του Νίκου Κοτζιά
Σε άρθρο μου πριν δύο εβδομάδες, είχα καταγράψει το ιστορικό των Οίκων Αξιολόγησης και πώς ο ενισχυμένος ρόλος τους δεν προκύπτει ούτε από την υψηλή ποιότητας εργασίας, ούτε από το ότι κατάφεραν να κάνουν προβλέψεις. Κάθε άλλο. Πολύ συχνά, όπως έγινε με τις αμερικάνικες φούσκες έκαναν λάθος προβλέψεις και έδωσαν καταστροφικές συμβουλές.
Η κατανομή ισχύος στους οίκους αξιολόγησης
Η ισχύς των τριών κύριων οίκων αξιολόγησης προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχει, έναντι τους, αξιόλογος ανταγωνισμός. Οι τρεις τους αποτελούν στην ουσία ένα μονοπώλιο στις αγορές αξιολόγησης. Ο λόγος είναι το δυσανάλογο κόστος (χρηματικό και εργασίας) εισόδου στην αγορά. Κόστος το οποίο δεν μπορούν να το καλύψουν μικρές εταιρείες. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα φαίνεται να είναι ο κινέζικος οίκος αξιολόγησης Dagong, ο οποίος προς το παρόν περιορίζεται σε αντικείμενα αξιολόγησης για τα οποία η Κίνα έχει άμεσα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Η ισχυροποίησή του συνδέεται σε μεγάλο βαθμό όχι με τη στάση των διεθνών αγορών, αλλά με την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών εργαλείων της ίδιας της Κίνας. Αντίθετα με την κινέζικη Dagong, μια σοβαρή προσπάθεια που είχε γίνει στη Γερμανία με πρωτοβουλία του μέχρι πριν λίγα χρόνια πρωθυπουργού του κρατιδίου της Hessen, R.Koch, απέτυχε. Συνολικά, σήμερα υπάρχουν..
δέκα εταιρίες αξιολόγησης, εκ των οποίων στην ΕΕ υπάρχουν έξη (μικρές) εταιρίες αξιολόγησης εκ των οποίων 4 είναι γερμανικές, , μία βουλγάρικη και μία ιαπωνικής ιδιοκτησίας. Ο ρόλος τους είναι και παραμένει ασήμαντος.
Γιατί οι οίκοι προσέλκυσαν αρνητική ενέργεια
Οι οίκοι αξιολόγησης βρέθηκαν στο μάτι του τυφώνα διότι διέθεταν, έμμεσα ή άμεσα συμμετοχή σε χρεόγραφα που αξιολογούσαν. Αποδείχτηκε ότι εξήγαγαν κέρδη από την εγγύηση πολλαπλών δανείων υποθήκης. Με την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης στις ΗΠΑ και την φούσκα στην αγορά οικίας, βρέθηκαν άμεσα εκτεθειμένες. Εξαιτίας τους βρέθηκαν σειρά από τράπεζες και δανειζόμενοι από αυτές σε κάκιστη οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, οι τρεις αυτές εταιρείες, άμεσα ή έμμεσα συμμετέχουν στα χρηματιστήρια. Με άλλα λόγια ήταν ταυτόχρονα διαιτητές και παίκτες ανήκοντες στην ίδια παρέα στησίματος αγώνων. Παρόλα τα εμφανή λάθη και αποτυχίες τους στις ΗΠΑ και στην αξιολόγηση ιδιωτικών επιχειρήσεων, ανέκαμψαν στην αγορά και απέκτησαν υπερβολική ισχύ με τις αξιολογήσεις που ξεκίνησαν να κάνουν για κράτη, ακόμα και αν δεν πληρώνονταν για ορισμένες απ’ αυτές. Όλος «παραδόξως» μόνο το γεγονός ότι έκαναν αρνητικές αξιολογήσεις για κράτη, οι μέχρι τότε αποτυχόντες, διασφάλισαν για τον εαυτό τους ισχύ. Ισχύ που τους την παρέδωσαν τα ίδια τα κράτη θέτοντας ρυθμιστικούς κανόνες όπου οι αξιολογήσεις τους ήταν δεσμευτικές.
Οι οίκοι αξιολόγησης, δηλαδή, δεν έγιναν ισχυροί από τις αγορές, αλλά από τα κράτη και τις ρυθμίσεις τους. Στις ΗΠΑ επί παραδείγματι όσο το δημόσιο είχε το όριο δανεισμού στα 14,3 δισεκατομμύρια οι οίκοι ήταν ισχυροί παίκτες. Παλαιότερα που δεν υπήρχε τέτοιο όριο ήταν ανύπαρκτοι. Ενώ τώρα που το όριο μετακινήθηκε προς τα πάνω, η ισχύς τους προσωρινά περιορίστηκε. Οι αγορές, δηλαδή, αρχικά ανέτρεψαν προβλέψεις και λειτουργίες των οίκων αξιολόγησης. Κατόπιν, προκειμένου να προωθήσουν τις αποκρατικοποιήσεις τους υιοθέτησαν και τους έστειλαν, με τη βοήθεια των πολιτικών στην αξιολόγηση κρατών και στο στρίμωγμα παντού του εκάστοτε δημόσιου τομέα. Από την αξιολόγηση των κρατών, οι τρεις εταιρείες αποκόμισαν μεγάλα κέρδη, το ίδιο και ορισμένες αγορές που παίζουν μέσω αυτών. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν ο κόσμος των κρατών μπορεί να εγκαταλείψει την τύχη του στην αξιολόγηση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Διότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, και συμβαίνει, τότε θα ενισχυθεί και άλλο –μάλιστα κατόπιν πολιτικής απόφασης- η υποταγή των κρατών και της πολιτικής στις αγορές.
Το επιχείρημα των νεοφιλελεύθερων ανά τον κόσμο, το οποίο έχει επιβληθεί, είναι ότι εάν την αξιολόγηση την κάνουν κρατικοί οίκοι, όχι, δηλαδή, οι τρεις ιδιώτες και ότι άλλο προκύψει, τότε «ελλοχεύει ο κίνδυνος» οι εταιρείες αυτές να υπόκεινται στις ανάγκες των κρατών καθώς και στις απαιτήσεις της πολιτικής με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν έγκυροι. Πέρα από το γεγονός ότι και οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης έχουν κάνει πολλαπλά παιχνίδια με τις αγορές, το επιχείρημα αυτό αναπαράγει μια θεμελιακή θέση σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες που επιδιώκουν με κάθε μέσο το άνομο κέρδος είναι πιο ηθικές και άμεμπτες από κάθε δημόσια αρχή, ακόμα και σε χώρες που αυτή υπηρετεί πραγματικά το δημόσιο συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση, όμως, διευκρινίζω ότι δεν υποστηρίζω τη δημιουργία δημόσιων οίκων αξιολόγησης. Εκείνο που προτείνω είναι ότι η Πολιτική πρέπει να ανακαλέσει τις αποφάσεις της με τις οποίες παρέχει την ισχύ που περιέγραψα στους οίκους αξιολόγησης.
Χρειάζεται ένας Ευρωπαϊκός οίκος;
Στην ΕΕ διατυπώνεται η πρόταση δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αρχής Αξιολόγησης. Κατά τη γνώμη μου και με βάση τα όσα είπα δεν έχει να προσθέσει τίποτα. Είναι ήδη γνωστό ότι υπάρχουν αιτήματα στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές για την δημιουργία της. Όμως, σε κάθε περίπτωση θα έχει τις αδυναμίες των ήδη υπαρχόντων. Εάν δεν είναι ένας ακόμα μικρός οίκος θα είναι ένας τέταρτος σωματοφύλακας των πιο επιθετικών κεφαλαίων. Όπως ήδη έδειξα οι τρεις αξιολογικοί οίκοι λειτουργούν προκυκλικά. Προκαλούν ή συμβάλλουν στην ενίσχυση κρισιακών φαινομένων και μάλιστα με την ισχύ της μονοπωλιακής θέσης τους, αλλά και της αποδοχής τους ως κβάσι δημόσιοι θεσμοί και τμήμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ακόμα και σωστές εκτιμήσεις να κάνουν, αντί να τις μεταφέρουν / ανακοινώσουν στους ενδιαφερόμενους, τις δημοσιοποιούν ως να κάνουν διαφημιστική εκστρατεία για τον εαυτό τους. Η δημοσίευση των εκτιμήσεών τους από κάποιους λίγους αναλυτές λειτουργεί συχνά ως ένα είδος χιονοστιβάδας σε βάρος μιας χώρας. Και αυτό ανεξάρτητα εάν έχουν δίκαιο ή όχι. Με μια εκτίμησή, επί παραδείγματι, ότι μια χώρα είναι στο «ΒΒΒ-« αυτόματα εξαναγκάζουν επενδυτές να αποσύρουν τα χρήματα τους από αυτήν ή να μην επενδύουν καν σε αυτή. Το να προσθέσει κανείς στις υπάρχουσες εταιρείες αξιολόγησης μία ακόμα δεν αλλάζει αυτά τα δεδομένα. Για αυτό θεωρώ, τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες, την πρόταση για δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αν όχι άνευ σημασίας, σίγουρα δευτερευούσης σημασίας.
Τι προτείνω
Η πρόταση μου στηρίζεται σε μια πολύ απλή και ορθολογική σκέψη: Ας υπάρχουν όσοι θέλουν και ας φτιαχτούν και όσοι άλλοι θέλουν οίκοι αξιολόγησης, αρκεί να περιορίζονται στον αρχικό τους ρόλο: συλλογή πληροφοριών και ενημέρωση για όποιον παίκτη της αγοράς πληρώνει. Κατά τη γνώμη μου, οι υπάρχοντες θεσμοί της ΕΕ, είναι σε θέση να κάνουν πολύ καλύτερες αξιολογήσεις. Διαθέτουν έναν πολύ ευρύτερο κύκλο αξιολογητών από τους Οίκους. Αξιολογητές που είναι, εξάλλου, ειδικευμένοι στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Το διαθέτουν τα εθνικά κράτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι κεντρικές τράπεζες κάθε κράτους, αλλά πριν από όλα η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι αξιολογήσεις που δύναται να κάνουν θα είναι προϊόν εκατοντάδων ειδικών και όχι ενός αναλυτή με τον βοηθό του όπως στους Οίκους Αξιολόγησης. Κατά συνέπεια οι θεσμοί της ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιούν το δικό τους δυναμικό και να αξιοποιούν, όχι, όμως δεσμευτικά, τις πληροφορίες και τις όποιες αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης.
Για αυτό προτείνω, η θεμελιακή αλλαγή που πρέπει να γίνεται και δύναται να γίνει, είναι να απαξαρτηθούν οι θεσμοί επενδύσεων και δανεισμού από την δεσμευτικότητα των αξιολογήσεων των τριών οίκων. Με άλλα λόγια να μην υποτάσσεται ολόκληρη η ΕΕ, τα κράτη μέλη καθώς και οι θεσμοί της σε δύο μεσαίου επιπέδου αξιολογητές και την επιχείρηση που τους απασχολεί. Να τους ακούει, αλλά να μην υποτάσσεται σε αυτούς. Εξάλλου, η όποια ισχύς των Οίκων δεν προέρχεται από την ικανότητα και αποτελεσματικότητά τους, αλλά από τις πολιτικές ρυθμίσεις καθώς και την πολιτική αυτοδέσμευση της ΕΕ στις εκτιμήσεις τους.
Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η αυτοδέσμευση αυτή να επεκταθεί και σε έναν τέταρτο οίκο, διότι τάχα θα είναι πιο ευρωπαϊκός από τους άλλους, της (υπό γαλλική ιδιοκτησίας) Fitch, συμπεριλαμβανομένης, αλλά το να σταματήσει η ΕΕ να παραδίδει το μέλλον της σε κάποιους τρίτους, οι οποίοι ως νέοι θεοί αποφαίνονται και επιβάλλουν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι συχνά πέφτουν έξω και είναι ανεπαρκείς. Όπως δε έχει αποδειχτεί στις αξιολογήσεις τους πρυτανεύουν τόσο τρίτα συμφέροντα, όσο και τα δικά τους κερδοσκοπικά και αυτοδιαφημιστηκά συμφέροντα.
afterhistory
Σε άρθρο μου πριν δύο εβδομάδες, είχα καταγράψει το ιστορικό των Οίκων Αξιολόγησης και πώς ο ενισχυμένος ρόλος τους δεν προκύπτει ούτε από την υψηλή ποιότητας εργασίας, ούτε από το ότι κατάφεραν να κάνουν προβλέψεις. Κάθε άλλο. Πολύ συχνά, όπως έγινε με τις αμερικάνικες φούσκες έκαναν λάθος προβλέψεις και έδωσαν καταστροφικές συμβουλές.
Η κατανομή ισχύος στους οίκους αξιολόγησης
Η ισχύς των τριών κύριων οίκων αξιολόγησης προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχει, έναντι τους, αξιόλογος ανταγωνισμός. Οι τρεις τους αποτελούν στην ουσία ένα μονοπώλιο στις αγορές αξιολόγησης. Ο λόγος είναι το δυσανάλογο κόστος (χρηματικό και εργασίας) εισόδου στην αγορά. Κόστος το οποίο δεν μπορούν να το καλύψουν μικρές εταιρείες. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα φαίνεται να είναι ο κινέζικος οίκος αξιολόγησης Dagong, ο οποίος προς το παρόν περιορίζεται σε αντικείμενα αξιολόγησης για τα οποία η Κίνα έχει άμεσα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Η ισχυροποίησή του συνδέεται σε μεγάλο βαθμό όχι με τη στάση των διεθνών αγορών, αλλά με την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών εργαλείων της ίδιας της Κίνας. Αντίθετα με την κινέζικη Dagong, μια σοβαρή προσπάθεια που είχε γίνει στη Γερμανία με πρωτοβουλία του μέχρι πριν λίγα χρόνια πρωθυπουργού του κρατιδίου της Hessen, R.Koch, απέτυχε. Συνολικά, σήμερα υπάρχουν..
δέκα εταιρίες αξιολόγησης, εκ των οποίων στην ΕΕ υπάρχουν έξη (μικρές) εταιρίες αξιολόγησης εκ των οποίων 4 είναι γερμανικές, , μία βουλγάρικη και μία ιαπωνικής ιδιοκτησίας. Ο ρόλος τους είναι και παραμένει ασήμαντος.
Γιατί οι οίκοι προσέλκυσαν αρνητική ενέργεια
Οι οίκοι αξιολόγησης βρέθηκαν στο μάτι του τυφώνα διότι διέθεταν, έμμεσα ή άμεσα συμμετοχή σε χρεόγραφα που αξιολογούσαν. Αποδείχτηκε ότι εξήγαγαν κέρδη από την εγγύηση πολλαπλών δανείων υποθήκης. Με την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης στις ΗΠΑ και την φούσκα στην αγορά οικίας, βρέθηκαν άμεσα εκτεθειμένες. Εξαιτίας τους βρέθηκαν σειρά από τράπεζες και δανειζόμενοι από αυτές σε κάκιστη οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, οι τρεις αυτές εταιρείες, άμεσα ή έμμεσα συμμετέχουν στα χρηματιστήρια. Με άλλα λόγια ήταν ταυτόχρονα διαιτητές και παίκτες ανήκοντες στην ίδια παρέα στησίματος αγώνων. Παρόλα τα εμφανή λάθη και αποτυχίες τους στις ΗΠΑ και στην αξιολόγηση ιδιωτικών επιχειρήσεων, ανέκαμψαν στην αγορά και απέκτησαν υπερβολική ισχύ με τις αξιολογήσεις που ξεκίνησαν να κάνουν για κράτη, ακόμα και αν δεν πληρώνονταν για ορισμένες απ’ αυτές. Όλος «παραδόξως» μόνο το γεγονός ότι έκαναν αρνητικές αξιολογήσεις για κράτη, οι μέχρι τότε αποτυχόντες, διασφάλισαν για τον εαυτό τους ισχύ. Ισχύ που τους την παρέδωσαν τα ίδια τα κράτη θέτοντας ρυθμιστικούς κανόνες όπου οι αξιολογήσεις τους ήταν δεσμευτικές.
Οι οίκοι αξιολόγησης, δηλαδή, δεν έγιναν ισχυροί από τις αγορές, αλλά από τα κράτη και τις ρυθμίσεις τους. Στις ΗΠΑ επί παραδείγματι όσο το δημόσιο είχε το όριο δανεισμού στα 14,3 δισεκατομμύρια οι οίκοι ήταν ισχυροί παίκτες. Παλαιότερα που δεν υπήρχε τέτοιο όριο ήταν ανύπαρκτοι. Ενώ τώρα που το όριο μετακινήθηκε προς τα πάνω, η ισχύς τους προσωρινά περιορίστηκε. Οι αγορές, δηλαδή, αρχικά ανέτρεψαν προβλέψεις και λειτουργίες των οίκων αξιολόγησης. Κατόπιν, προκειμένου να προωθήσουν τις αποκρατικοποιήσεις τους υιοθέτησαν και τους έστειλαν, με τη βοήθεια των πολιτικών στην αξιολόγηση κρατών και στο στρίμωγμα παντού του εκάστοτε δημόσιου τομέα. Από την αξιολόγηση των κρατών, οι τρεις εταιρείες αποκόμισαν μεγάλα κέρδη, το ίδιο και ορισμένες αγορές που παίζουν μέσω αυτών. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν ο κόσμος των κρατών μπορεί να εγκαταλείψει την τύχη του στην αξιολόγηση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Διότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, και συμβαίνει, τότε θα ενισχυθεί και άλλο –μάλιστα κατόπιν πολιτικής απόφασης- η υποταγή των κρατών και της πολιτικής στις αγορές.
Το επιχείρημα των νεοφιλελεύθερων ανά τον κόσμο, το οποίο έχει επιβληθεί, είναι ότι εάν την αξιολόγηση την κάνουν κρατικοί οίκοι, όχι, δηλαδή, οι τρεις ιδιώτες και ότι άλλο προκύψει, τότε «ελλοχεύει ο κίνδυνος» οι εταιρείες αυτές να υπόκεινται στις ανάγκες των κρατών καθώς και στις απαιτήσεις της πολιτικής με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν έγκυροι. Πέρα από το γεγονός ότι και οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης έχουν κάνει πολλαπλά παιχνίδια με τις αγορές, το επιχείρημα αυτό αναπαράγει μια θεμελιακή θέση σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες που επιδιώκουν με κάθε μέσο το άνομο κέρδος είναι πιο ηθικές και άμεμπτες από κάθε δημόσια αρχή, ακόμα και σε χώρες που αυτή υπηρετεί πραγματικά το δημόσιο συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση, όμως, διευκρινίζω ότι δεν υποστηρίζω τη δημιουργία δημόσιων οίκων αξιολόγησης. Εκείνο που προτείνω είναι ότι η Πολιτική πρέπει να ανακαλέσει τις αποφάσεις της με τις οποίες παρέχει την ισχύ που περιέγραψα στους οίκους αξιολόγησης.
Χρειάζεται ένας Ευρωπαϊκός οίκος;
Στην ΕΕ διατυπώνεται η πρόταση δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αρχής Αξιολόγησης. Κατά τη γνώμη μου και με βάση τα όσα είπα δεν έχει να προσθέσει τίποτα. Είναι ήδη γνωστό ότι υπάρχουν αιτήματα στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές για την δημιουργία της. Όμως, σε κάθε περίπτωση θα έχει τις αδυναμίες των ήδη υπαρχόντων. Εάν δεν είναι ένας ακόμα μικρός οίκος θα είναι ένας τέταρτος σωματοφύλακας των πιο επιθετικών κεφαλαίων. Όπως ήδη έδειξα οι τρεις αξιολογικοί οίκοι λειτουργούν προκυκλικά. Προκαλούν ή συμβάλλουν στην ενίσχυση κρισιακών φαινομένων και μάλιστα με την ισχύ της μονοπωλιακής θέσης τους, αλλά και της αποδοχής τους ως κβάσι δημόσιοι θεσμοί και τμήμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ακόμα και σωστές εκτιμήσεις να κάνουν, αντί να τις μεταφέρουν / ανακοινώσουν στους ενδιαφερόμενους, τις δημοσιοποιούν ως να κάνουν διαφημιστική εκστρατεία για τον εαυτό τους. Η δημοσίευση των εκτιμήσεών τους από κάποιους λίγους αναλυτές λειτουργεί συχνά ως ένα είδος χιονοστιβάδας σε βάρος μιας χώρας. Και αυτό ανεξάρτητα εάν έχουν δίκαιο ή όχι. Με μια εκτίμησή, επί παραδείγματι, ότι μια χώρα είναι στο «ΒΒΒ-« αυτόματα εξαναγκάζουν επενδυτές να αποσύρουν τα χρήματα τους από αυτήν ή να μην επενδύουν καν σε αυτή. Το να προσθέσει κανείς στις υπάρχουσες εταιρείες αξιολόγησης μία ακόμα δεν αλλάζει αυτά τα δεδομένα. Για αυτό θεωρώ, τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες, την πρόταση για δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αν όχι άνευ σημασίας, σίγουρα δευτερευούσης σημασίας.
Τι προτείνω
Η πρόταση μου στηρίζεται σε μια πολύ απλή και ορθολογική σκέψη: Ας υπάρχουν όσοι θέλουν και ας φτιαχτούν και όσοι άλλοι θέλουν οίκοι αξιολόγησης, αρκεί να περιορίζονται στον αρχικό τους ρόλο: συλλογή πληροφοριών και ενημέρωση για όποιον παίκτη της αγοράς πληρώνει. Κατά τη γνώμη μου, οι υπάρχοντες θεσμοί της ΕΕ, είναι σε θέση να κάνουν πολύ καλύτερες αξιολογήσεις. Διαθέτουν έναν πολύ ευρύτερο κύκλο αξιολογητών από τους Οίκους. Αξιολογητές που είναι, εξάλλου, ειδικευμένοι στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Το διαθέτουν τα εθνικά κράτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι κεντρικές τράπεζες κάθε κράτους, αλλά πριν από όλα η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι αξιολογήσεις που δύναται να κάνουν θα είναι προϊόν εκατοντάδων ειδικών και όχι ενός αναλυτή με τον βοηθό του όπως στους Οίκους Αξιολόγησης. Κατά συνέπεια οι θεσμοί της ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιούν το δικό τους δυναμικό και να αξιοποιούν, όχι, όμως δεσμευτικά, τις πληροφορίες και τις όποιες αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης.
Για αυτό προτείνω, η θεμελιακή αλλαγή που πρέπει να γίνεται και δύναται να γίνει, είναι να απαξαρτηθούν οι θεσμοί επενδύσεων και δανεισμού από την δεσμευτικότητα των αξιολογήσεων των τριών οίκων. Με άλλα λόγια να μην υποτάσσεται ολόκληρη η ΕΕ, τα κράτη μέλη καθώς και οι θεσμοί της σε δύο μεσαίου επιπέδου αξιολογητές και την επιχείρηση που τους απασχολεί. Να τους ακούει, αλλά να μην υποτάσσεται σε αυτούς. Εξάλλου, η όποια ισχύς των Οίκων δεν προέρχεται από την ικανότητα και αποτελεσματικότητά τους, αλλά από τις πολιτικές ρυθμίσεις καθώς και την πολιτική αυτοδέσμευση της ΕΕ στις εκτιμήσεις τους.
Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η αυτοδέσμευση αυτή να επεκταθεί και σε έναν τέταρτο οίκο, διότι τάχα θα είναι πιο ευρωπαϊκός από τους άλλους, της (υπό γαλλική ιδιοκτησίας) Fitch, συμπεριλαμβανομένης, αλλά το να σταματήσει η ΕΕ να παραδίδει το μέλλον της σε κάποιους τρίτους, οι οποίοι ως νέοι θεοί αποφαίνονται και επιβάλλουν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι συχνά πέφτουν έξω και είναι ανεπαρκείς. Όπως δε έχει αποδειχτεί στις αξιολογήσεις τους πρυτανεύουν τόσο τρίτα συμφέροντα, όσο και τα δικά τους κερδοσκοπικά και αυτοδιαφημιστηκά συμφέροντα.
afterhistory
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου