του Π. Μαυροειδή
Πεντακόσιοι περίπου εργαζόμενοι εργάζονται σε βιομηχανική επιχείρηση, σε περίοδο ανοδικού κύκλου της οικονομίας, έχοντας σταθερή απασχόληση, ασφάλιση, κάποιες πρόσθετες ‘’παροχές’’, όπως εστιατόριο δωρεάν σίτισης μέσα στο εργοστάσιο, μεταφορά από και προς το σπίτι και άλλες.Οι πωλήσεις πάνε καλά, υπάρχουν και εξαγωγές. Το κλίμα ευφορίας αντανακλάται ακόμη και στα χαμογελαστά πρόσωπα στις επετειακές εκδηλώσεις στην εταιρεία,όπως στην κοπή της πίτας. Η επιχείρηση βραβεύει τους συνεπέστερους εργαζόμενους, κάνει δώρα σε αυτούς που παίρνουν σύνταξη, οργανώνει γιορτές για τα παιδιά των εργαζομένων.
Η δουλειά βεβαίως είναι βαριά. Παρά την σχετικά τυπική τήρηση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης, που κρατάει με αρκετή υπευθυνότητα το σχετικό αρχείο, προειδοποιεί για αυξημένο κίνδυνο μακροχρόνιων επιπτώσεων στην υγεία.
Οι εργαζόμενοι κουράζονται, καταπονούνται υπερβολικά, παραπονιούνται για την εντατικοποίηση της δουλειάς. Όχι πολύ συχνά είναι η αλήθεια, όλοι παγώνουν από ένα θανατηφόρο ατύχημα, προϊόν ’επιπολαιότητας’’ κάποιου συναδέλφου.
Η επιχείρηση ωστόσο θα αποφασίσει να στηρίξει την οικογένεια του, ίσως και με την πρόσληψη κάποιου μέλους στη «μεγάλη οικογένεια του ομίλου».
Η γειτονική λίμνη, μαζί με το ατμοσφαιρικό περιβάλλον, μολύνονται σε επικίνδυνο βαθμό, ενώ η πόλη που φιλοξενεί την επιχείρηση θανατώνεται σιωπηρά μαζί με τις γειτονιές και τους ανθρώπους της.
Οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, έχουν σωματείο, συμμετέχουν σχεδόν καθολικά στις εκλογές, στις συνελεύσεις και στις απεργίες όταν γίνονται.
Δεν συμφωνούν όλοι μεταξύ τους.Είναι περίπου τρείς ομάδες.
Πολλοί, όχι οι περισσότεροι, λένε πως ‘’δεν πρέπει να δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει’’. Ο εργοδότης προσφέρει δουλειά, νοιάζεται την επιχείρηση, είναι κοντά στους εργαζόμενους, είναι και ο ίδιος παρών στο εργοστάσιο.
Άλλοι, συνήθως η πλειοψηφία, λένε πως σωστά είναι αυτά, αλλά η δουλειά είναι σκληρή, τα κέρδη για την εταιρεία μεγάλα και η αμοιβή δυσανάλογη. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται και πρέπει να διεκδικήσουν περισσότερα, μέσα από απεργία ή άλλο τρόπο, επιδιώκοντας αυξήσεις μισθών ή βελτίωση των ‘’πρόσθετων’’ παροχών, μέσα από την υπογραφή μιας επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας. Και πράγματι αυτό έχει γίνει πολλές φορές. Είναι ένα δοκιμασμένο όπλο , αρκεί-επισημαίνει αυτή η ομάδα- ‘’να μην τεντώσουμε περισσότερο το σκοινί και απειληθεί η θέση της επιχείρησης έναντι των ανταγωνιστών της’’, διότι τότε ‘’θα κόψουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε’’.
Ένα άλλο τμήμα εργαζομένων, μειοψηφία συνήθως, βλέπει διαφορετικά τα πράγματα. Θεωρεί τις αυξήσεις κοροϊδία. Και σε σχέση με τη δουλειά, και αναλογικά με τα μεγάλα κέρδη της εταιρείας, αλλά και σε σχέση με τις ανάγκες των οικογενειών των εργαζομένων. Πολλοί από αυτούς δεν διστάζουν να μιλούν –σχεδόν προκλητικά- όχι μόνο για ανάγκη μείωσης των κερδών του αφεντικού, αλλά και για την ανάγκη να δουλέψει το εργοστάσιο με ευθύνη των εργαζομένων, χωρίς το αφεντικό και για όφελος όλης της κοινωνίας. Αλλάζοντας ίσως και τον ίδιο το χαρακτήρα των προϊόντων ώστε να είναι χρήσιμα. Βελτιώνοντας τόσο τις εργασιακές συνθήκες όσο και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Λένε ακόμη πως οι εργαζόμενοι στην εταιρεία έχουν τα ίδια συμφέροντα με αυτούς που εργάζονται στις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και πώς πρέπει να υπάρχει συντονισμός μαζί τους στις απεργίες, ώστε να καταβληθεί η αντίσταση των εργοδοτών στα αιτήματα βελτίωσης, αλλά και στο στόχο μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
Η συζήτηση πάει και έρχεται, με διαρκείς μικρο-αλλαγές ισορροπίας μεταξύ εργαζομένων και εταιρείας και μεταξύ αυτών των τάσεων μέσα στους εργαζόμενους και σε διάφορες υποδιαιρέσεις τους, που πάντα εμφανίζονται, αν και όλοι μιλάνε για την ανάγκη της εργατικής ενότητας. Άλλωστε ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ είναι και το όνομα του σωματείου. Οι σκέψεις επηρεάζονται φυσικά από τις γενικότερες κοινωνικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, αλλά και έξω από αυτή, το ρόλο των πολιτικών κομμάτων, των θεωριών και ιδεολογιών, των μεγάλων πολιτικών γεγονότων, που σπρώχνουν τα πράγματα προς το καλύτερο ή το χειρότερο.
Δεν είναι πάντα ήρεμα τα πράγματα. Κάποια χρόνια πριν, όταν η παραγωγή λόγω αυξημένων παραγγελιών ανέβαινε διαρκώς, το σωματείο κήρυξε απεργία. Ήταν ευκαιρία έλεγαν οι έμπειροι. Ζήτησαν 15% αυξήσεις και περιέργως, ο εργοδότης, αποκρίθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα. Αντι-πρότεινε αύξηση 8% σε όλους, αλλά και άλλες έμμεσες παροχές, κυρίως με βάση την απόδοση, που χρηματικά στο σύνολό τους, για ορισμένους τουλάχιστον, ξεπερνούσαν το αίτημα του 15%. Το σωματείο, όχι ομόφωνα, αλλά με μεγάλη πλειοψηφία, μίλησε για εργατική νίκη, παρά τις γκρίνιες ορισμένων, ειδικά νέων εργατών. Αυτοί διαμαρτύρονταν πως, ειδικά για αυτούς, το σταθερό μέρος του μισθού ήταν πολύ μικρό σε σχέση με αυτό που εξαρτιόταν από την απόδοση και θα έπρεπε να τρέχουν περισσότερο, αλλά και να προσκυνούν τον προϊστάμενο παραγωγής.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Σιγά – σιγά, φασούλι το φασούλι οι αποδοχές φούσκωναν, αλλά γινόταν όλο και πιο επιδοματικές, όλο και πιο διαφοροποιημένος ο μισθός. Μαζί τους άλλαζαν και οι αντιλήψεις: Το παραδάκι που έχουμε στην τσέπη μετράει. Τα άλλα είναι θεωρίες και ουτοπίες…
Πριν πέντε χρόνια, τα πράγματα έγιναν πιο άγρια.
Ξαφνικά κυκλοφόρησε φήμη, ότι μια σειρά δουλειές θα τις αναλάμβαναν εξωτερικά συνεργεία και ίσως κάποιοι να απολύονταν. Η επιχείρηση θα εφάρμοζε κάποιο κυβερνητικό νόμο που θα αύξανε τις εισφορές των εργαζομένων και άρα θα μειώνονταν τα ‘’καθαρά’’. Επίσης, σε εφαρμογή άλλου νόμου, με υπογραφή μάλιστα υπουργού – που κάποτε ήταν πρόεδρος της εργατικής συνομοσπονδίας- θα μειώνονταν στο μισό οι πρόσθετες αμοιβές των υπερωριών. Αρκετοί δήλωναν οργισμένοι, οι περισσότεροι έκπληκτοι και αδικημένοι, καθώς την ίδια στιγμή αυτοί που δούλευαν σε λογιστήριο, ενημέρωναν πως οι πωλήσεις πήγαιναν περίφημα και η μετοχή στο χρηματιστήριο ανέβαινε.
Μια ασυγκράτητη διάθεση για απεργία, σάρωσε εύκολα την αντίσταση όσων σταθερά μιλούσαν για τη διατήρηση της γαλήνης στην επιχείρηση. Έγινε μια κάποια σύγκλιση που βοήθησε σε αυτό. Οι λεγόμενοι ριζοσπαστικοί και αδιάλλακτοι, μετρίασαν κάπως τα «υπερβολικά και περίεργά» τους. Η –συνήθως- συμβιβαστική πλειοψηφία δεσμεύτηκ σε μια πιο αγωνιστική στάση.
Η απεργία ξεκίνησε δυναμικά. Τα αιτήματα ήταν αυξήσεις 10%, μείωση ωρών εργασίας για κάποιες ειδικότητες, αποβολή εξωτερικών εργολάβων. Ζητούσαν επίσης απo τη συνομοσπονδία να ζητήσει την ακύρωση των αρνητικών νομοθετημάτων για το ασφαλιστικό, τις υπερωρίες και άλλα.
Ταυτόχρονα, οι ανακοινώσεις του σωματείου έγραφαν, πώς αν βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων στην επιχείρηση, αυτό θα βοηθήσει και την ίδια να γίνει πιο ανταγωνιστική. Αυτό ήταν ένας κάποιος συμβιβασμός. Απαραίτητος για να αποκρούεται η κατηγορία του εργοδότη ότι ‘’ θα του κλείσουν το μαγαζί’’, αλλά και για να πείθονται και αυτοί που φοβόντουσαν αδυνάτισμα της επιχείρησης. Αυτή η διευθέτηση δημιουργούσε βέβαια ένα προβληματισμό στην πιο ακραία τάση, αλλά τελικά, οι ωριμότεροι από αυτούς (γιατί υπήρχαν και σε αυτούς «ρεαλιστές»), εξήγησαν ότι αυτό δεν έχει πρόβλημα, από τη στιγμή που θα προβάλλεται εξίσου και στις άλλες μονάδες και άρα τελικά το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας θα τίθεται σε σχέση με επιχειρήσεις άλλων χωρών, πράγμα που είναι και λογικό. Προς το παρόν τουλάχιστον. ‘’Αργότερα ή σε άλλες συνθήκες το ξαναβλέπουμε’’, έλεγαν.
Την δεύτερη κιόλας μέρα, μετά από μια άρνηση του σωματείου να δεχθεί αυξήσεις της τάξης του 2% με την προϋπόθεση επίτευξης συγκεκριμένων στόχων που θα έθετε η διοίκηση, ο εργοδότης ανακοίνωσε την απόλυση 10 εργαζομένων. Η αλήθεια ήταν – είπαν πολλοί- πως αυτοί ήταν και λίγο κοπανατζήδες ή εριστικοί και γενικά όχι καλοί στη δουλειά τους. Δε θα μπορούσες επίσης να πεις ότι απολύθηκαν επειδή απείργησαν, καθώς γενικά ήταν ψιλο-αδιάφοροι, σπάνια εμφανιζόταν και στις συνελεύσεις. Όμως ήταν η πρώτη φορά που γινόταν! Η διοίκηση του σωματείου ήταν καθησυχαστική, δεν αντέδρασε ιδιαίτερα.
Μετά από δύο όμως μέρες επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι πολλών. Ανακοινώθηκαν 15 απολύσεις, συμπεριλαμβανομένων και δύο μελών της διοίκησης του σωματείου και τριών μελών της απεργιακής επιτροπής.
Πολλοί αγρίεψαν, αλλά οι συνετότεροι έπεισαν για μια αναπροσαρμογή αιτημάτων. Οι αυξήσεις στους μισθούς θεωρήθηκαν πλέον όνειρο θερινής νυκτός και το πρώτο αίτημα έγινε ‘’να γυρίσουν πίσω οι απολυμένοι’’. Σε αντίθεση με διάφορες τρομοκρατικές φήμες που κυκλοφορούσαν για άλλα εργοστάσια, έτσι και έγινε τελικά, μέσω σχετικής συμφωνίας για τη λήξη της απεργίας. Η συμφωνία, εκτός από την ανάκληση των απολύσεων (εκτός από δύο εργαζόμενους που η επιχείρηση ισχυρίστηκε πως είχαν χρησιμοποιήσει βία κατά ενός διευθυντή και το σωματείο αναγκάστηκε να υποχωρήσει για το καλό των υπολοίπων), περιλάμβανε και κάποιες μικρές χορηγήσεις επιδομάτων ή μπόνους όπως το έλεγαν. Για τους κοπανατζήδες φυσικά δε προβλέφτηκε επαναπρόσληψη, αλλά σε αυτό δεν μπορούσε να μιλήσει και κανείς.
Οι διαφωνίες τώρα μεταξύ των εργαζομένων, ήταν μεγάλες. Αρκετοί κατηγορούσαντους πρωτοστατούντες στην απεργία, ότι είχαν θέσει σε κίνδυνο τη δουλειά και τηνεπιβίωση συναδέλφων. Άλλοι, θεωρούσαν απαράδεκτο το συμβιβασμό με τον εργοδότηκαι υποστήριζαν ότι η απεργία έπρεπε να συνεχιστεί. Οι περισσότεροι όμως μίλησαν για μεγάλη επιτυχία, όχι φυσικά χωρίς ανησυχία για τους κινδύνους. Οι τελευταίοι, επικαλέστηκαν ένα ακόμη καλό της συμφωνίας: Στο εξής, ένα μέρος των προσλήψεων του ανειδίκευτου προσωπικού, θα γινόταν μέσω και του σωματείου, που σήμαινε ότι το σωματείο κατοχύρωνε το ρόλο του και ο εργοδότης αποδεχόταν κάποια μορφή συνδιοίκησης του εργοστασίου. Φυσικά οι αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές δεν πάρθηκαν πίσω. Αυτό σήμαινε ότι για πρώτη φορά υπήρχαν μειώσεις μισθών. Πράγμα όμως που δεν αφορούσε την επιχείρηση αλλά την κυβέρνηση και όπως και να το κάνουμε δεν μπορεί ένα σωματείο να αλλάξει μια κυβέρνηση ή μια ολόκληρηπολιτική. Δεν είναι ο σκοπός αυτός του συνδικαλισμού. Πήγαινε μακριά η βαλίτσα, έμπαινε η πολιτική στη μέση, τα κόμματα, τρέχα γύρευε.
Τα χειρότερα ήρθαν μετά από έξι μόλις μήνες. Η παραγωγή έπεφτε διαρκώς. Κάποιοι μίλαγαν για οικονομική κρίση και πτώση κερδών. Για τα προηγούμενα κέρδη δε γινόταν λόγος. Στο κάτω – κάτω δε μπορείς να πεις και σε ένα ιδιώτη επιχειρηματία τι θα κάνει τα «δικά» του λεφτά. Τα χτυπήματα έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο. Πρώτα μειώθηκαν οι υπερωρίες διότι δεν ήταν αναγκαίες. Έπειτα, καταργήθηκε με νέο νόμο κάθε προσαύξηση πληρωμής στις υπερωρίες. Αυξήθηκε το ετήσιο νόμιμο δικαίωμα απολύσεων και 23 εργαζόμενοι είδαν την ‘’πόρτα του εργοστασίου ανάποδα’’, όπως έλεγε χαιρέκακα ο διευθυντής παραγωγής. Σαν κεραμίδα, περίπου εξήντα που περίμεναν ότι βγαίνουν στην σύνταξη, έμαθαν ότι θα δουλέψουν άλλα δύο χρόνια. Και άλλα πολλά και ανυπόφορα.
Τώρα πλέον στη συνέλευση πήγαν όλοι. Αυτοί που μιλούσαν για ‘’εργασιακή ειρήνη’’ ήταν πολλοί περισσότεροι. Και παθιασμένοι. Μιλούσαν για το δικαίωμα τους να δουλέψουν γιατί έχουν ανάγκη το μεροκάματο και δε θα επέτρεπαν σε κανένα να κλείσει την πύλη του εργοστάσιου. Αυτό δεν είχε ξανακουστεί. Αυτοί που συνήθως ήταν πλειοψηφία και τα κατάφερναν να τα βρίσκουν μέσω της επιχειρησιακής σύμβασης με τον εργοδότη, ήταν αδειασμένοι και δεν έπεισαν και πολλούς. Οι πιο μαχητικοί είχαν τώρα γίνει πλειοψηφία και αποφασίστηκε απεργία διαρκείας, μέσα σε ιαχές, με μικρή όμως πλειοψηφία και κάπως κουτσουρεμένα αιτήματα. Έτσι, το αίτημα για αυξήσεις, συνδεόταν για πρώτη φορά, με την άνοδο του ΑΕΠ της χώρας, καθώς και με την πραγματοποίηση κερδών της επιχείρησης. Πολλοί είπαν πως αυτό θέλει συζήτηση και ανοίγει κερκόπορτες άσχημες.
Δεν υπήρχαν όμως και πολλά περιθώρια για συζήτηση. Έτσι και αλλιώς αυτή η απεργία δεν έμοιαζε με τις άλλες. Την πρώτη κιόλας μέρα η απεργιακή περιφρούρηση τα χρειάστηκε, καθώς βρήκε πενήντα άτομα στην πύλη, έτοιμους να παίξουν ξύλο για να μπουν μέσα. Δεν ήταν και εύκολο να πλακωθεί. Ήταν συνάδελφοι χρόνια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήρθε και η αστυνομία, μαζί και εισαγγελέας. Και αρκετά κανάλια.
Ευτυχώς τα πράγματα κάπως βολεύτηκαν. Λίγο με το καλό, λίγο με το ζόρι, οι παλαιότεροι και πιο ψύχραιμοι από τους απεργούς, έπεισαν αυτούς που ήθελαν να σπάσουν την απεργία, πως πρέπει να κάνουν πίσω και να καταλάβουν ότι όλοι έχουν οικογένειες και παιδιά και πως αν η απεργία πετύχει, θα είναι κέρδος για όλους. Έτσι αποσοβήθηκε και η επέμβαση της αστυνομίας που ήταν εκεί για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ υποστηρικτών και πολέμιων της απεργίας.
Η διευθέτηση όμως δεν κράτησε για πολύ. Η αντιπαράθεση πήρε διαφορετική και πιο άγρια μορφή. Κάποιοι πληρωμένοι από την εργοδοσία τσάκισαν στο ξύλο με αιφνιδιαστική έφοδο την νυχτερινή απεργιακή περιφρούρηση και έκαψαν τα γραφεία του σωματείου. Η αστυνομία συνέλαβε την επομένη το πρωί 5 απεργούς και απαγγέλθηκαν βαριές κατηγορίες σε βάρος τους.
Και τώρα; Η απεργία για ένα διάστημα συνεχίστηκε. Αλλά, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις και καυγάδες, τα αιτήματα άλλαξαν και πάλι. Αυτά που κυριάρχησαν –αναγκαστικά τώρα έλεγαν- ήταν το να απομακρυνθούν οι πληρωμένοι ανεξέλεγκτοι μπράβοι, να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες και να αποσυρθούν οι κατηγορίες σε βάρος τους.
Οι απολυμένοι ξεχάστηκαν. Για αυξήσεις ούτε λόγος. Για καλύτερες συνθήκες εργασίες, μάλλον πολυτέλεια να μιλάς. Πόσο μάλλον για παλαβομάρες να πάρουν το εργοστάσιο οι εργαζόμενοι, για κοινωνικό όφελος ή για κοινή απεργία με τα άλλα εργοστάσια. Όσο για την πόλη που πέθαινε δίπλα μαζί με τις παλιές ομορφιές της και τους χώρους κοινής ζωής, ένας κρητικός το σχολίασε ανάλογα: ‘’δουλειά δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο ψώλος μας’’. Και δεν μπορούσαν πλέον να διαφωνήσουν πολλοί
Οι αντιπαραθέσεις μέσα στους εργαζόμενους αναδιαμορφώθηκαν. Τα στρατόπεδα άλλαξαν. Κάποιοι από τα σωματείο είχαν γίνει προϊστάμενοι. Άλλοι πήγαν σε κυβερνητικές θέσεις. Πολλοί απογοητεύθηκαν. Το σωματείο είχε χάσει το κύρος του.
Ωστόσο η ζωή και η δουλειά ξαναμπήκαν στη συνηθισμένη ρουτίνα. Αλλά αυτή η κανονικότητα είχε βάρβαρη ησυχία. Με μπόλικο φόβο και ανασφάλεια. Συνεχώς διλλήματα έμπαιναν. Μειώθηκαν οι καλύψεις του ΙΚΑ, ορισμένοι ήταν και εντελώς ανασφάλιστοι. Ήρθε και ένα συμβόλαιο ιδιωτικής ασφάλισης, προσφορά της εταιρείας, σε συμφωνία με το σωματείο και άρχισαν όλοι να στηρίζονται σε αυτό. Αυτό έλεγε ο ρεαλισμός. Μετά ήταν που δεν έφτανε ο μισθός για να καλυφθεί η δόση για το δάνειο της τράπεζας που είχε παρθεί για το σπίτι. Αλλά έδινε και η εταιρεία δάνεια και μάλιστα άτοκα και πήραν οι μισοί. Δεν ήταν παράλογο, έκανες τη δουλειά σου, δεν έπρεπε να το δεις ‘’ιδεολογικά’’, αλλά πρακτικά.
Και πως θα κάνεις τώρα απεργία; Είμαστε στα συγκαλά μας; Να φας δηλαδή μια απόλυση και όχι μόνο αποζημίωση δε θα πάρεις, αλλά θα σου λείπουν και οι ασπιρίνες και θα πρέπει να πάρεις άλλο δάνειο από τη τράπεζα για να ξεχρεώσεις αυτό της εταιρείας! Και μετά θυμάσαι τα παλαβά που λέγανε οι ακραίοι πως ‘’οι εργάτες δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους’’ και να σκέφτεσαι πως είσαι ολωσδιόλου αιχμάλωτος χωρίς τις αλυσίδες.
Αλλά δεν υπήρχε και χρόνος για πολλή σκέψη. Διότι ήρθε μαχαίρι η απόφαση: ‘’Θα μείνετε οι μισοί και με το μισό μισθό. Άμα θέλετε’’.
Και με όλη αυτή την πείρα στην πλάτη, έπρεπε να αναπλεχτούν τα νήματα, να υφανθούν τα νέα αιτήματα και οι νέοι τρόποι αγώνα.
Αλλά από πού να ξεκινήσει κανείς, ξεκίνησαν οι κουβέντες; Να πιάσει το νήμα από την αρχή και από τη σκέψη που κάποτε ήταν νόμιμη έστω και σε μια ισχυρή μειοψηφία ότι το εργοστάσιο ήταν μπορετό και δίκαιο να λειτουργήσει από τους ίδιους τους εργαζόμενους και για κοινωνικό όφελος; Ή να θεωρηθεί ότι αφετηρία αλλά και όριο της ακόμη πιο άγριας σύγκρουσης που δε μπορούσες ακόμη και αν ήθελες να την αποφύγεις, θα ήταν το τέλμα του ‘’τέλους’’ που είχε οδηγήσει ο ρεαλισμός της ήττας και του εφικτού;
Τώρα θα ζητήσεις αυξήσεις; Θα ζητήσεις λιγότερη, ασφαλέστερη και ανθρωπινότερη δουλειά ή μόνο να έχεις, όχι δουλειά, αλλά ‘’ δουλίτσα’’; Και πώς να καλύψεις τη διαδρομή που έχεις χάσει; Ή μήπως και να μη απασχολήσεις επειδή είναι μάταιο;
Επιμύθιο επιστροφής
Αν το ερώτημα αφορούσε τη διαδρομή των εργατικών αγώνων σε μια επιχείρηση (που έτσι και αλλιώς είναι φανταστική) και των βασάνων των αγώνων των εργαζομένων εκεί, με τα λάθη και τις επιτυχίες τους, δε θα ήταν τόσο βαρύ και ασήκωτο. Μήπως όμως αφορά ολόκληρη την κοινωνία, όλους εμάς;
Μια συντρόφισσα με ρώτησε πρόσφατα: ‘’Γιατί καλέ μου σύντροφε ο δρόμος μας είναι τόσο δύσκολος;’’ Σκέφτομαι μήνες την απάντηση. Και αυτές οι γραμμές και οι συλλογισμοί είναι για αυτό το ερώτημα. Είναι που, αν τα δεις τα πράγματα, όχι σε μια στιγμή, αλλά σε μια πορεία, διαπιστώνεις, ότι ο ‘’εύκολος’’ δρόμος της κλιμακωτής κατηφορικής πορείας, διαμορφώνει τελικά το δέος μιας τεράστιας ανηφόρας που μπορεί μετά να σε καταβάλει χειρότερα
.
Το κείμενο γράφτηκε για το τεύχος 15 του ηλεκτρονικού περιοδικού babushka
http://issuu.com/babushkagr/docs/teuxos15/1 via ilesxi.wordpress.com
Πεντακόσιοι περίπου εργαζόμενοι εργάζονται σε βιομηχανική επιχείρηση, σε περίοδο ανοδικού κύκλου της οικονομίας, έχοντας σταθερή απασχόληση, ασφάλιση, κάποιες πρόσθετες ‘’παροχές’’, όπως εστιατόριο δωρεάν σίτισης μέσα στο εργοστάσιο, μεταφορά από και προς το σπίτι και άλλες.Οι πωλήσεις πάνε καλά, υπάρχουν και εξαγωγές. Το κλίμα ευφορίας αντανακλάται ακόμη και στα χαμογελαστά πρόσωπα στις επετειακές εκδηλώσεις στην εταιρεία,όπως στην κοπή της πίτας. Η επιχείρηση βραβεύει τους συνεπέστερους εργαζόμενους, κάνει δώρα σε αυτούς που παίρνουν σύνταξη, οργανώνει γιορτές για τα παιδιά των εργαζομένων.
Η δουλειά βεβαίως είναι βαριά. Παρά την σχετικά τυπική τήρηση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης, που κρατάει με αρκετή υπευθυνότητα το σχετικό αρχείο, προειδοποιεί για αυξημένο κίνδυνο μακροχρόνιων επιπτώσεων στην υγεία.
Οι εργαζόμενοι κουράζονται, καταπονούνται υπερβολικά, παραπονιούνται για την εντατικοποίηση της δουλειάς. Όχι πολύ συχνά είναι η αλήθεια, όλοι παγώνουν από ένα θανατηφόρο ατύχημα, προϊόν ’επιπολαιότητας’’ κάποιου συναδέλφου.
Η επιχείρηση ωστόσο θα αποφασίσει να στηρίξει την οικογένεια του, ίσως και με την πρόσληψη κάποιου μέλους στη «μεγάλη οικογένεια του ομίλου».
Η γειτονική λίμνη, μαζί με το ατμοσφαιρικό περιβάλλον, μολύνονται σε επικίνδυνο βαθμό, ενώ η πόλη που φιλοξενεί την επιχείρηση θανατώνεται σιωπηρά μαζί με τις γειτονιές και τους ανθρώπους της.
Οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, έχουν σωματείο, συμμετέχουν σχεδόν καθολικά στις εκλογές, στις συνελεύσεις και στις απεργίες όταν γίνονται.
Δεν συμφωνούν όλοι μεταξύ τους.Είναι περίπου τρείς ομάδες.
Πολλοί, όχι οι περισσότεροι, λένε πως ‘’δεν πρέπει να δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει’’. Ο εργοδότης προσφέρει δουλειά, νοιάζεται την επιχείρηση, είναι κοντά στους εργαζόμενους, είναι και ο ίδιος παρών στο εργοστάσιο.
Άλλοι, συνήθως η πλειοψηφία, λένε πως σωστά είναι αυτά, αλλά η δουλειά είναι σκληρή, τα κέρδη για την εταιρεία μεγάλα και η αμοιβή δυσανάλογη. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται και πρέπει να διεκδικήσουν περισσότερα, μέσα από απεργία ή άλλο τρόπο, επιδιώκοντας αυξήσεις μισθών ή βελτίωση των ‘’πρόσθετων’’ παροχών, μέσα από την υπογραφή μιας επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας. Και πράγματι αυτό έχει γίνει πολλές φορές. Είναι ένα δοκιμασμένο όπλο , αρκεί-επισημαίνει αυτή η ομάδα- ‘’να μην τεντώσουμε περισσότερο το σκοινί και απειληθεί η θέση της επιχείρησης έναντι των ανταγωνιστών της’’, διότι τότε ‘’θα κόψουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε’’.
Ένα άλλο τμήμα εργαζομένων, μειοψηφία συνήθως, βλέπει διαφορετικά τα πράγματα. Θεωρεί τις αυξήσεις κοροϊδία. Και σε σχέση με τη δουλειά, και αναλογικά με τα μεγάλα κέρδη της εταιρείας, αλλά και σε σχέση με τις ανάγκες των οικογενειών των εργαζομένων. Πολλοί από αυτούς δεν διστάζουν να μιλούν –σχεδόν προκλητικά- όχι μόνο για ανάγκη μείωσης των κερδών του αφεντικού, αλλά και για την ανάγκη να δουλέψει το εργοστάσιο με ευθύνη των εργαζομένων, χωρίς το αφεντικό και για όφελος όλης της κοινωνίας. Αλλάζοντας ίσως και τον ίδιο το χαρακτήρα των προϊόντων ώστε να είναι χρήσιμα. Βελτιώνοντας τόσο τις εργασιακές συνθήκες όσο και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Λένε ακόμη πως οι εργαζόμενοι στην εταιρεία έχουν τα ίδια συμφέροντα με αυτούς που εργάζονται στις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και πώς πρέπει να υπάρχει συντονισμός μαζί τους στις απεργίες, ώστε να καταβληθεί η αντίσταση των εργοδοτών στα αιτήματα βελτίωσης, αλλά και στο στόχο μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
Η συζήτηση πάει και έρχεται, με διαρκείς μικρο-αλλαγές ισορροπίας μεταξύ εργαζομένων και εταιρείας και μεταξύ αυτών των τάσεων μέσα στους εργαζόμενους και σε διάφορες υποδιαιρέσεις τους, που πάντα εμφανίζονται, αν και όλοι μιλάνε για την ανάγκη της εργατικής ενότητας. Άλλωστε ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ είναι και το όνομα του σωματείου. Οι σκέψεις επηρεάζονται φυσικά από τις γενικότερες κοινωνικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, αλλά και έξω από αυτή, το ρόλο των πολιτικών κομμάτων, των θεωριών και ιδεολογιών, των μεγάλων πολιτικών γεγονότων, που σπρώχνουν τα πράγματα προς το καλύτερο ή το χειρότερο.
Δεν είναι πάντα ήρεμα τα πράγματα. Κάποια χρόνια πριν, όταν η παραγωγή λόγω αυξημένων παραγγελιών ανέβαινε διαρκώς, το σωματείο κήρυξε απεργία. Ήταν ευκαιρία έλεγαν οι έμπειροι. Ζήτησαν 15% αυξήσεις και περιέργως, ο εργοδότης, αποκρίθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα. Αντι-πρότεινε αύξηση 8% σε όλους, αλλά και άλλες έμμεσες παροχές, κυρίως με βάση την απόδοση, που χρηματικά στο σύνολό τους, για ορισμένους τουλάχιστον, ξεπερνούσαν το αίτημα του 15%. Το σωματείο, όχι ομόφωνα, αλλά με μεγάλη πλειοψηφία, μίλησε για εργατική νίκη, παρά τις γκρίνιες ορισμένων, ειδικά νέων εργατών. Αυτοί διαμαρτύρονταν πως, ειδικά για αυτούς, το σταθερό μέρος του μισθού ήταν πολύ μικρό σε σχέση με αυτό που εξαρτιόταν από την απόδοση και θα έπρεπε να τρέχουν περισσότερο, αλλά και να προσκυνούν τον προϊστάμενο παραγωγής.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Σιγά – σιγά, φασούλι το φασούλι οι αποδοχές φούσκωναν, αλλά γινόταν όλο και πιο επιδοματικές, όλο και πιο διαφοροποιημένος ο μισθός. Μαζί τους άλλαζαν και οι αντιλήψεις: Το παραδάκι που έχουμε στην τσέπη μετράει. Τα άλλα είναι θεωρίες και ουτοπίες…
Πριν πέντε χρόνια, τα πράγματα έγιναν πιο άγρια.
Ξαφνικά κυκλοφόρησε φήμη, ότι μια σειρά δουλειές θα τις αναλάμβαναν εξωτερικά συνεργεία και ίσως κάποιοι να απολύονταν. Η επιχείρηση θα εφάρμοζε κάποιο κυβερνητικό νόμο που θα αύξανε τις εισφορές των εργαζομένων και άρα θα μειώνονταν τα ‘’καθαρά’’. Επίσης, σε εφαρμογή άλλου νόμου, με υπογραφή μάλιστα υπουργού – που κάποτε ήταν πρόεδρος της εργατικής συνομοσπονδίας- θα μειώνονταν στο μισό οι πρόσθετες αμοιβές των υπερωριών. Αρκετοί δήλωναν οργισμένοι, οι περισσότεροι έκπληκτοι και αδικημένοι, καθώς την ίδια στιγμή αυτοί που δούλευαν σε λογιστήριο, ενημέρωναν πως οι πωλήσεις πήγαιναν περίφημα και η μετοχή στο χρηματιστήριο ανέβαινε.
Μια ασυγκράτητη διάθεση για απεργία, σάρωσε εύκολα την αντίσταση όσων σταθερά μιλούσαν για τη διατήρηση της γαλήνης στην επιχείρηση. Έγινε μια κάποια σύγκλιση που βοήθησε σε αυτό. Οι λεγόμενοι ριζοσπαστικοί και αδιάλλακτοι, μετρίασαν κάπως τα «υπερβολικά και περίεργά» τους. Η –συνήθως- συμβιβαστική πλειοψηφία δεσμεύτηκ σε μια πιο αγωνιστική στάση.
Η απεργία ξεκίνησε δυναμικά. Τα αιτήματα ήταν αυξήσεις 10%, μείωση ωρών εργασίας για κάποιες ειδικότητες, αποβολή εξωτερικών εργολάβων. Ζητούσαν επίσης απo τη συνομοσπονδία να ζητήσει την ακύρωση των αρνητικών νομοθετημάτων για το ασφαλιστικό, τις υπερωρίες και άλλα.
Ταυτόχρονα, οι ανακοινώσεις του σωματείου έγραφαν, πώς αν βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων στην επιχείρηση, αυτό θα βοηθήσει και την ίδια να γίνει πιο ανταγωνιστική. Αυτό ήταν ένας κάποιος συμβιβασμός. Απαραίτητος για να αποκρούεται η κατηγορία του εργοδότη ότι ‘’ θα του κλείσουν το μαγαζί’’, αλλά και για να πείθονται και αυτοί που φοβόντουσαν αδυνάτισμα της επιχείρησης. Αυτή η διευθέτηση δημιουργούσε βέβαια ένα προβληματισμό στην πιο ακραία τάση, αλλά τελικά, οι ωριμότεροι από αυτούς (γιατί υπήρχαν και σε αυτούς «ρεαλιστές»), εξήγησαν ότι αυτό δεν έχει πρόβλημα, από τη στιγμή που θα προβάλλεται εξίσου και στις άλλες μονάδες και άρα τελικά το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας θα τίθεται σε σχέση με επιχειρήσεις άλλων χωρών, πράγμα που είναι και λογικό. Προς το παρόν τουλάχιστον. ‘’Αργότερα ή σε άλλες συνθήκες το ξαναβλέπουμε’’, έλεγαν.
Την δεύτερη κιόλας μέρα, μετά από μια άρνηση του σωματείου να δεχθεί αυξήσεις της τάξης του 2% με την προϋπόθεση επίτευξης συγκεκριμένων στόχων που θα έθετε η διοίκηση, ο εργοδότης ανακοίνωσε την απόλυση 10 εργαζομένων. Η αλήθεια ήταν – είπαν πολλοί- πως αυτοί ήταν και λίγο κοπανατζήδες ή εριστικοί και γενικά όχι καλοί στη δουλειά τους. Δε θα μπορούσες επίσης να πεις ότι απολύθηκαν επειδή απείργησαν, καθώς γενικά ήταν ψιλο-αδιάφοροι, σπάνια εμφανιζόταν και στις συνελεύσεις. Όμως ήταν η πρώτη φορά που γινόταν! Η διοίκηση του σωματείου ήταν καθησυχαστική, δεν αντέδρασε ιδιαίτερα.
Μετά από δύο όμως μέρες επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι πολλών. Ανακοινώθηκαν 15 απολύσεις, συμπεριλαμβανομένων και δύο μελών της διοίκησης του σωματείου και τριών μελών της απεργιακής επιτροπής.
Πολλοί αγρίεψαν, αλλά οι συνετότεροι έπεισαν για μια αναπροσαρμογή αιτημάτων. Οι αυξήσεις στους μισθούς θεωρήθηκαν πλέον όνειρο θερινής νυκτός και το πρώτο αίτημα έγινε ‘’να γυρίσουν πίσω οι απολυμένοι’’. Σε αντίθεση με διάφορες τρομοκρατικές φήμες που κυκλοφορούσαν για άλλα εργοστάσια, έτσι και έγινε τελικά, μέσω σχετικής συμφωνίας για τη λήξη της απεργίας. Η συμφωνία, εκτός από την ανάκληση των απολύσεων (εκτός από δύο εργαζόμενους που η επιχείρηση ισχυρίστηκε πως είχαν χρησιμοποιήσει βία κατά ενός διευθυντή και το σωματείο αναγκάστηκε να υποχωρήσει για το καλό των υπολοίπων), περιλάμβανε και κάποιες μικρές χορηγήσεις επιδομάτων ή μπόνους όπως το έλεγαν. Για τους κοπανατζήδες φυσικά δε προβλέφτηκε επαναπρόσληψη, αλλά σε αυτό δεν μπορούσε να μιλήσει και κανείς.
Οι διαφωνίες τώρα μεταξύ των εργαζομένων, ήταν μεγάλες. Αρκετοί κατηγορούσαντους πρωτοστατούντες στην απεργία, ότι είχαν θέσει σε κίνδυνο τη δουλειά και τηνεπιβίωση συναδέλφων. Άλλοι, θεωρούσαν απαράδεκτο το συμβιβασμό με τον εργοδότηκαι υποστήριζαν ότι η απεργία έπρεπε να συνεχιστεί. Οι περισσότεροι όμως μίλησαν για μεγάλη επιτυχία, όχι φυσικά χωρίς ανησυχία για τους κινδύνους. Οι τελευταίοι, επικαλέστηκαν ένα ακόμη καλό της συμφωνίας: Στο εξής, ένα μέρος των προσλήψεων του ανειδίκευτου προσωπικού, θα γινόταν μέσω και του σωματείου, που σήμαινε ότι το σωματείο κατοχύρωνε το ρόλο του και ο εργοδότης αποδεχόταν κάποια μορφή συνδιοίκησης του εργοστασίου. Φυσικά οι αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές δεν πάρθηκαν πίσω. Αυτό σήμαινε ότι για πρώτη φορά υπήρχαν μειώσεις μισθών. Πράγμα όμως που δεν αφορούσε την επιχείρηση αλλά την κυβέρνηση και όπως και να το κάνουμε δεν μπορεί ένα σωματείο να αλλάξει μια κυβέρνηση ή μια ολόκληρηπολιτική. Δεν είναι ο σκοπός αυτός του συνδικαλισμού. Πήγαινε μακριά η βαλίτσα, έμπαινε η πολιτική στη μέση, τα κόμματα, τρέχα γύρευε.
Τα χειρότερα ήρθαν μετά από έξι μόλις μήνες. Η παραγωγή έπεφτε διαρκώς. Κάποιοι μίλαγαν για οικονομική κρίση και πτώση κερδών. Για τα προηγούμενα κέρδη δε γινόταν λόγος. Στο κάτω – κάτω δε μπορείς να πεις και σε ένα ιδιώτη επιχειρηματία τι θα κάνει τα «δικά» του λεφτά. Τα χτυπήματα έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο. Πρώτα μειώθηκαν οι υπερωρίες διότι δεν ήταν αναγκαίες. Έπειτα, καταργήθηκε με νέο νόμο κάθε προσαύξηση πληρωμής στις υπερωρίες. Αυξήθηκε το ετήσιο νόμιμο δικαίωμα απολύσεων και 23 εργαζόμενοι είδαν την ‘’πόρτα του εργοστασίου ανάποδα’’, όπως έλεγε χαιρέκακα ο διευθυντής παραγωγής. Σαν κεραμίδα, περίπου εξήντα που περίμεναν ότι βγαίνουν στην σύνταξη, έμαθαν ότι θα δουλέψουν άλλα δύο χρόνια. Και άλλα πολλά και ανυπόφορα.
Τώρα πλέον στη συνέλευση πήγαν όλοι. Αυτοί που μιλούσαν για ‘’εργασιακή ειρήνη’’ ήταν πολλοί περισσότεροι. Και παθιασμένοι. Μιλούσαν για το δικαίωμα τους να δουλέψουν γιατί έχουν ανάγκη το μεροκάματο και δε θα επέτρεπαν σε κανένα να κλείσει την πύλη του εργοστάσιου. Αυτό δεν είχε ξανακουστεί. Αυτοί που συνήθως ήταν πλειοψηφία και τα κατάφερναν να τα βρίσκουν μέσω της επιχειρησιακής σύμβασης με τον εργοδότη, ήταν αδειασμένοι και δεν έπεισαν και πολλούς. Οι πιο μαχητικοί είχαν τώρα γίνει πλειοψηφία και αποφασίστηκε απεργία διαρκείας, μέσα σε ιαχές, με μικρή όμως πλειοψηφία και κάπως κουτσουρεμένα αιτήματα. Έτσι, το αίτημα για αυξήσεις, συνδεόταν για πρώτη φορά, με την άνοδο του ΑΕΠ της χώρας, καθώς και με την πραγματοποίηση κερδών της επιχείρησης. Πολλοί είπαν πως αυτό θέλει συζήτηση και ανοίγει κερκόπορτες άσχημες.
Δεν υπήρχαν όμως και πολλά περιθώρια για συζήτηση. Έτσι και αλλιώς αυτή η απεργία δεν έμοιαζε με τις άλλες. Την πρώτη κιόλας μέρα η απεργιακή περιφρούρηση τα χρειάστηκε, καθώς βρήκε πενήντα άτομα στην πύλη, έτοιμους να παίξουν ξύλο για να μπουν μέσα. Δεν ήταν και εύκολο να πλακωθεί. Ήταν συνάδελφοι χρόνια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήρθε και η αστυνομία, μαζί και εισαγγελέας. Και αρκετά κανάλια.
Ευτυχώς τα πράγματα κάπως βολεύτηκαν. Λίγο με το καλό, λίγο με το ζόρι, οι παλαιότεροι και πιο ψύχραιμοι από τους απεργούς, έπεισαν αυτούς που ήθελαν να σπάσουν την απεργία, πως πρέπει να κάνουν πίσω και να καταλάβουν ότι όλοι έχουν οικογένειες και παιδιά και πως αν η απεργία πετύχει, θα είναι κέρδος για όλους. Έτσι αποσοβήθηκε και η επέμβαση της αστυνομίας που ήταν εκεί για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ υποστηρικτών και πολέμιων της απεργίας.
Η διευθέτηση όμως δεν κράτησε για πολύ. Η αντιπαράθεση πήρε διαφορετική και πιο άγρια μορφή. Κάποιοι πληρωμένοι από την εργοδοσία τσάκισαν στο ξύλο με αιφνιδιαστική έφοδο την νυχτερινή απεργιακή περιφρούρηση και έκαψαν τα γραφεία του σωματείου. Η αστυνομία συνέλαβε την επομένη το πρωί 5 απεργούς και απαγγέλθηκαν βαριές κατηγορίες σε βάρος τους.
Και τώρα; Η απεργία για ένα διάστημα συνεχίστηκε. Αλλά, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις και καυγάδες, τα αιτήματα άλλαξαν και πάλι. Αυτά που κυριάρχησαν –αναγκαστικά τώρα έλεγαν- ήταν το να απομακρυνθούν οι πληρωμένοι ανεξέλεγκτοι μπράβοι, να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες και να αποσυρθούν οι κατηγορίες σε βάρος τους.
Οι απολυμένοι ξεχάστηκαν. Για αυξήσεις ούτε λόγος. Για καλύτερες συνθήκες εργασίες, μάλλον πολυτέλεια να μιλάς. Πόσο μάλλον για παλαβομάρες να πάρουν το εργοστάσιο οι εργαζόμενοι, για κοινωνικό όφελος ή για κοινή απεργία με τα άλλα εργοστάσια. Όσο για την πόλη που πέθαινε δίπλα μαζί με τις παλιές ομορφιές της και τους χώρους κοινής ζωής, ένας κρητικός το σχολίασε ανάλογα: ‘’δουλειά δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο ψώλος μας’’. Και δεν μπορούσαν πλέον να διαφωνήσουν πολλοί
Οι αντιπαραθέσεις μέσα στους εργαζόμενους αναδιαμορφώθηκαν. Τα στρατόπεδα άλλαξαν. Κάποιοι από τα σωματείο είχαν γίνει προϊστάμενοι. Άλλοι πήγαν σε κυβερνητικές θέσεις. Πολλοί απογοητεύθηκαν. Το σωματείο είχε χάσει το κύρος του.
Ωστόσο η ζωή και η δουλειά ξαναμπήκαν στη συνηθισμένη ρουτίνα. Αλλά αυτή η κανονικότητα είχε βάρβαρη ησυχία. Με μπόλικο φόβο και ανασφάλεια. Συνεχώς διλλήματα έμπαιναν. Μειώθηκαν οι καλύψεις του ΙΚΑ, ορισμένοι ήταν και εντελώς ανασφάλιστοι. Ήρθε και ένα συμβόλαιο ιδιωτικής ασφάλισης, προσφορά της εταιρείας, σε συμφωνία με το σωματείο και άρχισαν όλοι να στηρίζονται σε αυτό. Αυτό έλεγε ο ρεαλισμός. Μετά ήταν που δεν έφτανε ο μισθός για να καλυφθεί η δόση για το δάνειο της τράπεζας που είχε παρθεί για το σπίτι. Αλλά έδινε και η εταιρεία δάνεια και μάλιστα άτοκα και πήραν οι μισοί. Δεν ήταν παράλογο, έκανες τη δουλειά σου, δεν έπρεπε να το δεις ‘’ιδεολογικά’’, αλλά πρακτικά.
Και πως θα κάνεις τώρα απεργία; Είμαστε στα συγκαλά μας; Να φας δηλαδή μια απόλυση και όχι μόνο αποζημίωση δε θα πάρεις, αλλά θα σου λείπουν και οι ασπιρίνες και θα πρέπει να πάρεις άλλο δάνειο από τη τράπεζα για να ξεχρεώσεις αυτό της εταιρείας! Και μετά θυμάσαι τα παλαβά που λέγανε οι ακραίοι πως ‘’οι εργάτες δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους’’ και να σκέφτεσαι πως είσαι ολωσδιόλου αιχμάλωτος χωρίς τις αλυσίδες.
Αλλά δεν υπήρχε και χρόνος για πολλή σκέψη. Διότι ήρθε μαχαίρι η απόφαση: ‘’Θα μείνετε οι μισοί και με το μισό μισθό. Άμα θέλετε’’.
Και με όλη αυτή την πείρα στην πλάτη, έπρεπε να αναπλεχτούν τα νήματα, να υφανθούν τα νέα αιτήματα και οι νέοι τρόποι αγώνα.
Αλλά από πού να ξεκινήσει κανείς, ξεκίνησαν οι κουβέντες; Να πιάσει το νήμα από την αρχή και από τη σκέψη που κάποτε ήταν νόμιμη έστω και σε μια ισχυρή μειοψηφία ότι το εργοστάσιο ήταν μπορετό και δίκαιο να λειτουργήσει από τους ίδιους τους εργαζόμενους και για κοινωνικό όφελος; Ή να θεωρηθεί ότι αφετηρία αλλά και όριο της ακόμη πιο άγριας σύγκρουσης που δε μπορούσες ακόμη και αν ήθελες να την αποφύγεις, θα ήταν το τέλμα του ‘’τέλους’’ που είχε οδηγήσει ο ρεαλισμός της ήττας και του εφικτού;
Τώρα θα ζητήσεις αυξήσεις; Θα ζητήσεις λιγότερη, ασφαλέστερη και ανθρωπινότερη δουλειά ή μόνο να έχεις, όχι δουλειά, αλλά ‘’ δουλίτσα’’; Και πώς να καλύψεις τη διαδρομή που έχεις χάσει; Ή μήπως και να μη απασχολήσεις επειδή είναι μάταιο;
Επιμύθιο επιστροφής
Αν το ερώτημα αφορούσε τη διαδρομή των εργατικών αγώνων σε μια επιχείρηση (που έτσι και αλλιώς είναι φανταστική) και των βασάνων των αγώνων των εργαζομένων εκεί, με τα λάθη και τις επιτυχίες τους, δε θα ήταν τόσο βαρύ και ασήκωτο. Μήπως όμως αφορά ολόκληρη την κοινωνία, όλους εμάς;
Μια συντρόφισσα με ρώτησε πρόσφατα: ‘’Γιατί καλέ μου σύντροφε ο δρόμος μας είναι τόσο δύσκολος;’’ Σκέφτομαι μήνες την απάντηση. Και αυτές οι γραμμές και οι συλλογισμοί είναι για αυτό το ερώτημα. Είναι που, αν τα δεις τα πράγματα, όχι σε μια στιγμή, αλλά σε μια πορεία, διαπιστώνεις, ότι ο ‘’εύκολος’’ δρόμος της κλιμακωτής κατηφορικής πορείας, διαμορφώνει τελικά το δέος μιας τεράστιας ανηφόρας που μπορεί μετά να σε καταβάλει χειρότερα
.
Το κείμενο γράφτηκε για το τεύχος 15 του ηλεκτρονικού περιοδικού babushka
http://issuu.com/babushkagr/docs/teuxos15/1 via ilesxi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου