Ας φανταστούμε μια εναλλακτική εξέλιξη των γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: ο Τσάμπερλαιν και η κυβέρνησή του, μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία αρνούνται να κηρύξουν τον πόλεμο στο Γ’ Ράιχ επικαλούμενοι ότι οι πολέμιοι της πολιτικής του κατευνασμού δεν τους έπεισαν πως διαθέτουν ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση που να οδηγεί σε γρήγορη, βέβαιη και εύκολη νίκη.
Ο ίδιος ο Τσάμπερλαιν εκθέτει από το ραδιόφωνο του BBC την άποψή του ότι η Αγγλία είναι ελλιπώς προετοιμασμένη για πόλεμο, η Γαλλία ανίκανη να νικήσει τους Γερμανούς, οι ΗΠΑ απρόθυμες να εμπλακούν σε νέο πόλεμο και οι Σοβιετικοί διατεθειμένοι να μοιράσουν την Πολωνία με το ναζιστικό καθεστώς.
Κατά συνέπεια η μόνη επιλογή είναι να υπάρξουν νέες διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ για μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία που θα διαδεχθεί τη συμφωνία του Μονάχου και να απομονωθούν εξτρεμιστικές και επικίνδυνες στρατηγικές, όπως αυτή του Τσώρτσιλ, ενός μάλλον αποτυχημένου έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτικού, που ωθούν την Αγγλία σε έναν καταστροφικό πόλεμο.
Θυμίζει μάλιστα με τον σκωπτικό βρετανικό τρόπο ότι ο κος Τσώρτσιλ θα όφειλε να είχε πάρει το μάθημά του από την καταστροφή της Καλλίπολης και να είναι προσεκτικός ως προς τις φιλοπόλεμες κορόνες του. Επομένως ο Τσάμπερλαιν παραμένει πρωθυπουργός και δηλώνει ότι θα συνεργαστεί με όλες τις δυνάμεις που ασπάζονται το μονόδρομο του κατευνασμού του πανίσχυρου Γ’ Ράιχ, έως ότου τουλάχιστον πειστεί ο ίδιος ότι υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική στρατηγική αντίστασης. Καταλήγει ότι αν κάποιος άλλος έχει καμιά ιδέα που να αξιολογεί ο ίδιος ο Τσάμπερλαιν ως καλή, να του την πει διότι μετά την υπογραφή της νέας συμφωνίας με το Γ’ Ράιχ κάθε άλλη προσέγγιση θα είναι εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστη.
Φαίνεται αδιανόητο με τη σημερινή γνώση της ιστορικής εξέλιξης;
Και όμως, η κατάσταση του αγγλικού στρατού και ο διεθνής συσχετισμός ήταν αυτός περίπου που περιγράφηκε παραπάνω. Ακόμα και αργότερα, το πρώτο διάστημα της πρωθυπουργίας Τσώρτσιλ, δε φαινόταν πώς μπορούσε “ρεαλιστικά” να έλθει η νίκη για τη Μ. Βρετανία, ειδικά μετά την άμεση συντριβή της Γαλλίας.
Αυτή ακριβώς όμως είναι η παγίδα των “ρεαλιστών”. Ξεχνούν ότι η πραγματικότητα, ακόμα και για όσους αποδέχονται ότι είναι μία και αντικειμενικά ορισμένη, υπόκειται σε διαρκείς μετασχηματισμούς.Η ικανότητα μιας ηγεσίας, είτε μιλούμε για ένα πρόσωπο, είτε για μια πρωτοπορία δεν έγκειται στην περιγραφή της παρούσας πραγματικότητας ή στην απόκτηση ενημέρωσης: αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου και του σχολιαστή.
Η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα της όποιας ηγεσίας έγκεινται στην αναλυτική και κατά συνέπεια προβλεπτική της δυνατότητα, ώστε να κατανοεί τα βαθύτερα ρεύματα που διατρέχουν την πραγματικότητα και να συλλαμβάνει εγκαίρως τους μετασχηματισμούς της πραγματικότητας.1 Σε τέτοια βάση δομείται ο ρεαλισμός μιας τέτοιας ικανής ηγεσίας.
Τον ιστορικό παραλληλισμό δεν τον έκανα ούτε για να υποτιμήσω τον Τσάμπερλαιν, ούτε μόνο επειδή ο Τσώρτσιλ είναι τόσο της μόδας στα στομφώδη και κενά περιεχομένου λόγια κυβερνητικών στελεχών.
Αλλά επειδή ακριβώς η κοντόθωρη αντίληψη περί “ρεαλισμού” συνιστά το ύστατο επιχείρημα πάνω στο οποίο βασίζεται η επιβολή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στη χώρα. Ο “ρεαλισμός” αυτός οδηγεί σε τρία βασικά υποδείγματα: στο να οριοθετείται σε κάθε περίπτωση το αμέσως χειρότερο σημείο εξαθλίωσης ως το σημείο αναφοράς: στον άσχημα αμειβόμενο εργαζόμενο επισείεται το σκιάχτρο του ελάχιστα αμειβομένου εργαζομένου. Στον ελάχιστα αμειβόμενο εργαζόμενο, του ανέργου. Στον άνεργο, του αστέγου.
Στο συνταξιούχο που συρρικνώνονται τα εισοδήματά του επισείεται η κατάργηση της σύνταξης.
Στο μαζικά φτωχοποιημένο λαό, η απόλυτη φτώχεια, η πείνα.
Στον πολίτη που υποφέρει από την απαξίωση και τη δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η εξαφάνιση κάθε κοινωνικής δομής.
Στον πολίτη που νιώθει τη δημοκρατία να αφυδατώνεται από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, η πλήρης εκτροπή από τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Και πάει λέγοντας.
Δεύτερον, ο εν λόγω “ρεαλισμός” ερμηνεύει τη διεθνή κατάσταση στατικά, προκειμένου να εμπεδώσει στο εσωτερικό της χώρας τη διαβρωτική ηττοπάθεια. “Μη εφαρμογή των όσων η τρόικα απαιτεί= χρεοκοπία= καταστροφή”. Αποκρύβουν οι “ρεαλιστές” αυτοί, ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα αποτελέσει μείζονα κίνδυνο συνολικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα με παγκόσμιες συνέπειες και ότι άρα δε συμφέρει τους δανειστές μας, ειδικά τώρα που το ευρώ κλυδωνίζεται. Αποκρύβουν ότι μια σειρά φωνών διεθνώς καταδεικνύουν ότι η νεοφιλελεύθερη και μονεταριστική στρατηγική που προκάλεσε την κρίση δεν μπορεί να βγάλει κανένα λαό από την κρίση και σίγουρα όχι τον ελληνικό. Ψεύδονται όταν λένε ότι αποφύγαμε τη χρεοκοπία, ενώ είναι πασιφανές ότι η χρεοκοπία του λαού και άρα και της χώρας βρίσκεται εν εξελίξει, ακριβώς λόγω της στρατηγικής που η τρόικα έχει επιβάλλει, αλλά δεν πιστοποιείται επίσημα προκειμένου να περιοριστεί ο συστημικός κίνδυνος ή να μετατεθεί για μεταγενέστερο χρόνο, βολικότερο για τμήμα των πιστωτών μας. Αρνούνται μια νέα διεθνή διαπραγμάτευση με βάση την πραγματικότητα που καταδεικνύει την αποτυχία της “μνημονιακής” στρατηγικής και με στόχο όντως αλληλέγγυες, αναπτυξιακές και άρα σταθεροποιητικές πολιτικές στήριξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Τρίτον, ο “ρεαλισμός” τους διαβρώνει και εν τέλει σκοπεύει να “λιώσει” το λαό. Να δημιουργήσει στη θέση του ένα άθροισμα από υποταγμένους, ηττοπαθείς, ανταγωνιστικούς ιδιώτες που θα τσαλαβουτούν στην ενδημική διαφθορά, στο μίσος και στην παραπληροφόρηση και που κάθε λίγο θα νομίζουν ότι εκλέγουν κυβέρνηση, ενώ στην πραγματικότητα θα επιλέγουν διαφορετικό ίσως τοποτηρητή της ίδιας πολιτικής και των ίδιων συμφερόντων.
Ο “ρεαλισμός” της κατεστημένης ορθοδοξίας είναι διαβρωτικός, ηττοπαθής και ανιστόρητος, ενώ παράλληλα βυθίζει την Ευρώπη σε διαλυτική κρίση.
Το μέλλον δε, στο οποίο μας οδηγεί είναι χειρότερο από οποιοδήποτε πιστωτικό γεγονός και από οποιεσδήποτε συνέπειές του.
Αν κάτι πρέπει να συνάγουμε από πολλά ιστορικά προηγούμενα, όχι μόνο από αυτό με το οποίο αρχίζει το άρθρο είναι πως όταν η κατεστημένη ορθοδοξία αποτυγχάνει τόσο να προβλέψει, όσο και να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, η λογική και αποτελεσματική επιλογή εντοπίζεται στις ανορθόδοξες, αιρετικές έως τότε πολιτικές.
Σε αυτήν την περίπτωση οι κατεστημένες και χρεωκοπημένες δυνάμεις πρέπει να φύγουν άμεσα, μαζί με τις πολιτικές τους. Κάθε μέρα που περνά με αυτές στο προσκήνιο, ακόμα και αν προσφέρει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, στην πραγματικότητα δεσμεύει το λαό σε μια αποδεδειγμένα αποτυχημένη στρατηγική, που θα την πληρώσει τελικά ο ίδιος ο λαός με μεγάλο κόστος και πολύ πόνο.
Γι’ αυτό η πλέον ρεαλιστική στρατηγική εξόδου από την κρίση βασίζεται κατ’ αρχήν στην άρνηση της παρούσας πολιτικής και των δυνάμεων που την εφαρμόζουν.
Η αντίσταση από προοδευτική, δημοκρατική και πατριωτική σκοπιά, στην πολιτική που εδώ και δυο χρόνια βιώνουμε έχει καταστεί εκ των πραγμάτων η μόνη ρεαλιστική επιλογή σήμερα για το λαό.
Η αντίσταση αυτή πρέπει να δομείται γύρω από ένα αρχικό, βασικό, κοινό αίτημα: καμία νέα δανειακή σύμβαση, κανένα μνημόνιο και κανένα νέο πακέτο μέτρων, χωρίς να μεσολαβήσει λαϊκή ετυμηγορία. Κάθε άλλη διαδικασία που φιμώνει το λαό και τον οδηγεί χειροπόδαρα δεμένο στην καταστροφή είναι ανομιμοποίητη και επικίνδυνη. Το εν λόγω αίτημα δεν πρέπει να αποτελέσει μια γραφειοκρατική αλλά μια δυναμική, κοινωνική διεκδίκηση που θα συσπειρώσει προοδευτικές δυνάμεις από διαφορετικούς κομματικούς χώρους, συνδικάτα, κοινωνικές οργανώσεις και κινήματα, ανένταχτους πολίτες και προσωπικότητες. Τέρμα σε αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και στην αναστολή της λαϊκής κυριαρχίας, από μια ελεγχόμενη ελίτ.
Σε αυτό το αίτημα και παράλληλα με αυτό μπορεί και πρέπει να χτιστεί η απαιτούμενη προγραμματική σύγκληση για την επόμενη μέρα. Ωστόσο αν πέσουμε στην παγίδα του να προσπαθούμε να πείσουμε τις δυνάμεις του κατεστημένου που αποδεδειγμένα απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την κρίση, για την προοπτική επιτυχίας της προοδευτικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση, θα βρεθούμε να αναρωτιόμαστε πως και γιατί παραδοθήκαμε ως λαός αμαχητί.
www.harta.gr
Ο ίδιος ο Τσάμπερλαιν εκθέτει από το ραδιόφωνο του BBC την άποψή του ότι η Αγγλία είναι ελλιπώς προετοιμασμένη για πόλεμο, η Γαλλία ανίκανη να νικήσει τους Γερμανούς, οι ΗΠΑ απρόθυμες να εμπλακούν σε νέο πόλεμο και οι Σοβιετικοί διατεθειμένοι να μοιράσουν την Πολωνία με το ναζιστικό καθεστώς.
Κατά συνέπεια η μόνη επιλογή είναι να υπάρξουν νέες διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ για μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία που θα διαδεχθεί τη συμφωνία του Μονάχου και να απομονωθούν εξτρεμιστικές και επικίνδυνες στρατηγικές, όπως αυτή του Τσώρτσιλ, ενός μάλλον αποτυχημένου έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτικού, που ωθούν την Αγγλία σε έναν καταστροφικό πόλεμο.
Θυμίζει μάλιστα με τον σκωπτικό βρετανικό τρόπο ότι ο κος Τσώρτσιλ θα όφειλε να είχε πάρει το μάθημά του από την καταστροφή της Καλλίπολης και να είναι προσεκτικός ως προς τις φιλοπόλεμες κορόνες του. Επομένως ο Τσάμπερλαιν παραμένει πρωθυπουργός και δηλώνει ότι θα συνεργαστεί με όλες τις δυνάμεις που ασπάζονται το μονόδρομο του κατευνασμού του πανίσχυρου Γ’ Ράιχ, έως ότου τουλάχιστον πειστεί ο ίδιος ότι υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική στρατηγική αντίστασης. Καταλήγει ότι αν κάποιος άλλος έχει καμιά ιδέα που να αξιολογεί ο ίδιος ο Τσάμπερλαιν ως καλή, να του την πει διότι μετά την υπογραφή της νέας συμφωνίας με το Γ’ Ράιχ κάθε άλλη προσέγγιση θα είναι εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστη.
Φαίνεται αδιανόητο με τη σημερινή γνώση της ιστορικής εξέλιξης;
Και όμως, η κατάσταση του αγγλικού στρατού και ο διεθνής συσχετισμός ήταν αυτός περίπου που περιγράφηκε παραπάνω. Ακόμα και αργότερα, το πρώτο διάστημα της πρωθυπουργίας Τσώρτσιλ, δε φαινόταν πώς μπορούσε “ρεαλιστικά” να έλθει η νίκη για τη Μ. Βρετανία, ειδικά μετά την άμεση συντριβή της Γαλλίας.
Αυτή ακριβώς όμως είναι η παγίδα των “ρεαλιστών”. Ξεχνούν ότι η πραγματικότητα, ακόμα και για όσους αποδέχονται ότι είναι μία και αντικειμενικά ορισμένη, υπόκειται σε διαρκείς μετασχηματισμούς.Η ικανότητα μιας ηγεσίας, είτε μιλούμε για ένα πρόσωπο, είτε για μια πρωτοπορία δεν έγκειται στην περιγραφή της παρούσας πραγματικότητας ή στην απόκτηση ενημέρωσης: αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου και του σχολιαστή.
Η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα της όποιας ηγεσίας έγκεινται στην αναλυτική και κατά συνέπεια προβλεπτική της δυνατότητα, ώστε να κατανοεί τα βαθύτερα ρεύματα που διατρέχουν την πραγματικότητα και να συλλαμβάνει εγκαίρως τους μετασχηματισμούς της πραγματικότητας.1 Σε τέτοια βάση δομείται ο ρεαλισμός μιας τέτοιας ικανής ηγεσίας.
Τον ιστορικό παραλληλισμό δεν τον έκανα ούτε για να υποτιμήσω τον Τσάμπερλαιν, ούτε μόνο επειδή ο Τσώρτσιλ είναι τόσο της μόδας στα στομφώδη και κενά περιεχομένου λόγια κυβερνητικών στελεχών.
Αλλά επειδή ακριβώς η κοντόθωρη αντίληψη περί “ρεαλισμού” συνιστά το ύστατο επιχείρημα πάνω στο οποίο βασίζεται η επιβολή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στη χώρα. Ο “ρεαλισμός” αυτός οδηγεί σε τρία βασικά υποδείγματα: στο να οριοθετείται σε κάθε περίπτωση το αμέσως χειρότερο σημείο εξαθλίωσης ως το σημείο αναφοράς: στον άσχημα αμειβόμενο εργαζόμενο επισείεται το σκιάχτρο του ελάχιστα αμειβομένου εργαζομένου. Στον ελάχιστα αμειβόμενο εργαζόμενο, του ανέργου. Στον άνεργο, του αστέγου.
Στο συνταξιούχο που συρρικνώνονται τα εισοδήματά του επισείεται η κατάργηση της σύνταξης.
Στο μαζικά φτωχοποιημένο λαό, η απόλυτη φτώχεια, η πείνα.
Στον πολίτη που υποφέρει από την απαξίωση και τη δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η εξαφάνιση κάθε κοινωνικής δομής.
Στον πολίτη που νιώθει τη δημοκρατία να αφυδατώνεται από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, η πλήρης εκτροπή από τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Και πάει λέγοντας.
Δεύτερον, ο εν λόγω “ρεαλισμός” ερμηνεύει τη διεθνή κατάσταση στατικά, προκειμένου να εμπεδώσει στο εσωτερικό της χώρας τη διαβρωτική ηττοπάθεια. “Μη εφαρμογή των όσων η τρόικα απαιτεί= χρεοκοπία= καταστροφή”. Αποκρύβουν οι “ρεαλιστές” αυτοί, ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα αποτελέσει μείζονα κίνδυνο συνολικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα με παγκόσμιες συνέπειες και ότι άρα δε συμφέρει τους δανειστές μας, ειδικά τώρα που το ευρώ κλυδωνίζεται. Αποκρύβουν ότι μια σειρά φωνών διεθνώς καταδεικνύουν ότι η νεοφιλελεύθερη και μονεταριστική στρατηγική που προκάλεσε την κρίση δεν μπορεί να βγάλει κανένα λαό από την κρίση και σίγουρα όχι τον ελληνικό. Ψεύδονται όταν λένε ότι αποφύγαμε τη χρεοκοπία, ενώ είναι πασιφανές ότι η χρεοκοπία του λαού και άρα και της χώρας βρίσκεται εν εξελίξει, ακριβώς λόγω της στρατηγικής που η τρόικα έχει επιβάλλει, αλλά δεν πιστοποιείται επίσημα προκειμένου να περιοριστεί ο συστημικός κίνδυνος ή να μετατεθεί για μεταγενέστερο χρόνο, βολικότερο για τμήμα των πιστωτών μας. Αρνούνται μια νέα διεθνή διαπραγμάτευση με βάση την πραγματικότητα που καταδεικνύει την αποτυχία της “μνημονιακής” στρατηγικής και με στόχο όντως αλληλέγγυες, αναπτυξιακές και άρα σταθεροποιητικές πολιτικές στήριξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Τρίτον, ο “ρεαλισμός” τους διαβρώνει και εν τέλει σκοπεύει να “λιώσει” το λαό. Να δημιουργήσει στη θέση του ένα άθροισμα από υποταγμένους, ηττοπαθείς, ανταγωνιστικούς ιδιώτες που θα τσαλαβουτούν στην ενδημική διαφθορά, στο μίσος και στην παραπληροφόρηση και που κάθε λίγο θα νομίζουν ότι εκλέγουν κυβέρνηση, ενώ στην πραγματικότητα θα επιλέγουν διαφορετικό ίσως τοποτηρητή της ίδιας πολιτικής και των ίδιων συμφερόντων.
Ο “ρεαλισμός” της κατεστημένης ορθοδοξίας είναι διαβρωτικός, ηττοπαθής και ανιστόρητος, ενώ παράλληλα βυθίζει την Ευρώπη σε διαλυτική κρίση.
Το μέλλον δε, στο οποίο μας οδηγεί είναι χειρότερο από οποιοδήποτε πιστωτικό γεγονός και από οποιεσδήποτε συνέπειές του.
Αν κάτι πρέπει να συνάγουμε από πολλά ιστορικά προηγούμενα, όχι μόνο από αυτό με το οποίο αρχίζει το άρθρο είναι πως όταν η κατεστημένη ορθοδοξία αποτυγχάνει τόσο να προβλέψει, όσο και να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, η λογική και αποτελεσματική επιλογή εντοπίζεται στις ανορθόδοξες, αιρετικές έως τότε πολιτικές.
Σε αυτήν την περίπτωση οι κατεστημένες και χρεωκοπημένες δυνάμεις πρέπει να φύγουν άμεσα, μαζί με τις πολιτικές τους. Κάθε μέρα που περνά με αυτές στο προσκήνιο, ακόμα και αν προσφέρει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, στην πραγματικότητα δεσμεύει το λαό σε μια αποδεδειγμένα αποτυχημένη στρατηγική, που θα την πληρώσει τελικά ο ίδιος ο λαός με μεγάλο κόστος και πολύ πόνο.
Γι’ αυτό η πλέον ρεαλιστική στρατηγική εξόδου από την κρίση βασίζεται κατ’ αρχήν στην άρνηση της παρούσας πολιτικής και των δυνάμεων που την εφαρμόζουν.
Η αντίσταση από προοδευτική, δημοκρατική και πατριωτική σκοπιά, στην πολιτική που εδώ και δυο χρόνια βιώνουμε έχει καταστεί εκ των πραγμάτων η μόνη ρεαλιστική επιλογή σήμερα για το λαό.
Η αντίσταση αυτή πρέπει να δομείται γύρω από ένα αρχικό, βασικό, κοινό αίτημα: καμία νέα δανειακή σύμβαση, κανένα μνημόνιο και κανένα νέο πακέτο μέτρων, χωρίς να μεσολαβήσει λαϊκή ετυμηγορία. Κάθε άλλη διαδικασία που φιμώνει το λαό και τον οδηγεί χειροπόδαρα δεμένο στην καταστροφή είναι ανομιμοποίητη και επικίνδυνη. Το εν λόγω αίτημα δεν πρέπει να αποτελέσει μια γραφειοκρατική αλλά μια δυναμική, κοινωνική διεκδίκηση που θα συσπειρώσει προοδευτικές δυνάμεις από διαφορετικούς κομματικούς χώρους, συνδικάτα, κοινωνικές οργανώσεις και κινήματα, ανένταχτους πολίτες και προσωπικότητες. Τέρμα σε αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και στην αναστολή της λαϊκής κυριαρχίας, από μια ελεγχόμενη ελίτ.
Σε αυτό το αίτημα και παράλληλα με αυτό μπορεί και πρέπει να χτιστεί η απαιτούμενη προγραμματική σύγκληση για την επόμενη μέρα. Ωστόσο αν πέσουμε στην παγίδα του να προσπαθούμε να πείσουμε τις δυνάμεις του κατεστημένου που αποδεδειγμένα απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την κρίση, για την προοπτική επιτυχίας της προοδευτικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση, θα βρεθούμε να αναρωτιόμαστε πως και γιατί παραδοθήκαμε ως λαός αμαχητί.
www.harta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου