Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Πολιτικές με ταξικό πρόσημο

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Πριν από ενάμιση αιώνα ο Μαρξ, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του, έκανε μια απροσδόκητα εύστοχη παρατήρηση για τη σχέση ανάμεσα στο κρατικό χρέος και το φορολογικό σύστημα. «Το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων», έγραφε. Και εξηγώντας τη συνάρτηση ανάμεσα στην αύξηση του κρατικού δανεισμού και τη φορολογία, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή».
Το παζάρι μεταξύ των τριών κυβερνητικών εταίρων και της τρόικας για τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, ώστε να διευρυνθεί η απαλλοτριωτική του ισχύς υπέρ των πιστωτών, μια και στο εξής ως η ελληνική κοινωνία υπάρχει αποκλειστικά υπέρ χρέους, είναι αποκαλυπτική των ταξικών τους επιλογών.

Παρ' ότι η υπερφορολόγηση μαζί με την ύφεση δεν αφήνουν στο απυρόβλητο παρά μόνο την κορυφή της ταξικής πυραμίδας, οδηγώντας σε παραγωγικό θάνατο ευρύτατο τμήμα της λεγόμενης μεσαίας τάξης, το συντριπτικό βάρος πέφτει για πολλοστή φορά στη μισθωτή εργασία. Η συνήθης κριτική που ασκείται σ’ αυτή την επιλογή είναι πως η κυβέρνηση διαλέγει την εύκολη και σίγουρη λύση, πάσχει από έλλειψη σχεδίου ή κινείται υπό το κράτος του εισπρακτικού πανικού. Αυτό αδικεί τις σαφέστατες ταξικές της προθέσεις. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, κήρυξε από το βήμα του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου την «αποενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας». Αλλά αυτή η «αποενοχοποίηση» προϋπέθεσε τα ουκ ολίγα μέτρα εξασθένησης της μισθωτής εργασίας έναντι της εργοδοσίας, στο πλαίσιο της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης» που επέβαλε η τρόικα. Η φορολογική μεταρρύθμιση που δρομολογείται έχει εξόφθαλμο ταξικό πρόσημο, συμβάλλοντας στη διεύρυνση της «εσωτερικής υποτίμησης».
Οι κυβερνητικές διαρροές για συντελεστή 36% στα εισοδήματα άνω των 25.000 ευρώ και 40% στα εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ αποκαλύπτουν καραμπινάτη ταξική κουτοπονηριά που διευκολύνει τους εργοδότες να πετύχουν κι άλλες μειώσεις μισθών. Ένα ζευγάρι μισθωτών με πολλά χρόνια εργασίας στην πλάτη και ετήσιο εισόδημα 40.001 ευρώ έχει πρόσθετο «κίνητρο», υπό την απειλή της υπερφορολόγησης, να ενδώσει στις εργοδοτικές πιέσεις για μείωση μισθών στα επίπεδα φορολόγησης με χαμηλότερο συντελεστή. Αν ισχύσει αυτό, όσο και να ενδυθεί τον μανδύα της «δικαιοσύνης», θα είναι ένα κλείσιμο του ματιού, ένα πράσινο φως στην επιχειρηματική ελίτ να προχωρήσει σε νέο κύμα «κουρέματος» των μισθών, για όσους τυχερούς έχουν ακόμη δουλειά.
Αυτό δεν είναι κάτι νέο για το φορολογικό σύστημα. Αλλά μαζί με την πλειάδα θεσμικών μέτρων που διαθέτει πλέον η «αποενοχοποιημένη επιχειρηματικότητα», ιδιαίτερα αυτή που προσκαλείται διθυραμβικά με τη μορφή των σωτήριων «ξένων επενδυτών», έχει την ευκαιρία να επιβάλει μια ιστορικών διαστάσεων συντριβή της εργασίας. Αντί μιας εργατικής τάξης, κουτσά στραβά οργανωμένης και στοιχειωδώς εκπροσωπούμενης - από εξασθενημένα, ρεφορμιστικά, αλλά πάντως υπαρκτά συνδικάτα-, αντί μισθωτών που γνωρίζουν ότι αν και αδύναμοι έχουν ένα όριο αντίστασης, οι ξένοι επενδυτές θα έχουν στη διάθεσή τους μια πληβειακή μάζα χωρίς όριο εξαθλίωσης. Ή με όριο το επίπεδο εξαθλίωσης των γειτόνων της Βουλγαρίας ή της Ρουμανίας, όπως ρητά ορίζουν οι μνημονιακές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση.
Οι επισημάνσεις αυτές ενδεχομένως διαβάζονται ως αυτονόητες. Και για την τρόικα, που εξ αρχής έθεσε ως υπέρτατο στόχο τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας, είναι ρητά αυτονόητες. Εξ ίσου αυτονόητες είναι για την κυβέρνηση, που «επενδύει» στη γραμμή της τρόικας, προσφέροντας έξτρα bonus στους μελλοντικούς απαλλοτριωτές της χώρας και του πλούτου της. Το ερώτημα είναι πόσο αυτονόητες είναι και για την οιονεί κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επελαύνει δημοσκοπικά, εξελίσσεται σε κόμμα υπό την πίεση της επιτάχυνσης των πολιτικών εξελίξεων, η μετεξέλιξή του στοχεύει να αυξήσει τη λεγόμενη «κυβερνησιμότητά» του, αλλά όλη αυτή η διεργασία ενέχει και κινδύνους. Ένας από αυτούς είναι η διαμόρφωση μιας ταξικά ασπόνδυλης πολιτικής που, υπό το άγχος της συσπείρωσης όλων των μνημονιόπληκτων στρωμάτων, θα χαθεί σε ένα πλαδαρό προγραμματικό λόγο υπέρ «μη προνομιούχων».
Μια πλατιά κοινωνική συμμαχία με φιλοδοξίες πολιτικής ανατροπής δεν σημαίνει απουσία προτεραιοτήτων και ταξικών επιλογών. Ούτε απόκρυψη των επιμέρους αντιθέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις που συγκλίνουν στο μέτωπο. Η Αριστερά, άλλωστε, εξ ορισμού υπάρχει υπέρ του κόσμου της εργασίας. Η αποκατάσταση των τσακισμένων δικαιωμάτων του δεν μπορεί παρά να αποτελεί την ύψιστη προτεραιότητα. Και η αναγνώριση του ηγετικού ρόλου του προσδίδει ποιότητα και βάθος στην κοινωνική συμμαχία, αν αυτή φιλοδοξεί να ανταπεξέλθει σε συγκρούσεις αναπόφευκτες, άγνωστης έντασης και διάρκειας. Η τακτική τού «χίλιοι καλοί χωράνε» και των στρογγυλευμένων γωνιών, όπως έχει αποδείξει η μακρά εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας, έχει το σπέρμα της οδυνηρής ήττας ή του εξευτελιστικού συμβιβασμού. Μια πολιτική με σαφές ταξικό πρόσημο δεν είναι αναχρονισμός, αλλά απόρροια της ταξικής φύσης της κρίσης.
aygi

Δεν υπάρχουν σχόλια: