Του Θέμη Τζήμα
Μέλος του ΕΣ ΠΑΣΟΚ
Το ευρωομόλογο τείνει να γίνει ο νέος μεγάλος εθνικός στόχος. Τόσο μεγάλος ώστε με παιδαριώδη τρόπο ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ερίζουν για το ποιος το είπε πρώτος, με ολίγη από την αριστερά να διεκδικεί επίσης τα πρωτεία. Στην πραγματικότητα βέβαια κανείς από τους δύο δεν είναι ο «πατέρας» της ιδέας αλλά μικρή αξία έχει αυτό έτσι κι αλλιώς.Πριν ωστόσο ριχτούμε σύσσωμοι, ομόψυχα στο νέο μεγάλο εθνικό στόχο, μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε λίγο καλύτερα, ειδικά όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως αριστεροί τι μπορεί να σημάνει η υιοθέτηση του ευρωομολόγου εντός της δεδομένης ευρωπαϊκής πολιτικής ως προς την κρίση, από μόνο του και τώρα;Τονίζω το «εντός της δεδομένης ευρωπαϊκής πολιτικής», το «από μόνο του» και το «τώρα», διότι καταρχήν πολλοί εξ ημών υποστηρίξαμε –και χωρίς να διεκδικούμε την πατρότητα ή μητρότητα της ιδέας- την υιοθέτηση του ευρωομολόγου. Εξακολουθώ προσωπικά να την υποστηρίζω, με μια κρίσιμη παράμετρο όμως: στο πλαίσιο και ως μέρος της υλοποίησης μιας συνολικής, άλλης, δημοκρατικής, προοδευτικής και αριστερής στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Και φυσικά σε χρόνο που θα υποδηλώνει ότι οι πολιτικές ηγεσίες προλαβαίνουν τις επιθετικές κινήσεις των αγορών και όχι ότι σύρονται εκβιαζόμενες από τις τελευταίες.
Καμία από αυτές τις συνθήκες δεν ισχύει σήμερα. Πρώτα απ’ όλα το ευρωομόλογο αν υιοθετηθεί φαίνεται ότι θα θεωρηθεί παραχώρηση των υπεύθυνων δημοσιονομικά Βορείων και δη Γερμανών προς τις άσωτες 3- Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία- συν 2- Ιταλία, Ισπανία- και ίσως συν 1- Γαλλία. Φυσικά είναι άδηλο και ποιοι άλλοι σύντομα θα χρειάζονται το ευρωομόλογο. Επειδή λοιπόν το ευρωομόλογο αν έλθει, θα έλθει ως παραχώρηση θα συνδυαστεί με την εφαρμογή μιας σειράς ευρωπαϊκών κρατών της πολιτικής φτωχοποίησης, αποψίλωσης κοινωνικών δικαιωμάτων, διάλυσης του κράτους πρόνοιας, γενικής εκποίησης δημοσίου πλούτου, ενίσχυσης της ανισοκατανομής πλούτου και εν γένει δέσμευσης σε ένα μείγμα σκληρού μονεταρισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Ωστόσο, αυτή η πολιτική όπου εφαρμόζεται αφενός αποτυγχάνει στην επίτευξη των διακεκηρυγμένων στόχων της ακόμα και σε σχέση με τα δημοσιονομικά μεγέθη και αφετέρου υποσκάπτει την παραγωγική δομή, την αναπτυξιακή προοπτική και την κοινωνική συνοχή. Έτσι αντί να αντιμετωπίζει τους γενεσιουργούς παράγοντες της κρίσης, τους εντείνει ακόμα περισσότερο και ίσως προσθέτει και μερικούς επιπλέον. Κατά συνέπεια τα όποια οφέλη από την υιοθέτηση του ευρωομολόγου εντός μιας τέτοιας στρατηγικής εξανεμίζονται, δεδομένου ότι το ευρωομόλογο καθίσταται παράγοντας δέσμευσης στην ίδια αποτυχημένη και καταστροφική πολιτική.
Δεύτερον, το ευρωομόλογο προβάλλεται ως λύση από την ευρωπαϊκή κρίση. Ως η επιλογή εκείνη που από μόνη της θα αντιμετωπίσει την κρίση χρέους και θα «σώσει την παρτίδα». Η αντίληψη αυτή αναδεικνύει το μέρος σε όλον. Δηλαδή ένα μέσο ανάσχεσης των συμπτωμάτων της κρίσης το αναγορεύει σε συνολική στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Αντιλαμβάνεται το σύμπτωμα ως αιτία. Ερμηνεύει δηλαδή την κρίση στην Ευρώπη ως κρίση δημοσίου χρέους, οπότε αυτό που χρειάζεται είναι απλά ομόλογο υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, που θα εξασφαλίζει χαμηλά επιτόκια. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το σύμπτωμα. Οι αιτίες όμως της κρίσης είναι άλλες. Εντοπίζονται στις δομικές αντιφάσεις και στις ασυμμετρίες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στην ηγεμονία του άυλου, υπερκινητικού, παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου επί της παραγωγής. Στην αρρύθμιστη και άγνωστης κατάληξης ακόμα τάση μετακίνησης του κέντρου καπιταλιστικής ισχύος από τη «Δύση» στην «Ανατολή». Στη διεύρυνση της ανισοκατανομής πλούτου κύρια μέσα στη δύση. Στην παραγωγική υστέρηση έως και αποδιάρθρωση μιας σειράς δυτικών και εν προκειμένω ευρωπαϊκών κρατών. Στην εύθραυστη και κλονιζόμενη αρχιτεκτονική του ευρώ. Στη νομισματική σύνδεση οικονομιών με διαφορετικές ταυτότητες, ανάγκες και δυνατότητες. Στο δημοκρατικό και πολιτικό έλλειμμα στο εσωτερικό της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Τι συμβαίνει όταν αντιλαμβάνεσαι το μέρος ως όλον και το σύμπτωμα ως αιτία; Χρήσιμες εφεδρείες τις ρίχνεις στη μάχη κατατετμημένες και μέσο- μακροπρόθεσμα τις καθιστάς αδύναμες να επιφέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα οι ΗΠΑ, που παρότι εφήρμοσαν μια σειρά τακτικών ανάσχεσης της κρίσης, μη εντάσσοντάς τις σε μια συνολική στρατηγική εξόδου από την κρίση, τη βλέπουν τώρα να οξύνεται εκ νέου. Δημιουργείς ελπίδες μόνο και μόνο για να διαψευστούν λίγο αργότερα, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση και πανικό.
Τρίτον, η καθυστέρηση στην υιοθέτηση του ευρωομολόγου κινδυνεύει να το ακυρώσει και ως τακτική ανάσχεσης ακόμα. Είναι προφανές ότι θα ήταν άλλη η αξιοπιστία του ευρωομολόγου με μια ευρωζώνη που είχε μόλις ένα μέλος της στον όποιο μηχανισμό στήριξης, από αυτήν που θα είχε με τρία μέλη της ευρωζώνης ευρισκόμενα στο μηχανισμό υποστήριξης. Φυσικά τελείως διαφορετική θα αποδειχτεί η αξιοπιστία του όποιου ευρωομολόγου αν εκδοθεί με το προαναφερθέν σχήμα 3+2+1 να δεσπόζει στη δημόσια συζήτηση και στην ευρωπαϊκή κρίση. Από φράγμα έστω προσωρινής ανάσχεσης της κρίσης κινδυνεύει στην τελευταία περίπτωση να μετατραπεί σε σιδηροτροχιά πάνω στην οποία μπορεί να «τρέξει» η κρίση προς την καρδιά της ευρωζώνης ακόμα γρηγορότερα.
Ένα ευρωομόλογο λοιπόν, που θα αποφασιστεί εντός της ακολουθούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής, εμφανιζόμενο ως λύση στην ευρωπαϊκή εκδοχή της κρίσης και εφαρμοσμένο με τη γνωστή ευρωπαϊκή καθυστέρηση, μετά από μια αρχική περίοδο ευφορίας πιθανότατα θα προκαλέσει σημαντικότατες αντιδράσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, ενδεχομένως και των ελίτ και εν τέλει θα βαθύνει την ευρωπαϊκή εκδοχή της κρίσης προσδίδοντάς της σοβαρές πολιτικές εκφάνσεις.
Πρώτον, διότι θα σημάνει de facto δημοσιονομική ενοποίηση, όχι στη βάση όμως μιας δημοκρατικής απόφασης των λαών της Ευρώπης αλλά στη βάση του εκβιασμού διλήμματος- διάλυση της ευρωζώνης ή δημοσιονομική ενοποίηση- που θα έχει τεθεί από τις αγορές και θα έχει απαντηθεί από τις ελίτ. Δεύτερον, διότι θα εμπεδώσει τον κυρίαρχο το ρόλο της Γερμανίας που θα αναλάβει ένα τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος, παίρνοντας ως ανταλλάγματα την απόλυτη επιβεβαίωση του ηγεμονικού της ρόλου και την επιβολή της πολιτικής της ως πανευρωπαϊκής πολιτικής.
Η δημοσιονομική ενοποίηση προκειμένου να διαθέτει την όποια προοπτική επιβίωσης θα οδηγήσει αναγκαστικά στο ζήτημα της οικονομικής ενοποίησης και της πολιτικής ομοσπονδοποίησης σε επίπεδο τουλάχιστον ευρωζώνης. Ειδάλλως θα αποδειχθεί τόσο εύθραυστη αλλά και πολύ περισσότερο επικίνδυνη από τη θέσπιση του ευρώ. Με ποιες δημοκρατικές διαδικασίες νομιμοποίησης ωστόσο και με ποιο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο; Προφανώς με ανύπαρκτες δημοκρατικές διαδικασίες και στο γύψο του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου. Έτσι όμως ο δημοσιονομικά ενιαίος χώρος του Ευρώ μετατρέπεται σε μια οδυνηρή φυλακή των λαών και σταδιακά σε βαρίδι στα πόδια της ίδιας της Ευρώπης.
Με τις παραπάνω συνθήκες ποια δύο ενδεχόμενα έπονται- διαζευκτικά ή σωρευτικά: Πρώτο ενδεχόμενο η επέκταση της κρίσης στην καρδιά του ευρώ, όταν θα αρχίσει η αμφισβήτηση για το πόσους μπορεί να σώζει η Γερμανία. Εδώ πρέπει να επισημάνει κανείς το εξής: τα θεμελιακά στοιχεία μιας σειράς ευρωπαϊκών οικονομιών που έχουν τεθεί εν κινδύνω δεν είναι προβληματικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι οικονομικά υπαρκτός ο κίνδυνος της χρεοκοπίας τους ή της αδυναμίας πρόσβασής τους στις αγορές με βιώσιμα επιτόκια. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τον κίνδυνο της αυτό- εκπληρωμένης προφητείας. Ούτε να ξεχνά ότι η έννοια της κρατικής χρεοκοπίας είναι αποτέλεσμα μιας κατ’ ουσία πολιτικής εκτίμησης, άσχετα αν ενδύεται δήθεν τεχνοκρατικά ουδέτερο μανδύα. Αν το όποιο κρατικό χρέος εξακολουθεί να χρηματοδοτείται ομαλά ή σχετικά ομαλά, άσχετα από το ύψος του δεν οδηγεί σε κρατική χρεοκοπία. Προκαλεί άλλες επιπτώσεις αλλά όχι χρεοκοπία. Επιπλέον η βιωσιμότητα του χρέους έχει να κάνει με μια σειρά παραγόντων όπως η ανάπτυξη και η παραγωγική συγκρότηση, που πλήττονται βάναυσα με την ακολουθούμενη ευρωπαϊκή πολιτική.
Δεύτερο ενδεχόμενο η γέννηση πικρίας, αντιπαράθεσης και αντιπαλότητας μεταξύ των λαών, ίσως και των ελίτ. Των Γερμανών για τα βάρη που θα αναλαμβάνουν, θεωρώντας τα άδικη τιμωρία για την υπεροχή τους. Των υπολοίπων λαών που θα υποστούν τα «πακέτα βοήθειας», για τις όσες βάρβαρες και αντικοινωνικές πολιτικές τους επιβληθούν. Η περαιτέρω ενίσχυση της γερμανικής κυριαρχίας θα δημιουργήσει ένα δίπολο δύσθυμης υπεροχής και απρόθυμης ανάληψης ευθύνης από τη μια και αισθήματος ταπεινωτικής κατωτερότητας και κινδύνου προτεκτορατοποίησης από την άλλη. Αυτό το δίπολο πέραν των οικονομικών του επιπτώσεων ξυπνά παλιές, ενδοευρωπαϊκές αντιπαλότητες ή και εχθρότητες. Ας αναλογιστούμε τι μπορεί να σημάνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στη βάση των ανωτέρω το ευρωομόλογο δε φαντάζει και τόσο ειδυλλιακό. Δε με εκπλήσσει που μια κυβέρνηση η οποία ακολουθεί δεξιά πολιτική και ένα δεξιό κόμμα δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτά τα ενδεχόμενα. Ωστόσο η ευρύτερη αριστερά- εντός κι εκτός ΠΑΣΟΚ- οφείλει να είναι πιο συνειδητοποιημένη και από τη δημοσιογραφική περιγραφή του παρόντος να περάσει στην ανάλυση, στην πρόβλεψη και άρα στη δυνατότητα προώθησης εναλλακτικού στρατηγικού σχεδίου. Αν δεν περάσουμε σε μια τέτοια στρατηγική θα βλέπουμε διάφορες έξυπνες ή «έξυπνες» ιδέες και επιμέρους προοδευτικές καταρχήν πολιτικές να διαστρέφονται και εν τέλει να αποτυγχάνουν με πάταγο.
Μέλος του ΕΣ ΠΑΣΟΚ
Το ευρωομόλογο τείνει να γίνει ο νέος μεγάλος εθνικός στόχος. Τόσο μεγάλος ώστε με παιδαριώδη τρόπο ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ερίζουν για το ποιος το είπε πρώτος, με ολίγη από την αριστερά να διεκδικεί επίσης τα πρωτεία. Στην πραγματικότητα βέβαια κανείς από τους δύο δεν είναι ο «πατέρας» της ιδέας αλλά μικρή αξία έχει αυτό έτσι κι αλλιώς.Πριν ωστόσο ριχτούμε σύσσωμοι, ομόψυχα στο νέο μεγάλο εθνικό στόχο, μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε λίγο καλύτερα, ειδικά όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως αριστεροί τι μπορεί να σημάνει η υιοθέτηση του ευρωομολόγου εντός της δεδομένης ευρωπαϊκής πολιτικής ως προς την κρίση, από μόνο του και τώρα;Τονίζω το «εντός της δεδομένης ευρωπαϊκής πολιτικής», το «από μόνο του» και το «τώρα», διότι καταρχήν πολλοί εξ ημών υποστηρίξαμε –και χωρίς να διεκδικούμε την πατρότητα ή μητρότητα της ιδέας- την υιοθέτηση του ευρωομολόγου. Εξακολουθώ προσωπικά να την υποστηρίζω, με μια κρίσιμη παράμετρο όμως: στο πλαίσιο και ως μέρος της υλοποίησης μιας συνολικής, άλλης, δημοκρατικής, προοδευτικής και αριστερής στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Και φυσικά σε χρόνο που θα υποδηλώνει ότι οι πολιτικές ηγεσίες προλαβαίνουν τις επιθετικές κινήσεις των αγορών και όχι ότι σύρονται εκβιαζόμενες από τις τελευταίες.
Καμία από αυτές τις συνθήκες δεν ισχύει σήμερα. Πρώτα απ’ όλα το ευρωομόλογο αν υιοθετηθεί φαίνεται ότι θα θεωρηθεί παραχώρηση των υπεύθυνων δημοσιονομικά Βορείων και δη Γερμανών προς τις άσωτες 3- Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία- συν 2- Ιταλία, Ισπανία- και ίσως συν 1- Γαλλία. Φυσικά είναι άδηλο και ποιοι άλλοι σύντομα θα χρειάζονται το ευρωομόλογο. Επειδή λοιπόν το ευρωομόλογο αν έλθει, θα έλθει ως παραχώρηση θα συνδυαστεί με την εφαρμογή μιας σειράς ευρωπαϊκών κρατών της πολιτικής φτωχοποίησης, αποψίλωσης κοινωνικών δικαιωμάτων, διάλυσης του κράτους πρόνοιας, γενικής εκποίησης δημοσίου πλούτου, ενίσχυσης της ανισοκατανομής πλούτου και εν γένει δέσμευσης σε ένα μείγμα σκληρού μονεταρισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Ωστόσο, αυτή η πολιτική όπου εφαρμόζεται αφενός αποτυγχάνει στην επίτευξη των διακεκηρυγμένων στόχων της ακόμα και σε σχέση με τα δημοσιονομικά μεγέθη και αφετέρου υποσκάπτει την παραγωγική δομή, την αναπτυξιακή προοπτική και την κοινωνική συνοχή. Έτσι αντί να αντιμετωπίζει τους γενεσιουργούς παράγοντες της κρίσης, τους εντείνει ακόμα περισσότερο και ίσως προσθέτει και μερικούς επιπλέον. Κατά συνέπεια τα όποια οφέλη από την υιοθέτηση του ευρωομολόγου εντός μιας τέτοιας στρατηγικής εξανεμίζονται, δεδομένου ότι το ευρωομόλογο καθίσταται παράγοντας δέσμευσης στην ίδια αποτυχημένη και καταστροφική πολιτική.
Δεύτερον, το ευρωομόλογο προβάλλεται ως λύση από την ευρωπαϊκή κρίση. Ως η επιλογή εκείνη που από μόνη της θα αντιμετωπίσει την κρίση χρέους και θα «σώσει την παρτίδα». Η αντίληψη αυτή αναδεικνύει το μέρος σε όλον. Δηλαδή ένα μέσο ανάσχεσης των συμπτωμάτων της κρίσης το αναγορεύει σε συνολική στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Αντιλαμβάνεται το σύμπτωμα ως αιτία. Ερμηνεύει δηλαδή την κρίση στην Ευρώπη ως κρίση δημοσίου χρέους, οπότε αυτό που χρειάζεται είναι απλά ομόλογο υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, που θα εξασφαλίζει χαμηλά επιτόκια. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το σύμπτωμα. Οι αιτίες όμως της κρίσης είναι άλλες. Εντοπίζονται στις δομικές αντιφάσεις και στις ασυμμετρίες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στην ηγεμονία του άυλου, υπερκινητικού, παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου επί της παραγωγής. Στην αρρύθμιστη και άγνωστης κατάληξης ακόμα τάση μετακίνησης του κέντρου καπιταλιστικής ισχύος από τη «Δύση» στην «Ανατολή». Στη διεύρυνση της ανισοκατανομής πλούτου κύρια μέσα στη δύση. Στην παραγωγική υστέρηση έως και αποδιάρθρωση μιας σειράς δυτικών και εν προκειμένω ευρωπαϊκών κρατών. Στην εύθραυστη και κλονιζόμενη αρχιτεκτονική του ευρώ. Στη νομισματική σύνδεση οικονομιών με διαφορετικές ταυτότητες, ανάγκες και δυνατότητες. Στο δημοκρατικό και πολιτικό έλλειμμα στο εσωτερικό της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Τι συμβαίνει όταν αντιλαμβάνεσαι το μέρος ως όλον και το σύμπτωμα ως αιτία; Χρήσιμες εφεδρείες τις ρίχνεις στη μάχη κατατετμημένες και μέσο- μακροπρόθεσμα τις καθιστάς αδύναμες να επιφέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα οι ΗΠΑ, που παρότι εφήρμοσαν μια σειρά τακτικών ανάσχεσης της κρίσης, μη εντάσσοντάς τις σε μια συνολική στρατηγική εξόδου από την κρίση, τη βλέπουν τώρα να οξύνεται εκ νέου. Δημιουργείς ελπίδες μόνο και μόνο για να διαψευστούν λίγο αργότερα, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση και πανικό.
Τρίτον, η καθυστέρηση στην υιοθέτηση του ευρωομολόγου κινδυνεύει να το ακυρώσει και ως τακτική ανάσχεσης ακόμα. Είναι προφανές ότι θα ήταν άλλη η αξιοπιστία του ευρωομολόγου με μια ευρωζώνη που είχε μόλις ένα μέλος της στον όποιο μηχανισμό στήριξης, από αυτήν που θα είχε με τρία μέλη της ευρωζώνης ευρισκόμενα στο μηχανισμό υποστήριξης. Φυσικά τελείως διαφορετική θα αποδειχτεί η αξιοπιστία του όποιου ευρωομολόγου αν εκδοθεί με το προαναφερθέν σχήμα 3+2+1 να δεσπόζει στη δημόσια συζήτηση και στην ευρωπαϊκή κρίση. Από φράγμα έστω προσωρινής ανάσχεσης της κρίσης κινδυνεύει στην τελευταία περίπτωση να μετατραπεί σε σιδηροτροχιά πάνω στην οποία μπορεί να «τρέξει» η κρίση προς την καρδιά της ευρωζώνης ακόμα γρηγορότερα.
Ένα ευρωομόλογο λοιπόν, που θα αποφασιστεί εντός της ακολουθούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής, εμφανιζόμενο ως λύση στην ευρωπαϊκή εκδοχή της κρίσης και εφαρμοσμένο με τη γνωστή ευρωπαϊκή καθυστέρηση, μετά από μια αρχική περίοδο ευφορίας πιθανότατα θα προκαλέσει σημαντικότατες αντιδράσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, ενδεχομένως και των ελίτ και εν τέλει θα βαθύνει την ευρωπαϊκή εκδοχή της κρίσης προσδίδοντάς της σοβαρές πολιτικές εκφάνσεις.
Πρώτον, διότι θα σημάνει de facto δημοσιονομική ενοποίηση, όχι στη βάση όμως μιας δημοκρατικής απόφασης των λαών της Ευρώπης αλλά στη βάση του εκβιασμού διλήμματος- διάλυση της ευρωζώνης ή δημοσιονομική ενοποίηση- που θα έχει τεθεί από τις αγορές και θα έχει απαντηθεί από τις ελίτ. Δεύτερον, διότι θα εμπεδώσει τον κυρίαρχο το ρόλο της Γερμανίας που θα αναλάβει ένα τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος, παίρνοντας ως ανταλλάγματα την απόλυτη επιβεβαίωση του ηγεμονικού της ρόλου και την επιβολή της πολιτικής της ως πανευρωπαϊκής πολιτικής.
Η δημοσιονομική ενοποίηση προκειμένου να διαθέτει την όποια προοπτική επιβίωσης θα οδηγήσει αναγκαστικά στο ζήτημα της οικονομικής ενοποίησης και της πολιτικής ομοσπονδοποίησης σε επίπεδο τουλάχιστον ευρωζώνης. Ειδάλλως θα αποδειχθεί τόσο εύθραυστη αλλά και πολύ περισσότερο επικίνδυνη από τη θέσπιση του ευρώ. Με ποιες δημοκρατικές διαδικασίες νομιμοποίησης ωστόσο και με ποιο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο; Προφανώς με ανύπαρκτες δημοκρατικές διαδικασίες και στο γύψο του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου. Έτσι όμως ο δημοσιονομικά ενιαίος χώρος του Ευρώ μετατρέπεται σε μια οδυνηρή φυλακή των λαών και σταδιακά σε βαρίδι στα πόδια της ίδιας της Ευρώπης.
Με τις παραπάνω συνθήκες ποια δύο ενδεχόμενα έπονται- διαζευκτικά ή σωρευτικά: Πρώτο ενδεχόμενο η επέκταση της κρίσης στην καρδιά του ευρώ, όταν θα αρχίσει η αμφισβήτηση για το πόσους μπορεί να σώζει η Γερμανία. Εδώ πρέπει να επισημάνει κανείς το εξής: τα θεμελιακά στοιχεία μιας σειράς ευρωπαϊκών οικονομιών που έχουν τεθεί εν κινδύνω δεν είναι προβληματικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι οικονομικά υπαρκτός ο κίνδυνος της χρεοκοπίας τους ή της αδυναμίας πρόσβασής τους στις αγορές με βιώσιμα επιτόκια. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τον κίνδυνο της αυτό- εκπληρωμένης προφητείας. Ούτε να ξεχνά ότι η έννοια της κρατικής χρεοκοπίας είναι αποτέλεσμα μιας κατ’ ουσία πολιτικής εκτίμησης, άσχετα αν ενδύεται δήθεν τεχνοκρατικά ουδέτερο μανδύα. Αν το όποιο κρατικό χρέος εξακολουθεί να χρηματοδοτείται ομαλά ή σχετικά ομαλά, άσχετα από το ύψος του δεν οδηγεί σε κρατική χρεοκοπία. Προκαλεί άλλες επιπτώσεις αλλά όχι χρεοκοπία. Επιπλέον η βιωσιμότητα του χρέους έχει να κάνει με μια σειρά παραγόντων όπως η ανάπτυξη και η παραγωγική συγκρότηση, που πλήττονται βάναυσα με την ακολουθούμενη ευρωπαϊκή πολιτική.
Δεύτερο ενδεχόμενο η γέννηση πικρίας, αντιπαράθεσης και αντιπαλότητας μεταξύ των λαών, ίσως και των ελίτ. Των Γερμανών για τα βάρη που θα αναλαμβάνουν, θεωρώντας τα άδικη τιμωρία για την υπεροχή τους. Των υπολοίπων λαών που θα υποστούν τα «πακέτα βοήθειας», για τις όσες βάρβαρες και αντικοινωνικές πολιτικές τους επιβληθούν. Η περαιτέρω ενίσχυση της γερμανικής κυριαρχίας θα δημιουργήσει ένα δίπολο δύσθυμης υπεροχής και απρόθυμης ανάληψης ευθύνης από τη μια και αισθήματος ταπεινωτικής κατωτερότητας και κινδύνου προτεκτορατοποίησης από την άλλη. Αυτό το δίπολο πέραν των οικονομικών του επιπτώσεων ξυπνά παλιές, ενδοευρωπαϊκές αντιπαλότητες ή και εχθρότητες. Ας αναλογιστούμε τι μπορεί να σημάνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στη βάση των ανωτέρω το ευρωομόλογο δε φαντάζει και τόσο ειδυλλιακό. Δε με εκπλήσσει που μια κυβέρνηση η οποία ακολουθεί δεξιά πολιτική και ένα δεξιό κόμμα δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτά τα ενδεχόμενα. Ωστόσο η ευρύτερη αριστερά- εντός κι εκτός ΠΑΣΟΚ- οφείλει να είναι πιο συνειδητοποιημένη και από τη δημοσιογραφική περιγραφή του παρόντος να περάσει στην ανάλυση, στην πρόβλεψη και άρα στη δυνατότητα προώθησης εναλλακτικού στρατηγικού σχεδίου. Αν δεν περάσουμε σε μια τέτοια στρατηγική θα βλέπουμε διάφορες έξυπνες ή «έξυπνες» ιδέες και επιμέρους προοδευτικές καταρχήν πολιτικές να διαστρέφονται και εν τέλει να αποτυγχάνουν με πάταγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου