Σε πρωτοφανή επίπεδα φτώχειας βυθίζεται η γερμανική κοινωνία παρά τα ωφέλη που προσφέρει το ευρώ στα ανώτερα στρώματα.
Ένα στα δέκα παιδιά ζουν σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Η είδηση θα μπορούσε να αποτελεί μια κοινότοπη διαπίστωση για τις περισσότερες από τις χώρες της ευρωπαίκής περιφέρειας, που πληρώνουν εδώ και χρόνια την πολιτική λιτότητας του Βερολίνου. Η είδηση όμως αφορά την ίδια τη Γερμανία, μια από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη.
Η σχετική πληροφορία περιλαμβάνεται σε έκθεση της Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ορίζει το όριο της φτώχειας στο 50% του μέσου εισοδήματος των χωρών μελών του. Συγκεκριμένα από τις 29 χώρες του ΟΟΣΑ η Γερμανία βρίσκεται στην 11η θέση.
Μαζί με τα παιδιά όμως πλήττονται ταυτόχρονα και μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που αδυνατούν πλέον να επιβιώσουν μετά τις περικοπές στις συντάξεις τους. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδόν μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι είναι αναγκασμένοι να καταφεύγουν στα ειδικά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σύμφωνα μάλιστα με εκθέσεις γερμανικών συνδικάτων ο αριθμός αυτών των συνταξιούχων ενδέχεται να είναι σημαντικά υψηλότερος δεδομένου ότι οι περισσότεροι αισθάνονται τόση ντροπή να συμπληρώσουν τις φόρμες των ειδικών επιδομάτων που προτιμούν να αντιμετωπίζουν σιωπηλά τη φτώχεια τους.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την αίσθηση αρκετών αναλυτών ότι το Βερολίνο, χρησιμοποιώντας σαν μηχανισμό την ευρωζώνη, δεν πραγματοποιεί απλώς μια αναδιανομή εισοδήματος από την ευρωπαϊκή περιφέρεια προς το ευρωπαϊκό κέντρο αλλά από τα φτωχότερα στρώματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Γερμανίας, προς τις οικονομικές ελίτ της ηπείρου.
Η παρατήρηση επιβεβαιώνεται από τη αλματώδη αύξηση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στα εισοδήματα των ανώτατων εισοδηματικών στρωμάτων. Συγκεκριμένα οι 100 πλουσιότεροι Γερμανοί είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται τον τελευταίο χρόνο κατά 5.2% αγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ των 336 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Manager Magazin, αυξήθηκε και ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων. Έτσι σήμερα 135 κάτοικοι της Γερμανικής οικονομικής αυτοκρατορίας έχουν προσωπική περιουσία με τουλάχιστον… εννέα μηδενικά.
Η γιγάντωση της ανέχειας στη Γερμανία δεν μετριέται απλώς με τον αριθμό των παιδιών και των ηλικιωμένων που βρίσκονται κάτω από όριο της φτώχειας αλλά και από τις επιπτώσεις που προκαλούνται στο σύνολο του πληθυσμού από το λεγόμενο «στρες της επιβίωσης» την ψυχολογική πίεση δηλαδή που προκαλούν τα μέτρα λιτότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF τουλάχιστον 8.6% των παιδιών της Γερμανίας έχουν βιώσει καταστάσεις μακροχρόνιας φτώχειας η οποία αναμένεται να επηρεάσει την ψυχολογική τος υγείας για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ανάλογες έρευνας που έγιναν πρόσφατα σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες, και οι οποίες αφορούν και την Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις από το στρες στο οποίο υπόκεινται οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα γίνουν πλήρως αντιληπτές πριν από το 2016. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες αναμένουν τρομακτική αύξηση των καρδιοαγγειακών παθήσεων αλλά και αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου – ασθένειες δηλαδή που έχουν μεγαλύτερο «κύκλο επώασης» και γι’ αυτό το λόγο συχνά δεν συνδέονται με τα πραγματικά αίτια που τις προκαλούν.
Η φτώχεια στη Γερμανία πλήττει ιδιαίτερα τις μονογονικές οικογένειες και κυρίως τα παιδία που μεγαλώνουν με τις μητέρες τους. Η ανάγκη αυτών των γυναικών να δουλεύουν με τα ελαστικά ωράρια εργασίας, που πρώτη προώθησε η κυβέρνηση Σρέντερ και συνεχίζει η Άνγκελα Μέρκελ, επιβαρύνουν περαιτέρω την ψυχολογική υγεία των παιδιών. Ούτως η άλλως το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά καλείται να επιβιώσει με τους μισθούς πείνας των 400 ευρώ, που αναλογούν στις θέσεις μερικής απασχόλησης, δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Σύμφωνα πάντα με την UNICEF τα παιδια αυτά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις κανονικές εξωσχολικές ασχολίες των συνομηλίκων τους, όπως οι εκδρομές η εκμάθηση ξένων γλωσσών η μουσικής, αλλά υστερούν σημαντικά και στα μαθήματά τους.
Ο αριθμός των παιδιών που μεγαλώνουν με μόνο έναν από τους δυο γονείς τους αυξήθηκε από ένα στα επτά, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στο ένα στα πέντε. Οι επιστήμονες πάντως επισημαίνουν ότι τα φαινόμενα αυτά δεν οφείλονται στην απουσία του ενός γονιού αλλά στις οικονομικές δυσκολίες που είναι πιο έντονες στις μονογονείκές οικογένειες.
Ενώ όμως μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων βιώνει ήδη τις επιπτώσεις της γερμανικής πολιτικής λιτότητας πριν ακόμη ενηλικιωθεί μια άλλη γενιά αδυνατεί να τερματίσει τον εργασιακό της βιο. Ο αριθμός των ηλικιωμένων που αναγκάζονται να αναζητούν απασχόληση ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία φτάνοντας το ένα εκατομμύριο άτομα. Η κατάσταση αυτή έρχεται να συνθλίψει την εικόνα του γερμανικού «success story» και να αποδείξει ότι η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά 0.7%, ύστερα από μια μακρά περίοδο συρρίκνωσης του ΑΕΠ, δεν μεταφράζεται σε βελτίωση για την καθημερινότητα των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της χώρας.
Η πρόθεση των γερμανικών κομμάτων εξουσίας να συνεχίσουν και να επιτείνουν την πολιτική λιτότητας και στο εσωτερικό της χώρας αναμένεται σύντομα να προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις. Έτσι δικαιολογούνται άλλωστε και οι ισχυρές πιέσεις που ασκούσαν τμήματα της οικονομικής ελίτ, πριν ακόμη από τις εκλογές, για το σχηματισμό μιας ακόμη κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» η οποία θα διέθετε την πολιτική πυγμή για να επιβάλλει σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική. Όσο αυξάνονται όμως τα επίπεδα φτώχειας τόσο αυξάνεται και η ανάγκη της γερμανικής κυβέρνησης και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης να αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η εικόνα του «τεμπέλικου» ευρωπαϊκού νότου που τρώει τους μισθούς και τις συντάξεις των Γερμανών φορολογούμενων λειτούργησε αποτελεσματικά επιτρέποντας στην κυβέρνηση να κλιμακώσει την αντιλαϊκή της πολιτική. Και αυτό συνέβαινε ενώ οι ροές κεφαλαίων που έφταναν στη Γερμανία από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξάνονταν.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράφουν σίγουρα με ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές ελίτ της Γερμανίας κατάφεραν να μετατρέψουν χώρες σαν την Ελλάδα σε ένα τεράστιο «πληντυριο» αναδιανομής εισοδήματος, στέλνοντας χρήματα των Γερμανών φορολογούμενων τα οποία κατέληγαν στα ανώτερα στρώματα της Γερμανίας.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2013
- See more at:
http://info-war.gr/2013/11/%cf%84%ce%bf-%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%b3%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%ac%ce%b8%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b2%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%b3%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82/#sthash.lAhUVi6B.dpuf
Ένα στα δέκα παιδιά ζουν σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Η είδηση θα μπορούσε να αποτελεί μια κοινότοπη διαπίστωση για τις περισσότερες από τις χώρες της ευρωπαίκής περιφέρειας, που πληρώνουν εδώ και χρόνια την πολιτική λιτότητας του Βερολίνου. Η είδηση όμως αφορά την ίδια τη Γερμανία, μια από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη.
Η σχετική πληροφορία περιλαμβάνεται σε έκθεση της Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ορίζει το όριο της φτώχειας στο 50% του μέσου εισοδήματος των χωρών μελών του. Συγκεκριμένα από τις 29 χώρες του ΟΟΣΑ η Γερμανία βρίσκεται στην 11η θέση.
Μαζί με τα παιδιά όμως πλήττονται ταυτόχρονα και μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που αδυνατούν πλέον να επιβιώσουν μετά τις περικοπές στις συντάξεις τους. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδόν μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι είναι αναγκασμένοι να καταφεύγουν στα ειδικά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σύμφωνα μάλιστα με εκθέσεις γερμανικών συνδικάτων ο αριθμός αυτών των συνταξιούχων ενδέχεται να είναι σημαντικά υψηλότερος δεδομένου ότι οι περισσότεροι αισθάνονται τόση ντροπή να συμπληρώσουν τις φόρμες των ειδικών επιδομάτων που προτιμούν να αντιμετωπίζουν σιωπηλά τη φτώχεια τους.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την αίσθηση αρκετών αναλυτών ότι το Βερολίνο, χρησιμοποιώντας σαν μηχανισμό την ευρωζώνη, δεν πραγματοποιεί απλώς μια αναδιανομή εισοδήματος από την ευρωπαϊκή περιφέρεια προς το ευρωπαϊκό κέντρο αλλά από τα φτωχότερα στρώματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Γερμανίας, προς τις οικονομικές ελίτ της ηπείρου.
Η παρατήρηση επιβεβαιώνεται από τη αλματώδη αύξηση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στα εισοδήματα των ανώτατων εισοδηματικών στρωμάτων. Συγκεκριμένα οι 100 πλουσιότεροι Γερμανοί είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται τον τελευταίο χρόνο κατά 5.2% αγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ των 336 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Manager Magazin, αυξήθηκε και ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων. Έτσι σήμερα 135 κάτοικοι της Γερμανικής οικονομικής αυτοκρατορίας έχουν προσωπική περιουσία με τουλάχιστον… εννέα μηδενικά.
Η γιγάντωση της ανέχειας στη Γερμανία δεν μετριέται απλώς με τον αριθμό των παιδιών και των ηλικιωμένων που βρίσκονται κάτω από όριο της φτώχειας αλλά και από τις επιπτώσεις που προκαλούνται στο σύνολο του πληθυσμού από το λεγόμενο «στρες της επιβίωσης» την ψυχολογική πίεση δηλαδή που προκαλούν τα μέτρα λιτότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF τουλάχιστον 8.6% των παιδιών της Γερμανίας έχουν βιώσει καταστάσεις μακροχρόνιας φτώχειας η οποία αναμένεται να επηρεάσει την ψυχολογική τος υγείας για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ανάλογες έρευνας που έγιναν πρόσφατα σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες, και οι οποίες αφορούν και την Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις από το στρες στο οποίο υπόκεινται οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα γίνουν πλήρως αντιληπτές πριν από το 2016. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες αναμένουν τρομακτική αύξηση των καρδιοαγγειακών παθήσεων αλλά και αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου – ασθένειες δηλαδή που έχουν μεγαλύτερο «κύκλο επώασης» και γι’ αυτό το λόγο συχνά δεν συνδέονται με τα πραγματικά αίτια που τις προκαλούν.
Η φτώχεια στη Γερμανία πλήττει ιδιαίτερα τις μονογονικές οικογένειες και κυρίως τα παιδία που μεγαλώνουν με τις μητέρες τους. Η ανάγκη αυτών των γυναικών να δουλεύουν με τα ελαστικά ωράρια εργασίας, που πρώτη προώθησε η κυβέρνηση Σρέντερ και συνεχίζει η Άνγκελα Μέρκελ, επιβαρύνουν περαιτέρω την ψυχολογική υγεία των παιδιών. Ούτως η άλλως το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά καλείται να επιβιώσει με τους μισθούς πείνας των 400 ευρώ, που αναλογούν στις θέσεις μερικής απασχόλησης, δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Σύμφωνα πάντα με την UNICEF τα παιδια αυτά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις κανονικές εξωσχολικές ασχολίες των συνομηλίκων τους, όπως οι εκδρομές η εκμάθηση ξένων γλωσσών η μουσικής, αλλά υστερούν σημαντικά και στα μαθήματά τους.
Ο αριθμός των παιδιών που μεγαλώνουν με μόνο έναν από τους δυο γονείς τους αυξήθηκε από ένα στα επτά, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στο ένα στα πέντε. Οι επιστήμονες πάντως επισημαίνουν ότι τα φαινόμενα αυτά δεν οφείλονται στην απουσία του ενός γονιού αλλά στις οικονομικές δυσκολίες που είναι πιο έντονες στις μονογονείκές οικογένειες.
Ενώ όμως μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων βιώνει ήδη τις επιπτώσεις της γερμανικής πολιτικής λιτότητας πριν ακόμη ενηλικιωθεί μια άλλη γενιά αδυνατεί να τερματίσει τον εργασιακό της βιο. Ο αριθμός των ηλικιωμένων που αναγκάζονται να αναζητούν απασχόληση ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία φτάνοντας το ένα εκατομμύριο άτομα. Η κατάσταση αυτή έρχεται να συνθλίψει την εικόνα του γερμανικού «success story» και να αποδείξει ότι η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά 0.7%, ύστερα από μια μακρά περίοδο συρρίκνωσης του ΑΕΠ, δεν μεταφράζεται σε βελτίωση για την καθημερινότητα των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της χώρας.
Η πρόθεση των γερμανικών κομμάτων εξουσίας να συνεχίσουν και να επιτείνουν την πολιτική λιτότητας και στο εσωτερικό της χώρας αναμένεται σύντομα να προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις. Έτσι δικαιολογούνται άλλωστε και οι ισχυρές πιέσεις που ασκούσαν τμήματα της οικονομικής ελίτ, πριν ακόμη από τις εκλογές, για το σχηματισμό μιας ακόμη κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» η οποία θα διέθετε την πολιτική πυγμή για να επιβάλλει σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική. Όσο αυξάνονται όμως τα επίπεδα φτώχειας τόσο αυξάνεται και η ανάγκη της γερμανικής κυβέρνησης και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης να αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η εικόνα του «τεμπέλικου» ευρωπαϊκού νότου που τρώει τους μισθούς και τις συντάξεις των Γερμανών φορολογούμενων λειτούργησε αποτελεσματικά επιτρέποντας στην κυβέρνηση να κλιμακώσει την αντιλαϊκή της πολιτική. Και αυτό συνέβαινε ενώ οι ροές κεφαλαίων που έφταναν στη Γερμανία από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αυξάνονταν.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράφουν σίγουρα με ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές ελίτ της Γερμανίας κατάφεραν να μετατρέψουν χώρες σαν την Ελλάδα σε ένα τεράστιο «πληντυριο» αναδιανομής εισοδήματος, στέλνοντας χρήματα των Γερμανών φορολογούμενων τα οποία κατέληγαν στα ανώτερα στρώματα της Γερμανίας.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2013
Το κλείσιμο των πανεπιστημίων αναζωπυρώνει τις κινητοποιήσεις ενάντια στη λιτότητα και τη διαφθορά
Σε αναζωπύρωση των εργατικών
κινητοποιήσεων σε ολόκληρη τη Βουλγαρία οδήγησε η παρουσίαση του
προϋπολογισμού του 2014 με τους φοιτητές αλλά και εργαζόμενους του
ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα να δίνουν το στίγμα σε μια από τις πιο
μακροχρόνιες εκρήξεις κοινωνικής οργής που έχει γνωρισει η Ευρώπη τις
τελευταίες δεκαετίες.
Υπό κατάληψη παραμένουν εδώ και αρκετές εβδομάδες τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Οι κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης ξεκίνησαν όταν ομάδες φοιτητών κατέλαβαν το κεντρικό αμφιθέατρο του πανεπιστημίου της Σόφιας πυροδοτώντας ένα κύμα κινητοποιήσεων και καταλήψεων σε όλη τη χώρα. Τις προηγούμενες ημέρες ο συμβολικός αποκλεισμός του κοινοβουλίου από χιλιάδες φοιτητές, που ζητούν την παραίτηση της κυβέρνησης, αντιμετωπίστηκε με ωμή αστυνομική βία που οδήγησε σε δεκάδες τραυματισμούς και προσαγωγές.
Οι καθηγητές των πανεπιστημίων εξέφρασαν τη στήριξή τους στον αγώνα
των φοιτητών συμμετέχοντας ενεργά στις κινητοποιήσεις ενώ γνωστά μέλη
της πανεπιστημιακής κοινότητας κατηγορούν την κυβέρνηση για διαπλοκή με
μεγάλα επιχειρηματικά κέντρα της Βουλγαρίας. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα
ενημέρωσης, όπως ήταν αναμενόμενο, σήκωσαν και πάλι τη σημαία της
«απώλειας του εξαμήνου» χωρίς να καταφέρουν όμως να κάμψουν το φρόνημα
των φοιτητών.
Η στάση των φοιτητών ήταν ουσιαστικό το κομβικό σημείο για την ανατροφοδότηση και των εργατικών κινητοποιήσεων που είχε παρουσιάσει μια φυσιολογική κάμψη ύστερα από 150 ημέρες στις οποίες Βούλγαροι εργαζόμενοι διαμαρτύρονταν για τις περικοπές αλλά και τη διαφθορά των κυβερνητικών κομμάτων. Την Τετάρτη χιλιάδες εργάτες διαδήλωσαν στο κέντρο της Σόφιας, ύστερα από κάλεσμα του συνδικάτου CITUB. Οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν αυξήσεις 10% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση των δαπανών για την υγεία αλλά και μεταρρύθμιση των υπηρεσιών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι κωμικοτραγικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην παροχή ηλεκτρισμού, ύστερα από το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων, ήταν αυτή που πυροδότησε την «βουλγαρική Άνοιξη» και την πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης τον περασμένο Φεβρουάριο εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα στη Βουλγαρία.
Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι ο χρόνος ζωής της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από… το δελτίο καιρού καθώς η αδυναμία μεγάλου τμήματος του πληθυσμού να πληρώσει για τη θέρμανση θα γιγαντώσει την οργή και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Η κατάσταση είναι τραγική και για το νέο κύμα αστέγων που δημιουργείται στη Σόφια αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Η τελευταία συγκέντρωση απέδειξε ότι η «κεντροαριστερή» κυβέρνηση χάνει πλέον τη στήριξη ευρύτερων στρωμάτων αλλά κυρίως ότι τα αιτήματα των διαδηλωτών διευρύνονται. Οι καταγγελίες περί διαφθοράς, που είναι απόλυτα δικαιολογημένες λόγω του μαφιόζικου χαρακτήρα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας, φαίνεται να περνούν σε δεύτερη μοίρα καθώς στο επίκεντρο της λαϊκής οργής βρίσκεται πλέον η πολιτική λιτότητας της ΕΕ και του ΔΝΤ. Οι συμβολικού τύπου αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και σε επιδόματα για τα ασθενέστερα στρώματα, που προώθησε η κυβέρνηση, δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν κανένα – αν και απέδειξαν σε γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα ότι ακόμη και η φτωχότερη χώρα της ΕΕ μπορεί να κάνει ορισμένα βήματα υπέρ των αδυνάτων, έστω και για τα μάτια του κόσμου.
Ο πρωθυπουργός Πλάμεν Ορεσάρσκι, πάντως, έφτασε στο σημείο να απειλεί με άμεση απομάκρυνση τους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα που συμμετέχουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις ενώ επιχειρεί να συσπειρώσει τη βάση του κόμματός του με αντισυγκεντρώσεις υποστήριξης του κυβερνητικού έργου.
Την ίδια ώρα η ανεργία των νέων, που μέχρι τώρα έπληττε κυρίως τα μεσαία στρώματα των αποφοίτων πανεπιστημίων, αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Ένας στους τρεις νέους βρίσκεται χωρίς δουλειά ενώ σχεδόν το 20% δεν κατάφερε ποτέ να βρει απασχόληση τελειώνοντας τη μέση ή την ανώτατη εκπαίδευση, περνώντας απευθείας στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων.
Η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πλάμεν Ορεσάρσκι είναι πλέον αναγκασμένη να στηρίζεται στην άτυπη κοινοβουλευτική ανοχή του ακροδεξιού κόμματος Ατάκ σε μια προσοσπάθεια, όπως λέει, να εξαντλήσει την τετραετία – στόχος που χαρακτηρίζεται πλέον σαν ανέκδοτο από αναλυτές εντός και εκτός της χώρας. Η άτυπη αυτή συμμαχία με τους νεοφασίστες όμως αναμένεται να επηρεάσει άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο μετανστευτικό ρεύμα από τη Συρία και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Μέχρι το τέλος του χρόνου αναμένεται να έχουν εισέλθει στη χώρα τουλάχιστον 11.000 Σύροι πρόσφυγες. Οι περισσότεροι από όσους κατάφερνα να φτάσουν μέχρι τη Βουλγαρία στοιβάζονται τώρα σε εγκαταλελειμμένα σχολεία στα νοτιοανατολικά σύνορα της χώρας αντιμετωπίζοντας άμεσο πρόβλημα επιβίωσης καθώς η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να προσφέρει ούτε στοιχειώδεις ποσότητες φαγητού.
Η δημιουργία ενός ακόμη νεοναζιστικού κόμματος τις τελευταίες εβδομάδες σε συνδυασμό με τις επιθέσεις σε τσιγγάνους που πραγματοποιούν συμμορίες ακροδεξιών σε όλη τη χώρα δημιουργούν ένα εφιαλτικό σκηνικό το οποίο περνά από τις παρυφές της κοινωνίας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκε ότι πάνω από το 15% του πληθυσμού εγκρίνει τις βίαιες επιθέσεις που πραγματοποιούν νεοναζιστικά τάγματα θανάτου εναντίον μεταναστών και τσιγγάνων ενώ το 20% ζητά το ολοκληρωτικό «σφράγισμα» των συνόρων.
Την ίδια ώρα ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η κυβέρνηση όχι μόνο ανέχεται τις επιθέσεις ακροδεξιών αλλά ουσιαστικά με τη νέα νομοθεσία που προωθεί για τη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας επιχειρεί να θεσμοθετήσει την παρουσία ομάδων «πολιτοφυλακής» που θα λειτουργούν σαν το μακρύ χέρι των αστυνομικών δυνάμεων απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 24/11/2013
Υπό κατάληψη παραμένουν εδώ και αρκετές εβδομάδες τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Οι κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης ξεκίνησαν όταν ομάδες φοιτητών κατέλαβαν το κεντρικό αμφιθέατρο του πανεπιστημίου της Σόφιας πυροδοτώντας ένα κύμα κινητοποιήσεων και καταλήψεων σε όλη τη χώρα. Τις προηγούμενες ημέρες ο συμβολικός αποκλεισμός του κοινοβουλίου από χιλιάδες φοιτητές, που ζητούν την παραίτηση της κυβέρνησης, αντιμετωπίστηκε με ωμή αστυνομική βία που οδήγησε σε δεκάδες τραυματισμούς και προσαγωγές.
Η στάση των φοιτητών ήταν ουσιαστικό το κομβικό σημείο για την ανατροφοδότηση και των εργατικών κινητοποιήσεων που είχε παρουσιάσει μια φυσιολογική κάμψη ύστερα από 150 ημέρες στις οποίες Βούλγαροι εργαζόμενοι διαμαρτύρονταν για τις περικοπές αλλά και τη διαφθορά των κυβερνητικών κομμάτων. Την Τετάρτη χιλιάδες εργάτες διαδήλωσαν στο κέντρο της Σόφιας, ύστερα από κάλεσμα του συνδικάτου CITUB. Οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν αυξήσεις 10% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση των δαπανών για την υγεία αλλά και μεταρρύθμιση των υπηρεσιών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι κωμικοτραγικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην παροχή ηλεκτρισμού, ύστερα από το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων, ήταν αυτή που πυροδότησε την «βουλγαρική Άνοιξη» και την πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης τον περασμένο Φεβρουάριο εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα στη Βουλγαρία.
Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι ο χρόνος ζωής της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από… το δελτίο καιρού καθώς η αδυναμία μεγάλου τμήματος του πληθυσμού να πληρώσει για τη θέρμανση θα γιγαντώσει την οργή και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Η κατάσταση είναι τραγική και για το νέο κύμα αστέγων που δημιουργείται στη Σόφια αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Η τελευταία συγκέντρωση απέδειξε ότι η «κεντροαριστερή» κυβέρνηση χάνει πλέον τη στήριξη ευρύτερων στρωμάτων αλλά κυρίως ότι τα αιτήματα των διαδηλωτών διευρύνονται. Οι καταγγελίες περί διαφθοράς, που είναι απόλυτα δικαιολογημένες λόγω του μαφιόζικου χαρακτήρα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας, φαίνεται να περνούν σε δεύτερη μοίρα καθώς στο επίκεντρο της λαϊκής οργής βρίσκεται πλέον η πολιτική λιτότητας της ΕΕ και του ΔΝΤ. Οι συμβολικού τύπου αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και σε επιδόματα για τα ασθενέστερα στρώματα, που προώθησε η κυβέρνηση, δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν κανένα – αν και απέδειξαν σε γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα ότι ακόμη και η φτωχότερη χώρα της ΕΕ μπορεί να κάνει ορισμένα βήματα υπέρ των αδυνάτων, έστω και για τα μάτια του κόσμου.
Ο πρωθυπουργός Πλάμεν Ορεσάρσκι, πάντως, έφτασε στο σημείο να απειλεί με άμεση απομάκρυνση τους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα που συμμετέχουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις ενώ επιχειρεί να συσπειρώσει τη βάση του κόμματός του με αντισυγκεντρώσεις υποστήριξης του κυβερνητικού έργου.
Την ίδια ώρα η ανεργία των νέων, που μέχρι τώρα έπληττε κυρίως τα μεσαία στρώματα των αποφοίτων πανεπιστημίων, αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Ένας στους τρεις νέους βρίσκεται χωρίς δουλειά ενώ σχεδόν το 20% δεν κατάφερε ποτέ να βρει απασχόληση τελειώνοντας τη μέση ή την ανώτατη εκπαίδευση, περνώντας απευθείας στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων.
Η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Πλάμεν Ορεσάρσκι είναι πλέον αναγκασμένη να στηρίζεται στην άτυπη κοινοβουλευτική ανοχή του ακροδεξιού κόμματος Ατάκ σε μια προσοσπάθεια, όπως λέει, να εξαντλήσει την τετραετία – στόχος που χαρακτηρίζεται πλέον σαν ανέκδοτο από αναλυτές εντός και εκτός της χώρας. Η άτυπη αυτή συμμαχία με τους νεοφασίστες όμως αναμένεται να επηρεάσει άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο μετανστευτικό ρεύμα από τη Συρία και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Μέχρι το τέλος του χρόνου αναμένεται να έχουν εισέλθει στη χώρα τουλάχιστον 11.000 Σύροι πρόσφυγες. Οι περισσότεροι από όσους κατάφερνα να φτάσουν μέχρι τη Βουλγαρία στοιβάζονται τώρα σε εγκαταλελειμμένα σχολεία στα νοτιοανατολικά σύνορα της χώρας αντιμετωπίζοντας άμεσο πρόβλημα επιβίωσης καθώς η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να προσφέρει ούτε στοιχειώδεις ποσότητες φαγητού.
Η δημιουργία ενός ακόμη νεοναζιστικού κόμματος τις τελευταίες εβδομάδες σε συνδυασμό με τις επιθέσεις σε τσιγγάνους που πραγματοποιούν συμμορίες ακροδεξιών σε όλη τη χώρα δημιουργούν ένα εφιαλτικό σκηνικό το οποίο περνά από τις παρυφές της κοινωνίας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκε ότι πάνω από το 15% του πληθυσμού εγκρίνει τις βίαιες επιθέσεις που πραγματοποιούν νεοναζιστικά τάγματα θανάτου εναντίον μεταναστών και τσιγγάνων ενώ το 20% ζητά το ολοκληρωτικό «σφράγισμα» των συνόρων.
Την ίδια ώρα ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η κυβέρνηση όχι μόνο ανέχεται τις επιθέσεις ακροδεξιών αλλά ουσιαστικά με τη νέα νομοθεσία που προωθεί για τη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας επιχειρεί να θεσμοθετήσει την παρουσία ομάδων «πολιτοφυλακής» που θα λειτουργούν σαν το μακρύ χέρι των αστυνομικών δυνάμεων απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 24/11/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου