Ένα πραγματικά ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ- όχι τηλεοπτική φούσκα ή δήθεν κορυφαίος- και αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, του οποίου το όνομα δεν αναφέρω καθώς δεν ξέρω αν θα το ήθελε, μου έλεγε ότι τα πρώτα χρόνια του ΠΑΚ, ελάχιστοι ξένοι ηγέτες δέχονταν να συναντήσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο λόγος ήταν προφανής: η χούντα, τους ήταν πολύ χρήσιμη και δεν ήθελαν να κάνουν οτιδήποτε ίσως την αποσταθεροποιούσε.
Το έχουμε δει με πολλούς ακόμα ηγέτες και ομάδες στο πέρασμα των χρόνων. Πρώτα διεθνείς παρίες, μετά στον “πάγο” και τελικά αποδεκτοί ακόμα και μετ’ επαίνων για τη δράση τους και το ρεαλισμό τους- ενίοτε ακούγοντας και καμιά συγγνώμη. Φυσικά έχουμε δει και την αντίστροφη πορεία. Θυμηθείτε για παράδειγμα τι συνέβη με το Γιώργο Παπανδρέου, χωρίς φυσικά να καταλήξει ποτέ παρίας: από κατεξοχήν κοσμοπολίτης Έλληνας πολιτικός, με άψογες δημόσιες -και πολύ καλές διεθνείς- σχέσεις, στο τέλος της θητείας του αντιμετωπίστηκε περίπου σαν απόβλητος από το δίδυμο Μερκοζί, όταν πρότεινε το δημοψήφισμα. Σε αυτό βέβαια συνέτειναν τα φερέφωνά τους στο εσωτερικό, που είτε ήταν εξαρχής αρνητικοί στο να μιλήσει ο λαός, είτε έκαναν ωραιότατες κωλοτούμπες και από υπερασπιστές του δημοψηφίσματος, μετά από την ψυχική ενδοσκόπηση που προκαλεί σε όσους την έχουν περάσει μια κρίση σκωληκοειδίτιδας μετετράπησαν σε πολέμιούς του.
Αυτή είναι η “ρεάλ πολιτίκ”, δηλαδή η πολιτική που υπακούει στα κρατικά ή συχνότατα καθεστωτικά συμφέροντα. Τα πρωτόκολλα, η διπλωματία και το διεθνές δίκαιο ακόμα, κάμπτονται σε χρόνο μηδέν ή αξιοποιούνται επιλεκτικά ως φύλλα συκής.
Στην Ελλάδα όλα αυτά αποκτούν υπό την επίδραση του μετώπου παρασιτισμού, φερεφώνων του και ξένου παράγοντα, μια άλλη σημασία: υπουργοί- “πρωτοκλασάτοι” κάθονται κλαρίνο μπροστά σε παράγοντες ξένων πρεσβειών. Δημοσιογράφοι σε διατεταγμένη υπηρεσία αναπαράγουν τη γραμμή που μεταφέρει το κέντρο βάρους όχι στο τι λέμε εμείς αλλά στο τι λένε οι ξένοι για εμάς, με βάση την ανόητη γραμμή περί φιλελλήνων και ανθελλήνων. Και επίδοξοι πρωθυπουργοί διακατέχονται από τη μανία του ετεροπροσδιορισμού προς ξένους πολιτικούς, πολλοί μάλιστα εκ των οποίων αποδείχτηκαν μεγαλύτερες φούσκες από τους δικούς μας, αντιστοίχους. Πόσους επίδοξους Μπλερ, Ζοσπέν, Ρουαγιάλ, Σαρκοζί, Πούτιν και Ομπάμα είδαμε να παρελαύνουν τα τελευταία χρόνια; Πόσοι προσπάθησαν να βγάλουν μια φωτογραφία χειραψίας με κάποιον ξένο ηγέτη, επειδή φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να αντλήσουν μιαν ορισμένη αίγλη από τέτοια ενσταντανέ;
Τα παραπάνω είναι αποδείξεις ενός βαθύτατα συμπλεγματικού και οπορτουνιστικού επαρχιωτισμού, που εν πολλοίς είναι οριζόντιος. Ο ετεροπροσδιορισμός, η επιδίωξη μιας “καλής κουβέντας”, ενός φιλικού χτυπήματος στην πλάτη από “έξω”, ενός άρθρου σε ξένη εφημερίδα, προκειμένου να πειστούν οι “ιθαγενείς” ότι ο όποιος πολιτικός συνιστά “εθνικό κεφάλαιο” αποδεικνύουν την έμφυτη υποτέλεια και κενότητα, που εγγυώνται τη διαπραγματευτική αποτυχία μας ως χώρας. Είναι δε, φυσικό επακόλουθο, με τέτοιες “ηγεσίες”, πάνω μάλιστα στον καμβά της κρίσης, η χώρα, η οικονομία και η κοινωνία να κλυδωνίζονται από κάθε δήλωση ξένων ηγετών, ιδιωτικών φορέων, κερδοσκόπων, ακαδημαϊκών κλπ. Αυτή η κενότητα, η υποτέλεια, ο επαρχιωτισμός είναι που μετατρέπουν τη χώρα σε καρυδότσουφλο μέσα στην τρικυμία και επιδιώκουν να καταστήσουν το λαό τρομοκρατημένη και αδύναμη μάζα. Είναι απολύτως λογικό σε ένα τόσο ανορθολογικό και επαρχιωτικό τοπίο να ταλαντωνόμαστε από την τζάμπα μαγκιά “μέσα”, στην υποτέλεια “έξω”.
Οι ρίζες αυτού του φαινομένου είναι φυσικά βαθιές: εντελώς συνοπτικά έως και απλουστευτικά, η ανολοκλήρωτη αστική εξέλιξη, με την ελλιπέστατη παραγωγική βάση διαμόρφωσε μια μεγαλοαστική τάξη μεταπρατική προς τους ξένους πάτρωνές της και παρασιτική προς το δημόσιο. Στηρίγματά της σε κάθε κρίση ήταν η ξένη βοήθεια- κηδεμονία και οι μηχανισμοί καταστολής του κράτους, που κατά τα άλλα άρμεγε και αρμέγει ακόμα, πετώντας μερικά αποφάγια από το τραπέζι προς τα κάτω, μέσα από πελατειακά δίκτυα συνενοχής, στις περιόδους ευμάρειας. Η ίδια η μικρασιατική καταστροφή είναι ανάμεσα στα άλλα, απόδειξη της ανορθολογικής ταλάντωσης που προκαλεί η εξάρτηση, χωρίς επαρκείς εσωτερικές εφεδρείες και σύνεση.
Η εξάρτηση αυτή πέρασε και στην αριστερά σε δεδομένες φάσεις. Και μόνο η διάσπαση μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού είναι εύγλωττη, όπως και η “ανάγκη” του Ζαχαριάδη να ταϊζει ψέμματα τους συναγωνιστές του περί σοβιετικής βοήθειας. Ελληνικές ηγεσίες μόνο κατ’ εξαίρεση μπόρεσαν να αποφύγουν τη στείρα αντιγραφή ξένων μοντέλων, προς όφελος της ορθολογικής ενσωμάτωσης διεθνών προτύπων, στις εθνικές ιδιαιτερότητες. Κατ’ εξαίρεση παρήγαγαν καινοτόμες και βιώσιμες πρακτικές και πολιτικές.
Και όμως, αυτή η κοινωνία των λίγων εκατομμυρίων που βρέθηκε σχεδόν πάντα- από “μοίρα” αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα και συχνά τραγική- στο κέντρο των τεκτονικών αλλαγών, μέσα στον 20ο αιώνα μόνο, “έβγαλε” πολιτικές φυσιογνωμίες παγκοσμίου εμβέλειας, όπως ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, ο Α. Βελουχιώτης, ο Α. Παπανδρέου, ακόμα και ο Κ. Καραμανλής ο πρεσβύτερος- ο μοναδικός πραγματικός ηγέτης της δεξιάς παράταξης- όπως και έναν ατελείωτο αριθμό αγωνιστών.
Τώρα λοιπόν, στην πρώτη μεγάλη, παγκόσμια κρίση στον 21ο αιώνα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των δομικών μετασχηματισμών από τους οποίους θα προκύψει ένας άλλος κόσμος- νέος ή παλιός μένει να φανεί. Μόνο που τώρα, επειδή η χώρα έχει συγχρονιστεί με τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό πυρήνα, επειδή η κρίση είναι παγκόσμια και ο χρόνος συμπυκνωμένος, δεν υπάρχουν έτοιμα μοντέλα, δεξιά ή αριστερά για αντιγραφή. Η όποια προοδευτική πολιτική ηγεσία έχει αντίθετα χρέος να συνδιαμορφώσει και να προτείνει το μοντέλο για έναν όντως νέο κόσμο. Αυτή είναι η υποχρέωση των δημιουργικών και προοδευτικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, της ηγεσίας της, σε συνεργασία προφανώς με διεθνείς δυνάμεις. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται ορθολογισμός, αξιοπρέπεια, διαπραγματευτική ισχύς, όχι χυδαίος δημοσιοσχετισμός και επαρχιωτισμός.
Δεν είδε λοιπόν ο Ολάντ τον Τσίπρα και είδε το Βενιζέλο. Δεν είδε τον Τσίπρα ή τον είδε λίγο, η ηγεσία του SPD. Ε και; Φυσικά και θα κάνουν “γυμνάσια”, όχι στον Τσίπρα αλλά σε όποια δύναμη επαγγέλλεται πολιτική πέραν της δογματικής προσήλωσης, στην αντί- ευρωπαϊκή στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Γιατί ακόμα και αυτοί που δεν είναι δογματικοί νεοφιλεύθεροι θέλουν να ελέγξουν την πορεία των πραγμάτων στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι έτσι διατηρούν προς όφελός τους τη σχετική ευστάθεια του ευρωσυστήματος και ότι κερδίζουν χρόνο . Κατά την άποψή μου απλά χάνουν χρόνο εις βάρος της Ευρώπης αλλά τι να κάνουμε, αυτοί κυβερνούν. Αν αύριο πχ, το ΠΑΣΟΚ αποκτούσε άλλη ηγεσία και άλλη, προοδευτική πολιτική θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βάλουν στον “πάγο” τη νέα αυτή γεσία. Τα ίδια δεν έκαναν και στον Ολάντ πριν εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας;
Ήταν όντως άτοπο και άστοχο το σχόλιο περί “Ολαντρέου”, υπό την έννοια ότι δεν προσφέρει κάτι στη χώρα. Αλλά ειλικρινά όλοι αυτοί που ξεσηκώνονται για ένα ατυχές λογοπαίγνιο, με ορισμένες ίσως διεθνείς προεκτάσεις, πού ήταν όταν ξένοι παράγοντες, θεσμικοί και παραθεσμικοί, πρόσβαλλαν και τσαλαπατούσαν την αξιοπρέπεια και τις βασικές συνταγματικές αρχές της χώρας, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία; Πως προστάτευσαν τότε τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας; παρακαλώντας την τρόικα να γυρίσει πίσω από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο; υπονομεύοντας την πρόταση για δημοψήφισμα; λέγοντας, λίγο παλιότερα, ότι θα απαγορεύσουν συνταγματικά την πώληση δημόσιας ακίνητης περιουσίας και ψηφίζοντας αμέσως μετά το ταμείο ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας; Ποιώντες την νήσσαν απέναντι σε απαράδεκτες επιβολές ακόμα και ως προς το νόημα των εκλογών;
Στο τέλος, όσα “γυμνάσια” και να κάνουν οι “έξω” στην όποια ηγεσία της χώρας δεν αποδεικνύεται όσο πειθήνια θα ήθελαν, όλοι θα κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Ναι, μέχρι τότε αλλά και πάνω στο τραπέζι θα υπάρξουν εκβιασμοί, αφόρητες πιέσεις, διεθνοπολιτικοί τραμπουκισμοί. Και ναι, η Ελλάδα δεν είναι καμιά υπερδύναμη, ούτε μπορούμε να επικαλεστούμε το “ένδοξο παρελθόν” μας για να βγούμε από τη δύσκολη θέση. Επίσης ναι, χρειάζονται προσεκτικές και ορθολογικές διαπραγματευτικές κινήσεις- που ενίοτε βέβαια συμπεριλαμβάνουν το να φαίνεσαι έτοιμος ακόμα και να σπάσεις το σχοινί.
Ωστόσο ας διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και επιτέλους να δομήσουμε ένα εσωτερικό, κοινωνικό μέτωπο υπέρ της νέας διαπραγμάτευσης για τη χώρα, με πρωταγωνιστές τις προοδευτικές δυνάμεις-τις άλλες τις δοκιμάσαμε. Και όταν θα μας ξαναπούν από τα δελτία των 8 πόσο “προσεβλήθη” κάποιος ξένος αξιωματούχος ή ότι “έφαγε πόρτα” κάποιος Έλληνας πολιτικός, να απαντήσουμε αυτό που- αν θυμάμαι καλά- απάντησε ο Φρανσουά Μιτεράν όταν του είπαν ότι γνωρίζουν για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες: και λοιπόν;
ΥΓ.1 Ας μου συγχωρήσουν οι αναγνώστες πιθανό ιστορικό λάθος ως προς το θέμα Μιτεράν.
ΥΓ.2 Για να προλάβω λογικές αντιδράσεις, όντως δεν είναι ίδιο να μιλάς για τη χρεοκοπία της χώρας σου και για τα εξωσυζυγικά σου κατορθώματα. Λίγη κατανόηση στη λογοτεχνική τοποθέτηση πολιτικών ρήσεων, σε διαφορετικό πλαίσιο, προκειμένου να περιγραφεί γλαφυρότερα, η ουσία.
Το έχουμε δει με πολλούς ακόμα ηγέτες και ομάδες στο πέρασμα των χρόνων. Πρώτα διεθνείς παρίες, μετά στον “πάγο” και τελικά αποδεκτοί ακόμα και μετ’ επαίνων για τη δράση τους και το ρεαλισμό τους- ενίοτε ακούγοντας και καμιά συγγνώμη. Φυσικά έχουμε δει και την αντίστροφη πορεία. Θυμηθείτε για παράδειγμα τι συνέβη με το Γιώργο Παπανδρέου, χωρίς φυσικά να καταλήξει ποτέ παρίας: από κατεξοχήν κοσμοπολίτης Έλληνας πολιτικός, με άψογες δημόσιες -και πολύ καλές διεθνείς- σχέσεις, στο τέλος της θητείας του αντιμετωπίστηκε περίπου σαν απόβλητος από το δίδυμο Μερκοζί, όταν πρότεινε το δημοψήφισμα. Σε αυτό βέβαια συνέτειναν τα φερέφωνά τους στο εσωτερικό, που είτε ήταν εξαρχής αρνητικοί στο να μιλήσει ο λαός, είτε έκαναν ωραιότατες κωλοτούμπες και από υπερασπιστές του δημοψηφίσματος, μετά από την ψυχική ενδοσκόπηση που προκαλεί σε όσους την έχουν περάσει μια κρίση σκωληκοειδίτιδας μετετράπησαν σε πολέμιούς του.
Αυτή είναι η “ρεάλ πολιτίκ”, δηλαδή η πολιτική που υπακούει στα κρατικά ή συχνότατα καθεστωτικά συμφέροντα. Τα πρωτόκολλα, η διπλωματία και το διεθνές δίκαιο ακόμα, κάμπτονται σε χρόνο μηδέν ή αξιοποιούνται επιλεκτικά ως φύλλα συκής.
Στην Ελλάδα όλα αυτά αποκτούν υπό την επίδραση του μετώπου παρασιτισμού, φερεφώνων του και ξένου παράγοντα, μια άλλη σημασία: υπουργοί- “πρωτοκλασάτοι” κάθονται κλαρίνο μπροστά σε παράγοντες ξένων πρεσβειών. Δημοσιογράφοι σε διατεταγμένη υπηρεσία αναπαράγουν τη γραμμή που μεταφέρει το κέντρο βάρους όχι στο τι λέμε εμείς αλλά στο τι λένε οι ξένοι για εμάς, με βάση την ανόητη γραμμή περί φιλελλήνων και ανθελλήνων. Και επίδοξοι πρωθυπουργοί διακατέχονται από τη μανία του ετεροπροσδιορισμού προς ξένους πολιτικούς, πολλοί μάλιστα εκ των οποίων αποδείχτηκαν μεγαλύτερες φούσκες από τους δικούς μας, αντιστοίχους. Πόσους επίδοξους Μπλερ, Ζοσπέν, Ρουαγιάλ, Σαρκοζί, Πούτιν και Ομπάμα είδαμε να παρελαύνουν τα τελευταία χρόνια; Πόσοι προσπάθησαν να βγάλουν μια φωτογραφία χειραψίας με κάποιον ξένο ηγέτη, επειδή φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να αντλήσουν μιαν ορισμένη αίγλη από τέτοια ενσταντανέ;
Τα παραπάνω είναι αποδείξεις ενός βαθύτατα συμπλεγματικού και οπορτουνιστικού επαρχιωτισμού, που εν πολλοίς είναι οριζόντιος. Ο ετεροπροσδιορισμός, η επιδίωξη μιας “καλής κουβέντας”, ενός φιλικού χτυπήματος στην πλάτη από “έξω”, ενός άρθρου σε ξένη εφημερίδα, προκειμένου να πειστούν οι “ιθαγενείς” ότι ο όποιος πολιτικός συνιστά “εθνικό κεφάλαιο” αποδεικνύουν την έμφυτη υποτέλεια και κενότητα, που εγγυώνται τη διαπραγματευτική αποτυχία μας ως χώρας. Είναι δε, φυσικό επακόλουθο, με τέτοιες “ηγεσίες”, πάνω μάλιστα στον καμβά της κρίσης, η χώρα, η οικονομία και η κοινωνία να κλυδωνίζονται από κάθε δήλωση ξένων ηγετών, ιδιωτικών φορέων, κερδοσκόπων, ακαδημαϊκών κλπ. Αυτή η κενότητα, η υποτέλεια, ο επαρχιωτισμός είναι που μετατρέπουν τη χώρα σε καρυδότσουφλο μέσα στην τρικυμία και επιδιώκουν να καταστήσουν το λαό τρομοκρατημένη και αδύναμη μάζα. Είναι απολύτως λογικό σε ένα τόσο ανορθολογικό και επαρχιωτικό τοπίο να ταλαντωνόμαστε από την τζάμπα μαγκιά “μέσα”, στην υποτέλεια “έξω”.
Οι ρίζες αυτού του φαινομένου είναι φυσικά βαθιές: εντελώς συνοπτικά έως και απλουστευτικά, η ανολοκλήρωτη αστική εξέλιξη, με την ελλιπέστατη παραγωγική βάση διαμόρφωσε μια μεγαλοαστική τάξη μεταπρατική προς τους ξένους πάτρωνές της και παρασιτική προς το δημόσιο. Στηρίγματά της σε κάθε κρίση ήταν η ξένη βοήθεια- κηδεμονία και οι μηχανισμοί καταστολής του κράτους, που κατά τα άλλα άρμεγε και αρμέγει ακόμα, πετώντας μερικά αποφάγια από το τραπέζι προς τα κάτω, μέσα από πελατειακά δίκτυα συνενοχής, στις περιόδους ευμάρειας. Η ίδια η μικρασιατική καταστροφή είναι ανάμεσα στα άλλα, απόδειξη της ανορθολογικής ταλάντωσης που προκαλεί η εξάρτηση, χωρίς επαρκείς εσωτερικές εφεδρείες και σύνεση.
Η εξάρτηση αυτή πέρασε και στην αριστερά σε δεδομένες φάσεις. Και μόνο η διάσπαση μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού είναι εύγλωττη, όπως και η “ανάγκη” του Ζαχαριάδη να ταϊζει ψέμματα τους συναγωνιστές του περί σοβιετικής βοήθειας. Ελληνικές ηγεσίες μόνο κατ’ εξαίρεση μπόρεσαν να αποφύγουν τη στείρα αντιγραφή ξένων μοντέλων, προς όφελος της ορθολογικής ενσωμάτωσης διεθνών προτύπων, στις εθνικές ιδιαιτερότητες. Κατ’ εξαίρεση παρήγαγαν καινοτόμες και βιώσιμες πρακτικές και πολιτικές.
Και όμως, αυτή η κοινωνία των λίγων εκατομμυρίων που βρέθηκε σχεδόν πάντα- από “μοίρα” αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα και συχνά τραγική- στο κέντρο των τεκτονικών αλλαγών, μέσα στον 20ο αιώνα μόνο, “έβγαλε” πολιτικές φυσιογνωμίες παγκοσμίου εμβέλειας, όπως ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, ο Α. Βελουχιώτης, ο Α. Παπανδρέου, ακόμα και ο Κ. Καραμανλής ο πρεσβύτερος- ο μοναδικός πραγματικός ηγέτης της δεξιάς παράταξης- όπως και έναν ατελείωτο αριθμό αγωνιστών.
Τώρα λοιπόν, στην πρώτη μεγάλη, παγκόσμια κρίση στον 21ο αιώνα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των δομικών μετασχηματισμών από τους οποίους θα προκύψει ένας άλλος κόσμος- νέος ή παλιός μένει να φανεί. Μόνο που τώρα, επειδή η χώρα έχει συγχρονιστεί με τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό πυρήνα, επειδή η κρίση είναι παγκόσμια και ο χρόνος συμπυκνωμένος, δεν υπάρχουν έτοιμα μοντέλα, δεξιά ή αριστερά για αντιγραφή. Η όποια προοδευτική πολιτική ηγεσία έχει αντίθετα χρέος να συνδιαμορφώσει και να προτείνει το μοντέλο για έναν όντως νέο κόσμο. Αυτή είναι η υποχρέωση των δημιουργικών και προοδευτικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, της ηγεσίας της, σε συνεργασία προφανώς με διεθνείς δυνάμεις. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται ορθολογισμός, αξιοπρέπεια, διαπραγματευτική ισχύς, όχι χυδαίος δημοσιοσχετισμός και επαρχιωτισμός.
Δεν είδε λοιπόν ο Ολάντ τον Τσίπρα και είδε το Βενιζέλο. Δεν είδε τον Τσίπρα ή τον είδε λίγο, η ηγεσία του SPD. Ε και; Φυσικά και θα κάνουν “γυμνάσια”, όχι στον Τσίπρα αλλά σε όποια δύναμη επαγγέλλεται πολιτική πέραν της δογματικής προσήλωσης, στην αντί- ευρωπαϊκή στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Γιατί ακόμα και αυτοί που δεν είναι δογματικοί νεοφιλεύθεροι θέλουν να ελέγξουν την πορεία των πραγμάτων στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι έτσι διατηρούν προς όφελός τους τη σχετική ευστάθεια του ευρωσυστήματος και ότι κερδίζουν χρόνο . Κατά την άποψή μου απλά χάνουν χρόνο εις βάρος της Ευρώπης αλλά τι να κάνουμε, αυτοί κυβερνούν. Αν αύριο πχ, το ΠΑΣΟΚ αποκτούσε άλλη ηγεσία και άλλη, προοδευτική πολιτική θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βάλουν στον “πάγο” τη νέα αυτή γεσία. Τα ίδια δεν έκαναν και στον Ολάντ πριν εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας;
Ήταν όντως άτοπο και άστοχο το σχόλιο περί “Ολαντρέου”, υπό την έννοια ότι δεν προσφέρει κάτι στη χώρα. Αλλά ειλικρινά όλοι αυτοί που ξεσηκώνονται για ένα ατυχές λογοπαίγνιο, με ορισμένες ίσως διεθνείς προεκτάσεις, πού ήταν όταν ξένοι παράγοντες, θεσμικοί και παραθεσμικοί, πρόσβαλλαν και τσαλαπατούσαν την αξιοπρέπεια και τις βασικές συνταγματικές αρχές της χώρας, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία; Πως προστάτευσαν τότε τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας; παρακαλώντας την τρόικα να γυρίσει πίσω από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο; υπονομεύοντας την πρόταση για δημοψήφισμα; λέγοντας, λίγο παλιότερα, ότι θα απαγορεύσουν συνταγματικά την πώληση δημόσιας ακίνητης περιουσίας και ψηφίζοντας αμέσως μετά το ταμείο ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας; Ποιώντες την νήσσαν απέναντι σε απαράδεκτες επιβολές ακόμα και ως προς το νόημα των εκλογών;
Στο τέλος, όσα “γυμνάσια” και να κάνουν οι “έξω” στην όποια ηγεσία της χώρας δεν αποδεικνύεται όσο πειθήνια θα ήθελαν, όλοι θα κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Ναι, μέχρι τότε αλλά και πάνω στο τραπέζι θα υπάρξουν εκβιασμοί, αφόρητες πιέσεις, διεθνοπολιτικοί τραμπουκισμοί. Και ναι, η Ελλάδα δεν είναι καμιά υπερδύναμη, ούτε μπορούμε να επικαλεστούμε το “ένδοξο παρελθόν” μας για να βγούμε από τη δύσκολη θέση. Επίσης ναι, χρειάζονται προσεκτικές και ορθολογικές διαπραγματευτικές κινήσεις- που ενίοτε βέβαια συμπεριλαμβάνουν το να φαίνεσαι έτοιμος ακόμα και να σπάσεις το σχοινί.
Ωστόσο ας διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και επιτέλους να δομήσουμε ένα εσωτερικό, κοινωνικό μέτωπο υπέρ της νέας διαπραγμάτευσης για τη χώρα, με πρωταγωνιστές τις προοδευτικές δυνάμεις-τις άλλες τις δοκιμάσαμε. Και όταν θα μας ξαναπούν από τα δελτία των 8 πόσο “προσεβλήθη” κάποιος ξένος αξιωματούχος ή ότι “έφαγε πόρτα” κάποιος Έλληνας πολιτικός, να απαντήσουμε αυτό που- αν θυμάμαι καλά- απάντησε ο Φρανσουά Μιτεράν όταν του είπαν ότι γνωρίζουν για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες: και λοιπόν;
ΥΓ.1 Ας μου συγχωρήσουν οι αναγνώστες πιθανό ιστορικό λάθος ως προς το θέμα Μιτεράν.
ΥΓ.2 Για να προλάβω λογικές αντιδράσεις, όντως δεν είναι ίδιο να μιλάς για τη χρεοκοπία της χώρας σου και για τα εξωσυζυγικά σου κατορθώματα. Λίγη κατανόηση στη λογοτεχνική τοποθέτηση πολιτικών ρήσεων, σε διαφορετικό πλαίσιο, προκειμένου να περιγραφεί γλαφυρότερα, η ουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου