Οι προβληματισμοί για το μέλλον του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυριαρχούν στην ελληνική και τη διεθνή επικαιρότητα. Στην Ελλάδα, η πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία επιχειρούσε, ουσιαστικά, την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου, προκάλεσε εύλογη αναστάτωση. Στην Αμερική, ο Ομπάμα κατάφερε να περάσει από το Κογκρέσο την πλέον εκτεταμένη μεταρρύθμιση στη Γουόλ Στριτ από το New Deal του Φράνκλιν Ρούζβελτ. Στο μεταξύ, η Ευρώπη αναμένει τη δημοσιοποίηση, στις 23 Ιουλίου, των λεγόμενων «τεστ κοπώσεως» των τραπεζών, σε ατμόσφαιρα που προεξοφλεί μεγάλες συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Η αλήθεια είναι ότι η βαθύτερη κρίση των μεταπολεμικών χρόνων, η οποία άρχισε από την αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων και κλιμακώθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, είχε εξ αρχής στο επίκεντρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το γεγονός αυτό βοήθησε να επανέλθει σε πρώτο πλάνο η μονόπλευρη ενοχοποίηση του «τοκογλυφικού κεφαλαίου», σε αντιδιαστολή με το «παραγωγικό», καθιστώντας τους τραπεζίτες προνομιακούς στόχους μιας ηχηρής, αλλά μόνο επιδερμικά ριζοσπαστικής κριτικής. Αλλωστε, η ιστορία βρίθει λαϊκιστικών ρευμάτων τα οποία εξέτρεπαν τη λαϊκή αγανάκτηση για την οικονομική κρίση προς τους «άπληστους Σάυλοκ» ή τους «Εβραίους τραπεζίτες».
Ειρήσθω εν παρόδω ότι, σε αντίθεση με αυτόν τον εύκολο ριζοσπαστισμό, ο Μαρξ αναγνώριζε στην πίστη αναπτυξιακό ρόλο, στον βαθμό που αυτή διοχετεύει λιμνάζοντα κεφάλαια στη βιομηχανία και διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας. Είναι ωστόσο γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει πάρει αφύσικες, θα λέγαμε τερατώδεις διαστάσεις, σε βάρος της πραγματικής παραγωγής, έτσι που μόνο η διαβόητη αγορά παραγώγων να έχει σήμερα δεκαπλάσιο όγκο από το παγκόσμιο ΑΕΠ! Σ’ αυτό το φόντο, η κρίση του 2008 ήταν ένα είδος Νέμεσης για έναν καπιταλισμό, ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια του Μίδα: απέκτησε το χάρισμα να μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό, με τίμημα να στερηθεί την πραγματική τροφή που χρειάζεται για να επιβιώσει.
Το κυριότερο, η οργιαστική διαστολή της πίστης (πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια) ήταν ο τρόπος που επινόησε το σύστημα για να συντηρεί υψηλά επίπεδα κατανάλωσης, σε πείσμα της καθήλωσης των πραγματικών μισθών. Ειδικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσέφερε επί σειρά ετών πάμφθηνο χρήμα στις ελληνικές, πορτογαλικές και ισπανικές τράπεζες, για να το διοχετεύουν αυτές στους καταναλωτές και να μπορούν αυτοί να αγοράζουν τα γερμανικά, ολλανδικά και γαλλικά προϊόντα, διευρύνοντας τα εμπορικά τους ελλείμματα σε ένα φαύλο κύκλο παραγωγικής παρακμής και υπερχρέωσης.
Σήμερα, είναι οι ίδιες τράπεζες που αντικρίζουν με τρόμο τις επιπτώσεις της κραιπάλης και θεωρούν απολύτως φυσιολογικό τη μια να ρουφάνε από το Δημόσιο 43 δισ. και την άλλη να του ζητάνε να αγοράσουν με δικά του χρήματα τις δικές του τράπεζες, απειλώντας ότι διαφορετικά θα χρεοκοπήσουν σαν άλλοι Σαμψών, παρασύροντας τους πάντες κάτω από τα ερείπια του Ναού.
Το γεγονός αυτό βοήθησε να επανέλθει σε πρώτο πλάνο η μονόπλευρη ενοχοποίηση του «τοκογλυφικού κεφαλαίου», σε αντιδιαστολή με το «παραγωγικό», καθιστώντας τους τραπεζίτες προνομιακούς στόχους μιας ηχηρής, αλλά μόνο επιδερμικά ριζοσπαστικής κριτικής. Αλλωστε, η ιστορία βρίθει λαϊκιστικών ρευμάτων τα οποία εξέτρεπαν τη λαϊκή αγανάκτηση για την οικονομική κρίση προς τους «άπληστους Σάυλοκ» ή τους «Εβραίους τραπεζίτες».
Ειρήσθω εν παρόδω ότι, σε αντίθεση με αυτόν τον εύκολο ριζοσπαστισμό, ο Μαρξ αναγνώριζε στην πίστη αναπτυξιακό ρόλο, στον βαθμό που αυτή διοχετεύει λιμνάζοντα κεφάλαια στη βιομηχανία και διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας. Είναι ωστόσο γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει πάρει αφύσικες, θα λέγαμε τερατώδεις διαστάσεις, σε βάρος της πραγματικής παραγωγής, έτσι που μόνο η διαβόητη αγορά παραγώγων να έχει σήμερα δεκαπλάσιο όγκο από το παγκόσμιο ΑΕΠ! Σ’ αυτό το φόντο, η κρίση του 2008 ήταν ένα είδος Νέμεσης για έναν καπιταλισμό, ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια του Μίδα: απέκτησε το χάρισμα να μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό, με τίμημα να στερηθεί την πραγματική τροφή που χρειάζεται για να επιβιώσει.
Το κυριότερο, η οργιαστική διαστολή της πίστης (πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια) ήταν ο τρόπος που επινόησε το σύστημα για να συντηρεί υψηλά επίπεδα κατανάλωσης, σε πείσμα της καθήλωσης των πραγματικών μισθών. Ειδικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσέφερε επί σειρά ετών πάμφθηνο χρήμα στις ελληνικές, πορτογαλικές και ισπανικές τράπεζες, για να το διοχετεύουν αυτές στους καταναλωτές και να μπορούν αυτοί να αγοράζουν τα γερμανικά, ολλανδικά και γαλλικά προϊόντα, διευρύνοντας τα εμπορικά τους ελλείμματα σε ένα φαύλο κύκλο παραγωγικής παρακμής και υπερχρέωσης.
Σήμερα, είναι οι ίδιες τράπεζες που αντικρίζουν με τρόμο τις επιπτώσεις της κραιπάλης και θεωρούν απολύτως φυσιολογικό τη μια να ρουφάνε από το Δημόσιο 43 δισ. και την άλλη να του ζητάνε να αγοράσουν με δικά του χρήματα τις δικές του τράπεζες, απειλώντας ότι διαφορετικά θα χρεοκοπήσουν σαν άλλοι Σαμψών, παρασύροντας τους πάντες κάτω από τα ερείπια του Ναού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου