_96.pdf] αποδέχεται την άποψη ότι οι σχέσεις κράτους και οργανωμένων συμφερόντων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη λογική του κρατικού κορπορατισμού αλλά αφήνονται εκ των πραγμάτων κάποια περιθώρια πλουραλισμού λόγω του πολωτικού κομματικού ανταγωνισμού που δίνει ευκαιρίες στις αντιπολιτεύσεις να ελέγχουν ορισμένα συνδικάτα και, όσον αφορά, τις μη οικονομικές ομάδες και κινήματα ισχύει η λογική του πλουραλισμού είτε επειδή αρχικά το κράτος και τα πολιτικά κόμματα δεν έδωσαν σημασία είτε επειδή πολλές φορές μονοθεματικά κοινωνικά κινήματα γεννήθηκαν και ενηλικιώθηκαν ανεξάρτητα από ή/και κόντρα στη λογική του κράτους και των κομμάτων [για μια πιο λεπτομερειακή παρουσίαση της τελευταίας θέσης για τις κινηματογραφικές λέσχες, βλ. Τσακίρης Θ. (1995) «Κινηματογραφικές Λέσχες και Κράτος», περιοδικό Προσεχώς, τεύχ. 5].

Δεν υπάρχουν σχόλια: