Χρήστος Μιχαηλίδης
Ο Γκάντι έλεγε ότι ο μόνος, αποτελεσματικός τρόπος για να καταργηθεί ένας άδικος νόμος, είναι οι απλοί πολίτες της χώρας, δίχως βία, αλλά με αποφασιστικότητα, να αρνηθούν να τον εφαρμόσουν. Έχει τεθεί πολλές φορές, και απασχόλησε έντονα και τον ίδιο τον Γκάντι, το ερώτημα: «Ποιος νόμος είναι πραγματικά άδικος;» και, κατ’ επέκταση, «ποιος αποφασίζει ότι είναι άδικος;»
Απαντήσεις υπάρχουν πολλές. Όμως, προτού τις δούμε, ας μην ξεχάσουμε ούτε στιγμή, ότι το ερώτημα τίθεται, όχι για φιλοσοφική συζήτηση, αλλά για να παρθεί, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μια πολιτική απόφαση για την, δια της ανυπακοής, αντίδραση του λαού.
Έτσι, λοιπόν, δεν είναι δύσκολο να επισημάνει κάποιος, κατ’ αρχάς, ότι βασικό κριτήριο για να αποφασισθεί ποιος νόμος είναι σε τέτοιο σημείο άδικος ώστε να δικαιολογείται η πρόσκληση-ενθάρρυνση προς όλο τον λαό να ξεσηκωθεί, μη εφαρμόζοντάς τον, είναι ο νόμος αυτός να αφορά, αν όχι όλον τον πληθυσμό μιας χώρας, τουλάχιστον την μεγάλη πλειοψηφία του.
Ο Γκάντι, για παράδειγμα, τον καιρό που άρχιζε την πολιτική του διαδρομή ως νεαρός δικηγόρος στην Νότια Αφρική, δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους ομοεθνείς του να μην πειθαρχήσουν στον νόμο της τότε ρατσιστικής κυβέρνησης του στρατηγού Γιαν Σματς, που έλεγε ότι για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι Ινδοί πολίτες της χώρας, θα έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είχαν επάνω τους το «ειδικό πάσο» (ταυτότητα) που θα τους έδινε η κυβέρνηση των λευκών. Το μέτρο αυτό, λοιπόν, σαφώς διαχώριζε, μαζί με τους μαύρους που είχαν ακόμα χειρότερη μεταχείριση, και τους ινδικής καταγωγής πολίτες της Ν. Αφρικής από τους υπόλοιπους. Ήταν, επομένως, ένας νόμος «συνολικής στόχευσης». Αφορούσε όλους τους Ινδούς της Νότιας Αφρικής. Και, έτσι, δεν ήταν δύσκολο να χαρακτηριστεί αμέσως ως άδικος και να αποφασιστεί, από τους αδικουμένους, η μη εφαρμογή του.
Ένα υπο-ερώτημα που προκύπτει αμέσως: Εάν ο νόμος του Σματς δεν αφορούσε όλους τους Ινδούς στην Νότια Αφρική, και εξαιρούσε, ας πούμε, τους μορφωμένους ή/και τους παντρεμένους με λευκούς Νοτιοαφρικανούς, δεν θα ήταν και πάλι άδικος; Και μάλιστα, τόσο άδικος, ώστε να οδηγήσει και αυτός στην απειθαρχία όλων των πολιτών ινδικής καταγωγής; Η απάντηση, νομίζω, είναι ένα κατηγορηματικό «ναι», και δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο, ακόμα και από εκείνους που θα εξαιρούσε ένας τέτοιος υποτιθέμενος νόμος, που δεν θα συμφωνούσε στη λήψη μαζικής δράσης εναντίον του – πάντοτε ειρηνικής, εννοείται.
Παρόλο που, λοιπόν, κάποιοι θα ισχυριστούν ότι «όλα στη ζωή είναι σχετικά», η κοινή λογική, που είναι λιγότερο πολύπλοκη απ’ όσο νομίζουμε, οδηγεί πολλές φορές τα πράγματα, από μόνα τους, στις σωστές απαντήσεις.
Έτσι, για να έρθουμε στα δικά μας τώρα, δε νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι το νέο μέτρο της έκτακτης εισφοράς στην κτισμένη ακίνητη περιουσία, είναι πέρα ως πέρα άδικο για όλον τον πληθυσμό της χώρας. (Αν και ενδέχεται να υπάρχουν αρκετά σαΐνια, που έχουν φτιάξει σπίτια με χρήματα που κανείς δεν ξέρει πως αποκτήθηκαν, άρα δεν έχουν φορολογηθεί για αυτά και ως εκ τούτου το «συνολικός πληθυσμός» δεν τους αφορά.) Επομένως, λοιπόν, είναι από τις ελάχιστες φορές που θα συμφωνούσα με το ΚΚΕ ότι το χαράτσι αυτό δεν πρέπει να καταβληθεί από τους πολίτες. Όπως θα έλεγε, πάλι, ο μέγας Γκάντι, «δεν μπορούν 100 χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες να επιβάλουν τους νόμους τους, εάν 10 εκατομμύρια Ινδοί αρνηθούν να τους εφαρμόσουν». Ομοίως, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κόψει το ρεύμα σε 10 εκατομμύρια Έλληνες, εάν αυτοί αρνηθούν να πληρώσουν το ειδικό αυτό τέλος που θα τους έρθει στον λογαριασμό της ΔΕΗ.
Μια τέτοια αντίδραση, η οποία όμως δεν πρέπει να καπελωθεί από κανένα ΚΚΕ, κανένα ΠΑΜΕ, κανέναν ΣΥΡΙΖΑ, κανένα συνδικάτο, καμιά ΝΔ του Σαμαρά, δεν πιστεύω ότι θα φέρει την Ελλάδα κοντύτερα στην χρεοκοπία, όπως διαρκώς απειλούν οι δανειστές μας, και όσοι τους ακούνε «τυφλά». (Στην χρεοκοπία, όντως, είμαστε κοντά, αλλά ο τρόπος για να απομακρυνθούμε δεν είναι αυτός, των έκτακτων εισφορών, αλλά των έκτακτων διαρθρωτικών αλλαγών, που βεβαίως, οι υποστηρικτές, αορίστως, του «δεν πληρώνω – δεν πληρώνω», καθόλου δεν θέλουν).
Έλεγα, λοιπόν, ότι μία τέτοια, μαζική, και δίχως βία, αντίδραση σε αυτόν τον άδικο νόμο, όχι μόνο δεν θα μας φέρει κοντύτερα στην χρεοκοπία, αλλά θα αφυπνίσει, με τον πιο τρανταχτό τρόπο, και την κυβέρνηση, και τους δανειστές μας, και τους άλλους πολίτες των χωρών της δοκιμαζόμενης Ε.Ε. Θα τους κάνει να καταλάβουν την αδικία, και ίσως τους κινητοποιήσει κιόλας να αγωνιστούν και αυτοί για την εξάλειψή της.
Αυτά, δεν είναι απλώς «ρομαντικά πράγματα», όπως ίσως πουν κάποιοι. Έχουν δοκιμαστεί κάτω από πολύ σκληρότερες συνθήκες από μια οικονομική κρίση, και έχουν φέρει θαυμαστά αποτελέσματα. Όχι, όμως, χωρίς κόστος. Χιλιάδες άνθρωποι αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, υπέφεραν, και έχασαν ακόμα και τη ζωή τους αντιστεκόμενοι ειρηνικά στην βία του κράτους. Στο τέλος, έλεγε ο Γκάντι, ο τρόπος της ειρηνικής ανυπακοής σε έναν άδικο νόμο, πάντοτε επικρατεί.
Το θέμα είναι, λοιπόν, με ψυχραιμία και καθαρό μυαλό (και χωρίς κομματικές ακρότητες), να αποφασίσει ο κόσμος μόνος του, και μαζικά ακολούθως, μέσω της κοινωνικής δικτύωσης ή και οργανωμένων φορέων, να απορρίψει νόμους άγριους, όπως είναι εκείνοι που εφευρίσκονται υπό την ταμπέλα «έκτακτα μέτρα», και υπό την απειλή της πτώχευσης.
Μια τέτοια απειθαρχία, είναι απολύτως δικαιολογημένη, και επιβεβλημένη. Γιατί ο νόμος είναι άδικος, και πλήττει την αξιοπρέπεια και την τσέπη όλου του λαού, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Από την άλλη, όμως, το «δεν πληρώνω» στα διόδια η στα λεωφορεία, όσο και εάν μπορεί για κάποιους να είναι και αυτό μια αντίδραση σε ένα κακό μέτρο ή μία κακή πολιτική, δεν είναι για μένα αποδεκτή. Πρώτον, διότι εφαρμόζεται με βία (δηλαδή, «αστυνομεύεται» από τους φορείς που την επιβάλουν, και εκδηλώνεται πολλές φορές με βίαιες, φραστικές και σωματικές, επιθέσεις εναντίον άλλων ανθρώπων). Και δεύτερον, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί «καθολική αδικία», και έτσι, δια της εφαρμογής της, ανοίγει τον επικίνδυνο δρόμο για γενικευμένη, αποσπασματική απειθαρχία σε κάθε τι που απλώς δεν αρέσει, ή δεν βολεύει, τον καθένα.
Ο Γκάντι, αποσαφηνίζοντας την, κατ’ αυτόν, «ιδανική δημοκρατία», μιλάει για ένα σύστημα «οργανωμένο και φωτισμένο». Αυτό, ακριβώς, το σύστημα έχουμε την ανάγκη, αλλά και την υποχρέωση να ανακαλύψουμε ξανά. Γιατί αυτό που έχουμε τώρα, δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Άναρχο είναι. Και σκοτεινό πολύ.
aixmi
Ο Γκάντι έλεγε ότι ο μόνος, αποτελεσματικός τρόπος για να καταργηθεί ένας άδικος νόμος, είναι οι απλοί πολίτες της χώρας, δίχως βία, αλλά με αποφασιστικότητα, να αρνηθούν να τον εφαρμόσουν. Έχει τεθεί πολλές φορές, και απασχόλησε έντονα και τον ίδιο τον Γκάντι, το ερώτημα: «Ποιος νόμος είναι πραγματικά άδικος;» και, κατ’ επέκταση, «ποιος αποφασίζει ότι είναι άδικος;»
Απαντήσεις υπάρχουν πολλές. Όμως, προτού τις δούμε, ας μην ξεχάσουμε ούτε στιγμή, ότι το ερώτημα τίθεται, όχι για φιλοσοφική συζήτηση, αλλά για να παρθεί, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μια πολιτική απόφαση για την, δια της ανυπακοής, αντίδραση του λαού.
Έτσι, λοιπόν, δεν είναι δύσκολο να επισημάνει κάποιος, κατ’ αρχάς, ότι βασικό κριτήριο για να αποφασισθεί ποιος νόμος είναι σε τέτοιο σημείο άδικος ώστε να δικαιολογείται η πρόσκληση-ενθάρρυνση προς όλο τον λαό να ξεσηκωθεί, μη εφαρμόζοντάς τον, είναι ο νόμος αυτός να αφορά, αν όχι όλον τον πληθυσμό μιας χώρας, τουλάχιστον την μεγάλη πλειοψηφία του.
Ο Γκάντι, για παράδειγμα, τον καιρό που άρχιζε την πολιτική του διαδρομή ως νεαρός δικηγόρος στην Νότια Αφρική, δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους ομοεθνείς του να μην πειθαρχήσουν στον νόμο της τότε ρατσιστικής κυβέρνησης του στρατηγού Γιαν Σματς, που έλεγε ότι για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι Ινδοί πολίτες της χώρας, θα έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είχαν επάνω τους το «ειδικό πάσο» (ταυτότητα) που θα τους έδινε η κυβέρνηση των λευκών. Το μέτρο αυτό, λοιπόν, σαφώς διαχώριζε, μαζί με τους μαύρους που είχαν ακόμα χειρότερη μεταχείριση, και τους ινδικής καταγωγής πολίτες της Ν. Αφρικής από τους υπόλοιπους. Ήταν, επομένως, ένας νόμος «συνολικής στόχευσης». Αφορούσε όλους τους Ινδούς της Νότιας Αφρικής. Και, έτσι, δεν ήταν δύσκολο να χαρακτηριστεί αμέσως ως άδικος και να αποφασιστεί, από τους αδικουμένους, η μη εφαρμογή του.
Ένα υπο-ερώτημα που προκύπτει αμέσως: Εάν ο νόμος του Σματς δεν αφορούσε όλους τους Ινδούς στην Νότια Αφρική, και εξαιρούσε, ας πούμε, τους μορφωμένους ή/και τους παντρεμένους με λευκούς Νοτιοαφρικανούς, δεν θα ήταν και πάλι άδικος; Και μάλιστα, τόσο άδικος, ώστε να οδηγήσει και αυτός στην απειθαρχία όλων των πολιτών ινδικής καταγωγής; Η απάντηση, νομίζω, είναι ένα κατηγορηματικό «ναι», και δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο, ακόμα και από εκείνους που θα εξαιρούσε ένας τέτοιος υποτιθέμενος νόμος, που δεν θα συμφωνούσε στη λήψη μαζικής δράσης εναντίον του – πάντοτε ειρηνικής, εννοείται.
Παρόλο που, λοιπόν, κάποιοι θα ισχυριστούν ότι «όλα στη ζωή είναι σχετικά», η κοινή λογική, που είναι λιγότερο πολύπλοκη απ’ όσο νομίζουμε, οδηγεί πολλές φορές τα πράγματα, από μόνα τους, στις σωστές απαντήσεις.
Έτσι, για να έρθουμε στα δικά μας τώρα, δε νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι το νέο μέτρο της έκτακτης εισφοράς στην κτισμένη ακίνητη περιουσία, είναι πέρα ως πέρα άδικο για όλον τον πληθυσμό της χώρας. (Αν και ενδέχεται να υπάρχουν αρκετά σαΐνια, που έχουν φτιάξει σπίτια με χρήματα που κανείς δεν ξέρει πως αποκτήθηκαν, άρα δεν έχουν φορολογηθεί για αυτά και ως εκ τούτου το «συνολικός πληθυσμός» δεν τους αφορά.) Επομένως, λοιπόν, είναι από τις ελάχιστες φορές που θα συμφωνούσα με το ΚΚΕ ότι το χαράτσι αυτό δεν πρέπει να καταβληθεί από τους πολίτες. Όπως θα έλεγε, πάλι, ο μέγας Γκάντι, «δεν μπορούν 100 χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες να επιβάλουν τους νόμους τους, εάν 10 εκατομμύρια Ινδοί αρνηθούν να τους εφαρμόσουν». Ομοίως, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κόψει το ρεύμα σε 10 εκατομμύρια Έλληνες, εάν αυτοί αρνηθούν να πληρώσουν το ειδικό αυτό τέλος που θα τους έρθει στον λογαριασμό της ΔΕΗ.
Μια τέτοια αντίδραση, η οποία όμως δεν πρέπει να καπελωθεί από κανένα ΚΚΕ, κανένα ΠΑΜΕ, κανέναν ΣΥΡΙΖΑ, κανένα συνδικάτο, καμιά ΝΔ του Σαμαρά, δεν πιστεύω ότι θα φέρει την Ελλάδα κοντύτερα στην χρεοκοπία, όπως διαρκώς απειλούν οι δανειστές μας, και όσοι τους ακούνε «τυφλά». (Στην χρεοκοπία, όντως, είμαστε κοντά, αλλά ο τρόπος για να απομακρυνθούμε δεν είναι αυτός, των έκτακτων εισφορών, αλλά των έκτακτων διαρθρωτικών αλλαγών, που βεβαίως, οι υποστηρικτές, αορίστως, του «δεν πληρώνω – δεν πληρώνω», καθόλου δεν θέλουν).
Έλεγα, λοιπόν, ότι μία τέτοια, μαζική, και δίχως βία, αντίδραση σε αυτόν τον άδικο νόμο, όχι μόνο δεν θα μας φέρει κοντύτερα στην χρεοκοπία, αλλά θα αφυπνίσει, με τον πιο τρανταχτό τρόπο, και την κυβέρνηση, και τους δανειστές μας, και τους άλλους πολίτες των χωρών της δοκιμαζόμενης Ε.Ε. Θα τους κάνει να καταλάβουν την αδικία, και ίσως τους κινητοποιήσει κιόλας να αγωνιστούν και αυτοί για την εξάλειψή της.
Αυτά, δεν είναι απλώς «ρομαντικά πράγματα», όπως ίσως πουν κάποιοι. Έχουν δοκιμαστεί κάτω από πολύ σκληρότερες συνθήκες από μια οικονομική κρίση, και έχουν φέρει θαυμαστά αποτελέσματα. Όχι, όμως, χωρίς κόστος. Χιλιάδες άνθρωποι αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, υπέφεραν, και έχασαν ακόμα και τη ζωή τους αντιστεκόμενοι ειρηνικά στην βία του κράτους. Στο τέλος, έλεγε ο Γκάντι, ο τρόπος της ειρηνικής ανυπακοής σε έναν άδικο νόμο, πάντοτε επικρατεί.
Το θέμα είναι, λοιπόν, με ψυχραιμία και καθαρό μυαλό (και χωρίς κομματικές ακρότητες), να αποφασίσει ο κόσμος μόνος του, και μαζικά ακολούθως, μέσω της κοινωνικής δικτύωσης ή και οργανωμένων φορέων, να απορρίψει νόμους άγριους, όπως είναι εκείνοι που εφευρίσκονται υπό την ταμπέλα «έκτακτα μέτρα», και υπό την απειλή της πτώχευσης.
Μια τέτοια απειθαρχία, είναι απολύτως δικαιολογημένη, και επιβεβλημένη. Γιατί ο νόμος είναι άδικος, και πλήττει την αξιοπρέπεια και την τσέπη όλου του λαού, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Από την άλλη, όμως, το «δεν πληρώνω» στα διόδια η στα λεωφορεία, όσο και εάν μπορεί για κάποιους να είναι και αυτό μια αντίδραση σε ένα κακό μέτρο ή μία κακή πολιτική, δεν είναι για μένα αποδεκτή. Πρώτον, διότι εφαρμόζεται με βία (δηλαδή, «αστυνομεύεται» από τους φορείς που την επιβάλουν, και εκδηλώνεται πολλές φορές με βίαιες, φραστικές και σωματικές, επιθέσεις εναντίον άλλων ανθρώπων). Και δεύτερον, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί «καθολική αδικία», και έτσι, δια της εφαρμογής της, ανοίγει τον επικίνδυνο δρόμο για γενικευμένη, αποσπασματική απειθαρχία σε κάθε τι που απλώς δεν αρέσει, ή δεν βολεύει, τον καθένα.
Ο Γκάντι, αποσαφηνίζοντας την, κατ’ αυτόν, «ιδανική δημοκρατία», μιλάει για ένα σύστημα «οργανωμένο και φωτισμένο». Αυτό, ακριβώς, το σύστημα έχουμε την ανάγκη, αλλά και την υποχρέωση να ανακαλύψουμε ξανά. Γιατί αυτό που έχουμε τώρα, δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Άναρχο είναι. Και σκοτεινό πολύ.
aixmi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου